Από τον Αναστάση Πινακουλάκη
Σε συνέχεια του ρεπορτάζ μας για τη νέα θεατρική σειρά των εκδόσεων Νεφέλη, σας παρουσιάζουμε το γάλα, αίμα της Αλεξάνδρας Κ*.
Η ολοκαίνουργια θεατρική σειρά, μια έκδοση του Φεστιβάλ Αθηνών σε συνεργασία με τις εκδόσεις Νεφέλη είναι εδώ και περιλαμβάνει 7 θεατρικά έργα, εκ των οποίων τα 4 είναι καινούργια ελληνικά έργα που γράφτηκαν μετά από ανάθεση. Στο παρόν άρθρο, θα μιλήσουμε για το γάλα, αίμα της Αλεξάνδρας Κ*, της συγγραφέως του Επαναστατικές μέθοδοι για τον καθαρισμό της πισίνας σας και πολλών δημοφιλών πεζογραφημάτων. Δραματουργική βάση του έργου είναι η Μήδεια του Ευριπίδη, ενώ η δράση του τοποθετείται σ’ ένα χωριό της Αργολίδας το καλοκαίρι του 1958. Το έργο πρόκειται να παρασταθεί 16-17 Ιουλίου στη Μικρή Επίδαυρο σε σκηνοθεσία Γιάννου Περλέγκα στα πλαίσια του Φεστιβάλ Αθηνών κι Επιδαύρου.
Η Αλεξάνδρα Κ* συνέθεσε μ’ έναν πολύ δικό της τρόπο ένα φεμινιστικό σύγχρονο δράμα, που ενώ τηρεί το βασικό αφηγηματικό σκελετό, δε διστάζει να πάρει μερικές «τολμηρές» αποφάσεις που δίνουν μια νέα και πολύ προσφιλής στα σημερινά δεδομένα διάσταση. Το γάλα, αίμα είναι ένα πρώτης τάξεως οικογενειακό δράμα απόλυτα συνυφασμένο με την ελληνική πραγματικότητα και στο οποίο όλοι μας μπορούμε ν’ ανασύρουμε βιώματα από τον άμεσο ή ευρύτερο κοινωνικό κι οικογενειακό περίγυρο. Ο μύθος της παιδοκτόνου Μήδειας είναι από τους δημοφιλέστερους στο πέρασμα των αιώνων, ενώ δεν ήταν λίγες οι περιπτώσεις που δημοσιογραφικά και πολιτισμικά ονομάστηκαν «Μήδειες» παιδοκτόνοι γυναίκες όπως η Μάγδα Γκέμπελς στη ναζιστική Γερμανία. Κι όμως, η Ξένη (έτσι ονομάζει τη Μήδεια) της Αλεξάνδρας Κ* δεν είναι απλώς η μάγισσα που έχει διαπράξει επανειλημμένα φόνους, μια γυναίκα που σκοτώνει από έρωτα, αλλά μια γυναίκα που βάλλεται και θεωρείται «ξένη» επειδή δίνει αξία στον εαυτό της και στο φύλο της, μια γυναίκα που δε δέχεται να θαφτεί ζωντανή από την κοινωνία-μάτι που είναι έτοιμη να κανιβαλίσει τη δυστυχία του διπλανού, μια γυναίκα που θέλει να προστατέψει τις κόρες της από τα κακώς κείμενα της ελληνικής επαρχίας.
Ο τίτλος
Δύο ουσιαστικά επέλεξε η Αλεξάνδρα Κ* για τον τίτλο του έργου της, «γάλα» κι «αίμα» σε παρατακτική σύνδεση. Μπορούμε να το δούμε αυτό υπό δύο οπτικές. Η πρώτη είναι πως τα παιδιά της Ξένης έχουν συγγένεια αίματος κι έχουν ανατραφεί από το μητρικό της γάλα. Η δεύτερη είναι πως η ίδια γυναίκα που έθρεψε με το γάλα της δύο παιδιά ήταν αυτή που έχυσε και το αίμα τους, δηλαδή που τα σκότωσε. Ο συγκεκριμένος τίτλος είναι μια ευθεία παραπομπή στην αγγελική ρήση στην τραγωδία του Ευριπίδη, «χρυσάφι αίμα και φωτιά έσταζαν από το μέτωπό της» σύμφωνα με την ποιητική μετάφραση του Γιώργου Χειμωνά. Το μητρικό γάλα μπορεί να παρομοιαστεί με χρυσάφι, ενώ η φωτιά που λείπει από τον τίτλο της Αλεξάνδρας Κ* θα βρεθεί στις σκηνικές οδηγίες της τελευταίας σκηνής του έργου όπου η Ξένη βάζει φωτιά στο σπίτι της και καίγεται μαζί με τον Άντρα που στρέφεται μαινόμενος εναντίον της μετά την αποκάλυψη πως σκότωσε τα παιδιά τους.
Χαρακτήρες
Όσον αφορά τους χαρακτήρες του δράματος γάλα, αίμα , παρατηρούμε μερικές βασικές διαφορές από την ευριπίδεια τραγωδία. Καταρχάς, αλλάζει το φύλο στα παιδιά της Μήδειας και του Ιάσονα, από αγόρια σε κορίτσια κι έτσι αλλάζει το κέντρο βάρος του έργου, αφού ως αγόρια προβλεπόταν να γίνουν πολεμιστές και πολιτικά ενεργοί πολίτες, ενώ ως κορίτσια θεωρούνται ως συνέχεια της Ξένης κι άρα απειλή για την gender bias ελληνική κοινωνία που έχει πολύ κλειστά δομημένους κοινωνικούς ρόλους βάσει του βιολογικού φύλου. Επίσης, ενώ στο Αρχαίο Θέατρο τα παιδιά όπως κι οι δούλοι θεωρούνται ουδέτερα και μη ομιλούντα πρόσωπα –μ’ εξαίρεση την κωμωδία- η Αλεξάνδρα Κ* δίνει φωνή στα ανήλικα κορίτσια και τους δίνει δραματική υπόσταση, ενισχύοντας το δραματικό χαρακτήρα του έργου, αλλά και δίνοντας την ευκαιρία στην κεντρική ηρωίδα να δείξει και την πιο ανθρώπινη πτυχή της. Η Ξένη δεν σκοτώνει τα παιδιά της για να εκδικηθεί τον Ιάσονα που την εγκατέλειψε, δεν το κάνει χωρίς δεύτερες σκέψεις, αλλά αντίθετα σαν μια άλλη Φραγκογιαννού, σκοτώνει τα παιδιά της για να προστατέψει από το μέλλον που θα έχουν ως γυναίκες υποχείρια ενός άντρα εξουσιαστή σε μια κοινωνία που αποχυμώνει τις γυναίκες καιοτιδήποτε ξένο το σκοτώνει, μια κοινωνία που «ξεγυνώνει» (τους αποστερεί τη θηλυκότητά τους αλλά και κοινωνικά δικαιώματα που φέρει ένας άντρας).
Η επόμενη βασική αλλαγή, είναι η σύμπτυξη των χαρακτήρων της Τροφού (γριά που φροντίζει τα παιδιά ως παραμάνα ή σημερινή baby sitter) και του Παιδαγωγού (άντρα δασκάλου υπεύθυνου για την καλλιέργεια των παιδιών) σε αυτόν της Δασκάλας, μιας νέας που διαφέρει από την πλειοψηφία των γυναικών του χωριού, καθώς έχει μορφωθεί κι εργάζεται, πράγμα που την βάζει σε άλλη κοινωνική θέση από τις υπόλοιπες γυναίκες. Η Δασκάλα είναι συμπαραστάτρια της Ξένης και ο μοναδικός χαρακτήρας -πέραν από τον Φίλο- που συμπάσχει το δράμα της, τον κοινωνικό της αποκλεισμό, με ανάλογη λειτουργία του Χορού στο πρωτότυπο. Δύο σημεία-κλειδιά στον χαρακτήρα της είναι: πρώτον, πως θέλει να τη βοηθήσει αλλά όχι να χάσει τη δουλειά της γιατί αυτό θα την έκανε να εξαρτηθεί από άντρα και, δεύτερον, πως όταν συνειδητοποιεί το ανείπωτο έγκλημα της Ξένης (παιδοκτονία) την προτρέπει να την φυγαδεύσει για να γλιτώσει από την τιμωρία της.
Ας περάσουμε τώρα στον βασικό χαρακτήρα, την Ξένη. Το όνομα που επέλεξε η συγγραφέας προέρχεται από μια Πολυξένη που γνώριζε και που όπως γράφει στο εισαγωγικό της σημείωμα «σαν από αντίδραση στο όνομά της έζησε μια ζωή απολύτως φιλική στους γύρω της, μα ξένη προς τον εαυτό της». Για έναν γνώστη του μύθου, το επίθετο «ξένη» ταιριάζει και τη βαρβαρική καταγωγή της Μήδειας, και τη δαιμονοποίηση του ξένου στην Αρχαία Ελλάδα. Ωστόσο, η Αλεξάνδρα Κ* ξεκαθαρίζει πως η ξενικότητα της ηρωίδας της δεν σχετίζεται με την καταγωγή της, αλλά είναι ξένη γιατί καταλαβαίνει πως δεν της αξίζει να είναι εκεί κι αυτό ταράζει τη μικρή της κοινωνία. Το αίσθημα του «ανήκειν» είναι μια μεγάλη υπόθεση για την μετεμφυλιακή Ελλάδα, οπότε και διαδραματίζεται η πλοκή του δράματος. Καθόλη τη διάρκεια του έργου βλέπουμε μια αντίθεση του χαρακτήρα της Ξένης με τα «πρέπει» που αντιστοιχούν τόσο στο γυναικείο της φύλο όσο και στην μητρική της ιδιότητα. Για τον κοινωνικό περίγυρο, η συμπεριφορά της Ξένης προκαλεί, δεν ταιριάζει με την αναμενόμενη δραστηριότητα του φύλου της, με την κοινωνική της θέση, οφείλει να υποφέρει διακριτικά και να δείχνει όμορφη κι ευχάριστη, να δεχτεί στωικά τις εξελίξεις της ζωής της, για τις οποίες άντρες αποφάσισαν για λογαριασμό της. Η Αλεξάνδρα Κ* δεν έρχεται να ξεδιπλώσει ξανά τον μύθο ενός θηλυκού δαίμονα που παρομοιάζεται με ζώο ή τέρας στον Ευριπίδη, αλλά να πει μια ιστορία ενδοικογενειακής βίας, κοινωνικών διακρίσεων και την αμετροέπεια της επαρχιακής κοινωνίας με ψυχραιμία κι ενσυναίσθηση. Έχει πολύ ενδιαφέρον ο τρόπος με τον οποίο δούλεψε την εισαγωγή του δράματος, παρουσιάζοντας μια γυναίκα που υποφέρει και σκούζει, αφήνοντας τα κορίτσια της αφρόντιστα και την κοινωνία σαν έναν άλλο Χορό που παίρνει το μέρος των πρέπει της επαρχίας, σα να είναι οι «νόμοι των Θεών» που πρέπει να διατηρήσουν πάση θυσία. Όταν η Ξένη εμφανίζεται στην σκηνή, φαίνεται συγκαταβατική στη δυστυχία της και στο νέο γάμο του άντρα της, προσφέρει δώρο ένα ζωντανό, χωρίς το «δηλητήριο» και τη μοχθηρότητα της Μήδειας. Μια άλλη βασική διαφορά, είναι πως ενώ στο πρωτότυπο και στα προγενέστερα Αργοναυτικά, η πολυμηχανία και οι ξεχωριστές ικανότητες της Μήδειας συνδέονται με μια μυθική καταγωγή και μαγική ιδιότητα, εδώ, η Ξένη από επιλογή και ειδικό ενδιαφέρον στράφηκε στην ιατρική διαβάζοντας βιβλία, πρακτική ξένη προς τα κοινωνικά δεδομένα της εποχής. Δε χρειάζεται νομίζω να θυμίσουμε στο κοινό, για πόσες δεκαετίες η γυναίκα δεν ακολουθούσε την Ανώτερη Εκπαίδευση γιατί αυτό ήταν «αντρικό προνόμιο» ή γιατί εκείνη έπρεπε να παντρευτεί μικρή και να γεννήσει παιδιά. Είναι πολύ χαρακτηριστική η ατάκα του Πατέρα «Ποιος άντρας θέλει για γυναίκα μια γυναίκα-άντρα;», αφού το συνταίριασμα χαρακτηριστικών και δράσεων που «ανήκουν» αποκλειστικά στο αντρικό ή στο γυναικείο κοινωνικό φύλο, φαίνεται εκτός από τολμηρή και παράξενη για τα δεδομένα της κοινωνίας όπου εξελίσσεται η δράση. Πιο κάτω στην ίδια σκηνή, ο Πατέρας προτρέπει την Ξένη να χαμογελάει που και που και να μην σκέφτεται γιατί η σκέψη ασχημαίνει τη γυναίκα. Κι όταν η Ξένη φαίνεται να συμφωνεί με την πρόταση του Πατέρα, δίνει το λόγο της «σαν άντρας σ’ άντρα».
Να δούμε τώρα συνοπτικά την αντιστοιχία των χαρακτήρων του δράματος με τ’ αρχέτυπά τους. Ο Κρέοντας γίνεται Πατέρας, διατηρεί την πατριαρχική του υπεροχή και τον επεμβατισμό του, μ’ ένα έξτρα στοιχείο, θέλει να κρατήσει τα παιδιά (κορίτσια) της Ξένης, να τα αναθρέψει εκείνος με μια υπόνοια παιδεραστικών βλέψεων. Ο Αιγέας γίνεται Φίλος, που στο παρελθόν είχε ερωτικό ενδιαφέρον προς τη Μήδεια. Η Ξένη τον βλέπει σαν μια σωτήρια λέμβο από την αποπνικτική ατμόσφαιρα στην επαρχία και ένα θετικό πρότυπο πατέρα για τα παιδιά της. Η διαφορά είναι πως στην ευριπίδεια τραγωδία, ο Αιγέας είχε απευθυνθεί στη Μήδεια για γιατροσόφια που θα τον βοηθούσαν ν’ αποκτήσει παιδιά με τη γυναίκα του, ενώ στο έργο της Αλεξάνδρας Κ* η Ξένη είναι αυτή που προτείνει να γίνουν μια ιδιότυπη επαναδημιουργημένη οικογένεια. Η Νύφη/Νέα δεν έχει σκηνική παρουσία, αλλά ένα βασικό της χαρακτηριστικό σε αμφότερα τα έργα είναι η νεανική της ηλικία κι άρα η διαφορά ηλικίας με τη Μήδεια, στοιχείο που επιτείνει την αντίθεση τους. Τέλος, απουσιάζει ο Άγγελος (αγγελιοφόρος) της αρχαίας τραγωδίας, με την είδηση του θανάτου να μεταφέρεται από τη Δασκάλα και να διαφαίνεται από την δράση των χαρακτήρων. Η συγκεκριμένη επιλογή δίνει ένα πιο φυσικό αποτέλεσμα στο σύγχρονο κοινό, αφού είναι πιο λογικό να διαπιστώσει το θάνατο μέσα στο πλαίσιο του οίκου, κάποιο πρόσωπο που δραστηριοποιείται εντός αυτού.
Μια σημαντική προσθήκη στους χαρακτήρες του έργου, είναι η Μητέρα, δηλαδή η πεθερά της Ξένης. Πρόκειται για χαρακτηριστική επαρχιώτισσα μάνα, όπου υπομένει τα πάντα γιατί αυτό νομίζει πως οφείλει να κάνει κι αυτή την καταπιεστική θέση θέλει να επιβάλει στη νύφη της. Ενώ ο άντρας της απουσιάζει για να δει τον κόσμο, αυτή οφείλει να κάτσει στο σπίτι περιορισμένη γιατί αυτό προβλέπει ο σεξουαλικός της ρόλος. Είναι μια σκληρή γυναίκα της επαρχίας, που έρχεται σε αντίθεση με τον χαρακτήρα της Ξένης: είναι μια γυναίκα απόλυτα συμβιβασμένη με τον ρόλο που της έχει επιβληθεί και θέλει έτσι ν’ ανατραφούν οι εγγονές της, είναι αμόρφωτη και εμφανίζεται κομψά ντυμένη και χαρούμενη για το δεύτερο γάμο του γιο της, την στιγμή που η Ξένη κυκλοφορεί αφρόντιστη και συναισθηματικά καταβεβλημένη. Έτσι θα κατέληγε η Ξένη αν είχε δεχτεί να «παίξει» σύμφωνα με τον κοινωνικό της ρόλο.
Από την Φραγκογιαννού στην Ξένη
Όπως προαναφέραμε, η ίδια η συγγραφέας αναγνωρίζει μια σύνδεση της ηρωίδα της με την πολυδιαβασμένη ηρωίδα του Παπαδιαμάντη. Η Φραγκογιαννού μια γριά αυτοχρησμένη μαία σκότωνε βρέφη ή νήπια κοριτσάκια για να τα προστατέψει από μια ζωή που θα τα «σκότωνε» ψυχολογικά και κοινωνικά. Σε μια καταδίωξη, πεθαίνει μεταξύ γης και ουρανού, εν ίδει θείας δικαιοσύνης. Κατ’ αντιστοιχία, η Ξένη δεν σκοτώνει τα παιδιά της για να εκδικηθεί τον άντρα της αλλά από φόβο να μην κακομεταχειριστούν όπως εκείνη, να μην χάσουν τους χυμούς τους, να μην καταπνιγεί η προσωπικότητά τους από την πατριαρχία, να μην γίνουν κι εκείνες «ξένες» σε μια κοινωνία-μάτι. Νομίζω ο πυρήνας του έργου βρίσκεται στην τρίτη και τελευταία σκηνή της Δεύτερης Πράξης, όπου η Ξένη συνομιλεί με τις κόρες της σ’ ένα φαινομενικά αποχαιρετιστήριο στιγμιότυπο και τις συμβουλεύει από την εμπειρία της. Στη συνέχεια, φαίνεται να μονολογεί (σελ. 64-68) με απεύθυνση κατά κύριο λόγο προς τις κόρες της και κατ’ επέκταση προς όλα τα κορίτσια, για να τις προετοιμάσει γι’ αυτά που πρόκειται ν’ αντιμετωπίσουν στη ζωή τους. Χωρίς να δικαιολογείται η πράξη της παιδοκτονίας, φανερώνεται σε πλήρη έκταση το ιδεολογικό και ψυχολογικό πλαίσιο της στο συγκεκριμένο έργο.
Πλοκή
Το έργο αποτελείται από τρεις πράξεις και δέκα σκηνές. Ως σύγχρονο δράμα, απουσιάζουν τα χορικά, αλλά η ιδιότητα του Χορού διαμοιράζεται στον παρεμβατικό κοινωνικό περίγυρο και στην συμπαράστρια Δασκάλα. Τα βασικά επεισόδια της πλοκής είναι εδώ και παρά τις επεμβάσεις κυρίως στα χαρακτηριστικά των ηρώων, φέρουν το ύφος του πρωτοτύπου. Ας επισημάνουμε και πάλι τις βασικές διαφορές. Αλλαγή πρώτη: Εδώ τα δώρα της προδομένης Ξένης δεν φέρουν το θάνατο στη νέα νύφη και τον πατέρα της, μειώνοντας την ένταση του δολοφονικού της προφίλ κι έτσι κερδίζει σε συμπάθεια του κοινού. Αλλαγή δεύτερη: Το παρελθόν της Ξένης είναι λιγότερο επιβαρημένη από φονικά, ωστόσο ο γάμος της με τον Άντρα την ξέκοψαν από το οικογενειακό της περιβάλλον. Διατηρείται η συμπαράσταση της προς τον Άντρα κι η καθοριστική της συνδρομή στην προσωπική του επιτυχία. Αλλαγή τρίτη: Ενώ στη Μήδεια του Ευριπίδη, ο Κρέων διώχνει τη Μήδεια μαζί με τους γιους της, στο γάλα, αίμα ο Πατέρας επιθυμεί να κρατήσει και ν’ αναθρέψει αυτός τις κόρες της. Αλλαγή τέταρτη: η παιδοκτονία στη Μήδεια φαίνεται ξαφνική κι αβίαστη ως κομμάτι ενός ολοκληρωμένου σχεδίου εκδίκησης του Ιάσονα, ενώ εδώ, η Ξένη φαίνεται να διχογνωμεί, να παλεύει με τους προσωπικούς της δαίμονες και με την μισογυνιστική κι
απογυνωτική κοινωνία, προτού πράξει την απονενοημένη πράξη και μάλιστα όταν το πράξει, δεν το συνειδητοποιεί αμέσως. Αλλαγή πέμπτη: Το τέλος του δράματος παρουσιάζει τη μεγαλύτερη απόκλιση. Όπως θυμάστε, στο τέλος της Μήδειας του Ευριπίδη, μετράμε τέσσερις θανάτους (συν τους πολλαπλούς θανάτους που έγιναν σε προδραματικό χρόνο), έναν συντετριμμένο Ιάσονα και τη θριαμβεύτρια Μήδεια πάνω σ’ ένα άρμα με δράκους. Η Αλεξάνδρα Κ* παρουσιάζει ένα πιο δραματικό φινάλε, με την Ξένη σε κατάσταση σοκ από την παιδοκτονία, να βάζει φωτιά στο σπίτι της αφού το έχει περιλούσει με βενζίνη. Στην καταστροφική φωτιά δίνεται η αίσθηση πως θα πεθάνουν εκείνη κι ο άντρας της.
Δραματικός Χώρος και Χρόνος
Η Αλεξάνδρα Κ* διατηρεί την ενότητα χώρου και χρόνου του αρχαίου θεάτρου. Όλες οι σκηνές διαδραματίζονται σ’ ένα μερόνυχτο, με πλούσια πλοκή και δράση. Ο δραματικός χώρος τοποθετείται το καλοκαίρι του 1958, σ’ ένα χωριό της ελληνικής επαρχίας, στην Αργολίδα. Η επιλογή της περιοχής δεν είναι διόλου τυχαία, αφού η συγγραφέας επιθυμούσε ο σκηνικός και δραματικός χώρος να ταυτίζονται. Να πούμε βεβαίως πως αυτό είναι ένα προνόμιο που έχουν οι συγγραφείς μόνο όταν γνωρίζουν τον χώρο όπου θα παρασταθεί το έργο τους και κάτι τέτοιο συμβαίνει ευκολότερα όταν πρόκειται για ανάθεση. Μια πολύ ενδιαφέρουσα προσθήκη, είναι ένας μονόλογος της Ξένης στην αρχή της Τρίτης Πράξης, όπου ανοίγει ένα προγενέστερο αφηγηματικό επίπεδο, στο οποίο η Ξένη μόλις έχει γεννήσει και ζητάει στο κοινό να σωπάσει για να μην ξυπνήσουν τα παιδιά της, τα παιδιά που μόλις έχει σκοτώσει.
Συνολικά, η Αλεξάνδρα Κ* κατόρθωσε όχι μόνο ν’ αποφύγει τις κοινοτυπίες μιας διασκευής ή νέας εκδοχής αρχαίου δράματος που φέρει το βάρος ενός πολυπαιγμένου έργου, αλλά να δημιουργήσει ένα απολύτως κοινωνικά αναγνωρίσιμο κι άρτια δομημένο σύγχρονο θεατρικό έργο με μια δυναμική φωνή που θα μπορούσε να το καταστήσει σύγχρονο κλασσικό. Μια δεκαετία μετά το Πολιτισμός: μια κοσμική τραγωδία του Δημήτρη Δημητριάδη, νομίζω είμαστε σε θέση να υποστηρίξουμε πως έχουμε ένα θεατρικό έργο που συνδιαλέγεται με τον Ευριπίδη αλλά και με την εποχή μας μ’ έναν ιδιαιτέρως δημιουργικό τρόπο και με σκηνικές δυνατότητες που αναμένεται να προκαλέσουν μια δυνατή θεατρική παράσταση. Το «πείραμα» του Φεστιβάλ Αθηνών πέτυχε και το αποτέλεσμα βρίσκεται επί χάρτου.
Info:
Το κείμενο γάλα, αίμα κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Νεφέλη από αυτή την εβδομάδα σε δίγλωσση έκδοση (ελληνικά- αγγλικά).
Η πρεμιέρα της παράστασης αναμένεται την Παρασκευή 16 Ιουλίου στη Μικρή Επίδαυρο. Περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση δείτε εδώ http://aefestival.gr/festival_events/gala-aima/