Εκτύπωση αυτής της σελίδας

Διάβασα το "Camille Claudel: Mudness" του Γιάννη Λασπιά

Κριτική Βιβλίου

Από τον Νεκτάριο – Γεώργιο Κωνσταντινίδη*

 

Γιάννης Λασπιάς, Camille Claudel: Mudness, Αθήνα, Κάπα Εκδοτική, 2016

 

      Το έργο του ηθοποιού και σκηνοθέτη Γιάννη Λασπιά, με τίτλο Camille Claudel: Mudness, συνταιριάζει την ιστορικότητα με τη φαντασιακή ή θεατρική θεώρηση του λόγου, ο οποίος καταχωρείται στα δύο γυναικεία πρόσωπα που συνδιαλέγονται σύμφωνα με την εξέλιξη της πλοκής. Πρόκειται για μια φανταστική συνάντηση της διάσημης γλύπτριας Καμίλ Κλωντέλ, αδελφή του λογοτέχνη Πωλ Κλωντέλ, μαθήτρια και ερωμένη του Ροντέν, με τη Ρουμάνα ψυχίατρο Κονστάνς Πασκάλ. Εντούτοις, η πλοκή αποτελεί μέρος της εν δυνάμει ανάπτυξης των προσώπων κυρίως μέσα από τις χαρακτηριστικές σκηνικές οδηγίες, οι οποίες συνθέτουν άλλωστε ένα σχεδόν ανεξάρτητο κείμενο. Χάρη σε αυτό το κείμενο, το εννοιολόγημα αποκτά υπερβατικές ιδιότητες, που οφείλονται σε παραλεκτικές εκτροπές του λόγου.  

      Ο Γιάννης Λασπιάς σέβεται ιδιαίτερα, όπως διαπιστώνουμε, την εικονοποιήσιμη διάθεση και την θεατρικότητα του λόγου, που αποτυπώνει στο χαρτί η συνάντηση της τραγικής Καμίλ Κλωντέλ με τον ίδιο της τον εαυτό μέσω της ψυχιάτρου Κονστάνς Πασκάλ. Σημειωτέον ότι τα δύο πρόσωπα των γυναικών της ιστορίας συγχέουν θεαματικά την «πραγματικότητα» και τη φαντασία, κατά τρόπον απολύτως φυσιολογικό, θα έλεγε κανείς. Ο συγγραφέας αναμειγνύει, στην ουσία, δύο ιδιάζοντα συστατικά, εκείνο της υγείας και εκείνο της νόσου. Μολαταύτα, ο αναγνώστης/θεατής/ακροατής δεν έχει πολλές δυνατότητες επεξεργασίας της διαφοράς δυναμικού ή ακόμα-ακόμα της διαφοράς αυτής καθεαυτής ανάμεσα στο ομαλό και στο μη ομαλό. 

       Σε τελευταία ανάλυση, η Καμίλ Κλωντέλ δηλώνεται ως ασθενής και επωμίζεται δικαιωματικά τον ρόλο της σχιζοφρενούς εξαιτίας και των «συμφραζομένων» που δίνει ο χώρος της ψυχιατρικής κλινικής. Εντούτοις, η εξ αντανακλάσεως συμπεριφορά της ιατρού Κονστάνς υπογραμμίζει τη λειτουργία του καθρέφτη που νοηματοδοτεί ακριβώς τις φάσεις τις οποίες διανύει η ψυχίατρος στις πολλαπλές «διαδρομές» του «σταδίου του καθρέφτη», όπως το αναλύει ο Λακάν και όπως διατυπώνεται στο έργο του Λασπιά: η ψυχίατρος Κονστάνς Πασκάλ αυτοαναγνωρίζεται στην ασθένεια της Καμίλ και ξαναζεί τη ζωή της στην πατρίδα της, τότε που τα «φαντάσματα» του μυαλού την ωθούσαν να αποδράσει από το οικείο περιβάλλον.

       Το θεατρικό έργο του Γιάννη Λασπιά, χωρισμένο σε έξι σκηνές, τοποθετεί την Σκέψη σε σημεία διακεκριμένα της λεκτικής και της σωματικής εκφοράς. Ποιο μπορεί τελικά να θεωρηθεί οικείο περιβάλλον και ποιο μπορεί να είναι το ανοίκειο; Το ερώτημα πλανάται τόσο στη δομή του έργου, ως σκηνικής κατασκευής, όσο και στην πολυεπίπεδη θεματική που δεσπόζει εν είδει πολύχρωμης παλέτας ενός ζωγράφου της ψυχής.

        Ο Γιάννης Λασπιάς «χρωματίζει», θα λέγαμε, με χρώματα της γήινης μαρτυρικής εμπειρίας των δύο ψυχισμών που συναντώνται στο μελαγχολικό μουντόχρωμο άσυλο, όπου η κανονικότητα συγκρούεται με την αφασία των πραγμάτων και των προσώπων. Η Καμίλ Κλωντέλ υφίσταται τις διαθλάσεις των ακτινών της ψυχικής «διαταραχής» και αρνείται την ένταξη σε πλαίσιο ενοχών και παγίδων, τις οποίες άλλοι αποφασίζουν να ενεργοποιήσουν για το κοινό καλό. Ποιο είναι όμως το κοινό καλό; Πόσες στρατιές αναξιοπαθούντων θα παρελάσουν μέχρι να βρει ο κόσμος τους κανονισμούς που θα «απαντήσουν» στη μία γενική αλήθεια;

        Ο Γιάννης Λασπιάς θέτει ανελέητα ερωτήματα στον αναγνώστη/θεατή/ακροατή του έργου τονίζοντας την έντονη ενσάρκωση της ιδέας και την αναγωγή της σε ιδεολογία του παραληρήματος, όταν η ψυχή δεν βολεύεται εύκολα στη συνήθεια του καθημερινού μόχθου και συνάμα της καθημερινής ραστώνης προτιμώντας την εξέγερση.

       Η Καμίλ Κλωντέλ του Γιάννη Λασπιά είναι ένα εξεγερμένο πλάσμα, διπολικό και κομμένο στα δύο. Το ίδιο συμβαίνει άλλωστε και στην ψυχίατρο Κονστάνς Πασκάλ, η οποία προτιμά να αγνοεί την προσωπική της ενοχή στην αρρώστια. Εξάλλου, είναι βολικότερο το να παρατηρείς την ασθένεια του άλλου και να αναγνωρίζεις τον δικό σου αλλοιωμένο ψυχισμό στις κινήσεις του δικού σου καθρέφτη, που είναι ο Άλλος. Στη λάσπη της τρέλας, ο κάθε πόνος γίνεται ηδονή…

 

*Ο Νεκτάριος – Γεώργιος Κωνσταντινίδης είναι διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Αθηνών, κριτικός και μεταφραστής θεάτρου.