Εκτύπωση αυτής της σελίδας

«Ο Θεός δεν είναι εύκολος. Κι εγώ έγινα σκληρός». 

Το Εθνικό Θέατρο έπειτα από 80 χρόνια ανεβάζει ξανά, στην Κεντρική Σκηνή, το αριστούργημα του Ευγένιου Ο’Νηλ «Πόθοι κάτω από τις λεύκες», σε σκηνοθεσία Αντώνη Αντύπα

 Το κλασικό αριστούργημα του Ο’Νηλ εκδόθηκε και παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το 1924. Βαθιά επηρεασμένος τόσο από τον Άουγκουστ Στρίντμπεργκ όσο και από την αρχαία ελληνική τραγωδία, ο συγγραφέας συνθέτει ένα σύγχρονο ποιητικό δράμα, μια διασκευή του «Ιππόλυτου» του Ευριπίδη, στο οποίον η Φαίδρα ερωτεύεται το γιο του συζύγου της, Θησέα. 

 Το έργο διαδραματίζεται στο αγρόκτημα του Εφραίμ Κάμποτ, μετανάστη από την Ιρλανδία, που πασχίζει να στήσει τη ζωή του στη Νέα Αγγλία των ΗΠΑ. Εκεί ζει με τους τρεις γιους του, τον Πήτερ και τον Σιμεόν, από τον πρώτο του γάμο, και τον Ήμπεν, από το δεύτερο. Η σκληρή δουλειά και η καταπίεση από το δεσποτικό πατέρα, μετά την τρίμηνη απουσία του, θα ωθήσει τους δύο μεγαλύτερους γιους να μεταναστεύσουν στη «Γη της Επαγγελίας», που, για την εποχή στην οποία αναφέρεται το έργο, είναι η Καλιφόρνια. Στο κτήμα θα παραμείνει ο τρίτος γιος, ο Ήμπεν, ο οποίος θα ερωτευτεί τη νέα όμορφη σύζυγο του πατέρα του, την Άμπη. 

 Η συγκυρία οδηγεί στη δημιουργία ενός ισχυρού ερωτικού τριγώνου, μέσα από το οποίο ο Ο’Νηλ αποτυπώνει τις υπαρξιακές του ανησυχίες και τις πολιτικές του αναζητήσεις. Σε αυτό το έργο καταφέρνει να μετατρέψει τους απλούς αγρότες σε σύμβολα του σύγχρονου κόσμου, οι οποίοι, όπως και οι ήρωες της αρχαιοελληνικής τραγωδίας, συνομιλούν διαρκώς με τη σύγχρονη πραγματικότητα. 

Νομίζω πως ένα έργο, όσο σπουδαίο και αν είναι, αν ο σκηνοθέτης δεν αναλογιστεί τι είναι αυτό που τον αγγίζει από το πρωτότυπο και δεν το μεταφέρει με έναν τρόπο στο σήμερα, μοιάζει τραγικά παλιακό και ξεπερασμένο. Στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν παρακολουθήσαμε μια παράσταση με λεξιλόγιο σύγχρονο που να μας αφορά. Αντίθετα, οι ηθοποιοί ήταν αφημένοι σε ένα παλιομοδίτικο παίξιμο, φλερτάροντας έντονα με την υπερβολή. Η  παράσταση πάσχει σε ρυθμό και έμπνευση και χαρακτηρίζεται από ατελείωτα χάσματα στις μεταβάσεις των σκηνών. 

Από τον έμπειρο θίασο διασώζεται μόνο η Μαρία Κίτσου στο δεύτερο μέρος. 

Μοναδικό στήριγμα της παράστασης η εξαιρετική μουσική της Ελένης Καραΐνδρου, μια εκπληκτική σύνθεση που δημιουργεί ένα παράλληλο σύμπαν σε σχέση με τη σκηνική δράση.