Πρώτη δημοσίευση στο texnes-plus.blogspot.gr στις 15/10/15
Στις εκατοντάδες παραστάσεις που παρακολουθούμε συχνά κυριαρχούν πολλά στοιχεία πέρα και πάνω από τη σχέση του ηθοποιού με το κείμενο, του ηθοποιού με τη σκηνική δράση. Αυτό είναι λογικό, αν σκεφτεί κανείς ότι το θέατρο ως υβριδικό είδος εμπεριέχει όλες τις τέχνες.
Πολλές φορές όμως μέσα από τη συγκεκριμένη σχέση το βάρος μιας παράστασης πέφτει σε ένα βίντεο, στο σκηνικό, στα φώτα, στους ήχους, στη μουσική, στο χορό ή, ακόμα χειρότερα, σε κάτι που ο σκηνοθέτης για λόγους εντυπωσιασμού ή στο πλαίσιο προσωπικής φιλοδοξίας –αυτό και αν είναι!-– επιβάλλει στο κείμενο και στο έργο. Τότε λοιπόν χάνεται η ουσία.
Παρακολουθώντας στο Θέατρο Αθηνών το Θεό της Σφαγής απολαμβάνει κανείς αυτή τη σχέση που χάνεται στο περιτύλιγμα, τους ηθοποιούς αντιμέτωπους με το λόγο.
Οι τέσσερίς τους, εναρμονισμένοι μεταξύ τους και με το σκηνικό, συμβάλλουν σε μια καθηλωτική εμπειρία θέασης και ο καθένας ξεχωριστά αντεπεξέρχεται με την ιδιαίτερη ερμηνεία του στις ανάγκες του ρόλου του.
Στο έργο της Γιασμίν Ρεζά μέσα από κωμικοτραγικές καταστάσεις αναδεικνύονται οι πιο σκληρές αλήθειες για τη ζωή. Τέσσερις ενήλικες συναντιούνται για να συμφιλιώσουν τα παιδιά τους που τσακώθηκαν στο πάρκο και από τη συμπλοκή τους το ένα έχει δύο κατεστραμμένα δόντια. Η συζήτηση σύντομα ξεφεύγει από κάθε πολιτισμένο επίπεδο και στο τέλος ομολογούν ότι «ήταν η χειρότερη μέρα της ζωής τους».
«Στα έντεκα δεν είναι κανείς μωρό, αλλά ούτε και ενήλικας».
Ποιο είναι όμως το χρονικό όριο της ενηλικίωσης; Υπάρχει τελικά ενηλικίωση ή μήπως κάποια ένστικτα είναι πιο ισχυρά από την επήρεια του πολιτισμού; Είναι ο Θεός της Σφαγής η μόνη δύναμη;
Η σκηνοθεσία του Κωνσταντίνου Μαρκουλάκη καταφέρνει να ισορροπήσει στο λεπτό σχοινί μεταξύ σάτιρας, κωμωδίας και δράματος, χωρίς να κινδυνεύει ανά πάσα στιγμή να μετατοπιστεί ολόκληρη η παράσταση προς μια κατεύθυνση. Το γέλιο του θεατή δεν εκβιάζεται με ευκολίες. Αντίθετα η νοημοσύνη του κοινού γίνεται σεβαστή. Τα βάρβαρα χαρακτηριστικά των ηρώων βγαίνουν στην επιφάνεια φυσικά, δεν υπερτονίζονται, με αποτέλεσμα οι χαρακτήρες να αναπνέουν.
Η παράσταση έχει ρυθμό, ατμόσφαιρα, μέτρο και υψηλή αισθητική.
Ο ίδιος ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης, στο ρόλο του μεγαλοδικηγόρου Αλέν, που ταιριάζει γάντι στο φιζίκ του, είναι απόλυτα κυνικός και πραγματιστής, μιλώντας για παρενέργειες φαρμάκων που μπορούν να σκοτώσουν αλλά φέρνουν τζίρο. Φλεγματικός και με ένα κινητό να τον αποσπά μονίμως από τη γυναίκα και την οικογένειά του, μοιάζει να έχει συμφιλιωθεί με τη ζούγκλα της ζωής. Ωστόσο χάρη στην υποκριτική του μαεστρία καταφέρνει να κάνει το χαρακτήρα του συμπαθή, βγάζοντας στην επιφάνεια την παιδικότητά του και την απελπισία του.
Η σκηνική του συνύπαρξη με τη Στεφανία Γουλιώτη είναι ένα ευτυχές καλλιτεχνικό γεγονός. Έχουμε τη σπάνια ευκαιρία και την απολαύσουμε σε ένα ρόλο με έντονες κωμικές νότες. Οι εκφράσεις της, τα νάζια, ο τρόπος με τον οποίο διαθέτει το σώμα της καταλήγουν σε μια πλήρη και ουσιαστική ερμηνεία. Η Ανέτ, μπίζνεσγουμαν και ενοχική μητέρα, κουβαλά το δράμα της συζυγικής μοναξιάς, ενίοτε εθελοτυφλώντας και ενίοτε ανίκανη να αντιδράσει με «ενήλικο» τρόπο.
Ο Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος είναι ένας έμπορος ειδών κιγκαλερίας και ο πιο «λαϊκός» τύπος της παρέας. Το κωμικό του ταλέντο ξεχειλίζει. Με τα εκφραστικά του μέσα σε εγρήγορση, δύσκολα παίρνει κάποιος τα μάτια του από πάνω του. Ο ανοιχτόκαρδος Μισέλ δείχνει τα δόντια του εκεί που κανείς δεν το περιμένει. Η ιστορία με το χάμστερ αποτελεί ίσως την πιο αστεία στιγμή της παράστασης.
Η Λουκία Μιχαλοπούλου και αντιμέτωπη με ένα ρόλο διαφορετικό από όσους την έχουμε συνηθίσει και τα καταφέρνει περίφημα. Υποδύεται τη Βερονίκη, μια συγγραφέα, αφρικανολόγο, ακτιβίστρια, με ιδιορρυθμίες και ευαισθησίες. Αρχικά παρουσιάζεται ως η ήρεμη δύναμη της τετράδας, για να έρθει η ρωγμή του ρόλου και να συνδυάσει με απίστευτη ισορροπία χιούμορ, συγκίνηση και απελπισία, δημιουργώντας στο κοινό μια ενσυναίσθηση για την ηρωίδα που υποδύεται. Εξαιρετική και στις παύσεις της.
Καμία όμως από τις παραπάνω σπουδαίες ερμηνείες δεν θα είχε αυτό το εξαιρετικό αποτέλεσμα αν και οι τέσσερις καλλιτέχνες δεν έπαιζαν από κοινού ένα επιτυχημένο τετραπλό πιγκ πογκ, που κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον.
Σκηνικό με άποψη είναι αυτό που δημιούργησε η Αθανασία Σμαραγδή, αφού το σαλόνι στο οποίο διαδραματίζεται το έργο περιβάλλεται από πέτρα, συμβολίζοντας το πρωτόγονο στοιχείο, τη σπηλιά, που πάντα θα είναι μέσα μας ή γύρω μας, όσο και αν υπάρχει στο κέντρο πολιτισμός, με βιβλία, λευκώματα, κλαφουντί και λευκό μάρμαρο στο δάπεδο. Το σκηνικό φωτίζεται (Αλέκος Γιάνναρος) ανάλογα σε σημεία του έργου.
Στο τέλος της παράστασης μόνο οι τουλίπες βρίσκουν τη θέση τους στο βάζο. Ωστόσο συγκαταλέγεται αναμφίβολα στις καλύτερες παραστάσεις της σεζόν.