Πρώτη δημοσίευση στο texnes-plus.blogspot.gr στις 11/3/ 16
Ο Άντον Τσέχοφ, μοναδικός ψυχογράφος, αναλύει τα ανείπωτα που καθορίζουν το χαρακτήρα του ανθρώπου και καταφέρνει να φτάσει στα μύχια της ψυχής. Οι ήρωές του φιλοσοφούν, πλήττουν, ερωτεύονται, αγωνιούν, ελπίζουν, απογοητεύονται και ξαναχτίζουν τις ζωές τους πάνω στα ερείπια.
Το έργο Τρεις Αδερφές, που αφορά την προσδοκία, ο Τσέχοφ το έγραψε το 1901, στο γύρισμα του 20ού αιώνα. Ο ίδιος ο συγγραφέας το χαρακτηρίζει «κωμωδία» και τους χαρακτήρες του «μπουφόνους», καθώς φέρνει καθένα από αυτούς, κάθε τους ελπίδα, κάθε τους αγωνία, αντιμέτωπους με την πραγματικότητα, όπως αυτή σμιλεύεται αμείλικτα στο πέρασμα του χρόνου.
Στο Θέατρο Πορεία η παράσταση ευτύχησε να έχει ένα σπουδαίο ανέβασμα από κάθε άποψη. Ο Δημήτρης Τάρλοου ξεκίνησε με βάση του κείμενο, έχοντας εμπιστοσύνη στη σύμπραξη ενός πρώτης τάξεως θιάσου και στο υποκριτικό δώρο των τριών εξαιρετικών πρωταγωνιστριών του.
Διάνθισε το ανέβασμα με μικρές πινελιές ελληνικότητας, όπως, για παράδειγμα, κάποια τραγούδια, ειδήσεις, στίχοι ποιητών, το τσίπουρο, τη γαλατόπιτα, την καρυδόπιτα κ.λπ. Φυσικά και τα ονόματα των πρωταγωνιστών. Δεν έχουμε τη Μάσα αλλά τη Μαρία, δεν ακούμε Κουλίγκιν αλλά Θόδωρος! Όλα γίνονται όμως με μέτρο και με αρμονία και τίποτα δεν μοιάζει παράταιρο και αταίριαστο. Ο Δημήτρης Τάρλοου πέτυχε να συντονίσει εξαιρετικά ένα 14μελή θίασο και να εφαρμόσει εκπληκτικά αυτό που έλεγε ο Μίνως Βολανάκης «Σκηνοθεσία είναι αυτό που δεν φαίνεται!»
Η Ελένη Μανωλοπούλου δημιούργησε ένα σκηνικό με επίκεντρο ένα σταθμό τρένου, έτσι το στοιχείο της φυγής ήταν συνεχώς και επίμονα παρόν. Οι θέσεις της αμαξοστοιχίας αξιοποιήθηκαν εξαιρετικά. Σε πολλές σκηνές της παράστασης δόθηκε η δυνατότητα στους θεατές να βλέπουν από διαφορετική οπτική την ίδια σκηνή. Οι φωτισμοί του Αλέκου Αναστασίου συμπλήρωσαν θαυμάσια τη σκηνή του Θεάτρου Πορεία, αλλά και ολόκληρο το θέατρο όταν χρειάστηκε, και σε συνδυασμό και με τη μουσική του Άγγελου Τριανταφύλλου, που σε πολλά σημεία παιζόταν και ζωντανά από τους ηθοποιούς, δημιουργήθηκε μια ξεχωριστή ατμόσφαιρα.
Η Μάσα, ή Μαρία στη συγκεκριμένη περίπτωση, της Ιωάννας Παππά πέτυχε με μοναδικό μέτρο αυτό που έγραψε και ο ίδιος ο Τσέχοφ στις επιστολές του, ως οδηγία στην Όλγα Κνίπερ, που θα ερμήνευε τον ομώνυμο ρόλο: «Να θυμάσαι πως έχει εύκολο το γέλιο και την οργή». Εξαιρετική! Θα με ακολουθεί για καιρό, το αιλουροειδές αποφασιστικό βάδισμα και το βλέμμα της προς στο Βερσίνιν στην πρώτη πράξη και η σπαρακτική σκηνή του αποχωρισμού στην τελευταία. Όπου το μοναδικό ένστικτο και η πείρα του Γιάννη Νταλιάνη απογείωσαν τη σκηνή. Εκπληκτικός Βερσίνιν συνολικά.
Η Λένα Παπαληγούρα ως Ειρήνη πραγματικά μεταμορφώθηκε! Απέδωσε ευκρινώς την παθιασμένη φύση της νεαρής, άπειρης εικοσάχρονης, και από κοριτσάκι ενηλικιώθηκε για να γίνει στο τέλος μια γυναίκα στεγνή από συναίσθημα, μαραζωμένη. Ένα λουλούδι που σιγά σιγά έχασε τα πέταλά του όσο το όνειρο της Μόσχας έσβηνε και ο αληθινός έρωτας παρέμεινε ουτοπία...
Από τις πιο δυνατές σκηνές του έργου ήταν η ερωτική εξομολόγηση του Σαλιόνι –από τον επίσης πολύ καλό Δημήτρη Μπίτο. Το σκηνικό μας έδινε τη δυνατότητα να απολαμβάνουμε ακόμα και την πλάτη της ηθοποιού να παίζει!
Ήταν Σσεδόν αδύνατον να μην συγκινηθεί κανείς στον αποχωρισμό από τον Τούζενμπαχ: «Η ψυχή μου μοιάζει με σπάνιο πιάνο που κάποιος το τριπλοκλείδωσε κι έχασε το κλειδί».
Ο Παντελής Δεντάκης ως Τούζενμπαχ απέδειξε για μια ακόμα φορά το υποκριτικό του εύρος. Ακολούθησε μοναδικά το μεγάλωμα της Ειρήνας, με τη φθορά ενός ενήλικα –εκείνος δεν είναι βέβαια 20 χρονών, αλλά 42– και έγινε το πρότυπο του τσεχοφικού ήρωα που έζησε με ματαιωμένες ελπίδες και πάλεψε για την ψευδαίσθηση της ευτυχίας μέχρι θανάτου. «Αυτό το χαμένο κλειδί μόνο μου τυραννάει την ψυχή και με κάνει να ξαγρυπνώ...»
Γενικότερα τόσο η Μαριάννα Δημητρίου (Νατάσα) όσο και ο Κώστας Κορωναίος (Κουλίγκινλ ή Θόδωρος) που οδηγήθηκαν σε πιο κωμικούς δρόμους έδωσαν μια ευχάριστη νότα στην παράσταση, τονίζοντας όμως σε σημεία ακόμα περισσότερο την τραγικότητα και τα αδιέξοδα των ηρώων, μέσα από τις φαινομενικά ανάλαφρες ατμόσφαιρες που δημιουργούσαν.
Ο Ανδρέας του Λαέρτη Μαλκότση, ευνουχισμένος από αδερφές και σύζυγο, σε κάθε πράξη έκανε και εκπτώσεις, ώσπου στο τέλος έγινε υποχείριο της Νατάσας. Οι εντάσεις του ήρωα σχεδόν ανύπαρκτες, ωστόσο παρούσες.
Από τους βετεράνους ηθοποιούς ξεχώρισε ο Τσεμπουτίκιν του Γιώργου Μπινιάρη, που έλαμψε σε κάθε πτυχή του αυτοσαρκαστικού ρόλου του.
Οι Τρεις αδερφές μας είπαν στο τέλος: «Μόνο να μάθουμε γιατί υποφέρουμε. Μόνο αυτό». Εμείς από την πλατεία κουνούσαμε το κεφάλι και τις χειροκροτούσαμε με βουρκωμένα μάτια.