Εκτύπωση αυτής της σελίδας

Είδα το «Αναζητώντας τον Αττίκ» σε σκηνοθεσία Σοφίας Σπυράτου

Ο Κλέων Τριανταφύλλου, το πραγματικό όνομα του Αττίκ, γεννήθηκε το 1885 στην Αλεξάνδρεια. Μεγάλωσε σε ένα αριστοκρατικό περιβάλλον εύπορης οικογένειας, όπου ανατράφηκε με γαλλική κουλτούρα, κατά τα πρότυπα των εύπορων Ελλήνων της Αιγύπτου. Όταν ήταν 8 χρονών χάνει τον πατέρα του και η οικογένεια αναγκάζεται να εγκατασταθεί στην Αθήνα. Η μαμά Εριθέλγη δυσκολεύεται να προσαρμοστεί στη νέα πραγματικότητα και συνεχίζει να ξοδεύει την περιουσία του συζύγου της ως την πλήρη εξάντληση της. Το 1907 ο Κλέων και ο αδερφός του Κίμων, με πτυχίο Νομικής στο χέρι φεύγουν για το Παρίσι για να συνεχίσουν τις σπουδές τους στις πολιτικές επιστήμες. Η Εριθέλγη θέλει να τους δει διπλωμάτες. Το Παρίσι της Μπελ Επόκ είναι το καταλληλότερο μέρος για να καλλιεργήσουν το ταλέντο τους στη μουσική κι έτσι η Εριθέλγη λαμβάνει ένα γράμμα, όπου οι γιοί της τής ανακοινώνουν ότι γράφτηκαν στο Κονσερβατουάρ.

Ο Κλέων έγραφε τραγούδια στα γαλλικά, έπαιζε πιάνο, ερμήνευε και εκείνη την περίοδο που η καριέρα του βρίσκεται σε ακμή μετονομάζεται σε Αττίκ, κυρίως, γιατί η κατάληξη του επωνύμου του … -φύλλου κάνει συνειρμό με το filou, που στα γαλλικά σημαίνει απατεώνας. Παίρνει το όνομα Αττίκ για να θυμίζει την Αττική γη. Τότε είναι που παντρεύεται την πρώτη του γυναίκα. Η ευτυχία του δεν κρατά για πολύ. Το μωρό που γεννήθηκε από την ένωση τους δεν επέζησε και λίγο αργότερα πεθαίνει και η γυναίκα του Μαρί Ελέν. Λέγεται πως στην κηδεία της φωνάζει να τον θάψουν μαζί της. Η ζωή όμως έχει άλλα σχέδια και το 1910 παντρεύεται για δεύτερη φορά την ηθοποιό Μαρίκα Φιλλιπίδου. Την αγάπησε με πάθος και έγραψε για εκείνη μερικά από τα ωραιότερα τραγούδια του, όπως το ‘’Ζητάτε να σας πω’’ και το ‘’Είδα μάτια’’. Η Μαρίκα όμως τον αφήνει το 1914 για τον πολιτικό Σταμάτη Μερκούρη, πατέρα της Μελίνας και ο Αττίκ φεύγει για περιοδεία σε όλο τον κόσμο από το 1914 ως το 1928. Ευρώπη , Η.Π.Α., Νότια Αμερική, Ρωσία,( το 1917 τον βρίσκει η Επανάσταση των Μπολσεβίκων). Στη Ρωσία, το 1926, γνωρίζει και παντρεύεται τη ρωσίδα χορεύτρια Σούρα. Από το 1911 η μαμά Τριανταφύλλου έχει χρεωκοπήσει αλλά πεθαίνει και η αδερφή του έτσι το 1928 επιστρέφει στην Αθήνα του Μεσοπολέμου και εμφανίζεται στο βαριετέ «Όασις» του Παλαιού Φαλήρου. Κοσμοσυρροή, κερδίζει 3000 δραχμές τη βραδιά, το υψηλότερο κασέ στην Αθήνα!

Μια διαφωνία με τον επιχειρηματία του βαριετέ γίνεται η αφορμή το 1930 για τη δημιουργία του δικού του χώρου, της ιστορικής «Μάντρας», όπου αρχικά στεγάστηκε στην Πλατεία Αγάμων, σημερινή πλατεία Αμερικής, για να μεταφερθεί τέσσερα χρόνια αργότερα στο θεατράκι «Δελφοί» της οδού Αχαρνών. Αυτός ο χώρος συνδύαζε κάτι από παρισινή μπουάτ, αθηναïκή επιθεώρηση, βαριετέ, μουσικοφιλολογική στοά και φυτώριο καλλιτεχνών. Από εκεί ξεκίνησαν σημαντικοί καλλιτέχνες όπως η Δανάη Στρατηγοπούλου, η Κάκια Μένδρη, η Νινή Ζαχά και πολλοί άλλοι, καθώς και στιχουργοί και κονφερανσιέ όπως ο Μίμης Τραïφόρος, ο Γιώργος Οικονομίδης κ.α. Ο ναός της τέχνης του Αττίκ υπήρξε ένας χώρος καλλιτεχνικής έκφρασης ιδιαίτερος και καινοτόμος για τα αθηναïκά δεδομένα. Ο ίδιος ο Αττίκ ήταν πολύπλευρη προσωπικότητα, με καλλιτεχνική φλέβα, καλλιέργεια πνευματική, σπάταλος, μποέμ, άστατος, αλλά πάνω απ’ όλα γοητευτική προσωπικότητα. Τα βιωματικά ως επί το πλείστον τραγούδια του έφεραν στην Αθήνα νέο ύφος και ήθος αποτελώντας, ακόμα και σήμερα, κομμάτι της μουσικής παιδείας μας.

Η παράσταση στο Παλλάς

Ο Λάμπρος Λιάβας (κείμενο) και η Σοφία Σπυράτου (σκηνοθεσία) αποτόλμησαν το μεγάλο στοίχημα για πρώτη φορά έξι χρόνια πριν στο θέατρο Badminton. Η επιτυχία που σημείωσε τότε η παράσταση, τους έκανε να την επαναλάβουν ανανεωμένη με νέους, αλλά και παλιούς συνοδοιπόρους.

Στο νέο «ταξίδι», στο θέατρο Παλλάς αυτή τη φορά, συγκέντρωσαν επί σκηνής ηθοποιούς, μουσικούς, χορευτές και σκιαγράφησαν την ηθογραφία μιας ολόκληρης εποχής. Λαμπερά κοστούμια, πλούσια σκηνικά, ζωντανή ορχήστρα, καλοί ηθοποιοί με φωνητικές ικανότητες συναποτελούν την παράσταση και ο Αττίκ και η «Μάντρα» του επιστρέφουν, αποδεικνύοντας πως το αποπροσανατολισμένο, συχνά, αθηναïκό κοινό διψά για υψηλή αισθητική, συναίσθημα, συγκίνηση και νοσταλγία μιας Αθήνας που έσβησε, αφήνοντας πίσω της κάποιες αναλαμπές φωτός. Τελικά, ευχάριστη διαπίστωση κάνουμε πως το κεφάλαιο Αττίκ ενδιαφέρει ακόμα. Γενιές ολόκληρες γαλουχήθηκαν με τα λυρικά και μελαγχολικά τραγούδια του και συντρόφεψαν σε χαρές και λύπες, σε έρωτες και απογοητεύσεις. Η μουσικοχορευτική παράσταση «Αναζητώντας τον Αττίκ» μας παρουσιάζει μια αναδρομή στη ζωή του, από την άφιξη της οικογένειας Τριανταφύλλου στην Αθήνα μετά το θάνατο του πατέρα Τριανταφύλλου, τα πρώτα καλλιτεχνικά του βήματα με αναφορές σε πρόσωπα όπως η Mistinguett των Folies Bergères στο Παρίσι, o συνθέτης Eduαrdo Bianco και η Ισπανίδα τραγουδίστρια Μιχάκα ως την επιστροφή του στην Αθήνα και τη δημιουργία της «Μάντρας» μέχρι το κλείσιμο της.

Πρόκειται για μια αναδρομή με χιούμορ, τρυφερότητα, συγκίνηση και σαρκασμό.

Ο Μιχάλης Αδάμ στήριξε μια πολυδάπανη παραγωγή σε δύσκολους καιρούς με μεράκι και αγάπη για το θέατρο.

Ο Λάμπρος Λιάβας, εκτός από τα γεμάτα χιούμορ και σαρκασμό κείμενα έκανε και τη μουσική έρευνα.

Η σκηνοθεσία της Σοφίας Σπυράτου είναι ικανοποιητική, αν και σε κάποια σημεία όπως για παράδειγμα η χρήση βίντεο είναι περιττή, μειώνει το συνολικό αποτέλεσμα και χάνεται το συναίσθημα. Επιπλέον τα τόσα σκηνοθετικά ευρήματα κάνουν την παράσταση σε αρκετά σημεία φλύαρη και μεγαλώνουν αισθητά τη διάρκειά της.

Η Σοφία Σπυράτου έχει επιμεληθεί και τις χορογραφίες, έτσι μεταβαίνουμε απλά στο Παρίσι της Μπελ Επόκ των αρχών του αιώνα. Αργότερα στο Τάνγκο στην Αθήνα του Μεσοπολέμου.

Ξεχωριστή μνεία θα ήθελα να κάνω στα λαμπερά κοστούμια που εντυπωσιάζουν και τα λειτουργικά και πλούσια σκηνικά του Μανόλη Παντελιδάκη τα οποία φωτίζονται εξαιρετικά από τους φωτισμούς του Λευτέρη Παυλόπουλου.

Δεν υπάρχουν, πραγματικά, λόγια για την αειθαλή Ζωζώ Σαπουντζάκη. Λάμψη, κίνηση, μπρίο, φωνή. Μεγάλη καλλιτέχνης. Συγκινεί το κοινό που σιγοτραγουδάει «Πόσο λυπάμαι», αλλά και το ξεσηκώνει με το «Ακόμα ένα ποτηράκι», ενώ περιφέρεται στην πλατεία .

Απίστευτη θεατρική περσόνα η Νάντια Κοντογεώργη, η οποία έχει μακράν την καλύτερη φωνή του θιάσου, διαθέτει όμως και απίστευτο κωμικό μπρίο. Σαν Εριθέλγη Τριανταφύλλου και σαν Σούρα δίνει ρεσιτάλ, ενώ σαν Δανάη με το Addio del Passato μας καθηλώνει.

Μια ευχάριστη έκπληξη δοκιμάσαμε φέτος με την Κατερίνα Παπουτσάκη, η οποία φαίνεται να ωρίμασε καλλιτεχνικά και να βρήκε το στυλ της. Μετά τον «Υπηρέτη δύο αφεντάδων», όπου μας γοήτευσε, μας συστήνει εδώ μια ηθοποιό που παίζει, χορεύει, τραγουδά, άψογα για ακόμα μια φορά σε μιούζικαλ.

Μια δεύτερη ευχάριστη έκπληξη της φετινής χρονιάς έρχεται από τον Κωνσταντίνο Ασπιώτη, τον οποίο είχαμε απολαύσει και στο « 7 χρόνια». Με επαρκείς φωνητικές δυνατότητες, έχει άλλωστε ξανααναμετρηθεί με μιούζικαλ, εξαιρετικός στο «Rocky Horror Show» κρατά το ρόλο του Αττίκ στο Α μέρος και δίνει τη σκυτάλη στο Β’ μέρος στον Άκη Σακελλαρίου.

Ο Δεύτερος κερδίζει κυρίως με την αμεσότητά του το κοινό, υποδύεται για δεύτερη φορά τον Αττίκ, γεγονός που του προσθέτει έναν αέρα σιγουριάς.

Ο Αντώνης Καφετζόπουλος, αν και υπερβολικός σε σημεία, έχει την καλύτερη του στιγμή στην παράσταση, όταν υποδύεται τον Eduardo Bianco.

Ο Μίνως Θεοχάρης, ως Κομπέρ και τραγουδιστής, αφήνει τις καλύτερες εντυπώσεις με την κίνηση και τη φωνή του.

Όλα τα τραγούδια παίζονται ζωντανά από την ορχήστρα (ενορχήστρωση – μουσική διεύθυνση: Θόδωρος Κοτεπάνος) γεγονός που εμπλουτίζει την παράσταση και οι συγκινητικές μελωδίες συνοδεύουν τους θεατές σπίτι τους, οι οποίοι φεύγουν με τις εικόνες και την ατμόσφαιρα της παλιάς Αθήνας.

Από τη Νατάσσα Κωνσταντινίδη