Εκτύπωση αυτής της σελίδας

Είδα τον «Γιούγκερμαν», σε σκηνοθεσία Δημήτρη Τάρλοου Κύριο

Από τον Αναστάση Πινακουλάκη

Ο Δημήτρης Τάρλοου καταπιάνεται ξανά με το λογοτεχνικό θησαυρό του Καραγάτση, ανεβάζοντας για πρώτη φορά στο θέατρο τον «Γιούγκερμαν».

Το βιβλίο Γιούγκερμαν πρωτοκυκλοφόρησε το 1938 κι εντάσσεται στην τριλογία «Εγκλιματισμός κάτω από τον Φοίβο». Πραγματεύεται την ιστορία του Βασίλη Κάρλοβιτς Γιούγκερμαν από την άφιξη του στον Πειραιά και την κοινωνική και οικονομική του άνοδο. Πρόκειται για ένα από τα πιο δημοφιλή έργα του Καραγάτση, ενώ έχει μεταφερθεί και δύο φορές ως τώρα στη μικρή οθόνη: από την Έρτ το 1976 και από τον ANT1 το 2007, τον ομώνυμο ρόλο ερμήνευσαν ο Αλέκος Αλεξανδράκης και ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης αντίστοιχα.

Στο Πορεία, τη θεατρική διασκευή του έργου υπογράφει ο ποιητής Στρατής Πασχάλης, ιδιαίτερα γνωστός, τόσο για τις διασκευές του, όσο και για τις μεταφράσεις του. Στον «Γιούγκερμαν» δουλεύει διαφορετικά από ό,τι είχε δουλέψει στη «Μεγάλη Χίμαιρα». Δηλαδή, αν στη Χίμαιρα είχε ως πρότυπο του μελοδράματα, εδώ θυμίζει περισσότερο ψυχολογικά ονειροδράματα του Στρίντμπεργκ. Η κατασκευή του θεατρικού έργου είναι πιο σύνθετη κι απαιτητική, καθώς όχι μόνο έχει δομήσει περισσότερους θεατρικούς χαρακτήρες, αλλά πειραματίζεται στη φόρμα του, φέρνοντας στο φως τα χασίματα των ηρώων, κυρίως από το β’ τόμο του έργου.

Είναι εμφανής μια προτίμηση στις γυναικείες φυσιογνωμίες του έργου, με κεντρικά πρόσωπα την Βούλα, την Ντάινα και τη μητέρα του Γιούγκερμαν. Αρκετοί κριτικοί λογοτεχνίας, έχουν αποτιμήσει το έργο ως μισογυνιστικό, αλλά η δική μου ματιά ως θεατή της παράστασης είναι ότι παρόλο που φαίνεται την ισχύ να την έχουν οι αντρικοί χαρακτήρες, η θεματική του έργου δεν αναλώνεται εκεί. Ο Γιούγκερμαν είναι ένας γυναικάς που παρασύρεται από τα πάθη του, αλλά αν και σημαδεμένος από μια γυναίκα –τη μητέρα του- αφοσιώνει τις σκέψεις και την υπόστασή του στο «ένα και μοναδικό κορίτσι σ’ όλο τον κόσμο», τη Βούλα. Η καταρράκωσή του μετά τον θάνατό της είναι νομίζω μια τρανή απόδειξη πως το έργο δεν είναι μισογυνιστικό ακόμα κι αν εμπεριέχει ορισμένες τέτοιες τάσεις.

Αυτό που έλειψε ωστόσο από την θεατρική μεταφορά του έργου είναι το ξετύλιγμα της πολυμήχανης προσωπικότητας του Γιούγκερμαν. Αυτό που συναρπάζει στο μυθιστόρημα είναι τα σπάνια χαρίσματα του Φιλανδού που ανεβαίνει κοινωνικά και οικονομικά κυριαρχώντας στις καταστάσεις σαν αρπαχτικό. Στο θεατρικό είχαμε δύο τέτοιες σκηνές, αλλά το ενδιαφέρον του έργου τοποθετείται περισσότερο στο ψυχολογικό πεδίο.

Επιπλέον, μεγάλη αρετή του θεατρικού έργου, που μοιράζεται στη διασκευή και στην σκηνοθεσία αυτού, είναι η λαογραφική του σκοπιά. Ο Σ. Πασχάλης κι ο Δ. Τάρλοου κατόρθωσαν ν’ αναδείξουν μιαν ολόκληρη εποχή, να περιγράψουν τα ήθη και τα κακώς κείμενα και ν’ ανοίξουν ένα διάλογο με αυτό που λέγεται μεταπολεμική νεοελληνική –μάλλον ξενομανή- νοοτροπία.

 

yougerman 2 kritiki texnes plus

Η παράσταση

Ο Δημήτρης Τάρλοου καταπιάνεται ξανά με το γενεαλογικό δέντρο Καραγάτση, μετά τη «Μεγάλη Χίμαιρα» και το «Ευχαριστημένο». Αυτή την φορά διαφοροποιείται αρκετά στις σκηνικές του επιλογές. Δημιουργεί μαζί με τους συνεργάτες του ένα εξπρεσιονιστικό καμβά όπου οι χαρακτήρες του δράματος περιδιαβαίνουν ελεύθερα και σταδιακά στοιχειώνουν τον κεντρικό ήρωα. Στη εν λόγω δουλειά, είναι διακριτό περισσότερο από κάθε άλλη φορά και το ιδιαίτερο χιούμορ του δημιουργού. Με ιδιαίτερη μαεστρία χειρίζεται τον θάνατο της Βούλας αλλά και τον εγκλεισμό του Καραμάνου σε σωφρονιστικό ίδρυμα. Ιδιαίτερη μνεία θα ήθελα να κάνω στην χορογράφο της παράστασης, Κορίνα Κόκκαλη για την καλοκουρδισμένη και φευγάτη χορογραφία στην τελευταία σκηνή του έργου, που ακολουθεί το «χάσιμο» του Γιούγκερμαν στο παρελθόν του. Είναι σαφής η επίδραση του δεύτερου βιβλίου του έργου, «Τα στερνά του Γιούγκερμαν» στη σύνθεση της διασκευής και συνεπώς της παράστασης.

Την σκηνογραφία της παράστασης υπογράφει η Έλλη Παπαγεωργακοπούλου, γνωστή για τις δουλειές της στο Εθνικό (Γκόλφω, Οπερέττα), ενώ τα κοστούμια ο Άγγελος Μέντης. Εντυπωσιάζουν τα τεχνικά εφέ, όπως οι καταπακτές που ανοίγουν, ο κυλιόμενος διάδρομος, το μπουντουάρ στο κεντρικό σημείο του φόντου. Στα δεξιά, υπάρχει η ζωντανή ορχήστρα, που καλύπτει μουσικές από τον Πειραιά ως την Αυστρία, συντροφεύοντας τους χαρακτήρες του έργου.

Όσον αφορά τον θίασο, έχουμε τον Γιάννη Στάνκογλου να δίνει μια από τις πιο γοητευτικές του ερμηνείες ως Γιούγκερμαν. Μετριάζοντας το ιλαροτραγικό του προφίλ που είχαμε δει στον Καλιγούλα και τον Αγαμέμνονα, δίνει μια γειωμένη ερμηνεία που ενώ εκπέμπει σκηνική σιγουριά, αφήνει να φανούν τα τρωτά σημεία του ήρωα. Φαίνεται πως ο Τάρλοου βρήκε τον ιδανικό του πρωταγωνιστή.

Πλάι του, ξεχωρίζει η Θάλεια Σταματέλου ως Βούλα, για την εύθραυστη γοητεία που δεν παραπέμπει σ’ ενζενί, αλλά σε αυτό ακριβώς που αγάπησε ο Γιούγκερμαν στη Βούλα.

Εξαιρετικός ο Χρήστος Μαλάκης ως Μιχάλης Καραμάνος. Η Ζέτα Μακρυπούλια ερμηνεύει δύο ρόλους στην παράσταση, της Λίλη –μητέρα του Γιούγκερμαν- και της Ντάινα, κοπέλας με την οποία σχετίζεται. Αυτός ο διπλός ρόλος δεν είναι καθόλου τυχαίος, και αναδεικνύει πολλά για το ψυχαναλυτικό προφίλ του ήρωα. Η ηθοποιός ερμηνεύει κάπως βαριά τους δύο χαρακτήρες, φτάνοντας σε μια γκροτέσκα απόδοση της Λίλη, ώστε να μην είναι ξεκάθαρο, αν αποδίδεται σ’ ένα καυστικό χιούμορ του σκηνοθέτη ή σε μια δική της επιλογή.

Δεν μπορούμε ν’ αναφερθούμε σε κάθε ηθοποιό της παράστασης ξεχωριστά, αλλά να πούμε πως η σύνθεση ενός πολυμελούς θιάσου και μάλιστα αρκετά κοντά στην ιδιαίτερη φυσιογνωμία του χαρακτήρα, επιτρέπουν στη δραματουργία να εκφράσει το σύμπαν του έργου. Ξεχωρίζω την Καίτη Μανωλιδάκη για την αυθεντικότητα της, τον Δημήτρη Μπίτο για την στεντόρεια φωνή, τη Λήδα Μανιατάκου που εκτός από την «σουπρέτα» Αντιόπη ερμηνεύει τη μουσική επί σκηνής και τη Δανάη Σαριδάκη που δίνει μια συγκινητική ερμηνεία ως Αλκμήνη.

Χαρακτηριστικό συστατικό της παράστασης είναι η μουσική της Κατερίνας Πολέμη, την οποία και σε αυτή τη δουλειά (όπως και στην Ευρυδίκη του 2012) απολαμβάνουμε ζωντανά επί σκηνής. Η Πολέμη είναι μια ξεχωριστή περίπτωση μουσικοποιού που γυρίζει, μυρίζει και μαζεύει μουσικά είδη και βιώματα, και είναι σε θέση να πατάει πίσω από τους ήρωες και να φωτίζει το background τους.

Με δύο λόγια, ο Δημήτρης Τάρλοου, ταγμένος εδώ και χρόνια στο θέατρο που υποστηρίζει, καταφέρνει να παραδώσει μια ολοκληρωμένη πρόταση πάνω σ’ ένα κλασικό μυθιστόρημα και ταυτόχρονα να πειραματιστεί προς νέες κατευθύνσεις.

 

Διαβάστε επίσης: 

Είδα Την «Τζασμίν», Σε Σκηνοθεσία Σταμάτη Φασουλή

 

Γιάννης Στάνκογλου:«Έχουμε Δεχτεί Πράγματα Χωρίς Να Τα Σκεφτόμαστε»

Πολυμέσα