Should I stay (στην Ελλάδα) or Should I go (στο εξωτερικό) σκέφτηκα λίγα λεπτά μετά την έναρξη της παράστασης «Απλή Μετάβαση».
Πρόκειται για το πρώτο μιούζικαλ των Γεράσιμου Ευαγγελάτου και Θέμη Καραμουρατίδη, που ανεβαίνει σε σκηνοθεσία Μίνωα Θεοχάρη στη Νέα Σκηνή Νίκος Κούρκουλος του Εθνικού Θεάτρου. Οι δύο δημιουργοί είναι ιδιαίτερα δημοφιλείς για το συνθετικό/στιχουργικό τους έργο, για τη Νατάσα Μποφίλιου αλλά και για τη δημιουργία μουσικών παραστάσεων.
Για την ιστορία, είναι η δεύτερη φορά που συναντιούνται σκηνικά ο Θέμης Καραμουρατίδης, ως συνθέτης κι ο Μίνως Θεοχάρης, ως σκηνοθέτης μετά την πολύ επιτυχημένη παράσταση «Αν Αργήσω Κοιμήσου» (κείμενο: Άκης Δήμου) το 2011. Μάλιστα, στη συγκεκριμένη παράσταση, πέραν του Θεοχάρη συν-σκηνοθετούσε και συμπρωταγωνιστούσε κι ο Κωνσταντίνος Ασπιώτης, ο οποίος επιστρέφει στο Εθνικό, ως πρωταγωνιστής, μετά τα «Κόκκινα Φανάρια» του Ρήγου.
Από την άλλη, ο Γεράσιμος Ευαγγελάτος φαίνεται πως μοιράζεται πια ανάμεσα στη μουσική και στο θέατρο, αφού πέραν από τις μεταφράσεις του σε τραγούδια επιτυχημένων μιούζικαλ, που ανέβηκαν στα ελληνικά (δυστυχώς όχι πάντα σε αξιόλογες παραστάσεις), είχε την πρεμιέρα του πρώτου θεατρικού έργου του «Ουρανία», την περσινή σεζόν στο 104 για sold παραστάσεις. Αυτή τη στιγμή, η παράσταση παρουσιάζεται στη Θεσσαλονίκη.
Ο τίτλος
Η επιλογή του τίτλου «Απλή Μετάβαση» παρουσιάζει ενδιαφέρον, είτε έχεις δει την παράσταση, είτε όχι. Αν το δούμε τελείως κυριολεκτικά, πρόκειται για μια μετάβαση, εκ του ρήματος «μεταβαίνω», που θα πει πηγαίνω από το ένα μέρος στο άλλο. Λαμβάνοντας υπόψη πως το έργο διαδραματίζεται σε αεροδρόμιο, καταλαβαίνουμε πως πρόκειται για ένα αεροπορικό ταξίδι, μια γεωγραφική μετατόπιση. Διαβάζοντας την υπόθεση του έργου, δίνουμε μια έξτρα σημασία στη μετάβαση. Οι ήρωες, κατά βάση, γύρω μετά τα 30 αναγκάστηκαν να κάνουν μια μετάβαση από την ανεμελιά, τη σιγουριά και την ευοίωνη εικόνα για το μέλλον, σε μια δυσπρόσιτη πραγματικότητα της οικονομικής, εργασιακής και προσωπικής ανεπάρκειας. Το έργο, λοιπόν, μιλά για το νέο κι, ακόμα, πολύ δυναμικό μεταναστευτικό ρεύμα Νέων Ελλήνων προς το εξωτερικό, ως απότοκο της κρίσης του 2009. Οι νέοι φερέλπιδες ενός ανώτερου βιοτικά κι οικονομικά βίου από αυτόν των γονιών τους, γίνονται σχεδόν αναγκαστικά οικονομικοί μετανάστες με την αγωνία να στεριώσουν κάπου, όπου θα μπορέσουν να δημιουργήσουν και να δημιουργηθούν. Στον τίτλο υπάρχει, όμως, κι η γλυκόπικρα ειρωνική λέξη «απλή», που βλέποντας την παράσταση διαπιστώνεις πως κάθε άλλο παρά απλή είναι.
Οι χαρακτήρες
Βρισκόμαστε, λοιπόν, σε μια αίθουσα αναμονής στο Ελευθέριος Βενιζέλος, για την πτήση με προορισμό το Λονδίνο, του επικείμενου Brexit. Ο Άρης (Κ. Ασπιώτης), ένας άντρας 30 χρόνων τολμά να κάνει ένα νέο ξεκίνημα στην επαγγελματική και την προσωπική του ζωή. Αποδέχτηκε μια επαγγελματική θέση, που μπορεί να του εξασφαλίσει ένα καλό επίπεδο ζωής (;). Η Λένα (Μαρίζα Ρίζου) τον αρραβωνιάστηκε και τον ακολουθεί χωρίς να έχει διασφαλίσει τη ζωή της. Ίσως, κι ο Άρης να μην έπαιρνε την απόφαση της μετάβασης αν δεν την είχε πλάι του. Η Νεφέλη (Ν. Σιδέρη) ετοιμάζεται να σπουδάσει στην Αγγλία μετά από προτροπή των γονιών της. Η Δάφνη (Χαρά Κεφαλά) – η μαμά της – βρίσκεται σ’ ένα προσωπικό και συντροφικό τέλμα. Ο Νταμόν (Νίκος Λεκάκης) αναγκάζεται να μεταναστεύσει, για δεύτερη φορά, για επαγγελματικό λόγο, για να μην μείνει άνεργος, στην Ελλάδα. Το ταξίδι αυτό μπορεί να συνεπάγεται και το τέλος της σχέσης του με τον Σπύρο (Φ. Ριμένας). Ο Γιώργος (Κ. Γαβαλάς) έχει δημιουργήσει, ήδη, μια ζωή και μια οικογένεια στο εξωτερικό, αλλά νιώθει ακόμα σε «μετάβαση» ανάμεσα σε δύο χώρες. Η Μαρία (Μ. Διακοπαναγιώτου) έχει μια πιο «γύφτικη» ζωή, περιοδεύοντας κατά εκεί που φαίνεται μια ευκαιρία ή λίγο χρήμα, όντας τραγουδίστρια σε μπάντα. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι περιμένουν στην ίδια αίθουσα αναμονής να κάνουν μια «απλή μετάβαση».
Η παράσταση
Ο Μίνως Θεοχάρης έστησε μια παράσταση με τη λογική του παταριού, τοποθετώντας μια εξέδρα ανάμεσα στις δύο μεριές της πλατείας των θεατών. Αυτό το πατάρι θα μπορούσε να ήταν εξίσου η αίθουσα αναμονής ενός αεροδρομίου και μια μουσική σκηνή, όπου οι ήρωες απελευθερωμένοι για λίγο από τη διάδραση με τους υπόλοιπους ηθοποιούς, καταθέτουν την αλήθειά τους. Στα δεξιά είναι τοποθετημένη η ζωντανή ορχήστρα, που παίζει τα τραγούδια της παράστασης. Η σκηνογραφία της Ηλένιας Δουλαδίρη είναι ιδιαίτερα αφαιρετική, με τις ξύλινες βαλίτσες να αποτελούν το σήμα κατατεθέν της παράστασης. Οι ενδυματολογικές της επιλογές περιγράφουν άψογα τους χαρακτήρες του έργου, και μπορούν να προσαρμοστούν στις μεταβάσεις τους. Ιδιαίτερου ενδιαφέροντος ήταν η εθνο-κιτς χορογραφία, λίγο πριν το τέλος της παράστασης, με τους ηθοποιούς να φοράνε χλαμύδες και περικεφαλαίες, σε μια σάτιρα της προγονόπληκτης κουλτούρας του Νεοέλληνα. Μια ανάλογη διάθεση είχαμε δει και στην παράσταση της Πειραματικής Σκηνής «Επαναστατικές μέθοδοι για τον καθαρισμό της πισίνας σας» της Αλεξάνδρας Κ*, όπου ενδυματολόγος ήταν και πάλι η Δουλαδίρη.
Η σκηνοθεσία του Θεοχάρη ξεχωρίζει για τον ρυθμό και την ενέργειά της, ενώ αφήνει τους ηθοποιούς του να δείξουν τις πιο ευάλωτες πτυχές των χαρακτήρων τους, δίνοντας έτσι μια καθόλα συγκινητική δουλειά. Είναι εμφανής η προτίμηση κι η δεξιοτεχνία του σκηνοθέτη σε παραστάσεις μιούζικαλ δωματίου κι εδώ είναι τυχερός που έχει μια τόσο σύγχρονη και καίρια δραματουργία.
Καταληκτικά, μπορούμε να πούμε πως η «Απλή Μετάβαση» δεν είναι μια καθόλου απλή υπόθεση. Είναι μια ολοκληρωμένη πρόταση που συνάδει με το ανήσυχο πνεύμα των νέων δραματολόγων και δραματουργών του Εθνικού μας Θεάτρου. Επιτέλους, το μεγαλύτερο Κρατικό Θέατρο, πιάνει τον παλμό της εποχής, καταφέρνοντας να κάνει την παραγωγή ενός θεατρικού momentum. Δεν είναι τυχαίο ότι παραδοσιακά πια, η Νέα Σκηνή, δίνει παραστάσεις που ξεχωρίζουν («Στέλλα Κοιμήσου», «Θερισμός»). Η «Απλή Μετάβαση» είναι ένα τρυφερό μουσικοθεατρικό ταξίδι, όπου ο κάθε θεατής θα συναντήσει την ιστορία του.