Εκτύπωση αυτής της σελίδας

Είδα την «Γιαννούλα, την Κουλουρού», σε σκηνοθεσία Γιώργου Παπαγεωργίου Κύριο

Από τη Γιώτα Δημητριάδη

Η Γιαννούλα, ένα κορίτσι που πουλούσε κουλούρια στους δρόμους της Πάτρας, ζούσε με τον καημό να παντρευτεί.

Είχε ελαφριά νοητική υστέρηση και αυτό το γεγονός, την έκανε αντικείμενο χλευασμού στην τοπική κοινωνία, τα μέλη της οποίας, έστηναν και εικονικούς γάμους για να «παίξουν με τον πόνο της» .Καθώς όλο και περισσότεροι συμμετείχαν στα «δρώμενα» που στήνονταν για τους εικονικούς γάμους της με διάφορους υποψήφιους «γαμπρούς», οι φάρσες σε βάρος της απέκτησαν διαστάσεις μαζικής διαπόμπευσης.

Δέκα χιλιάδες άτομα υπολογίστηκε ότι βρίσκονταν στην οδό Αγίου Νικολάου και την παραλία, συνοδεύοντας τη Γιαννούλα στην τελευταία τέτοια φάρσα που στήθηκε σε βάρος της. Μόλις η Γιαννούλα συνειδητοποίησε την αλήθεια τρελάθηκε. Μετά από λίγα χρόνια πέθανε φτωχή και μόνη. Η θλιβερή της ιστορία έγινε αστικός μύθος.

Αυτός ο μύθος, συγκίνησε τον Γιώργο Παπαγεωργίου και αποφάσισε να παρουσιάσει την ιστορία της άτυχης γυναίκας στο Φεστιβάλ Αθηνών με την Έλενα Τοπαλίδου στον ομώνυμο ρόλο.

Ο Παπαγεωργίου, φαίνεται να γοητεύεται από αληθινές ιστορίες (δες «Αρίστος», «Ωραία του Πέραν») και να έχει διαμορφώσει ένα προσωπικό στυλ αφήγησης. Ετσι οι παραστάσεις του, έχουν πολλές κοινές συνιστώσες με πρώτη τη ζωντανή μουσική, που είναι παρούσα σε κάθε στιγμή και σχολιάζει τα δρώμενα και τη διαμόρφωση ενός είδους χορού από τους ηθοποιούς του, που ισσοροπούν παράλληλα στους εκάστοτε ρόλους και τις αφηγήσεις τους.

Ακόμα και στα σκηνικά βλέπουμε κοινά στοιχεία, όπως τα περίφημα πανηγυριώτικου τύπου λαμπάκια. Ενα λαϊκό κατά βάση θέατρο, το οποίο φλερτάρει έντονα και με την Μπρεχτική αποστασιοποίηση ακόμα και στη μουσική του μέθοδο με τις ρυθμικές εναλλαγές και τα τινάγματα των πλήκτρων, καθώς και με την αντιστικτική λογική τους.

 Ενώ, λοιπόν, αυτή η σκηνοθετική αισθητική,μας έχει χαρίσει πετυχημένες παραστάσεις , οι οποίες κατά τη γνώμη μου καταφέρνουν να συγκινούν, στην περίπτωση της Γιαννούλας η αίθουσα Η, της Πειραιώς 260 ρούφηξε τόσο την ίδια την ιστορία, όσο και την παράσταση.

Ενα υπέροχο σκηνικό (Ευαγγελία Θεριανού) που έμεινε στην αφάνεια και μια αισθητή αδυναμία να αξιοποιηθεί ο τεράστιος σκηνικός χώρος. Ηθοποιοί που πηγαινοέρχονταν λέγοντας απλά λόγια και κάνοντας διάφορα χαζοευρήματα, τα οποία όχι μόνο δεν έπειθαν αλλά μάλλον εκνεύριζαν τον θεατή, όπως άλλωστε και η εκκωφαντική μουσική.

Νομίζω, ότι όλα ξεκίνησαν όμως από το κακό κείμενο της Θεοδώρα Καπράλου, που δεν πέτυχε να αποδώσει τα συναισθήματα των ηρώων, αλλά στάθηκε σε μια επιφανειακού τύπου ανάγνωση, με πολλές επαναλήψεις.

Πάνω σ’ αυτό το κείμενο, η σκηνοθεσία αποτύπωσε την ιστορία σαν κλασικά εικονογραφημένα και δεν άφησε στιγμή το κοινό, να φανταστεί και να δημιουργήσει εικόνες. Ο,τι έλεγαν οι ηθοποιοί, το έδειχναν κι’ όλας από την εφημερίδα, που ερχόταν ουρανοκατέβατη, μέχρι τα τσίγκινα ντενεκεδάκια.

giann2

Η Έλενα Τοπαλίδου με σαφέστατες αδυναμίες στην άρθωση του λόγου δεν κατάφερε να πείσει για το δράμα της Γιαννούλας, αντίθετα έδωσε μια φλατ ερμηνεία, χωρίς κορυφώσεις και με σαφέστατη απουσία του προσωπικού στίγματος.

Στους άχαρους ρόλους των αφηγητών οι :Μιχάλης Συριόπουλος, Κίμωνας Κουρής, και Αθανασία Κουρκάκη έκαναν ό,τι μπορούσαν αλλά δεν κατάφεραν και πολλά. Ξεχώρισε η κυρία της παρέας.

Εμπνευσμένη η μουσικής της Ματούλα Ζαμάνη αλλά η υπερβολική χρήση της, δεν την άφησε να φτάσει στην πλατεία.

Ωραίο και το νυφικό που σχεδίασε η Βασιλική Σύρμα αλλά μάλλον άστοχα τα μαύρα κουστούμια των αφηγητών, πολυφορεμένα και αταίριστα στη συνθήκη του καρναβαλιού.

Ο Αλέκος Αναστασίου φώτισε, όσο το δυνατόν καλύτερα το χώρο αλλά κούρασε με το ψυχρό φως του φινάλε.

Η παράσταση κατά τη γνώμη μου απέτυχε να δείξει το πιο σημαντικό: την ανάγκη όλων των ανθρώπων να αγαπηθούν «Να μ’ αγαπα ως τον ουρανό και ακόμα παραπάνω», λεει η Γιαννούλα αλλά κανείς δεν συγκινείται....