Από τη Γιώτα Δημητριάδη
Η «Βασίλισσα της ομορφιάς» (Beauty Queen of Leenane) του Ιρλανδού συγγραφέα Μάρτιν ΜακΝτόνα παρουσιάστηκε, για πρώτη φορά, στην Ελλάδα από τον Θύμιο Καρακατσάνη, τη σεζόν 1997-1998 με τον τίτλο «Ωραία μου βασίλισσα», στο θέατρο «Μπροντγουαίη» σε σκηνοθεσία Γιώργου Ρεμούνδου, τον ίδιο στο ρόλο της Μαγκ με Μορίν την Άννα Βαγενά. Μια δεκαετία αργότερα το έργο γνώρισε μεγάλη επιτυχία σε σκηνοθεσία Νικαίτης Κοντούρη με την Έρση Μαλικένζου και Μορίν τη Ναταλία Τσαλίκη στο θεάτρο «Βικτώρια» και σήμερα, δέκα χρόνια, μετά ευτυχεί σε ένα εξαιρετικό ανέβασμα από την ομάδα Νάμα και την Ελένη Σκότη.
Στον ελληνικό κοινό ο συγγραφέας έχει γίνει ιδιαίτερα δημοφιλής και με τον «Πουπουλένιο» (The Pillowman) (πρώτο ανέβασμα στο Θέατρο Αμόρε σε σκηνοθεσία Βίκυς Γεωργιάδου), μεγάλη θεατρική επιτυχία της σεζόν 2013-2014 στο Θέατρο Αθηνών, σε σκηνοθεσία Κωνσταντίνου Μαρκουλάκη.
Ο ΜακΝτόνα ξεχώρισε όταν αποφάσισε να ασχοληθεί με τη συγγραφή θεατρικών έργων. Αρχικά έγραψε 22 έργα για το ραδιόφωνο (απορρίφθηκαν όλα από το BBC) κι αρκετά σενάρια. Η επιτυχία ήρθε στα 25 του χρόνια με την «Βασίλισσα της ομορφιάς» κερδίζοντας τέσσερα βραβεία Τόνι. Το κείμενο γράφτηκε σε μια εποχή που κυριαρχούσε το λεγόμενο In-Yer-Face Theatre, ένα είδος που ερευνά τη σύγχρονη ζωή με επιθετικό, βίαιο και ασυμβίβαστο τρόπο. Παράλληλα, είναι εμφανής κι η επιρροή της Ιρλανδικής καταγωγής του συγγραφέα, μια χώρας που ζούσε κάτω από την καταπιέση των Άγγλων. Στα έργα του τα δραματικά στοιχεία εναλλάσονται μ' έναν κωμικό παραλογισμό και με στοιχεία αστυνομικού μυστηρίου.
Επηρεασμένος από τον Στάινμπεκ («Ανθρωποι και ποντίκια») και τον Ντοστογιέφσκι («Εγκλημα και Τιμωρία»), ο ΜακΝτόνα δημιουργεί ολοκληρωμένους χαρακτήρες, που καλούνται να κονταρομαχήσουν έντεχνα επί σκηνής. Ο ΜακΝτόνα συγκρίθηκε με συγγραφείς όπως η Σάρα Κέιν κι ο Μαρκ Ρέιβενχιλ, των οποίων τα έργα σόκαραν το κοινό και προκάλεσαν συζητήσεις. Η Βασίλισσα της Ομορφιάς αποτελεί το πρώτο μέρος της «Τριλογίας της Κοννεμάρα» μαζί με τα έργα «Το κρανίο της Κοννεμάρα» (1997) κι «Άγρια Δύση» (2001).
Σήμερα, στα 50 του χρόνια έχει στραφεί στην 7η Τέχνη, δηλώνοντας επανειλημμένα πως το σινεμά είναι ο τρόπος έκφρασης που προτιμά. Η πρώτη του δουλειά στον κινηματογράφο έγινε το 2004, γράφοντας και σκηνοθετώντας την ταινία μικρού μήκους «Six Shooter», η οποία βραβεύτηκε με Όσκαρ. Ακολούθησαν οι μεγάλου μήκους ταινίες «In Bruges» (Αποστολή στην Μπριζ) (2008), «Επτά ψυχοπαθείς» (2012) και «Τρεις Πινακίδες έξω απ’ το Έμπινγκ, στο Μιζούρι» (2017), που τιμήθηκε με βραβεία BAFTA, Satellite, Χρυσές Σφαίρες, καθώς και με επτά υποψηφιότητες για Όσκαρ.
Υπόθεση
Ας επιστρέψουμε όμως, στη «Βασίλισσα της ομορφιάς». Η υπόθεση διαδραματίζεται σε μια μικρή επαρχιακή πόλη της Ιρλανδίας, σ' ένα απομονωμένο σπίτι, ψηλά στο βουνό, στις αρχές της δεκαετίας του '90, όπου δύο γυναίκες ζουν μόνες τους: η ηλικιωμένη αυταρχική Μαγκ Φόλαν κι η 40χρονη κόρη της Μορίν, η οποία την φροντίζει. Η σχέση τους είναι μια σχέση αγάπης και μίσους, που κάνει τη συμβίωσή τους σχεδόν αφόρητη σε έναν ανελέητο αλληλοσπαραγμό. Τη ζωή τους θα ανατρέψει η εμφάνιση του Πάτο Ντούλυ, ενός άνδρα που επιστρέφει για λίγο στην πόλη του έχοντας πάντα στο μυαλό του, είκοσι χρόνια τώρα, τη Μορίν ως τη βασίλισσα της ομορφιάς της μικρής τους πόλης. Είναι, ουσιαστικά, η τελευταία ευκαιρία της Μορίν να αγαπήσει και να αγαπηθεί.
Η παράσταση
Η Ελένη Σκότη αναδεικνύει μοναδικά αυτό το ρεαλιστικότατο σκληρό δράμα, οδηγώντας τους ηθοποιούς της σε εντυπωσιακά ειλικρινείς ερμηνείες, αφήνοντας πάντα ένα παράθυρο ανοιχτό στο «μαύρο χιούμορ», μέσα στο οποίο σφαδάζει η δραματική κατάσταση των τεσσάρων ηρώων.
Η σκηνοθεσία δημιούργησε μια παράσταση με εξαιρετική ατμόσφαιρα κι εντυπωσιακό ρυθμό κερδίζοντας την προσοχή και του πιο απαιτητικού θεατή, επιτυγχάνοντας την ενσυναίσθηση με όλους τους χαρακτήρες, θύτες ή θύματα σ' ένα γαϊτανάκι ανεκπλήρωτων ονείρων και κατεστραμμένων ζωών, που βυθίζει τους πάντες στο στροβίλισμά του.
Εξαιρετική δουλειά έχει γίνει και με το καστ της παράστασης και οι τέσσερις ηθοποιοί δικαιώνουν, με την υποκριτική τους δεινότητα, τους χαρακτήρες του έργου.
Η Σοφία Σεϊρλή είναι απολαυστική. Με τα εκφραστικά της μέσα σ' εγρήγορση «ζωγραφίζει» ακόμα και στις σιωπές της. Παράλληλα αποφεύγει τον σκόπελο της γριάς καρικατούρας προσδίδοντας στην ερμηνεία της και μια εσανς σκανταλιάρικης παιδικότητας. Μια γυναίκα «δηλητηριασμένη» από τη ζωή, αλλά και «δηλητηριώδης», θύτης και θύμα, που τη σιχαίνεσαι και τη λυπάσαι παράλληλα. Ίσως, η καλύτερη ερμηνεία της ηθοποιού τα τελευταία χρόνια.
Η Αγορίτσα Οικονόμου αποδεικνύει περίτρανα για μια ακόμη φορά ότι ο πραγματικά καλός ηθοποιός είναι εξίσου καλός στην κωμωδία και στο δράμα. Οι εναλλαγές της από το κωμικό στο τραγικό στοιχειό γίνονται τόσο αβίαστα, καθιστώντας την ηρωίδα της ακόμα πιο τραγικό πρόσωπο. Η Οικονόμου με την ενέργειά της σαρώνει τη σκηνή και δεν σ' αφήνει να πάρεις τα μάτια σου από πάνω της.
Οφείλουμε να επισημάνουμε και την εξαιρετική επικοινωνία των δύο κυριών επί σκηνής, χάρις στην οποία χτίζουν μια «αληθινή» σχέση, μετατρέποντας το κοινό σ' ένα τερέν αλληλοεξόντωσής τους.
Άξιοι συμπαίκτες του γυναικείου πρωταγωνιστικού διδύμου ο Αντώνης Τσιοτσιόπουλος (Πάτο) και ο Γιώργος Κατσής(Ρέι). Ο πρώτος χαρίζει στην παράσταση μια άμεση, πικρά χιουμοριστική ερμηνεία κι ο δεύτερος προσθέτει νεύρο και ενέργεια με το νεανικό θράσος του ήρωά του.
Οι σκηνογραφικές λύσεις και τα κουστούμια του Γιώργου Χατζηνικολάου λειτούργησαν σαν γέφυρα από τη μια σκηνή στην άλλη, εξυπηρετώντας την εξέλιξη της ιστορίας. Προσφέροντας στο κοινό την αίσθηση μια γνήσιας ιρλανδέζικης οικίας, την οποία συμπληρώνουν μοναδικά τα σκηνικά αντικείμενα και φωτίζουν οι καλοδουλεμένοι φωτισμοί του Αντώνη Παναγιωτόπουλου.
Η παραδοσιακή ιρλανδέζικη μουσική, που ακούγεται από το παλιό ραδιόφωνο του σπιτιού εμπνέει τον μουσικό της παράστασης Στέλιο Γιαννουλάκη. Με έναυσμα αυτήν οι νότες που συνθέτει στα τέσσερα διαφορετικά κομμάτια της παράστασης συμβαδίζουν, μοναδικά, με την ιστορία των δύο γυναικών, χαρίζοντας στην παράσταση μια ουδέτερη μελαγχολία, η οποία χωρίς να εκβιάζει το συναίσθημα συμπληρώνει με ουσιαστικό τρόπο τη δράση, ενεργοποιώντας παράλληλα τη φαντασία του θεατή.
Η ομάδα Νάμα έχει χρόνια τώρα ανεβάσει ψηλά τον πήχη κι η «Βασίλισσα της ομορφιάς» είναι μια από τις καλύτερες στιγμές της. Προτείνεται ανεπιφύλακτα.