Εκτύπωση αυτής της σελίδας

Είδα το «Ορλάντο» της Βιρτζίνια Γουλφ στο θέατρο Skrow

Η Ιώ Βουλγαράκη, που υπογράφει τη διασκευή και τη σκηνοθεσία, έσκυψε πάνω από τον ήρωα της Γουλφ με μία συγκινητική τρυφερότητα.

«Τι είναι τελικά μία εποχή;» αναφωνεί κάποια στιγμή ο/η Ορλάντο, αυτό το ανδρόγυνο, άχρονο πλάσμα που διατρέχει τον χρόνο και τους αιώνες με μία παράδοξη φυσικότητα. Εν έτει 1928 η Βιρτζίνια Γουλφ γράφει το «Ορλάντο» γυρίζοντας την πλάτη στην κανονικότητα, σπάζοντας τα δεσμά του ρεαλισμού και τολμώντας ένα άλμα στο ά-λογο, που ολοκληρώνει. Εξυψώνει την ανθρώπινη φύση χαρίζοντας της το απόλυτο για να την καταβαραθρώσει στο τέλος με τρόπο συντριπτικό, αλλά και αποκαλυπτικό τόσο για τον αναγνώστη όσο και για τον ίδιο τον ήρωα του έργου.

Από νεαρός ευγενής στο ελισαβετιανό Λονδίνο, που γοητεύεται από τον θάνατο και μεθάει από τον έρωτα – πόσο επικίνδυνα ταυτόσημες τελικά αυτές οι δύο έννοιες… - ο Ορλάντο βρίσκεται να περιδιαβαίνει τα σοκάκια της Κωνσταντινούπολης του 17ου αιώνα για να ξυπνήσει μια μέρα σε άλλο σώμα, με άλλο φύλο. Με θηλυκό πια προσωπείο ξεχύνεται στην Ασία, περιπλανάται με μία φυλή αθίγγανων στην Κεντρική Ευρώπη, επιστρέφει στη Βρετανία, εισβάλλει με αδιανόητη ορμή στον 18ο αιώνα, δυσανασχετεί με τις κοινωνικές συμβάσεις, διατρέχει τον 19ο αιώνα και καταλήγει χειραφετημένη γυναίκα των αρχών του 20ου αιώνα.

Όλες οι συμβάσεις της ανθρώπινης κατασκευής, που ονομάζεται χρόνος, έχουν καταργηθεί. Η Ορλάντο πεθαίνει το 1928 σε ηλικία 36 ετών, αν και το ταξίδι της ζωής της έχει ξεκινήσει από τον 17ο αιώνα. Σε όλα αυτά τα χρόνια ο/η Ορλάντο γράφει ασταμάτητα, ενώ κατά διαστήματα βυθίζεται σε αλλόκοτους  ύπνους, που μοιάζουν με μικρούς θανάτους. Η διαδρομή της μοιάζει με έναν ιλιγγιώδη στροβιλισμό από τον φλοιό στον πυρήνα της ανθρώπινης ύπαρξης. Το «Ορλάντο» δεν είναι φυσικά ένα ρεαλιστικό μυθιστόρημα, ούτε και μεταφυσικό όμως. Το κέντρο του είναι βαθιά υπαρξιακό. Η Γουλφ, παρέα με το άχρονο αυτό πλάσμα της φαντασίας της, ποθεί να αγγίξει το ανέγγιχτο, να μιλήσει για το ανομολόγητο, να κατακτήσει μία ελευθερία που λυτρώνει. Μέσα στον ήρωά της φωλιάζει όλες τις μύχιες σκέψεις της, τα ασίγαστα πάθη της, τα ακυρωμένα θέλω της. Ο/η Ορλάντο κατακτά όσα εκείνη δεν μπόρεσε. Κι όμως μ’ ένα ευφυές twist στο τέλος του έργου η Γουλφ αντί να οδηγήσει τον ήρωα της στη θέωση, τον βάζει ενώπιον του καθρέφτη του. Εκεί που παραμονεύει η ίδια ανθρώπινη φύση του φτιαγμένη από το υλικό της αποτυχίας.

Η Ιώ Βουλγαράκη, που διασκεύασε και σκηνοθέτησε το «Ορλάντο» με όχημα την πραγματικά εξαιρετική, γλαφυρή και ρέουσα νέα μετάφραση του Νικήτα Σινιόσογλου, έσκυψε πάνω από τον ήρωα της Γουλφ με μία συγκινητική τρυφερότητα. Βαθιά γοητευμένη από την εσωτερική δύναμη αυτού του λογοτεχνικού επιτεύγματος η Βουλγαράκη πρόταξε πάνω απ’ όλα το κείμενο αφήνοντας στην άκρη το κυνήγι του σκηνικού εντυπωσιασμού. Θέλησε να ακουστούν καθαρά οι λέξεις, οι ανάσες, οι παύσεις. Να αναδυθούν τα κρυμμένα νοήματα πίσω από τις σαγηνευτικές περιγραφές της Γουλφ. Απέφυγε την περιττή κινησιολογία, προτίμησε πιο στατικές λύσεις, δεν έπαιξε ιδιαίτερα με τους φωτισμούς, δεν πόνταρε στη θεατρική ψευδαίσθηση. Δούλεψε όμως με εξαντλητικό τρόπο το κείμενο μαζί με την ηθοποιό της. Το αποτέλεσμα τη δικαιώνει. Και τη δικαιώνει κυρίως χάρη στην ερμηνευτική δύναμη της πρωταγωνίστριας της.

Η Αμαλία Καβάλη, νεαρή ηθοποιός του Θεάτρου Τέχνης, μόνη πάνω στη σκηνή μέσα στο καλόγουστο και ιδιαίτερα λειτουργικό κοστούμι της που υπογράφει η Μαγδαληνή Αυγερινού, ανάμεσα στους σκόρπιους αντικέ καθρέφτες που είναι τοποθετημένοι στο πάτωμα, μετουσιώνεται στον Ορλάντο αποδίδοντας υποδειγματικά όλες τις μεταπτώσεις του, τη νεανική του ορμή, την αινιγματική του φύση, αυτό το ελαφρύ μειδίαμα και τη χάρη που τον χαρακτηρίζει. Με μία αμεσότητα, που αιχμαλωτίζει ακαριαία το ενδιαφέρον του θεατή, η Καβάλη ζωντανεύει με τον πλέον γλαφυρό τρόπο τα βιώματα του ήρωά της αφήνοντας έξυπνα να φανούν σταδιακά οι ρωγμές του. Ο/η Ορλάντο της δεν έχει τίποτα το αθώο και το παιδικό. Είναι επικίνδυνα σαγηνευτικός. Σαν να γνωρίζει κάτι που όλοι οι υπόλοιποι αγνοούμε.