Από την Τόνια Τσαμούρη
Ο Σάμιουελ Μπέκεττ πειραματίστηκε από πολύ νωρίς, στη συγγραφική του πορεία, τόσο με την αποδόμηση της γλώσσας, όσο και με την αποσύνδεση της θεατρικής συγγραφής με την σκηνική απόδοση. Ήδη από το πρώτο του έργο, το Περιμένοντας τον Γκοντό (1952), πειραματίστηκε με το ανοίκειο που φέρει η χρήση της μη μητρικής γλώσσας. Εν προκειμένω, επέλεξε να γράψει το έργο στα Γαλλικά και στη συνέχεια να το μεταφράσει ο ίδιος στα Αγγλικά. Κατ’ αυτό τον τρόπο, αποδεσμεύτηκε από τις συγγραφικές ευκολίες που επιφυλάσσει η μητρική γλώσσα. Από πολύ νωρίς δοκιμάστηκε επίσης στα έργα που ήταν προορισμένα για το ραδιόφωνο, ενώ θέλησε να σπάσει την θεατρική ψευδαίσθηση και οικειότητα που δημιουργεί μια θεατρική αίθουσα. Το συγγραφικό προφίλ του Μπέκεττ επομένως, μοιάζει ιδανικό, θα τολμούσα να πω, για την επιλογή έργου εν μέσω καραντίνας. Δεν προϋποθέτει θεατρική σκηνή, προορίζεται για το ραδιόφωνο, ενώ θεματικά αναφέρεται συχνά στην μοναξιά και την απομόνωση του σύγχρονου ατόμου.
Μου φάνηκε λοιπόν πολύ λογική, αλλά και ενδιαφέρουσα, η απόφαση των Ginger Creepers να παρουσιάσουν την Τελευταία Ταινία του Κραππ σε δύο ζωντανές μεταδόσεις μέσω διαδικτύου. Ωστόσο, μια ευχάριστη έκπληξη με περίμενε, καθισμένη στην οθόνη του υπολογιστή μου. Η θεατρική ομάδα δεν αρκέστηκε στις «ευκολίες» που δημιουργεί ο Μπέκεττ για μια εκτός σκηνής παρουσίαση. Αντιθέτως, κατάφεραν να δημιουργήσουν ένα multimedia θέαμα, το οποίο ανέδειξε το έργο του θεατρικού συγγραφέα εναρμονίζοντάς το όχι μόνον στον 21ο αιώνα, αλλά και στις παρούσες ειδικές συνθήκες πανδημίας.
Η ιντερνετική παράσταση αρχίζει, με το τρίτο κουδούνι να κάνει την εμφάνισή του, ακόμα και μέσα από την οθόνη του υπολογιστή. Εικόνες και ήχοι από μια κουζίνα των τελών του 1950 ζωντανεύουν μέσα από την οθόνη μου, ενώ ακούγονται ήχοι από κουζινικά σκεύη ανακατεμένοι με ήχους τζαζ. Και αιφνίδια, εμφανίζεται ο Κραππ. Βλέπουμε μόνον το κεφάλι του, στριμωγμένο μέσα σε ένα ασφυκτικό κουτί. Άλλωστε κάπως έτσι δεν ζει ο σύγχρονος άνθρωπος; Μόνον που το ασφυκτικό αυτό κουτί, που περιορίζει τις κινήσεις του ανθρώπου του 2020, είναι πιο ευρύχωρο… Στη συνέχεια, γραφιστικά και εικόνες διαδέχονται το ένα το άλλο, συνοδεύοντας την αφήγηση του Κραππ, ο οποίος γυρίζει πίσω και ξανά μπρος την κασέτα του μαγνητόφωνού του. Ενώ παρακολουθώ την παράσταση, συνειδητοποιώ πόσο θα ήθελα να μπορούσα να κινούμαι και εγώ, με τον χρόνο αλλά και με τις εμπειρίες μου, όπως κινείται ο Κραππ: να γράφω και να σβήνω δηλαδή, κατά το δοκούν, πράγματα που δεν θέλω να θυμάμαι, ανθρώπους με πλήγωσαν, καταστάσεις που με πόνεσαν.
Η στιβαρή φωνή του Χρήστου Καπενή, με το απόκοσμο βλέμμα του, όταν τελικά ο Κραππ του ανοίγει στο τέλος τα μάτια, με παρασέρνει για όση ώρα παρακολουθώ την ιντερνετική παράσταση. Σε αυτό, σημαντικό ρόλο παίζει και η υπέροχη μουσική του Βύρωνα Κατρίτση. Η σκηνοθεσία του Γρηγόρη Χατζάκη έπλασε ένα μικρό διαμαντάκι, το οποίο εν μέσω πανδημίας μου άνοιξε μια μικρή χαραμάδα ελπίδας. Μολονότι διαφωνώ με τις παραστάσεις που παρουσιάζονται μέσω διαδικτύου, είτε βιντεοσκοπημένες είτε σε live streaming, η συγκεκριμένη παράσταση είναι ενδιαφέρουσα γιατί δεν ακολούθησε κανέναν από τους δύο δρόμους. Αντιθέτως, δημιουργήθηκε για να επικοινωνήσει διαδικτυακά με το κοινό της, στηριζόμενη στην τεχνολογία, σχολιάζοντας έτσι τον ιδιότυπο εγκλεισμό τον οποίο βιώνουν οι σημερινοί άνθρωποι και στον οποίο, αναγκαστικά, μαθαίνουν να ζουν.