Από την Τόνια Τσαμούρη
Το τελευταίο θεατρικό έργο της Λούλας Αναγνωστάκη, γραμμένο το 2001, φέρει τον τίτλο Σ’ εσάς που με ακούτε και παρουσιάστηκε στο θέατρο για πρώτη φορά το 2003. Πέρασαν 17 χρόνια έκτοτε και φέτος, το Εθνικό Θέατρο παρουσιάζει και πάλι αυτό το τόσο συμβολικό κείμενο της θεατρικής συγγραφέως σε σκηνοθεσία Αλέξανδρου Αβρανά. Ομολογώ ότι, όταν ανακοινώθηκε η συγκεκριμένη παράσταση, ευελπιστούσα ότι θα είχα την δυνατότητα να την παρακολουθήσω στη φιλόξενη σκηνή «Νίκος Κούρκουλος» του Εθνικού Θεάτρου. Οι καιροί όμως επιφυλάσσουν άλλα από αυτά που συχνά σχεδιάζουμε…
Εν τέλει, είδα την παράσταση σε live streaming από το σπίτι μου. Να ξεκαθαρίσω ότι δεν μου αρέσει το live streaming και γενικά το θέατρο από την οθόνη του υπολογιστή μου. Προτιμώ την σκοτεινή θεατρική αίθουσα, στην οποία νιώθω συν-κοινωνός τόσο με τους υπόλοιπους που βρίσκονται καθισμένοι επίσης στο κοινό, όσο και με τους ηθοποιούς που βρίσκονται στη σκηνή. Ωστόσο, η συγκεκριμένη παράσταση, έχω την εντύπωση, ότι άνθισε πολύ περισσότερο στην ιντερνετική της προβολή. Ο λόγος σχετίζεται με την σαφή κινηματογραφική της διάσταση. Ο σκηνοθέτης της, προερχόμενος από τον χώρο της Έβδομης Τέχνης, έστησε μια παράσταση που δεν είχε να ζηλέψει πολλά από μια κινηματογραφική ταινία. Δεν είναι άλλωστε η πρώτη φορά που μια θεατρική παράσταση μεταφέρεται στη μεγάλη οθόνη. Αρκεί να θυμηθεί κανείς το Ντόγκβιλ του Λαρς φον Τρίερ.
Ο Αλέξανδρος Αβρανάς, με ενδιαφέρουσα αισθητική, δημιούργησε έναν κόσμο ζοφερό, ήδη νεκρωμένο εσωτερικά και εξωτερικά. Η σκηνή, σε ασπρόμαυρους χρωματισμούς, τόσο στα σκηνικά, όσο και στα κοστούμια των ηθοποιών (Σκηνικά-Κοστούμια: Έλλη Παπαγεωργακοπούλου) εναρμονιζόταν με την διάθεση των ηθοποιών που απέπνεαν θάνατο και σαπίλα καθόλη τη διάρκεια της παράστασης. Στο σημείο αυτό όμως, ξεκινούν οι αντιρρήσεις μου: ο σκηνοθέτης έπλασε ένα σύμπαν στο οποίο οι άνθρωποι φώναζαν και κάγχαζαν, θυμίζοντας περισσότερο μηχανικά ρομπότ, παρά αληθινούς ανθρώπους. Τόσο η κίνηση, όσο και ο λόγος τους ήταν απολύτως φορμαλιστικά, φορτωμένα μεν συμβολισμούς, αποστερημένα δέ από την αμεσότητα και τον υπερρεαλιστικό «ρεαλισμό» της Λούλας Αναγνωστάκη. Οι φωνές και οι τόσο υπογραμμισμένοι συμβολισμοί, θα μπορούσαν να λειτουργήσουν και με λιγότερη ένταση. Ενδεικτική η τελευταία σκηνή, όπου η άηχη κραυγή της Τρούντελ έφερε τόση ένταση, όση δεν μπόρεσαν να μεταδώσουν οι κραυγές των υπολοίπων.
Αυτό το φορμαλιστικό και αρκετά «φωνακλάδικο» σύμπαν του Α. Αβρανά, απέδωσαν με συνέπεια όλοι οι ηθοποιοί, οι οποίοι κατάφεραν να κερδίσουν ωστόσο τις εντυπώσεις μέσα από το ιδιαίτερο προσωπικό τους παίξιμο. Πολύ καλός ο Χανς του Γιώργου Μπινιάρη, όπως επίσης η Έλσα της Αγλαΐας Παπά, καθώς επίσης ο Άγης του Γιώργου Στάμου, η Μαρία της Ελένης Ρουσινού, ο Ιβάν του Αλέξανδρου Μαυρόπουλου, η Σοφία της Ξένιας Παυλοπούλου, ο Τζίνο του Μιχάλη Μουλακάκη και ο Κλάους του Στάθη Κόικα, ενώ καθηλωτική ήταν η Τρούντελ της Αρετής Πασχάλη.
Οι φωτισμοί ακολούθησαν την σκηνοθετική γραμμή αποτυπώνοντας ιδιαίτερες ατμόσφαιρες, οι οποίες μάλιστα μεταδόθηκαν και στους διαδικτυακούς θεατές (Φωτισμοί: Ολυμπία Μυτιληναίου). Ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο επίσης έπαιξε τόσο η μουσική (Θοδωρής Ρέγκλη), όσο και η χορογραφία (Χορογραφία: Αμαλία Μπένετ) της παράστασης.
Εν κατακλείδι, πρόκειται για μια ενδιαφέρουσα παράσταση κάνοντας μια ιδιαίτερη σκηνοθετική πρόταση, με σαφείς καλλιτεχνικές επιρροές από τον κινηματογράφο. Μοναδική παραφωνία, ο υποβόσκων «ρεαλισμός» της Λ. Αναγνωστάκη, ο οποίος, δυστυχώς, χάθηκε στην διαδρομή.
Κλείνοντας, θα ήθελα, προσωπικά, να εκφράσω τις ευχαριστίες, αλλά και την ευγνωμοσύνη μου τόσο προς το Εθνικό Θέατρο, όσο και προς τους δημιουργούς της παράστασης, οι οποίοι συνέδραμαν τους συνανθρώπους τους σε τόσο δύσκολους καιρούς. Μολονότι επρόκειτο για μια «μοναχική» παράσταση, θα ήθελα να διαβεβαιώσω τους δημιουργούς και συντελεστές της παράστασης, ότι το χειροκρότημά μας, στο τέλος της, ήταν θερμό και παρατεταμένο!