Από τη Γιώτα Δημητριάδη
Ποτέ δεν φανταζόμουν ότι θα ερχόταν η στιγμή να γράψω για μια θεατρική παράσταση που παρακολούθησα από... την οθόνη μου! Η τέχνη του θεάτρου είναι για μένα η πιο μαγική, η πιο γοητευτική.
Η μοναδικότητά της οφείλεται στο ότι είναι θνησιγενής, καθώς ούτε μία παράσταση δεν είναι ίδια με την επόμενη ή την προηγούμενη. Τα μάτια των θεατών ζουμάρουν όπου θέλουν και κανένα πλάνο δεν προσφέρεται έτοιμο από τον σκηνοθέτη, όπως στον κινηματογράφο. Στο θέατρο κυριολεκτικά οσφραίνεσαι τον ηθοποιό, καταγράφεις κάθε αυθόρμητη αντίδρασή του. Επιπλέον, όσα διαδραματίζονται στη σκηνή έχουν άμεση σχέση με την πλατεία, ηθοποιοί και θεατές μετατρέπονται σε συγκοινωνούντα δοχεία. Πώς λοιπόν να ονομάσουμε «παράσταση» μια λήψη που καταφτάνει στην οθόνη μας ακόμα σε ζωντανή μετάδοση;
Παρ’ όλα αυτά, ακόμα κι έτσι οι θεατρόφιλοι παίρνουμε μια γεύση, ενώ όσοι τύχει να παρακολουθήσουν μαζί μας μυούνται σ’ έναν θεατρικό κόσμο που ίσως να μη γνώριζαν διαφορετικά.
Το Εθνικό Θέατρο συνεχίζει να δίνει το παρόν με ζωντανές μεταδόσεις, που πολύ σωστά, κατά τη γνώμη μου, δεν είναι δωρεάν.
Αυτή τη φορά παρακολούθησα την «Κυρία του Μαξίμ» του Φεντό σε μια εξαιρετική μετάφραση και σκηνοθεσία του Θωμά Μοσχόπουλου.
Το έργο έκανε την πρώτη πρεμιέρα του στις 17 Ιανουαρίου 1899 στο Théâtre des Nouveautés, και σημείωσε θρίαμβο. Επισκέπτες της Διεθνούς Έκθεσης του 1900 κατέφτασαν στο Παρίσι όχι μόνο για την έκθεση όσο και για την παράσταση.
Η ιστορία, πιστή στο συγγραφικό σύμπαν του Φεντό έχει θέμα τη συζυγική απιστία. Ο γιατρός κύριος Πετιπόν
(Θανάσης Αλευράς) ξυπνά στο σπίτι του έπειτα από ένα ξενύχτι στο καμπαρέ «Μαξίμ».
Ο ίδιος δεν θυμάται τίποτα από την προηγούμενη νύχτα, στο κρεβάτι του ωστόσο βρίσκεται μια νεαρή χορεύτρια από τα μπαλέτα του «Μαξίμ»( Γαλήνη Χατζηπασχάλη). Από εκείνη τη στιγμή κι έπειτα οι δυο τους μπλέκονται σε μπελάδες και αν σε πρώτη φάση έγνοια του Πετιπόν είναι να μην τον πάρει χαμπάρι η θεούσα σύζυγός του (Έμιλι Κολιανδρή). Στην πορεία τα πράγματα μπλέκονται ακόμα περισσότερο. Οι πάμπολλοι χαρακτήρες του έργου κουβαριάζονται σε συγχύσεις, παρεξηγήσεις και αναποδιές! Λίγο πριν από την… έκρηξη, ο δαιμόνιος συγγραφέας ξεμπλέκει τις μαριονέτες του, αλλά όχι προτού ο Πετιπόν να βιώσει ένα πραγματικό μαρτύριο, δυσανάλογα βαρύ σε σχέση με το αθώο λάθος του.
Το έργο εκτυλίσσεται στο Παρίσι της Μπελ Επόκ, με τα σκηνικά (Ευαγγελία Θεριανού) και τα κουστούμια (Κλερ Μπρέισγουελ) να μεταφέρουν άμα τη εμφανίσει τους την ατμόσφαιρα της εποχής στον θεατή, υιοθετώντας παράλληλα και ένα σύγχρονο στοιχείο: τις ακτινογραφίες και τα ιατρικά στοιχεία που υπάρχουν αντί για ταπετσαρία εποχής.
Το εικαστικό κομμάτι της παράστασης συμπληρώνουν οι λειτουργικοί φωτισμοί του Νίκου Βλασόπουλου.
Ο σκηνοθέτης κατάφερε να συντονίσει με μοναδική μαεστρία τους είκοσι δύο ηθοποιούς που σε 180 λεπτά υποδύονται συνολικά είκοσι οκτώ ρόλους. Ο ρυθμός, οι γρήγορες εναλλαγές και το μέτρο μοιάζουν να είναι τα πιο δυνατά όπλα στη φαρέτρα του σκηνοθέτη, ο οποίος φαίνεται να έχει εντρυφήσει στο σύμπαν του συγγραφέα στήνοντας μηχανισμούς που διασφαλίζουν γρήγορη πλοκή και μεγάλη ένταση. Ταυτόχρονα αποφεύγει έναν από τους μεγαλύτερους σκοπέλους που παρατηρούμε στο ανέβασμα της φάρσας: τις άσκοπες τσιρίδες. Εδώ οι ηθοποιοί δεν καταναλώνουν την ενέργειά τους σε ένα εξωτερικό-επιφανειακό παίξιμο στοχεύοντας στο εφήμερο γέλιο της πλατείας. Αντίθετα μοιάζουν να έχουν κατανοήσει βαθιά τους ήρωές τους.
Η συνάντηση του σκηνοθέτη με τον υπερταλαντούχο
Θανάση Αλευρά απέδωσε καρπούς, αφού ο ηθοποιός καταφέρνει να ηγηθεί ενός θιάσου και να κλέψει την παράσταση. Είναι σπουδαίος ηθοποιός ο
Θανάσης Αλευράς σε ό,τι κάνει επί σκηνής και όταν ένα τέτοιο ταλέντο –ο μόνος Έλληνας ηθοποιός που έχει τιμηθεί με βραβείο Χορν(2008) για την ερμηνεία του σε ελληνική σπονδυλωτή κωμωδία– συναντήσει έναν έμπειρο σκηνοθέτη, το αποτέλεσμα δεν μπορεί παρά να δικαιώσει τον θεατή.
Από την πρώτη του ατάκα, όταν παρατηρεί το άδειο θέατρο και λέει με διάθεση αυτοσαρκασμού «Sold-out και σήμερα!» μέχρι το λυτρωτικό φινάλε για τον ήρωά του χαρίζει μια μεστή και καλοκουρδισμένη στο τέμπο της κωμωδίας ερμηνεία.
Σε εξαιρετική φόρμα και η Γαλάνη Χατζηπασχάλη, η Έμιλυ Κολιανδρή και ο Κώστας Φιλίππογλου με τα αισθησιοκινητικά μέσα τους σε εγρήγορση και εντυπωσιακή σκηνική χημεία να αναδεικνύουν μια παράσταση συνόλου.
Αξίζει να αναφερθούν όλοι οι ηθοποιοί (
Στέλλα Αντύπα, Αφροδίτη Αντωνάκη, Κωνσταντίνος Αρνόκουρος, Μελίνα Βαμπούλα, Ηλιάνα Γαϊτάνη, Θανάσης Δήμου, Ευαγγελία Καρακατσάνη, Κώστας Κορωναίος, Αυγουστίνος Κουμουλος, Πέλλα Μακροδημήτρη, Αθηνά Μουστάκα, Ελπίδα Νικολάου, Άννα Πατητή, Πέτρος Σκαρμέας, Γιώργος Τζαβάρας, Γιάννης Φιλίππου, Δημήτρης Φουρλής, Αλέξανδρος Χρυσανθόπουλος) γιατί σε κάθε μικρό ή μεγαλύτερο ρόλο που ερμηνεύουν δίνουν τον καλύτερό τους εαυτό.
Όλοι μαζί τραγουδούν και χορεύουν με άρτιο συγχρονισμό – την κίνηση έχει επιμεληθεί η σταθερή συνεργάτιδα του σκηνοθέτη, Σοφία Πάσχου. Ο Κορνήλιος Σελαμσής έχει συνθέσει νοσταλγικές μελωδίες με ευαισθησία και τόλμη.
Η παράσταση λοιπόν, αν την κρίνουμε με καλλιτεχνικά κριτήρια, μπορούμε να πούμε ότι δικαιώνει τη δουλειά των συντελεστών. Το ερώτημα ωστόσο είναι: Τι καταφέρνει να περάσει στην πλατεία ή, για την ακρίβεια, στην οθόνη μας;
Μπορούν οι τόσο χιλιοειπωμένες ιστορίες συζυγικής απιστίας να συναρπάσουν το σύγχρονο θεατή; Ο Φεντό βάζει στο επίκεντρο της σάτιράς του τα μικροαστικά και αστικά ήθη, την υποκρισία της αστικής τάξης. Η πλοκή στα περισσότερα έργα του είναι εντυπωσιακή αλλά κατά πόσο αφορά στο σήμερα;
Πόσο μπορεί να ταυτιστεί ο θεατής με τη φαρσοκωμωδία (βοντβίλ), αυτό το εμβληματικό και δημοφιλές θεατρικό είδος από το Παρίσι του 19ου αιώνα;
Η μετάφραση και η διασκευή του Θωμά Μοσχόπουλου πρόσθεσαν στο έργο κάποιες ενέσεις επικαιρότητας με ατάκες όπως «δωμάτιο καραντίνας» ή «οι άνθρωποι του Θεού δεν κολλάνε». Αρκούν όμως αυτά για να μας αγγίξει η περιπέτεια του Πετιπόν;
Μήπως το Εθνικό Θέατρο με τις υποδομές και τις δυνατότητες σε υλικό και έμψυχο υλικό που διαθέτει οφείλει να στοχεύσει σε έργα πιο σύγχρονα, που να αφορούν στον θεατή του δυστοπικού 2020;
Φωτογράφος παράστασης: Πάτροκλος Σκαφίδας