Από τη Γιώτα Δημητριάδη
Την «Ιφιγένεια η εν Ταύροις» του Ευριπίδη που διδάχθηκε, πιθανότατα, μεταξύ 414-412 π.Χ. (δεν είναι επιβεβαιωμένη η χρονολογία), επέλεξε για την πρώτη του σκηνοθετική απόπειρα στο αργολικό θέατρο ο ταλαντούχος Γιώργος Νανούρης.
Το έργο είναι προγενέστερο της «Ιφιγένειας η εν Αυλίδι» που παίχτηκε μετά τον θάνατο του Ευριπίδη, παρόλο που προηγείται σαν μύθος. Η «Ιφιγένεια η εν Ταύροις» είναι ένα από τα πιο τεχνικά έργα του Ευριπίδη με πάρα πολλές πληροφορίες για όλες τις δυστυχίες της γενιάς των Ατρειδών, ενώ έχει χαρακτηριστεί από τους μελετητές μελόδραμα, τραγι-κωμωδία ακόμα και θρίλερ με αστυνομική πλοκή. Σκέψεις που με την πρώτη κιόλας ανάγνωση διαφαίνονται.
Άξιο μνείας είναι το γεγονός πως από το έργο απουσιάζει η τραγική κορύφωση, δεδομένου πως δεν υπάρχει κάποιος ήρωας που να φτάνει σε ακραία τραγική στιγμή.
Εδώ είναι σημαντικό να έχουμε κατά νου τη διαφορά του «δραματικού» και του «τραγικού»: μια διαφορά, όχι μόνο, ποιότητας και έντασης συναισθήματος αλλά κυρίως διαφορά κατηγορίας και φύσης. Το τραγικό μας οδηγεί σ’ άλλη θεώρηση των πραγμάτων, το δραματικό μας οδηγεί στη συμπόνια ή έστω στη συμπάθεια. Το τραγικό αφορά θεμελιώδη υπαρξιακά συμβάντα, ενώ αντίθετα το δραματικό αφορά πάντα το συναίσθημα της λύπης.
Ένας επιπλέον σκόπελος, γενικότερα στα έργα Ευριπίδη, συναντάται στα χορικά, τα οποία σε αντίθεση με αυτά του Αισχύλου και του Σοφοκλή, δεν συνάδουν με την εξέλιξη του έργου αλλά εμπνέονται γενικότερα από τους ήρωες και βρίθουν λυρισμού. Παράλληλα, σε αρκετά σημεία των διαλόγων το τραγικό εμπλέκεται με το κωμικό στοιχείο που φλερτάρει έντονα με την ειρωνεία.
Αν στη συζήτηση εμπλέξουμε και τη φιλοσοφική σκέψη του πιο βαθυστόχαστου τραγικού ποιητή, όπως αναγνωρίζεται ο Ευριπίδης, αλλά και την αναζήτηση της ουσίας του θεού και την πραγματικότητα, όπου ο διώκτης του ανθρώπου δεν είναι κάποια θεϊκή δύναμη αλλά ο ίδιος ο άνθρωπος, αυτό τον αναγάγει στον πρώτο μεγάλο αιρετικό.
Γεγονός που στο συγκεκριμένο έργο βλέπουμε μέσα από την κριτική στάση του ποιητή που έντεχνα περνά τις ιδέες του μέσα από τα λόγια τις Ιφιγένειας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα: ο Ευριπίδης δεν μπορεί να δεχθεί τις ανθρωποθυσίες ως απαίτηση της θεάς και γι’ αυτό απομακρύνει την ιστορία από την Ελλάδα και την μεταφέρει σε μια βάρβαρη χώρα.
Ο Γιώργος Νανούρης, έχοντας όλα αυτά και σίγουρα πολλά περισσότερα στο μυαλό του, προσέγγισε το έργο του Ευριπίδη με σεβασμό, αποφεύγοντας περιττούς εντυπωσιασμούς και σκηνοθετικά τερτίπια, προσπαθώντας να εστιάσει στον λόγο και στα έξι αριστοτελικά στοιχεία της τραγωδίας (μύθος, ήθος, διάνοια, λέξις, μέλος και όψις).
Έκανε το πιο απλό και σημαντικό, που σε λίγο θα ξεχάσουμε στην Επίδαυρο, ήτοι εκμεταλλεύτηκε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τη θυμέλη, τη βάση του βωμού, που σε πολλές παραστάσεις εξαφανίζεται από σκηνοθετική άποψη.
Παρά τις καλές προθέσεις, όμως, η σκηνοθετική του γραμμή τον οδήγησε σ’ ένα μάλλον ακαδημαϊκό ανέβασμα, χωρίς ξεκάθαρο στίγμα.
Επιπλέον, έχω την αίσθηση, παρακολουθώντας την παράσταση από το άνω διάζωμα, ότι περισσότερο δημιούργησε μια ατμοσφαιρική παράσταση, ένα δράμα δωματίου, το οποίο δύσκολα στέκεται στην Επίδαυρο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, το γεγονός ότι κάποιοι από τους στίχους δεν ακούγονταν στο πάνω μέρος του θεάτρου.
Όπως ο ίδιος ο Ευριπίδης υποστηρίζει στον Ιππόλυτο: «Οὐ ταὐτὸν εἶδος φαίνεται τῶν πραγμάτων πρόσωθεν ὄντων ἐγγύθεν θ᾽ ὁρωμένων» (Τα πράγματα δεν φαίνονται ίδια όταν τα κοιτάμε από μακριά και όταν τα κοιτάμε από κοντά). Όταν, λοιπόν, σκηνοθετεί κάποιος στην Επίδαυρο, μήπως θα πρέπει να έχει στο νου του και τον τελευταίο θεατή στο άνω διάζωμα;
Ο Γιώργος Νανούρης αντιμετώπισε τον χορό με την χορωδιακή του διάσταση, σαν μέλη ενός τελετουργικού, αξιοποιώντας στο έπακρο την κορυφαία, και εξαιρετική, Κίττυ Παϊταζόγλου, που ήταν επιφορτισμένη με σχεδόν όλους τους στίχους που στην τραγωδία απαγγέλουν οι 15 Ελληνίδες υπηρέτριες.
Εδώ, τα υπόλοιπα πέντε κορίτσια (Νικόλ Κουνενιδάκη, Μαρία Κωνσταντά, Άννα Κωνσταντίνου, Δανάη Πολίτη, Βιβή Συκιώτη και Αρετή Τίλη), με φοβερή ακρίβεια -φαίνεται η σκληρή δουλειά που έχουν κάνει με τον Άγγελο Τριανταφύλλου που υπογράφει τη μουσική στην παράσταση- γίνονται η μοναδική μουσική (μέλος) της παράστασης. Επιλογή που σε πολλές σκηνές λειτουργεί εξαιρετικά, όπως για παράδειγμα στο Β΄ Στάσιμο, σε συνδυασμό με τη λυρική μετάφραση του Γιώργου Ιωάννου, ενώ σ’ άλλες καταλήγει σ’ ένα ατελείωτο μοιρολόι ή υποσκιάζει τους πρωταγωνιστές.
Το μεγαλύτερο αγκάθι της παράστασης ήταν η έλλειψη μιας ενιαίας υποκριτικής γραμμής, που μοιραία οδήγησε στην έλλειψη σκηνικής επικοινωνίας.
Η δυνατή ομάδα των ηθοποιών του (Λένα Παπαληγούρα, Μιχάλης Σαράντης, Νίκος Ψαρράς, Πυγμαλίων Δαδακαρίδης και Προμηθέας Αλειφερόπουλος), μοιάζουν ο καθένας να αξιοποιεί όλες τις δυνάμεις που έχει στη φαρέτρα του, παίζοντας όμως μόνος του. Διαφορετικοί τονισμοί, πολλές αμήχανες κινήσεις και ανώφελες ερμηνευτικές εκρήξεις είναι μερικά από τα αποτελέσματα αυτής της έλλειψης.
Συνεπέστερος από όλους μοιάζει ο Πυλάδης του Προμηθέα Αλειφερόπουλου, δουλεμένος στις λεπτομέρειες, συμμετέχει ακόμη και στις σκηνές που δεν εκφέρει λόγο και καταφέρνει να δημιουργήσει μια ενδιαφέρουσα σχέση και με τον Ορέστη του Μιχάλη Σαράντη. Ίσως και η μόνη σκηνή της παράστασης, στον Πρόλογο του έργου, όπου δύο χαρακτήρες επικοινωνούν πραγματικά.
Ο τελευταίος, έστω κι αν υπάρχουν στιγμές που μοιάζει αμήχανος σκηνικά, με υπερβολικές σωματικές εξάρσεις, στη συνολική του ερμηνεία έχει θετικό πρόσημο.
Η Λένα Παπαληγούρα είναι παλιά γνώριμη με την Ιφιγένεια, ξεκινώντας ως μέλος του χορού πριν δέκα χρόνια στην «Ιφιγένεια εν Αυλίδι» του Θ. Μουμουλίδη, ερμηνεύοντας τον ομώνυμο ρόλο πριν τέσσερα χρόνια στην ίδια τραγωδία, σε σκηνοθεσία Χειλάκη - Δούνια και, έχοντας ενδιάμεσα την εμπειρία του μονολόγου της «Ιφιγένειας» του Ζαν Ρενέ Λεμουάν. Φαίνεται, λοιπόν, να γνωρίζει καλά την ηρωίδα της, χωρίς όμως να να την πάει ένα βήμα μπροστά.
Ορέστης και Ιφιγένεια δεν καταφέρνουν με τη σκηνική τους σύζευξη να αναδείξουν τον πυρήνα όλων των θεμάτων της τραγωδίας -την αδελφική αγάπη, τον νόστο για την πατρίδα κ.λπ. - που βρίσκεται στην τραγική αναγνώριση των δύο αδελφών στο Β΄ επεισόδιο. Έτσι, το μοτίβο της αναγνώρισης δεν επιτυγχάνει να συγκινήσει τους θεατές, δημιουργώντας παράλληλα μια προβληματική στην ομαλή εξέλιξη της δράσης.
Τόσο ο αγγελιοφόρος, όσο και ο αγελαδάρης του Πυγμαλίωνα Δαδακαρίδη δεν καταφέρνουν να μεταφέρουν τις εικόνες από τις αφηγήσεις τους στο κοίλον.
Αξιοπρεπής, αλλά όχι σπουδαία, η θεά Αθηνά της Χάρις Αλεξίου.
Ο Θόας του Νίκου Ψαρρά φέρει μια σκηνική ζωντάνια και καταφέρνει να αποδώσει και τις κωμικές πλευρές αλλά και εκείνος δεν συνδιαλέγεται ουσιαστικά με τους υπόλοιπους του θιάσου, με εξαίρεση στην έξοδο, όταν απειλεί τις παρθένες του χορού.
Το σκηνικό της Μαίρης Τσαγκάρη ήταν μάλλον αδιάφορο, υπηρετώντας τη λιτή γραμμή της σκηνοθεσίας. Αντίθετα τα κοστούμια της Ιωάννης Τσάμη συμπλήρωναν την εικαστική εικόνα της θρησκευτικής μυσταγωγίας.
Τα ζεστά φώτα του Αλέκου Γιάνναρου ήταν εναρμονισμένα στο πλαίσιο της μυσταγωγικής ατμόσφαιρας.
Συνολικά, πρόκειται για ένα ανέβασμα που προσπαθώντας, μάλλον, να αποφύγει νεοτερισμούς και να ακολουθήσει τον δρόμο της λιτότητας, αποτυγχάνει να σταθεί στο μεγάλο θέατρο της Επιδαύρου, κάνοντας τον πιο έμπειρο θεατή να αναρωτιέται τι έχει να προσθέσει η συγκεκριμένη ακαδημαϊκή ανάγνωση του σκηνοθέτη στην παραστασιολογία της «Ιφιγένειας η εν Ταύροις» αλλά και γιατί τόσο έμπειροι ηθοποιοί πέφτουν στην παγίδα των ευκολιών τους.
Η «Ιφιγένεια η εν Ταύροις» του Ευριπίδη, σε σκηνοθεσία Γιώργου Νανούρη παρουσιάστηκε για 3 παραστάσεις στην Επίδαυρο (3,4 και 5 Ιουλίου), και θα συνεχίσει την περιοδεία της ανά την Ελλάδα.
Διαβάστε επίσης:
Ο Προμηθέας Αλειφερόπουλος Βρέθηκε, Ντυμένος Τσολιάς, Να Παίζει Σ' Ένα Άδειο ΡΕΞ, Την Ημέρα Που Συνελήφθη Ο Λιγνάδης
Λένα Παπαληγούρα: «Όλοι Οι Ηθοποιοί Γνωρίζουμε Τι Έχουμε Καταφέρει Σε Μια Παράσταση, Δεν Χρειαζόμαστε Τις Κριτικές»