Από τον Αναστάση Πινακουλάκη
Το κλασσικό έργο της αμερικανικής δραματουργίας Οι μάγισσες του Σάλεμ του Άρθουρ Μίλλερ ανεβάζουν η καλλιτεχνική εταιρεία ΜΥΘΩΔΙΑ σε συνεργασία με τα ΑΘΗΝΑΙΚΑ ΘΕΑΤΡΑ και την People Entertainment σε μια παράσταση αξιώσεων. Πρωταγωνιστές της παράστασης είναι οι Νικήτας Τσακίρογλου, Άκης Σακελλαρίου, Ρένια Λουιζίδου, Ιωάννα Παππά, Γιάννης Καλατζόπουλος, Μελίνα Βαμβακά και Γεράσιμος Σκαφίδας. Ένα έργο για το φανατισμό, τις προκαταλήψεις, τις ψευδείς διαδόσεις –που σήμερα θα μπορούσαμε να τα μεταφράσουμε ως fake news- και τα πάθη των απαίδευτων ανθρώπων. Πρόκειται για μια ιστορία φαινομενικά ξένη μα μπορεί να λειτουργήσει ως μεταφορά των όσων δούμε τα τελευταία χρόνια, όπου ο φανατισμός, η στρεβλή δικαιοσύνη, η μισαλλοδοξία και η αγανάκτηση του κόσμου από κοινωνικά ανισότιμες πολιτικές δίνουν και παίρνουν.
«Η Δοκιμασία» ή «Οι Μάγισσες του Σάλεμ» αποτελούν μια διαχρονική καταγγελία των δεισιδαιμονιών, των προκαταλήψεων και του φανατισμού. Ο Μίλερ μέσα από το έργο του κατακρίνει την καταπάτηση πολιτικών ελευθεριών και εισάγει τον όρο «κυνήγι μαγισσών» στον 20ο αιώνα. Ο ίδιος εξηγεί: «Όταν η ατμόσφαιρα είναι ηλεκτρισμένη ο φόβος παίρνει υπόσταση. Οι άνθρωποι του Σάλεμ έβλεπαν τον εαυτό τους σαν κάτοχο μιας ανώτερης αλήθειας. Αν το φως αυτής της αλήθειας έσβηνε, πίστευαν πως θα ερχόταν η συντέλεια του κόσμου. Όταν έχετε έναν ιδεολογικό κόσμο που θεωρεί τον εαυτό του τόσο αγνό, είναι φυσικό να τείνετε προς τα άκρα». Ο Μίλερ ανέβασε το 1953 στο Μπρόντγουεϊ το έργο «The Crucible», κερδίζοντας βραβείο Tony. Στόχο είχε να καταγγείλει την αντικομμουνιστική υστερία που επικράτησε στις ΗΠΑ την εποχή του μακαρθισμού και οδήγησε στην φυσική και ηθική εξόντωση απλών πολιτών, ιδεολόγων και εκπροσώπων του πνευματικού κόσμου. Το κείμενο αναφέρεται σε μια πραγματική ιστορία: στην δίκη των μαγισσών που έγινε στο χωριό Σάλεμ της Μασαχουσέτης το 1692. Πρόκειται ένα περιστατικό που οδήγησε στην καταδίκη και εκτέλεση 20 κατοίκων με την κατηγορία της μαγείας. Ο κεντρικός ήρωας Τζον Πρόκτορ, με αφορμή ένα προσωπικό σφάλμα – μια συζυγική απιστία – καθίσταται ύποπτος σ’ έναν κόσμο δογματικών. Υπόθεση: Το 1692 στο Σάλεμ, η Άμπιγκεϊλ, ερωτεύεται παράφορα έναν μεγαλύτερό της παντρεμένο άνδρα, τον Τζον Πρόκτορ. Εκείνος όμως την απορρίπτει και διαλέγει να μείνει στο πλάι της συζύγου του. Έτσι, εκείνη μαζί με άλλες κοπέλες του χωριού του κάνουν μάγια για να τον φέρουν πίσω. Οι κάτοικοι του Σάλεμ τις ανακαλύπτουν και οι γυναίκες κινδυνεύουν να θανατωθούν ως μάγισσες. Η Άμπιγκεϊλ κατηγορεί την σύζυγο του αγαπημένου της ως υποκινήτρια των μεταφυσικών πράξεων, με αποτέλεσμα να ξεκινήσει μία δίκη με καταστροφικές συνέπειες για όλους.
Η παράσταση
Ο Νικορέστης Χανιωτάκης μετράει ήδη στη φαρέτρα του μια σειρά από παραστάσεις που αγαπήθηκαν από το κοινό. Με τις Μάγισσες του Σάλεμ, νομίζω «ανεβαίνει επίπεδο», δουλεύοντας πάνω σ’ ένα πολύ απαιτητικό επίπεδο με προσοχή, σκηνοθετική καθαρότητα και χοροθεατρική μαεστρία. Ήδη από τις πρώτες σκηνές της παράστασης δίνεται το στίγμα της παράστασης, με τις «μάγισσες» να κάνουν την τελετή τους για να κερδίσουν την αγάπη των αντρών που επιθυμούν αλλά και να βλάψουν τις ερωτικές τους αντίζηλους. Άψογη η κίνηση της Αντιγόνης Γύρα, που αναπαριστά το νεανικό δαιμονισμό των τελετών στο δάσος, για τον οποίο θα κατηγορηθούν στη συνέχεια οι γυναικείοι χαρακτήρες του έργου.
Με το άνοιγμα της αυλαίας, δεσπόζει το υπερυψωμένο σταυροειδές σκηνικό της Αρετής Μουστάκα, που λειτουργεί άλλοτε ως δάπεδο, άλλοτε ως δικαστήριο κι άλλοτε ως τραπεζαρία. Εκτιμώ πάντα όταν το σκηνικό συνομιλεί δημιουργικά με τη δραματουργία και αποτελεί τη βάση της σκηνοθεσίας. Εντυπωσιακά και τα κοστούμια της Χριστίνας Πανοπούλου, με φανερή την κυριαρχία του μαύρου, δηλωτικού του ζοφερού σκότους που περιγράφεται στο έργο αλλά και της σκοτεινής θρησκευτικότητας που εκδηλώνεται. Περίτεχνα τα φορέματα που φοράει η πρωταγωνίστρια Ρένια Λουιζίδου, ενώ σε συνδυασμό με τα κεριά, τους φωτισμούς της Χριστίνας Θανάσουλας και τη μουσική του Γιάννη Μαθέ, δημιουργείται μια επιβλητική ατμόσφαιρα.
Ο θίασος της παράστασης δεν αργεί να «μαγεύσει» το κοινό, με την φιγούρα του Δικαστή Ντάνφορθ (Νικήτας Τσακίρογλου) και την Άμπιγκεϊλ να πρωτοστατούν. Η επιβλητική παρουσία του Νικήτα Τσακίρογλου στο φόντο της σκηνής, από το πρώτο λεπτό της παράστασης μέχρι το τέλος ως αφηγητή και με το μακρόχρονο δικαστήριο όπου δικάζει κι άρα έχει τον κυριότερο λόγο, είναι το μεγάλο ατού της παράστασης. Παρά τα επώνυμα ονόματα της διανομής, το βάρος της δραματουργίας, πέφτει πάνω στην Ιωάννα Παππά και τις νεαρές ηθοποιούς που υποδύονται τις «μάγισσες»: Κατερίνα Νικολοπούλου, Ισιδώρα Δωροπούλου, Μαρία Μοσχούρη, Αντουανέτα Παπαδοπούλου και Δανάη Ομορεγκιέ Νεάνθ. Με την έντονη και παραφυσικά φορτισμένη κίνηση, τον συντονισμό των σωμάτων τους σ’ ένα μεγαλύτερο πλέγμα, τη σύνδεσή τους με πρόσωπα σε θέση ισχύος και τις καθοριστικής σημασίας ομολογίες τους, αποτελούν τον πυρήνα του έργου. Η Ιωάννα Παππά με την πλούσια και πολυσυλλεκτική θεατρική της καριέρα, αποτελεί την ιδανική πρωταγωνίστρια για τις Μάγισσες του Σάλεμ, με τη χαρισματική κίνηση και τα εκφραστικά της μέσα. Ανακαλούμε δύο από τις σημαντικές της ερμηνείες σε προηγούμενες παραστάσεις, Οδός Πολυδούρη και Μιράντα, όπου η τεχνική ερμηνεία ήταν πιο έντονη. Ο ρόλος της Άμπιγκεϊλ ακροβατεί ανάμεσα στην ηθική και την ανηθικότητα, στο φως και το σκοτάδι, στον αγνό έρωτα και το ζοφερό σκοτάδι της ζήλιας.
Αξιοπρόσεκτη η ερμηνεία του Άκη Σακελλαρίου ως Τζον Πρόκτορ και η σκηνική του χημεία με την Παππά (Άμπιγκεϊλ), με την οποία είχαν συνεργαστεί και στις Βάκχες το καλοκαίρι που μας πέρασε (εκεί ως Διόνυσος και Τειρεσίας). Στις πρώτες του σκηνές ο Άκης Σακελλαρίου φαίνεται ιδιαίτερα δυνατός και κυριαρχικός, ενώ στην εξέλιξη της πλοκής κλονίζεται, αλλά δεν παραιτείται παρά την επικείμενη καταδίκη του. Τη σύζυγό του, Ελισάβετ Πρόκτορ, υποδύεται η Ρένια Λουιζίδου, η οποία, κατά τη γνώμη μου, είναι περισσότερο συναισθηματική και μονοδιάστατη από όσο απαιτεί ρόλος. Τον δικαστικό κύκλο συμπληρώνουν επιτυχώς ο Γιάννης Καλατζόπουλος, ο Γεράσιμος Σκαφίδας, η Μελίνα Βαμβακά κι ο Θώμας Γκάγκας.
Με δυο λόγια, η παράσταση Οι μάγισσες του Σάλεμ είναι μια εμπορική δουλειά που έχει να δώσει πολλά περισσότερο από τα «ονόματα» που πρωταγωνιστούν: μια μεγάλη δραματουργία και μια δυνατή αισθητική απόδοση αυτής. Ο Νικορέστης Χανιωτάκης, αυτή τη φορά κερδίζει το στοίχημα και σηκώνει το βάρος του έργου που ανέλαβε με αισθητική και σκηνοθετική σχολαστικότητα.
Υ.Γ. Παρά τα μέτρα του Covid, στη συγκεκριμένη παράσταση θα ήταν απαραίτητο το διάλειμμα τόσο για υποβοήθηση της δραματουργίας όσο και για αποσυμφόρηση του θιάσου και του κοινού. Είναι τόσο πυκνογραμμένο έργο που στέκεται αν όχι αδύνατο, πολύ δύσκολο να το παρακολουθήσεις για 2 ώρες και 15 λεπτά αδιάλειπτα.