Από τον Αναστάση Πινακουλάκη
φωτογραφίες: Χρήστος Συμεωνίδης
Με Ντοστογιέφσκι επέστρεψε σκηνοθετικά ο αναγνωρισμένος ηθοποιός Κ. Ασπιώτης, έχοντας πλάι του την Αλεξάνδρα Αϊδίνη.
Η παράσταση παρουσιάζεται στο Μικρό Άνεσις από Τετάρτη μέχρι Κυριακή. Είναι γνωστή η αγάπη του Κωνσταντίνου Ασπιώτη για τη δραματοποιημένη λογοτεχνία (Αρμαντέιλ, Σύγχρονο Θέατρο), αν και είχαμε καιρό να τον δούμε με την σκηνοθετική του ιδιότητα. Λίγο μετά την αυλαία της παράστασης Η γυναίκα με τα μαύρα όπου συμπρωταγωνιστούσε με τον Τάσο Χαλκιά, ο ηθοποιός επέστρεψε σε μια παράσταση για δύο, έχοντας πλάι του την Α. Αϊδίνη, ηθοποιό με την οποία έχει δουλέψει μ’ επιτυχία και στο παρελθόν.
Υπόθεση: Πάνω από τα νερά του ποταμού Νέβα, σε μια προκυμαία, δύο μοναχικοί νέοι, θα ζήσουν μία ιστορία ενηλικίωσης! Άγνωστοι μεταξύ τους, συναντιούνται, γνωρίζονται και ανταλλάσσουν τα ανείπωτα ως τώρα μυστικά τους, τις αγωνίες και τα όνειρά τους. Μια επαφή πολύτιμη, από αυτές που δεν προγραμματίζουμε - συμβαίνει σπάνια – και είναι αρκετή για να καθορίσει το υπόλοιπο της ζωής μας. Το Πρωί που ακολουθεί τις Νύχτες, θα αναρωτηθούμε μαζί με τον συγγραφέα: «Μια ολόκληρη στιγμή απόλυτης ευτυχίας: είναι μήπως λίγο αυτό, έστω και για ολόκληρη τη ζωή ενός ανθρώπου;»
Έργο γραμμένο το 1847, οι Λευκές Νύχτες είναι ένα ειδύλλιο για τους ονειροπόλους, για όσους αρνούνται να συμβιβαστούν με την καθημερινή ζωή όπως είναι. Στη νουβέλα αυτή όπως και στη Συνεσταλμένη είναι καθαρό το ντοστογιεφσκικό ύφος, με το φυσικό και ψυχικό τοπίο, την βαθιά και σχεδόν θρησκευτική αγάπη για τους ανθρώπους και την ασφυκτική μοναξιά που τους δένει. Η νύχτα και η φύση αποκτούν συμβολική σημασία που περιγράφει τον ψυχικό κόσμο των πρωταγωνιστών. Το στυλ γραφής δανείζεται στοιχεία από το ημερολόγιο, δίνοντας ένα έντονα νοσταλγικό ύφος, στα λόγια του πρωταγωνιστή.
Η παράσταση
Η γενική αίσθηση της παράστασης δείχνει ότι ο Κωνσταντίνος Ασπιώτης ήθελε να εστιάσει στην ιστορία των δύο ηρώων, τη δημιουργία της σχέσης τους και στο νοσταλγικό ύφος που πηγάζει από αυτήν. Με πλήρη σκηνογραφική ένδεια –μ’ εξαίρεση δύο παγκάκια και ένα πτυχωτό σκηνικό φόντο με ασημόχαρτα- ο σκηνοθέτης έριξε μεγαλύτερο βάρος στην υποκριτική. Πολύ λειτουργική και ατμοσφαιρική η μουσική του Στάμου Σεμσή, που συμπληρώνει τη δραματουργία και ενισχύει το ρομαντικό χαρακτήρα του έργου.
Το ατού της παράστασης είναι αναμφισβήτητα η προφανής ερμηνευτική χημεία του Ασπιώτη με την Αϊδίνη, ικανή να υποκαταστήσει όποιες ελλείψεις μπορεί να νιώσαμε σε άλλα σημεία. Ο Ασπιώτης είναι πολύ τρυφερός και εξομολογητικός στους μονολόγους του, ενώ στις πρώτες του σκηνές με την Νάστινκα έχει μια ενδιαφέρουσα συστολή, που κάνει ορατή την τρωτότητα του ήρωα που υποδύεται. Στην πρώτη του συνάντηση με την Νάστινκα, χτίζει με πολύ ενδιαφέρον και μετρημένο τρόπο το προφίλ του ήρωα, που δίνει την αίσθηση ενός ατόμου με κοινωνικό άγχος. Προς το τέλος της παράστασης, δεν είναι τόσο συνεπής στις αρχικές του επιλογές, ίσως από τις αυξομειώσεις στην ένταση της φωνής του που υπερκαλύπτει τα υπόλοιπα εκφραστικά του μέσα. Τα ξεσπάσματά του φαίνονται αμετροεπή σε σημεία.
Εξαιρετικής ποιότητας η ερμηνεία της Αλεξάνδρας Αϊδίνη, που κυμαίνεται με άνεση και ερμηνευτική γοητεία ανάμεσα στο δραματικό και στο κωμικό. Η ηθοποιός διακρίνεται για την ευαισθησία που έχει ν’ αναδεικνύει και τις πιο λεπτές αποχρώσεις της ηρωίδας της. Είναι αισθητό πως έχουμε να κάνουμε με δύο ηθοποιούς που έχουν ξαναδουλέψει μαζί κι έχουν δημιουργήσει μια σχέση πάνω στην σκηνή. Εκεί λοιπόν βρίσκεται και το μεγαλύτερο συν της παράστασης.
Όσον αφορά όμως τη διαχείριση του σκηνικού χώρου, δε φαίνεται να έχει γίνει ανάλογη δουλειά. Τα σκηνικά της Ζωής Μολυβδά – Φαμέλη είναι παραπάνω μίνιμαλ, και δεν έχουν σαφή αισθητική ταυτότητα. Το φόντο με τις πτυχές και τ’ ασημένια φύλλα που παραπέμπουν στο φεγγάρι ή σε καθρέφτισμα των ηρώων, δεν αξιοποιούνται από την σκηνοθεσία. Αντίστοιχα, οι πάγκοι φαίνονται άβολοι και μη σταθεροί για τις δράσεις των ηρώων. Εντύπωση μου κάνει κι η αξιοποίηση του «παταριού» της σκηνής ως αποθηκευτικός χώρος για μικροαντικείμενα των ηθοποιών. Στους φωτισμούς έχουμε μια ενδιαφέρουσα ανάμειξη ψυχρών και θερμών χρωμάτων, που περιγράφει την αλληλοσυμπλήρωση των δύο ηρώων.
Συνολικά, η παράσταση Λευκές Νύχτες είναι μια χειροποιήτη αφηγηματική παράσταση με εξαιρετικούς πρωταγωνιστές ακόμη κι αν δεν έχει τόση έμπνευση στην εικαστική/σκηνοθετική της απόδοση. Πρόκειται για μια ωδή στους ονειροπόλους και στους μοναχικούς ανθρώπους, που αναδεικνύει τη κλασσική νουβέλα του Ντοστογιέφσκι.