Εκτύπωση αυτής της σελίδας

Είδα το “Nordost” του Τόρστεν Μπουχστάινερ στο θέατρο Άβατον

Μία παράσταση που οι ρόλοι του πρωταγωνιστή και του θεατή μπερδεύονται εσκεμμένα.

Στις 23 Οκτωβρίου του 2002 42 Τσετσένοι αυτονομιστές εισβάλλουν στο θέατρο Ντουμπρόβκα της Μόσχας, ενώ παίζεται το ρωσικό μιούζικαλ “Nordost”. Μετά από 57 ώρες ομηρείας συνολικά 850 θεατών, κείτονται νεκροί μέσα και έξω από το θέατρο 170 άνθρωποι. Τρομοκρατία; Απελευθερωτικός πόλεμος; Επαναστατική πράξη; Η κάθε πλευρά δίνει τη δική της απάντηση. Όμως 170 άνθρωποι έχουν χάσει τη ζωή τους. Κι αυτό δεν αλλάζει.

Τρία χρόνια αργότερα ο Γερμανός θεατρικός συγγραφέας και ηθοποιός Τόρστεν Μπουχστάινερ γράφει το θεατρικό έργο “Nordost”, το οποίο βασίζεται στα τραγικά εκείνα γεγονότα. Είναι λάθος όμως να θεωρήσουμε ότι το “Nordost” του Μπουχστάινερ είναι απλά το χρονικό αυτής της τραγωδίας. Ο συγγραφέας δεν καταφεύγει σε ένα θέατρο – ντοκιμαντέρ. Πλάθει με τη φαντασία του τρεις ηρωίδες, που ενεπλάκησαν με τον έναν ή τον άλλον τρόπο σε αυτή τη φρίκη και τις αφήνει να μιλήσουν. Τρεις γυναίκες με εντελώς διαφορετικές καταβολές, διαδρομές και κοσμοθεωρίες. Η Όλγα, η Ζούρα και η Ταμάρα. Η πρώτη ένα τυπικό δείγμα μέσου Ρώσου πολίτη, η δεύτερη μία νεαρή κοπέλα από την Τσετσενία που χάνοντας στον πόλεμο με τη Ρωσία τον αγαπημένο της αποφασίζει να γίνει «μαύρη χήρα» και η τρίτη μία Λετονή γιατρός που ακόμα προσπαθεί να συνέλθει από την απώλεια του άντρα της, που γύρισε με ψυχολογικά προβλήματα μετά από 15 μήνες στο μέτωπο της Τσετσενίας και αυτοκτόνησε λίγο αργότερα. Τρεις γυναίκες που βλέπουν το τραγικό αυτό γεγονός από τη δική της σκοπιά η κάθε μία.

Δεν είναι τυχαίο που το εν λόγω έργο γράφτηκε από έναν Γερμανό, δηλαδή από κάποιον που δεν εμπλέκεται συναισθηματικά με το συμβάν και κατ’ επέκταση τον πόλεμο Ρωσίας - Τσετσενίας. Στόχος του Μπουχστάινερ δεν είναι ούτε απλά να καταγράψει ούτε να δαιμονοποιήσει κανέναν ούτε να αποδώσει δικαιοσύνη. Μέσα από το “Nordost” επιχειρεί εν μέρει να ρίξει φως στα γιατί αυτής της τραγωδίας, αλλά την ίδια στιγμή εκμεταλλευόμενος το γεγονός ότι το όλο συμβάν έλαβε χώρα μέσα σε ένα θέατρο παίζει εύστοχα με τις έννοιες του θεατή και του πρωταγωνιστή.

Τι είναι θέατρο και τι πραγματικότητα; Πότε αρχίζει και πότε τελειώνει η παράσταση; Ποια είναι τα όρια ανάμεσα στη σκηνή και στην πλατεία; Ο Μπουχστάινερ θολώνει εσκεμμένα τα νερά. «Πώς θα ήταν αν οι θεατές έβλεπαν ένα έργο που αφορά θεατές που δέχονται επίθεση;» αναρωτιέται ο ίδιος κι αυτή η αναρώτηση τον οδηγεί στη συγγραφή του “Nordost”.

Ορθώς λοιπόν ο Δημήτρης Μακαλιάς στο σκηνοθετικό του ντεμπούτο βάζει τις τρεις ηθοποιούς του (Στέλλα Γκίκα, Νάντια Δαλκυριάδου, Αρετή Πασχάλη) να κάθονται στις ίδιες ακριβώς καρέκλες που κάθονται οι θεατές και να κοιτάνε κατά πρόσωπο το κοινό. Οι τρεις ηρωίδες του “Nordost” είναι τρεις από εμάς. Στη θέση τους θα μπορούσαμε να είμαστε εμείς. Χωρίς καμία υπερβολή. Σήμερα που οι δυτικές κοινωνίες αισθάνονται όλο και πιο ευάλωτες και ανασφαλείς το καταλαβαίνουμε αυτό ακόμα καλύτερα. 

Όμως ο Μπουχστάινερ δεν έγραψε το “Nordost” ούτε για να μας φοβίσει ούτε για να ξυπνήσει τον εφιάλτη μέσα μας. Νομίζω ότι βασική του πρόθεση ήταν να παρακινήσει τον καθέναν μας να διαγράψει μέσα του μία παρόμοια πορεία με αυτή που διαγράφουν οι τρεις ηρωίδες του. Το τέλος του έργου βρίσκει την Όλγα, τη Ζούρα και την Ταμάρα ριζικά αλλαγμένες. Έχουν ξεφύγει από τον αέναο κύκλο του τρόμου και του τυφλού μίσους. Πονώντας αβάσταχτα έχουν συνειδητοποιήσει το αδιέξοδο τέτοιων επιλογών. Και σε αυτό ακριβώς το σημείο βρίσκεται και όλη η ουσία του έργου του Μπουχστάινερ.

Ο Δημήτρης Μακαλιάς στην πρώτη του αυτή σκηνοθετική δουλειά στάθηκε με σεβασμό απέναντι στο κείμενο, το οποίο και κατανόησε πλήρως. Χωρίς καμία σκηνοθετική επιδειξιομανία μας χάρισε μία καθαρή παράσταση, λιτών γραμμών, αλλά πλήρη συναισθημάτων. Κατανόησε ότι η ιστορία από μόνη της είναι τόσο δυνατή που αρκεί να κρατήσει ζωντανό καθ’ όλη τη διάρκεια της παράστασης το ενδιαφέρον του θεατή. Δεν υπερέβαλε ούτε μία στιγμή, ενώ οι σκηνοθετικές του λύσεις βοήθησαν στο να φωτιστεί καλύτερα ο πυρήνας του έργου.

Μία τέτοια σκηνοθετική προσέγγιση όμως απαιτεί μία δουλειά – ψιλοβελονιά στο κομμάτι των ερμηνειών, αφού ουσιαστικά σε αυτές στηρίζεται όλο το έργο. Εδώ οφείλω να πω ότι μόνο η Στέλλα Γκίκα κατάφερε πραγματικά να φτιάξει ολοκληρωμένο ρόλο. Στο πρόσωπό της, στις κινήσεις της και στον τόνο της φωνής της ζωγραφίζονται όλα τα συναισθήματα και οι μεταπτώσεις της Όλγας, αυτής της απλής γυναίκας που βλέπει ξαφνικά τη συμβατική, αλλά ευτυχισμένη ζωή της να ανατρέπεται από τη μία στιγμή στην άλλη. Η ερμηνεία της είναι πραγματικά χάρμα οφθαλμών. Η Νάντια Δαλκυριάδου και η Αρετή Πασχάλη, παρά τη φιλότιμη προσπάθειά τους, περιορίζονται σε αυτό που λέμε «ζωντανή αφήγηση», κάτι το οποίο σε καμία περίπτωση δεν σε πετάει έξω από το έργο, αλλά είναι ένα σκαλί πιο κάτω από αυτό που το ίδιο το κείμενο απαιτεί. Παρ’ όλα αυτά το “Nordost” είναι μία παράσταση που αναμφισβήτητα αξίζει να δείτε.