Εκτύπωση αυτής της σελίδας

Είδα το «Λεωφορείο ο Πόθος» του Τενεσί Ουίλιαμς στο Σύγχρονο Θέατρο

Το αριστούργημα του Ουίλιαμς ευτυχεί στην παράσταση της Ελένης Σκότη και του Θεάτρου Επί Κολωνώ. 

Το «Λεωφορείο ο Πόθος» του Τενεσί Ουίλιαμς δεν χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις. Αποτελεί, κατά τη γνώμη μου, την κορωνίδα της δραματουργίας του σπουδαίου Αμερικανού συγγραφέα, ενώ η Μπλανς Ντυ Μπουά είναι διαχρονικά μία ηρωίδα που ποθούν να ερμηνεύσουν οι περισσότερες γυναίκες ηθοποιοί - και δη πρωταγωνίστριες - με ό,τι αυτό συνεπάγεται.

Το έργο έχει παρουσιαστεί πολλάκις τόσο στο εξωτερικό, όσο και στην Ελλάδα. Πριν από μόλις δύο χρόνια μάλιστα το είδαμε ξανά στο θέατρο Άνεσις σε σκηνοθεσία Λεβάν Τσουλάτζε. Από αυτή την άποψη η παρουσίαση του εκ νέου από το Θέατρο Επί Κολωνώ φέτος στη σκηνή του Σύγχρονου Θεάτρου ήταν ένα ρίσκο. Όμως η Ελένη Σκότη επιθυμούσε καιρό να αναμετρηθεί σκηνοθετικά με το έργο και όπως φάνηκε από την παράστασή της είχε κάτι πολύ συγκεκριμένο στο μυαλό της.

Η Σκότη είναι βαθιά γνώστης του αμερικανικού θεάτρου, ενώ παίζει στα δάχτυλα αυτό που αποκαλούμε θεατρικό ρεαλισμό. Μέσα από αυτό το πρίσμα είδε και το «Λεωφορείο ο Πόθος» επιλέγοντας σοφά τους ηθοποιούς της χωρίς να υποτιμά κανέναν από τους ρόλους του έργου. Η Κόρα Καρβούνη, που υποδύεται τη Μπλανς, είναι μία εξαιρετικά ταλαντούχα ηθοποιός, γήινη, χωρίς πόζα και αέρα ντίβας και το σημαντικότερο πολύ πιο κοντά στην ηλικία της ηρωίδας. Η Μπλανς στο έργο είναι 30 χρονών. Εμείς – με εξαίρεση τη Μελίνα Μερκούρη στο πρώτο ανέβασμα του «Λεωφορείου» στην Ελλάδα από τον Κάρολο Κουν και το Θέατρο Τέχνης το 1948 - έχουμε συνηθίσει να τη βλέπουμε από ηθοποιούς, που πλησιάζουν ή έχουν ξεπεράσει τα 50. Αυτό από μόνο του υπονομεύει τη ρεαλιστική συνθήκη. Η Σκότη επέλεξε τους ηθοποιούς της με βάση την πραγματική ηλικία των ρόλων, αλλά έδωσε έμφαση και στη σκηνική τους αλήθεια. Άφησε δηλαδή στην άκρη τη μυθολογία που ακολουθεί τους κεντρικούς ρόλους του έργου - την οποία και διαμόρφωσε σε πολύ μεγάλο βαθμό η κινηματογραφική ταινία του Καζάν το ’51 με τη Βίβιαν Λι και τον Μάρλον Μπράντο -  και τους ξαναείδε σαν απλούς ανθρώπους σε μία υποβαθμισμένη συνοικία της Νέας Ορλεάνης του 1948.

Κάπως έτσι ο Στάνλεϊ της παράστασης της δεν είναι ένας ακόμα κούκλος, σέξι και ελκυστικά brutal ζεν πρεμιέ, αλλά ένας άνδρας – με όλα τα στερεοτυπικά του χαρακτηριστικά - που εύκολα μπορείς να συναντήσεις σε μία λαϊκή γειτονιά. Γενικότερα, η ρεαλιστική γραμμή της σκηνοθεσίας οδήγησε τους ηθοποιούς της παράστασης σε πιο γήινες και αληθινές ερμηνείες. Οι ηθοποιοί της Σκότη δεν καμώνονται τους ρόλους, δεν ακκίζονται, δεν καταφεύγουν σε ένα ανούσιο υπερπαίξιμο. Κι αυτό σου επιτρέπει να πλησιάσεις και να καταλάβεις τους ήρωες καλύτερα. Δημιουργεί δηλαδή αυτομάτως μία πιο πειστική συνθήκη. Παρ’ όλα αυτά υπάρχουν στιγμές που θα ήθελα αυτή η εμμονή στον ρεαλισμό να υποχωρεί. Ο Ουίλιαμς δεν είναι ένας ακραίος θιασώτης του ρεαλισμού. Υπάρχουν στιγμές που τα έργα του ίπτανται του ρεαλισμού. Νομίζω ότι η σκηνοθεσία της Σκότη αυτές τις στιγμές μέσα στο «Λεωφορείο» τις παρακολουθεί ελαφρά αμήχανα. Δεν τις απογειώνει. Η σκηνή της Μπλανς με τον Νέο, μία από τις σκηνές – κλειδιά του έργου, περνάει μάλλον αδιάφορα. Το ίδιο ισχύει και για τη στιγμή που τα φαντάσματα στο μυαλό της Μπλανς παίρνουν σάρκα και οστά.

Παρ’ όλα αυτά η ρεαλιστική προσέγγιση της Σκότη αποδεικνύεται εξαιρετικά λειτουργική σε όλη την υπόλοιπη παράσταση. Σε εντάσσει ομαλά στη δράση, σε αφήνει να ταυτιστείς με στοιχεία των ηρώων, χαρίζει μία αναπάντεχη αλήθεια σε πολλές από τις σκηνές του έργου και σε εμπλέκει ασυνείδητα στο όλον. Αυτό το τελευταίο αδυνατείς να το δεις καθαρά μέχρι τα μισά του έργου, όπου η «θερμοκρασία» της παράστασης κινείται σε μία μέση τιμή. Όταν όμως ξαφνικά η «τρέλα» της Μπλανς παίρνει το πάνω χέρι στο μυαλό της όλα χτυπάνε κόκκινο. Κι εσύ μένεις καρφωμένος να παρακολουθείς με την καρδιά σου να χτυπά ασταμάτητα και τα μάτια σου να βουρκώνουν. Όχι τυχαία. Όλο το προηγούμενο διάστημα έχει λειτουργήσει σαν προθέρμανση γι’ αυτό που θα σου συμβεί. Η σκηνή του βιασμού της Μπλανς από τον Στάνλεϊ  είναι, κατά τη γνώμη μου, σκηνή ανθολογίας. Το ίδιο και η επόμενη και τελευταία που κορυφώνει το έργο.

Το σκηνικό του Γιώργου Χατζηνικολάου υπηρετεί με συνέπεια τη σκηνοθετική γραμμή, αν και δεν εκμεταλλεύεται, νομίζω, επαρκώς τις δυνατότητες που του παρέχει η μεγάλη και άρτια τεχνολογικά εξοπλισμένη σκηνή του Σύγχρονου Θεάτρου. Το στοιχείο του μπάνιου όμως, που προβάλλεται πίσω σε μία επιβλητική γιγαντοοθόνη – τοίχο, είναι ευφυέστατο και κατανοείς τη λειτουργικότητα του μόνο στο τέλος της παράστασης. Όσον αφορά τα κοστούμια ο Χατζηνικολάου έκανε εξαιρετική δουλειά. Λιτά, κομψά, εντός της εποχής του έργου. Εξίσου λειτουργική και υποβλητική και η πρωτότυπη μουσική του έργου από τον Κωστή Χαραμουντάνη.

Η παράσταση φυσικά απογειώνεται χάρη στις εξαιρετικές ερμηνείες όλων σχεδόν των ηθοποιών της. Η Κόρα Καρβούνη ερμηνεύει την καλύτερη Μπλανς, που έχω δει μέχρι σήμερα. Δεν παίζει μπροστά στον καθρέφτη της, δεν αλλάζει τη φωνή της για να γίνει πιο αισθαντική, όπως πολλές πρωταγωνίστριες που εντελώς αδικαιολόγητα ερμηνεύουν τη Μπλανς στα όρια της femme fatale, δεν παρουσιάζει μία ηρωίδα που φτάνει στο σπίτι της αδερφής της ήδη τρελή. Η Μπλανς της Καρβούνη είναι μία νεαρή γυναίκα, που παλεύει με τους δαίμονές της. Και παλεύει αποτελεσματικά μέχρι τη στιγμή που ο Στάνλεϊ της δείχνει την πόρτα της εξόδου. Από εκεί και πέρα αφήνεται ανυπεράσπιστη απέναντι στην αρρώστια του μυαλού της. Αυτή την πορεία της ηρωίδας η Καρβούνη τη σκιαγραφεί υποδειγματικά. Η τελευταία της σκηνή είναι καθηλωτική.

Ο Γιάννης Τσορτέκης μας χαρίζει έναν διαφορετικό Στάνλεϊ, που νομίζω έχει πολύ ενδιαφέρον. Γήινος, αλλά κυριαρχικός, χωρίς υπερβολικές εξάρσεις και φωνές, μέχρι τη σκηνή του βιασμού που ξυπνάει το τέρας μέσα του. Η Ηλιάνα Μαυρομάτη είναι ιδιαιτέρως πειστική ως Στέλλα. Τη βρήκα στην καλύτερη ερμηνευτική της στιγμή μέχρι σήμερα. Από τους πολύ καλά δουλεμένους δεύτερους ρόλους ξεχωρίζουν ο Μιτς του Γιώργου Δάμπαση, που σκιαγραφεί έξοχα τη γλυκιά αφέλεια του ήρωα του, ο Στηβ του Γιώργου Γερωνυμάκη, που καταφέρνει να φτιάξει χαρακτήρα μέσα από τις ελάχιστες ατάκες του, και φυσικά η Γιούνις της Αθηνάς Αλεξοπούλου, που είναι πραγματικά έξοχη φωτίζοντας υποδειγματικά μία ηρωίδα που περνάει σχεδόν απαρατήρητη στα περισσότερα ανεβάσματα του έργου. Εν κατακλείδι, νομίζω ότι – παρά τις όποιες μικρές ενστάσεις – το αριστούργημα του Ουίλιαμς ευτυχεί στην παράσταση της Σκότη και του Επί Κολωνώ.