Είδα τη παράσταση «Ζωή μετά χαμηλών πτήσεων» στο Θέατρο Σημείο μέσα στις γιορτές. Με τα παιδιά μου, όπως και πολλοί άλλοι από τους θεατές. Προφανώς δεν είναι μια παράσταση για παιδιά αλλά η διαχρονικότητα του χιούμορ του Αρκά μας κράτησε σε όλη τη διάρκεια της παράστασης σε μια εύθυμη και γλυκόπικρη εγρήγορση.
Οι ηθοποιοί εναλλάσσονταν στη σκηνή που άλλαζε χάρη στο πολυμορφικό σκηνικό και οι ήρωες του Αρκά ήταν εκεί μπροστά μας.
Εκτός όμως από την γλύκα που σου αφήνει η παράσταση (ειδικά όταν έχεις διαβάσει τα κόμικς στην πρώτη τους έκδοση, δηλαδή πριν από περίπου 30 χρόνια) ένα πρόσωπο μου είχε μείνει στο κεφάλι.
Ο ηθοποιός που ενσάρκωσε το ανελέητο σπουργίτι (αλλά και άλλους ρόλους από τους ήρωες του Αρκά), Αλέξης Βιδαλάκης, κέρδισε όλες τις εντυπώσεις με τον τρόπο που έπαιξε, τραγούδησε, και κινήθηκε πάνω στη σκηνή.
Με μια ακρίβεια, έναν εξαιρετικό ρυθμό, με μια φωνή που άλλαζε χρώματα όπως οι διαθέσεις του σπουργιτιού, και με μια αέρινη και συγχρόνως δυναμική κίνηση. Όμως εκείνο που περισσότερο μου έκανε εντύπωση ήταν η ευγένεια που - όταν υπάρχει δεν μπορεί να κρυφτεί και - έντεχνα τρύπωνε σε κάθε πτυχή της ερμηνείας του.
Κι αυτή η ευγένεια, μαζί με μια συστολή που τον διακρίνει «ήρθαν μαζί του» στο ραντεβού μας στο Κουκί, λίγες ώρες πριν ακόμη μια παράσταση.
Πριν σας αφήσω να διαβάστε και να γνωρίσετε τον Αλέξη Βιδαλάκη, επιτρέψτε μου να σας προϊδεάσω λέγοντας ότι είναι ένας άντρας που ενώ σχεδόν έχει πιάσει το όνειρό του, όπως και χιλιάδες άλλοι νέοι στην ηλικία του, σκέφτεται να τα παρατήσει όλα και να γυρέψει την τύχη του στο εξωτερικό. Κι αυτό το κομμάτι της συνέντευξης μαζί του με εξέπληξε.
Όμως, πιστέψτε με: Ο Βιδαλάκης έχει πολλά να προσφέρει στους τυχερούς θεατές που θα τον δουν στο σανίδι. Διαθέτει μια εσωτερική δύναμη και ισορροπία που αν του δοθούν οι ευκαιρίες θα γράψει εξαιρετικές ερμηνείες! Κι αυτό το λέω και ως δημοσιογράφος αλλά και ως επαγγελματίας της τηλεόρασης. Ελπίζω κάποιος να τον δει και να τον συμπεριλάβει σε ένα καστ!
Ώρα όμως να γνωρίσουμε μέσα από τις δικές του κουβέντες, τον Αλέξη Βιδαλάκη:
Είμαι 33 ετών. Είμαι επαρχιώτης, από τα Χανιά. Η μητέρα μου από το Καστέλι, από τον Μπάλο και ο πατέρας μου ήταν από το Αμυγδαλοκεφάλι (στην κορφή του βουνού πηγαίνοντας για το Ελαφονήσι). Είμαι από το βουνό και τη θάλασσα της Κρήτης. Ωραία μέρη. Εκεί μεγάλωσα.
Πέρασα στο Μαθηματικό και ήρθα στην Αθήνα. Και σιγά-σιγά με κέρδισαν άλλα πράγματα.
Είμαι απόφοιτος της σχολής Βεάκη. Αποφοίτησα πριν από δύο χρόνια. Είμαι από τους τυχερούς. Δούλεψα κατευθείαν στο θέατρο. Ήμουν πέντε χρόνια στο θέατρο «Ιλίσια», στην παιδική σκηνή με τις «Μαγικές Σβούρες» και παράλληλα έχω κάνει μουσικές παραστάσεις και χοροθέατρο. Είμαι μέλος στον «Κινητήρα Studio». Ο Αρκάς είναι η πρώτη μου δουλειά μη παιδικού θεάτρου.
Δοκιμάζω τις δυνάμεις μου ως …σκηνοθέτης (δυσκολεύεται να το πει)
Συνήθως ή αντικαθιστώ ηθοποιούς ή φίλοι που θέλουν να κάνουν κάτι αλλά δεν έχουν τον τρόπο (χρήματα και γνωριμίες) για κάποιο λόγο εμπιστεύονται τη ματιά και την οργάνωσή μου. Μέχρι τώρα έχω κάνει τρεις παραστάσεις. (Ο Φον Κουραμπίες και Δον Μελομακαρονος – παιδική Χριστουγεννιάτικη παράσταση, η άλλη είναι στο Θέατρο Καρτέλ το έργο μιας φίλης μου, της Νίκης Μαυροειδή (με αφορμή τις βομβιστικές επιθέσεις στην Ευρώπη ένα έργο πολύ σκληρό) «Who the Fuck is Alice» και η τρίτη παράσταση είναι ένα κείμενο πάλι μιας φίλης-συμμαθήτριας από τη σχολή. Ένα κείμενο για τη σχέση μιας μητέρας και της κόρης της. Ένα σκοτεινό και συμβολικό κείμενο αλλά πολύ ρεαλιστικά δοσμένο. Το έργο λέγεται: «Σιωπή, σε λίγο φεύγουμε», στον Τεχνοχώρο Φάμπρικα. Και σκηνοθέτησα την παράσταση «Nightmare before Christmas» για την εκδοχή της στο bar Vault.
Γιατί δεν τη λες τη λέξη «σκηνοθετώ» με την καρδιά σου, σε βλέπω διστακτικό…
Και το «ηθοποιός» μου φαίνεται βαριά λέξη, πόσο μάλλον το «σκηνοθέτης» - είναι δύσκολο. Οφείλει κανείς να έχει μια βάση γνώσης και μελέτης. Ηθοποιός έχω σπουδάσει, έχω την πρώτη βάση. Σκηνοθέτης …πώς να δηλώσω, μου φαίνεται περίεργο!
Παιδικό θέατρο ή Θέατρο για παιδιά, τι νομίζεις ότι πρέπει να λέμε;
Δεν πιστεύω στο «παιδικό θέατρο». Για κάποιο λόγο από την εποχή που μπήκα στη σχολή συνειδητοποίησα ότι το θέατρο δεν έχει κατηγορίες. Το Παιδικό θέατρο είναι ένα Σωματικό θέατρο, ένα θέατρο φόρμας. Η θεματολογία του, απλώς, αναφέρεται σε θεατές που δεν είναι ακόμα ενήλικες. Είναι λίγο πιο αθώοι, πιο αγνοί, λιγότερο υποψιασμένοι και θέλουν να κρατήσουν την παιδικότητά τους και την αγνότητά τους λίγο παραπάνω. Δεν χρειάζεται να τους καταργήσουμε αυτές τους τις ιδιότητες που θα τους είναι – κατά τη γνώμη μου – πολύ χρήσιμες για το μέλλον.
Είναι ένα θέατρο φόρμας. Όπως η commedia del’ arte, όπως είναι το θέατρο που κάνει ο Bob Wilson. Φόρμα. Αν παιχτεί με ουσία, αλήθεια και είναι καλά οργανωμένο είναι για όλους. Δεν είναι μόνο για τα παιδιά. Υπ’ αυτή την έννοια θεωρώ λάθος να λέμε «παιδικό θέατρο». Κάθε παράσταση πρέπει να είναι σωστά δομημένη, με στόχο και με όραμα.
Πώς μπήκες ως «σπουργίτης» στην παράσταση του Αρκά;
Με τον Δημήτρη Αγορά (σκηνοθέτης και ηθοποιός της παράστασης) δουλεύαμε μαζί στο παιδικό στο «Ιλίσια». Εκεί στην παράσταση «Δον Κιχώτης» …
Σε διακόπτω: Στον «Δον Κιχώτη» λένε όσοι σε είδαν ότι έκανες πολύ ξεχωριστή ερμηνεία.
Ο σκηνοθέτης μου επέτρεψε να παρέμβω στον ρόλο και να τον πάω εκεί που φανταζόμουν. Δεν πιστεύω ότι ήταν μια παιδική παράσταση. Τον αντιμετώπισα ως παράσταση για ενήλικες.
Εκεί λοιπόν ο Δημήτρης Αγοράς έκανε τον Σάντσο και με επέλεξε για το «σπουργίτη». Με ήθελε γι’ αυτόν ακριβώς τον ρόλο, με είχε φανταστεί. Εγώ του είπα ότι δεν μπορώ να το κάνω, είναι δύσκολος ρόλος. Αλλά ήταν κάθετος. Πίστευε ότι θα τον κάνω καλά. Με αγαπάει τόσο πολύ που θεωρεί ότι μπορώ να αποδώσω καλύτερα από ότι φαντάζεται τον ρόλο. Εκείνος πιστεύει πιο πολύ σε μένα από ότι εγώ για τον εαυτό μου.
Αν και η παράσταση είναι «μη παιδικό θέατρο» εντούτοις είναι γεμάτη παιδιά, πώς το εξηγείς αυτό;
Είναι οικογενειακή παράσταση. Ο Αρκάς δεν κάνει κόμικς για παιδιά. Είναι πολύ σκληρός και καυστικός και άγριος. Θίγει θέματα ταμπού. Για παιδιά πάντως δεν είναι. Είναι σίγουρα για εφήβους. Αλλά αυτό που συμβαίνει νομίζω ότι είναι τόση η αγάπη των γονιών για τις δουλειές του, εδώ και τριάντα χρόνια, που θέλουν να φέρουν τα παιδιά τους σε επαφή με τον «κόσμο» τους.
Ο ρόλος σου, το σπουργίτι, παιδί είναι ο κάτι σαν τον «ορισμό του κυνισμού». Πού συναντάς το κυνισμό σήμερα;
Ο Αρκάς γράφει με έντονο κυνισμό σε όλους τους ήρωες. Το σπουργίτι τον εξυπηρετεί μάλλον επειδή είναι «παιδί» να είναι πιο ευθύ και ο κυνισμός πιο άγριος. Νομίζω η Ελλάδα τα τελευταία 6-7 χρόνια είναι βουτηγμένη στον κυνισμό. Όλοι σαδίζουμε τον άλλον αλλά και την ίδια μας την ύπαρξη. Δεν νομίζω ότι υπάρχει κάποιος χώρος που να μην επικρατεί ο κυνισμός, η απόσταση, η επιθετικότητα, η σκληρότητα. Το αισθάνομαι παντού: είτε μπεις σε ένα μαγαζί, είτε σε κάποιο χώρο εργασίας. Νομίζω ότι τρωγόμαστε μεταξύ μας και ότι αυτός ο κυνισμός βγάζει μια άμυνα και δημιουργεί μια απόσταση.
Εσύ είσαι έτσι στη ζωή σου;
Όχι. Αγαπάω πολύ τους ανθρώπους.
Πες μου αντίθετες έννοιες του κυνισμού που σε χαρακτηρίζουν
Η εμπιστοσύνη, η αποδοχή – δέχομαι πολύ εύκολα τον άλλον όπως είναι και προσπαθώ να τον προσεγγίσω. Και η κατανόηση.
Πολύ σπάνια βγάζω την άμυνα «ποιος είσαι εσύ;» Από μικρός το είχα αλλά και ως ηθοποιός μου αρέσει να παρατηρώ και να «κλέβω» πράγματα από χαρακτήρες. Είναι χρήσιμο.
Δεν έχω ποτέ την «άμυνα»: Γιατί με σκούντησες, γιατί εσύ, κλπ.
Εσύ το έχεις υποστεί αυτό;
Συνεχώς. Μόλις πας να μιλήσεις σε κάποιον η τάση του είναι να σε βάλει στη θέση σου: «Πρόσεξε είμαι αυτός, τι θα μου πεις γιατί μέχρι εκεί πάω…»
Εμένα μου αρέσει να δέχομαι και να αποδέχομαι τον άλλον.
Πώς δούλεψες λοιπόν για να μας αποδώσεις αυτόν τον ρόλο που είναι τόσο έξω από ‘σένα;
Πήρα την κατεύθυνση από τον σκηνοθέτη. Ήθελε να βρούμε την αλήθεια του ρόλου. Να παίξουμε ανθρώπους και όχι ζώα και δεν ήθελε να πλασάρουμε το αστείο ως αστεία ατάκα. Με αυτές τις οδηγίες, και τη δική μου ματιά – την οποία μου επέτρεψε να εντάξω στο ρόλο – φτάσαμε στο αποτέλεσμα που είδατε. Εγώ δεν παίζω ένα σπουργίτι, παίζω ένα παιδί. Ένα παιδί που έχει μεγάλο πρόβλημα με τον πατέρα του. Ο πατέρας διαβάζει μια εφημερίδα από το πρωί μέχρι το βράδυ και δεν του δίνει καμία σημασία. Δεν έχει μαμά και το παιδί αποζητά την προσοχή, την ασφάλεια και τη σταθερότητα από τον πατέρα του και δεν την έχει. Και όλο αυτό στην ηλικία του το ξεσπάει στον πατέρα του, αλλά επειδή είναι πολύ έντονο, όποιος περνάει από κοντά του υφίσταται τα ίδια.
Παίζω ένα μικρό παιδί που με κάθε τρόπο φωνάζει στον πατέρα του: Κοίτα με, είμαι εδώ! Σε παρακαλώ πολύ σταμάτα να αποφεύγεις τις ευθύνες σου. Σε έχω ανάγκη. Αυτό παίζω εγώ.
Εσύ αυτά τα είχες πει με τον τρόπο σου στον πατέρα σου;
Ναι. Ο πατέρας μου ήταν ένας πολύ καλός και γλυκός άνθρωπος. Τον αγαπούσαν όλοι. Αλλά σαν μπαμπάς ήταν … απών. Δεν μας διάβασε ποτέ. Σπάνιες φορές μου είχε αφήσει χαρτζιλίκι για το σχολείο. Δεν ήταν δίπλα μου. Πάντα είχα την ανάγκη να του τραβάω την προσοχή. Αλλά επειδή ήμουν το τρίτο παιδί είχα μάθει να είμαι αποστασιοποιημένος. Είχα ελευθερία. Πήγαινα μόνος μου σχολείο, είχα μια αυτονομία.
Και κάποια στιγμή το αποφάσισα: Δεν τον αγαπάω ως «μπαμπά» με την λατρεία που είχαν άλλα παιδιά τον σέβομαι γιατί μου έδωσε Ελευθερία. Ήταν ένας πολύ καλός άνθρωπος, άλλα όχι πατρική φιγούρα. Δεν ήταν «μπαμπάς».
Έτσι το καταλαβαίνω αυτό το σπουργιτάκι που θέλει την προσοχή. Δεν έχω βεβαίως τον χαρακτήρα του. Αλλά το καταλαβαίνω. Είναι πολύ σκληρό να έχεις γονείς που δεν ασχολούνται μαζί σου.
Για πάμε πιο πίσω: Ήθελες να γίνεις ηθοποιός;
Πότε δεν το είχα σκεφτεί. Ήθελα όπως και τα αδέλφια μου να γίνω επιστήμονας. Δεν είχα φανταστεί ότι τραγουδάω ή ότι μπορώ να παίξω.
Αυτά βγήκαν στην επιφάνεια όταν βρέθηκα πρωτοετής στο Μαθηματικό στην Αθήνα. Επαρχιωτόπουλο στην Αθήνα, σε μια δύσκολη σχολή. Και βρέθηκα απέναντι σε ένα μεγάλο κομματικό bullying. Το πανεπιστήμιο ήταν γεμάτο με τα τραπεζάκια των κομμάτων και τους πρωτοετείς μας είχαν λίγο στην πίεση. Αυτή η συμπεριφορά με κλείδωσε. Άρχισα να έχω αγοραφοβία. Έμενα κλεισμένος στο δωμάτιό μου, δεν ήθελα να βγω έξω.
Αλλά από μικρός είχα μια τάση: όταν κάτι αισθανόμουν ότι δεν πάει καλά, ότι κάτι με φοβίζει πήγαινα κόντρα. Φοβόμουν τη θάλασσα, πήγα σε σχολή ναυαγοσωστών. Έτσι πήγα να κάνω ερασιτεχνικό θέατρο. Αφού φοβούμουν να εμφανιστώ στη σχολή, να πάω σε παραδόσεις ή να πάω να δώσω τα μαθήματα μου σκεφτόμουν τι είναι αυτό που μπορεί να με βοηθήσει; Τι μπορώ να κάνω για εμφανίζομαι σε κόσμο χωρίς να έχω πρόβλημα Έπρεπε να εκτεθώ, ώστε να ανοίξει αυτό που είχε «κλειδώσει» μέσα μου! Έτσι ξεκίνησα! Δεν ήθελα να γίνω ηθοποιός. Πήγα σε μια ερασιτεχνική ομάδα στην τότε γειτονιά μου, στον Κολωνό που για καλό δικό μου την διοικούσαν πολύ καλοί άνθρωποι. Ήξεραν την δουλειά τους και μας δώσανε μια διέξοδο. Ο ηθοποιός και σκηνοθέτης Γεράσιμος Σπαθής ήταν αυτός που μας είχε αναλάβει. Κάνει τη θεατρική αγωγή σε ιδιωτικά σχολεία κι έχει φοβερή εμπειρία.
Κι έτσι το αγάπησα. Δεν ήξερα ότι μπορούσα να το κάνω.
Κι έτσι από την πίεση στο Μαθηματικό που ήξερα ότι δεν με ενδιαφέρει να ακολουθήσω αντί να κάνω ψυχοθεραπεία βρέθηκα για εξετάσεις στη δραματική σχολή.
Για κόντρα. Πήρα την υποτροφία και τελείωσα τη σχολή και προχωράω.
Πώς φαντάζεσαι τον εαυτό σου σε πέντε χρόνια;
Η ερώτησή σου είναι δύσκολη. Κι είναι δύσκολη γιατί είμαι στα πρόθυρα να τα παρατήσω. Είναι πολύ δύσκολα τα πράγματα.
Όσοι με ξέρουν και τους το λέω εκπλήσσονται, όπως εσύ. Κοίτα τι γίνεται να σου πω την αλήθεια μου: ξεκίνησα μαθηματικά, δεν πήρα πτυχίο δεν κάνω κάτι (παρά μόνο κάτι ιδιαίτερα για βιοπορισμό), είμαι διερμηνέας νοηματικής γλώσσας, έδωσα εξετάσεις δεν πέρασα για το πτυχίο και δεν έχω τα λεφτά για δεύτερη φορά. Είμαι ναυαγοσώστης δεν εξασκώ το επάγγελμα. Το «χορεύω, τραγουδάω, παίζω, κάνω θέατρο» δεν βιοπορίζομαι. Νομίζω ότι σκοπός του ανθρώπου είναι να παράγει έργο. Αν είμαι 33 ετών κι έχω παράξει ελάχιστο έργο και το μέλλον δείχνει τόσο δυσοίωνο όσο είναι και δεν μπορώ να επιβιώσω, δεν μπορώ να κάνω οικογένεια (που θέλω πολύ!), δεν μπορώ στηρίξω ένα σπίτι, η ίδια η δουλειά χάνει την ουσία της. Δηλαδή το να δουλεύεις, να κάνεις αυτό που αγαπάς και να μην μπορείς να ζήσεις και να σε φθείρει και να το βασανίζεις κι εσύ, να μην είσαι χρήσιμος στην κοινωνία … Τι νόημα έχει;
Συζούσα με μια κοπέλα επτά χρόνια. Έφυγε και δουλεύει στην Αγγλία εδώ κι εφτά μήνες. Δεν χωρίσαμε, είπαμε να δούμε πώς θα πάει. Εκείνη βρήκε δουλειά, πήρε προαγωγή, ετοιμάζεται και γι’ άλλη προαγωγή. Εξελίσσεται και ριζώνει σιγά – σιγά. Σκέφτομαι λοιπόν κι εγώ να φύγω αν δεν μπορώ να κάνω κάτι εδώ.
(με την αγωνία της γενιάς του που βιώνει αυτό που δημοσιογραφικά ονομάζουμε «κρίση» μου μιλάει και πραγματικά βλέπω έναν άνθρωπο σε απόγνωση)
Αυτή τη στιγμή κάνω πέντε δουλειές και έχω λεφτά μέχρι για το νοίκι του Μαρτίου. Μετά; Είναι τόσο χαζά όλα. Και πόσα να κάνεις, και πώς να τα κάνεις όλα και πώς να τα κάνεις σωστά; Είναι μια τρέλα.
Και σκέψου εγώ είμαι και τυχερός. Ό,τι κάνω αφορά στο θέατρο (εκτός των ιδιαίτερων) άλλοι συνάδελφοί μου κάνουν από μπαρ και καφέ μέχρι λογιστικά.
Και εδώ και πέντε χρόνια που άρχισα – από το μηδέν – προχωράω κιόλας. Αλλά είναι μια τρέλα.
Σου έλεγα πριν για τον προορισμό μας. Τι κάνουμε. Η ζωή μας είτε είναι 50, 70, 80 χρόνια είναι σαν ένα δευτερόλεπτο για τη Γη, το σύμπαν. Σημασία έχει να έχει μια ουσία και μια αξία. Πρέπει να αφήσει κάτι. Αν περάσω και δεν αφήσω κάτι είναι σαν να μην έζησα.
Και για να μην παρεξηγηθώ δεν εννοώ μια καλλιτεχνική σφραγίδα και φανφάρες. Μιλάω να κάνω κάτι που θα το θυμάται έστω ένας άνθρωπος: ότι του κράτησα το χέρι μια δύσκολη στιγμή. Αυτή είναι η δική μου κινητήριος δύναμη. Αυτό εννοώ.
Παίζοντας δεν πιστεύεις ότι μπορεί εξίσου να κάνεις κάποιον νοερά να σε ευχαριστήσει;
Δεν ξέρω αν μπορώ να το καταφέρω. Μπορεί, δεν ξέρω. Παράτησα πολλά για να το παλέψω, και το δουλεύω το θέατρο. Αλλά μπορεί να μπορώ να κάνω και κάτι άλλο. Δεν ξέρω.
Όταν ξεκίνησα είχα βάλει ένα χρονοδιάγραμμα που έλεγα: ένας ηθοποιός χωρίς γνωριμίες, θέλει δέκα χρόνια για να καθιερωθεί και να κάνει κάτι. Κατέβασα το όριο στα επτά χρόνια, αλλά φοβάμαι θα το πάω στα έξι. Δεν μπορώ να κάνω αλλιώς. Πρέπει να δω τι θα κάνω; Θέλω να κάνω οικογένεια. Θα μπορώ;
Δυστυχώς το επάγγελμα του ηθοποιού δεν είναι για τη μέση τάξη. Πρέπει να έχεις λεφτά. Να μην έχεις ανάγκη. Το βλέπω κι από τους ανθρώπους που γνωρίζω. Όσοι έχουν μια στήριξη κάνουν και πιο σωστές επιλογές και διαχειρίζονται πιο καλά το ταλέντο τους. Η ανάγκη να δουλέψουμε, όσοι δεν έχουμε κάποια λεφτά πίσω μας να μας στηρίξουν, μας οδηγεί σε λάθος κινήσεις και σε κακή χρήση των ταλέντων που μπορεί να έχει ο καθένας.
Διαβάστε την υπόλοιπη συνέντευξη που παραχώρησε ο ηθοποιός στον Γιάννη Καφάτο και το viewtag εδώ.