Από τη Γιώτα Δημητριάδη
Η Θεοδώρα Τζήμου δεν χρειάζεται συστάσεις, μιλούν για εκείνην οι συνεργασίες της με κορυφαίους σκηνοθέτες. Κάθε φορά που την βλέπεις στη σκηνή σε εκπλήσσει, ευχάριστα, με το υποκρτιτικό της εύρος και την αλήθεια της ερμηνείας της.
Τη θυμάμαι μόνη στο Δώμα του Θεάτρου του Νέου Κόσμου, στο «Χέρι» του Τιμ Κράουτς ως δεκάχρονο κορίτσι και κάνοντας ένα πολύ γρήγορο flashback στα τελευταία χρόνια, δεν μπορώ παρά να μνημονεύσω την υπέροχα γήινη Στέλλα της στο περσινό «Τραμ» του Μιχαήλ Μαρμαρινού, την καθηλωτική ερμηνεία της στην «Επανένωση της Βόρειας με τη Νότια Κορέα» και τη συγκινητική Τζοάνα στο «Πορνοστάρ ή η αόρατη βιομηχανία του σεξ», που είδαμε το καλοκαίρι στην Πειραιώς.
Φέτος, την απολαμβάνουμε σ’ έναν ιδιαίτερο ρόλο και, για πρώτη φορά, σε κωμωδία στο θέατρο Αλίκη και στα «Πουλιά στον αέρα», όπου ως Σβετλάνα δείχνει να το απολαμβάνει ιδιαίτερα. Εξάλλου, όπως θα μου δηλώσει κατατηγορηματικά «Νομίζω, ότι ο ηθοποιός οφείλει να πειραματίζεται. Μου αρέσει να δοκιμάζω διαφορετικά πεδία».
Το φετινό στοίχημα, όμως, δεν έχει να κάνει μόνο με την κωμωδία, αλλά και με τον απαιτητικό μονόλογο του Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη «Λα Πουπέ», ο οποίος παρουσιάζεται σε σκηνοθεσία Σεβαστιάνας Αναγνωστοπούλου, δέκα χρόνια μετά την παράσταση, παράσταση-ορόσημο στο ελληνικό θέατρο με πρωταγωνίστρια την Άννα Κοκκίνου.
«Ειχες δει την παράσταση;» Την ρωτάω. «Οχι, ευτυχώς» μου απαντάει και κάπως έτσι λίγα λεπτά, αργότερα, πατάω το Rec στο μαγνητοφωνάκι κι η Θεοδώρα ξετυλίγει τις σκέψεις της.
Σύστησε μας τη Ρίκα...
Όταν μου ζητούν να μιλήσω για τη Ρίκα, αρχίζω και σκέφτομαι διάφορα πράγματα και νομίζω ότι δεν είναι σωστό, ούτε για τον ρόλο, ούτε για μένα.
Θα σου πω, όμως, τι μου έχει κάνει εντύπωση στη Ρίκα, γιατί ακόμα δεν την έχω καταλάβει εντελώς, για να είμαι ειλικρινής και μάλλον δεν θέλω να την καταλάβω και τελείως.
Αυτό, λοιπόν, που με εντυπωσιάζει είναι ο τρόπος που διαχειρίζεται το ψέμα στη ζωή της. Είναι κάτι, το οποίο προσωπικά, θαυμάζω. Χτίζει ένα παλάτι και δεν επιτρέπει να δει τα πράγματα επί της ουσίας, όπως πραγματικά είναι. Έχει μεγάλο ενδιαφέρον, πως αυτό θα αποδοθεί σκηνοθετικά κι υποκριτικά. Είναι σαν να ζει σε μια γυάλα...
Για να προστατευτεί από τον πόνο της πραγματικότητας;
Δεν μου αρέσει να αντιμετωπίζω ψυχαναλυτικά τους ρόλους, αλλά ναι, σ’ ένα πρώτο επίπεδο σίγουρα, αλλά υπάρχουν και πολλά άλλα.
Τον μονόλογο του του Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη μας τον σύστησε θεατρικά η Άννα Κοκκίνου, μια παράσταση που παίχτηκε για πολλά χρόνια με επιτυχία. Μου είπες πριν, ότι δεν την είχες παρακολουθήσει. Παρ’ όλα αυτά ο πήχης είχε ανέβει για σένα, λόγω του πρώτου πετυχημένου ανεβάσματος;
Είμαι σίγουρη, αν και δεν το είχα δει, ότι θα ήταν μια αριστοτεχνικά φτιαγμένη παράσταση. Η Κοκκίνου είναι μια σπουδαία ηθοποιός, έτσι κι αλλιώς, και νομίζω ότι της ταιριάζει αυτός ο ρόλος. Όμως δεν είχα τέτοιο άγχος. Πιστεύω ότι η Σεβαστιάνα Αναγνωστοπούλου έχει και μια τελείως διαφορετική σκηνοθετική ανάγνωση.
Δηλαδή;
Είναι πιο σκοτεινή κατά τη γνώμη μου. Εισβάλλει πιο πολύ στα σκοτεινά σημεία της Ρίκας, και αισθητικά κι ενεργειακά.
Τα τελευταία χρόνια σε βλέπουμε σε διαφορετικά είδη θεάτρου, από το μιούζικαλ και την κωμωδία –φέτος στα «Πουλιά στον αέρα»- μέχρι μονολόγους και δράματα. Τυχαίνει ή το επιζητείς;
Νομίζω, ότι ο ηθοποιός οφείλει να πειραματίζεται. Μου αρέσει να δοκιμάζω διαφορετικά πεδία. Απολαμβάνω το γεγονός ότι φέτος κάνω κωμωδία. Δεν πίστευα, ποτέ, ότι θα έπαιζα έναν αμιγώς κωμικό ρόλο. Αν όμως δίνεις αυτή δυνατότητα στον εαυτό σου, πετάς τις ταμπέλες από πάνω σου κι αυτό είναι πολύ απελευθερωτικό. Εμένα με αγχώνει να σκέφτομαι, ότι παίζω μόνο εκεί ή είμαι μόνο αυτό.
Είχες πει παλιότερα, ότι οι άλλοι σου βάζουν,κυρίως ,ταμπέλες...
Έτσι δεν συμβαίνει, συνήθως; Και στη συνέχεια γινόμαστε η εικόνα που βλέπουν οι άλλοι σ’ εμάς. Εγώ, όμως, μεγαλώνοντας αρχίζω να νιώθω καλύτερα, νομίζω ότι πετάω πράγματα από πάνω μου και αυτό είναι πολύ απελευθερωτικό.
Είναι αλήθεια ότι όταν τελείωσες τη δραματική σχολή του Εθνικού Θεάτρου, ήσουν μπερδεμένη για το αν πραγματικά ήθελες να γίνεις ηθοποιός; Τι σε έπεισε τελικά;
Ναι, αισθανόμουν χειρότερη από όταν μπήκα στη σχολή. Εννοώ, ότι δεν ήξερα τίποτα. Μπερδεύτηκα. Στη συνέχεια συναντήθηκα με κάποιους ανθρώπους, όπως είναι ο Μιχαήλ (Μαρμαρινός), που σε εκπαιδεύουν σ’ έναν τρόπο σκέψης. Δεν μιλάμε για μια μέθοδο του τύπου: «Πες το έτσι», αλλά για έναν τρόπο, που σε βοηθάει να αντιλαμβάνεσαι ό,τι διαδραματίζεται γύρω σου. Η εκπαίδευση, ουσιαστικά, είναι μια αντίληψη των πραγμάτων. Τότε, άρχισα να καταλαβαίνω ότι έχει νόημα για μένα να κάνω θέατρο.
Σ’ έχω ακούσει να παρομοιάζεις την εμπλοκή σου με το θέατρο, σαν μια εμπλοκή με το παιχνίδι. Περνώντας τα χρόνια, πόσο δύσκολο είναι να διατηρείς αυτό το παιχνίδι;
Τη στιγμή που το διατηρώ, την ίδια ακριβώς το ακυρώνω. Υπάρχουν στιγμές, τις οποίες νιώθω ότι είναι σαν παιχνίδι κι άλλες που παίρνω πολύ σοβαρά τον εαυτό μου κι εκνευρίζομαι μ’ αυτό το παιχνίδι. Επομένως, υπάρχει συνεχώς αυτή η πάλη.
Μου είπες πριν, ότι δεν θες να προσεγγίζεις ψυχαναλυτικά έναν ρόλο, η διάθεση παιχνιδιού από την άλλη έρχεται και φεύγει. Πώς δουλεύεις τελικά;
Τελείως ενεργειακά ή μουσικά μ’ έναν τρόπο. Φυσικά και έχω μια αντίληψη κι αίσθηση ότι η Ρίκα, για παράδειγμα, είναι αυτό κι αυτό, αλλά δεν μ’ απασχολεί μεθοδικά στον τρόπο δουλειάς. Το ψυχολογικό κομμάτι είναι σαν να το ξέρω και να το κουβαλάω με κάποιον τρόπο, αλλά δεν θέλω να καθορίζει την ερμηνεία μου.
Η σχέση σου με τις κριτικές ποια είναι; Διαβάζεις; Σ’ απασχολούν;
Γενικά αποφεύγω, φοβάμαι. Να φανταστείς ακόμα και στο χειροκρότημα, νιώθω πολύ περίεργα πάντα.
Ντρέπεσαι; Τι εννοείς περίεργα;
Όχι, δεν είναι ντροπή ή ταπεινοφροσύνη. Καμία σχέση. Νιώθω ότι εκείνα τα λεπτά βρίσκομαι σε μια στιγμή κρίσης και μου τη σπάει καμιά φορά, που πρέπει να περιμένω από εσένα να σου αρέσω. Δεν καταλαβαίνω, γιατί πρέπει να κάνω τα πάντα για να σου αρέσω. Περνάω φάσεις, όπου δεν θέλω καθόλου να διαβάζω κριτικές κι άλλες όπου τις αναζητώ. Έχει να κάνει με την προσωπική μου φάση.
Επομένως, μετά από τόσα χρόνια, δεν έχεις εξοικειωθεί...
Όχι, τι να κάνω; Είναι περίεργο...
Έχεις χαρακτηρίσει τον εαυτό σου, δειλή, ανεύθυνη και τεμπέλα. Πώς είναι δυνατόν μ’ αυτά τα χαρακτηριστικά να έχεις κάνει αυτή την πορεία σ’ έναν τόσο απαιτητικό χώρο, όπως το θέατρο;
Ξέροντας πόσο τεμπέλα είμαι, θα δράσω τελευταία στιγμή και θα τα δώσω όλα. Έχω μια βαθιά τεμπελιά.
Σε ποιο κομμάτι; Βαριέσαι να μάθεις λόγια;
Τα πάντα! Αν μπορούσα δεν θα έκανα τίποτα. Αλλά αυτό είναι κι η κινητήριος δύναμη για μένα. Επειδή, ακριβώς, θυμώνω με τον εαυτό μου, κάνω περισσότερη προσπάθεια, ακριβώς για να μην νιώθω τεμπέλα.
Πάντως, αυτή την περίοδο, με θέατρο εφτά μέρες την εβδομάδα δεν νομίζω να αισθάνεσαι έτσι.
Τώρα, όχι δεν νιώθω τεμπέλα. (γελάει)
Τι είναι για σένα ταλέντο τελικά;
Ταλέντο, φυσικά, είναι μια κλίση ενός ανθρώπου να εκφράζεται, για παράδειγμα, μέσω της υποκριτικής. Αλλά για μένα έχει να κάνει περισσότερο με τον τρόπο, που αντιλαμβάνεσαι τα πράγματα. Έχεις στα χέρια σου ένα κείμενο. Τι σκέφτεσαι γι’ αυτό;
Επόμενα επαγγελματικά σχέδια;
Με τον Δημήτρη Καρατζά θα είμαι το καλοκαίρι στην Επίδαυρο με τις «Νεφέλες». Θα παίξω τον Άδικο Λόγο. ..
«ΛΑ ΠΟΥΠΕ» στο Από Μηχανής Θέατρο, κάθε Δευτέρα και Τρίτη στις 18:00
«Πουλιά στον αέρα» στο Θέατρο Αλίκη από Τετάρτη έως Κυριακή.
Διεύθυνση φωτογραφίας/Still photography/Σχεδιασμός φώτων: Νίκος Βούλγαρης