Μόλις πέντε το απόγευμα και όμως η Αθήνα έχει επιλέξει το βραδινό της φουστάνι. Περπατάμε με την Κωνσταντίνα Τάκαλου και τον Βαγγέλη Αγγελόπουλο στο κέντρο της πόλης, στη Βαρβάκειο, στην πλατεία Κοτζιά, στους γύρω δρόμους και αναζητάμε το ιδανικό σκηνικό για τη φωτογράφιση. Η πόλη στολισμένη με τα κιτς φωτάκια της αδημονεί να γιορτάσει και οι μυρωδιές και τα χρώματα δίνουν έμπνευση για τα πορτρέτα. «Για τι μιλά το έργο σας;» τη ρωτά ο Βαγγέλης. «Για την αγάπη», απαντάμε και οι δύο, σχεδόν εν χορώ. Αυτές οι τρεις λέξεις δένουν ξαφνικά με τα πάντα! «Εδώ να βγάλουμε, αυτό δεν είναι αγάπη;» «Και εδώ!» «Και αυτό δεν μοιάζει με την αγάπη;» «Και σε αυτά τα κλουβιά. Όταν αγαπάμε, εγκλωβιζόμαστε κάπως, ε;» Έτσι ο Πομμερά με το έργο του φώτισε και εμάς, ξέχωρα από την υπέροχη παράσταση του Νίκου Μαστοράκη στο Υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης.
«Η Eπανένωση της Βόρειας με τη Νότια Κορέα», του Ζοέλ Πομμερά, είναι ένα σπονδυλωτό έργο. Ποιες δυσκολίες κρύβει αυτό υποκριτικά;
Έχει κινηματογραφικό χαρακτήρα. Είναι όπως στο σινεμά, σε μια ταινία, που γυρίζεις μια σκηνή, ίσως από το τέλος της ιστορίας, και μετά επιστρέφεις στην αρχή. Αυτό έχει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον.
Στο σινεμά όμως παίζεις τον ίδιο χαρακτήρα.
Ναι, αυτό είναι αλήθεια. Οι σύντομες σκηνές ενδέχεται να αντιμετωπιστούν τόσο από τους ηθοποιούς όσο και από το σκηνοθέτη σαν σκετσάκια και να μην έχουν καμία αξία. Οπότε υπάρχει ο κίνδυνος να μην προκύψει κάτι ουσιαστικό. Εγώ και οι υπόλοιποι συντελεστές του έργου προσπαθήσαμε πάρα πολύ να συνδέσουμε με κάποιο τρόπο τους χαρακτήρες. Μοιάζει δηλαδή η γυναίκα που παίρνει διαζύγιο με την πόρνη. Δημιουργείται η εντύπωση ότι το ίδιο πρόσωπο βιώνει και άλλες καταστάσεις. Ο ίδιος άνθρωπος αλλιώς φέρεται όταν χάνει τον πατέρα του και αλλιώς όταν παντρεύεται. Επομένως το ίδιο άτομο συμπεριφοριστικά είναι πολύ διαφορετικό. Γιατί λοιπόν θα έπρεπε στη σπονδυλωτή αυτή παράσταση να ιδωθεί τελείως διαφορετικά; Η μεγαλύτερη δυσκολία δεν αφορούσε εμάς που ερμηνεύαμε διαφορετικούς ρόλους, αλλά τον Νίκο (Μαστοράκη) που ανέλαβε τη σκηνοθεσία. Οι συγκεκριμένες ιστορίες, αν δεν είχαν «δεθεί» έτσι, ίσως να μην είχαν σχέση μεταξύ τους.
Ποια ιστορία σε αγγίζει πιο πολύ;
Η ιστορία της πρώτης γυναίκας που θέλει να πάρει διαζύγιο, η ιστορία της γυναίκας που έχει χάσει τη μνήμη της και η τελευταία ιστορία με την πόρνη. Όμως όλες με συγκινούν με ένα τρόπο, έχουν μια στιγμή που με αγγίζει.
Το γεγονός ότι εμείς οι Έλληνες, σε αντίθεση με τους Γάλλους, έχουμε άλλη λέξη για την «αγάπη» και άλλη για τον «έρωτα» πώς λειτούργησε στην παράστασή σας;
Αυτό ήταν κάτι που μας απασχόλησε πολύ πριν ανέβει η παράσταση. Έγιναν πολλές συζητήσεις για το «τι είναι έρωτας», «τι είναι αγάπη» και πώς τα διαχωρίζουμε. Ο έρωτας είναι η κατάσταση εκείνη στην οποία έχεις την αίσθηση πως σφυριά σε τρυπούν παντού. Είναι σαν να μην καταλαβαίνεις, σαν να έχεις πάρει ουσίες, σαν να είσαι σε άλλο πλανήτη! Ο έρωτας σε κατακλύζει, είναι καθηλωτικός, σε μουδιάζει ολόκληρο. Η αγάπη έχει να κάνει πιο πολύ με το χρόνο. Γιατί; Επειδή η αγάπη έχει διάρκεια, ενώ ο έρωτας σπάνια καταφέρνει να διαρκέσει. Εμείς με την προτροπή του Νίκου Μαστοράκη καθ’ όλη τη διάρκεια των προβών βλέπαμε πάρα πολλές ταινίες. Σκοπός ήταν να κατανοήσουμε πώς οι Γάλλοι διαχειρίζονται την επιχειρηματολογία. Το συγκεκριμένο έργο έχει άμεση σχέση με την επιχειρηματολογία και χρειάζεται να ληφθεί υπόψη και το ότι οι Γάλλοι σκέφτονται τελείως διαφορετικά από εμάς. Έχουν άλλη κουλτούρα. Αν κάποιος επιθυμεί να πάρει διαζύγιο, όπως βλέπουμε και στην παράσταση, θα καθίσουν ο εραστής, ο σύζυγος και η κυρία και θα συζητήσουν όλοι μαζί για το τι συμβαίνει στο ζευγάρι και αν θα πρέπει να χωρίσουν. Αυτό δεν ισχύει στην Ελλάδα. Στην παράσταση υιοθετήσαμε αυτή τη λογική και αφαιρέσαμε το ελληνικό «πάθος».
Παρ’ όλα αυτά το «Δώσε μου κάτι» που λέει η ηρωίδα σου έχει σχέση νομίζω με ένα πανανθρώπινο ερωτικό συναίσθημα. Όλοι μας αναζητάμε «κάτι» από τον έρωτα.
Ναι, γιατί έχει να κάνει με το «πάρε δώσε» των σχέσεων. Είναι μια αμφίδρομη κατάσταση. Αν εσύ μόνο δίνεις και δεν παίρνεις κάτι, θα αδειάσεις. Αυτό το «κάτι» είναι μια τόσο μικρή λέξη, όμως το έχεις τόση ανάγκη όταν είσαι ερωτευμένος. Διψάς γι’ αυτό. Είναι σαν ένα μικρό μυστικό που θα εκμαιεύσεις από τον άλλο χωρίς ενοχή. Η αγάπη είναι κάτι πολύ περίεργο. «Σ’ αγαπώ». Γιατί; «Σ’ αγαπώ γιατί μ’ αγαπάς». Υπάρχει και το «Σ’ αγαπώ γιατί σ’ αγαπώ». Όμως είναι πολύ σπάνιο.
Μήπως αυτή είναι η διαφορά της αγάπης από τον έρωτα που λέγαμε πριν;
Δεν ξέρω. Εγώ ξέρω ότι όλα τα τραγούδια μιλούν για αγάπη, ελάχιστα είναι πολιτικά. Είναι ένα ζήτημα που αφορά πολύ τον άνθρωπο. Το «Δώσε μου κάτι. Πάρε κάτι». Μπορεί να είναι ένα μόνο άγγιγμα ή μια στιγμή αλήθειας που θα έχεις με τον άλλο και θα τον αγαπήσεις γι’ αυτή τη στιγμή, που θα είναι τόσο καθοριστική για όλη σου τη ζωή.
Τι είναι αυτό το «κάτι» που κέρδισες τα 18 χρόνια που είσαι στο θέατρο;
Είμαι πάρα πολύ τυχερή γιατί από μικρή ήθελα να ασχοληθώ με το θέατρο και τα κατάφερα. Είναι πολύ δύσκολη δουλειά, αλλά δεν είναι μόνο δουλειά. Έχει να κάνει με κάτι πιο βαθύ, με μια πληγή που έχει κάποιος – όχι μια πληγή που ματώνει, αλλά μια πληγή που σε ανατροφοδοτεί. Ένα ακέραιο σώμα που σου δίνει συνέχεια υλικό για να προχωρήσεις. Μπορεί να έχω περάσει δυσκολίες και αγωνίες, όπως συμβαίνει σε όλες τις δουλειές, όμως, αν γυρίσω πίσω στο χρόνο, απλά θα χαμογελάσω.
Είναι αλήθεια ότι η πρώτη σου σκηνική εμπειρία ήταν σε σκετς στην κατασκήνωση;
Ναι, όντως! Ήμουν πάρα πολύ μικρή, στην τρίτη δημοτικού, και έκανα διάφορα σκετσάκια στην κατασκήνωση. Στην αρχή παρακολουθούσα με πείσμα ό,τι έκαναν τα παιδιά της έκτης και τα μεγαλύτερα παιδιά και το επόμενο καλοκαίρι γύρισα και ήμουν η πρωταγωνίστρια! (γέλια)
Παράλληλα όμως από μικρή ασχολήθηκες με τον αθλητισμό, και συγκεκριμένα με το στίβο. Η πειθαρχία του αθλητισμού σε βοήθησε στο θέατρο;
Πάρα πολύ, ακόμα και οι αντοχές μου είναι διαφορετικές.Όταν λοιπόν ακούω «σωματικό θέατρο», θυμώνω λιγάκι. Οι άλλοι δηλαδή πώς παίζουν; Χωρίς το σώμα τους; Με μια φωνή; Ο στίβος με βοήθησε πολύ στο να συγκεντρώνομαι για τους αγώνες και γενικά να πειθαρχώ, στοιχεία απαραίτητα και στο θέατρο.
Έχοντας χτίσει μια καριέρα εδώ, για ένα διάστημα έπαιξες στο ΔΗΠΕΘΕ Λάρισας. Πώς ήταν αυτή η εμπειρία;
Όταν πήγα στη Λάρισα, ήταν σαν πανηγύρι για μένα. Μια γιορτή! Ξεκίνησα από το Θεσσαλικό Θέατρο και, αν δεν είχε προκύψει το οικογενειακό θέμα, δεν θα πήγαινα να παίξω εκεί χειμώνα, γιατί τα πράγματα στην Αθήνα ήταν πολύ καλά και αναγκάστηκα να αποχωρήσω από την παράσταση του Στάθη Λιβαθινού. Όμως δεν μετάνιωσα στιγμή, γιατί το θέατρο δεν είναι πάνω από τη ζωή για μένα. Ήμουν κοντά στον μπαμπά μου, με χρειαζόταν. Από την άλλη όλοι αυτοί οι φίλοι, οι συγγενείς, οι καθηγητές ήταν το κοινό μου και αυτό ήταν πολύ ωραίο και απελευθερωτικό συγχρόνως. Γιατί μέχρι πριν είχα πολλή αγωνία, έπαιζα πάντα σαν να ήταν πρεμιέρα, και, όταν το νευρικό μου σύστημα δεν με υπάκουε, θύμωνα πάρα πολύ, όπως και τώρα. Έμεινα δύο χρόνια και έχω τεράστια χαρά γι’ αυτή την εμπειρία.
Θα ξαναγύριζες ποτέ;
Δεν νιώθω πως έχω φύγει, με την έννοια ότι αγαπώ πολύ την πόλη μου και έχω δεσμούς με αυτή. Δεν είμαι από εκείνους τους ανθρώπους που φεύγουν από τον τόπο τους και δεν έχουν σχέσεις. Πηγαίνω πολύ συχνά. Νομίζω πως θα ξαναπήγαινα και για δουλειά εκεί.
Πώς βλέπεις την κατάσταση των ΔΗΠΕΘΕ με βάση και την εμπειρία που είχες;
Νομίζω πως ανέκαθεν είχε να κάνει με τα πρόσωπα που διοικούσαν το εκάστοτε ΔΗΠΕΘΕ. Υπήρχαν άνθρωποι που, όταν έπαιρναν το τιμόνι, το ΔΗΠΕΘΕ πήγαινε πολύ καλά. Οπότε δεν έχει σχέση με το θεσμό καθαυτό αλλά με τα πρόσωπα. Μην ξεχνάμε άλλωστε ότι οι συγκεκριμένες θέσεις είναι και πολιτικές. Άρα και αυτό παίζει ρόλο.
Ανέφερες πριν ότι το νευρικό σου σύστημα κάποιες φορές δεν σε υπακούει. Σε τι οφείλεται αυτό;
Υπάρχουν φορές που όσο και αν συγκεντρωθείς εσύ πηγαίνεις προς τα εκεί και αυτό κάπου αλλού! Δεν είναι θέμα συγκέντρωσης. Έχει να κάνει με τη στιγμή. Εσύ καθορίζεις την κατάσταση στην οποία θα είσαι και αυτό δεν σε υπακούει. Μπορεί να γεννήσει τέσσερα πρόσωπα μέσα στο ίδιο το έργο και εσένα σε ξαφνιάζει αυτό. Σαν να μην είσαι εσύ. Όμως πολλές φορές το πρόσωπο που πας να συναντήσεις και το έχεις καθορίσει κάπως στις πρόβες δεν σε υπακούει και καλά κάνει γιατί έτσι είναι το νευρικό σύστημα, "ανυπάκουο". Στα έργα υπάρχουν συμπαίκτες. Ό,τι και αν καθορίσεις για το πώς θα ειπωθούν κάποια πράγματα στις πρόβες αυτό δεν ισχύει στην παράσταση γιατί κάποιος συμπαίκτης ή και εσύ ο ίδιος μπορεί να πεις την ίδια ατάκα μ' άλλο τρόπο, οπότε και εσύ πρέπει να είσαι σε ετοιμότητα, δηλαδή το νευρικό σου σύστημα να μπορεί να ακούει πολύ καλά για να απαντήσει ανάλογα. Ηθοποιοί και θεατές συμπράττουν σε μια συνενοχή, σ' ένα ζωτικό ψεύδος.Εγώ παίζω στα ψεύτικα ένα έργο, εσύ ως θεατής παρακολουθείς μια ψεύτικη ιστορία, εσύ ψεύτικα πιστεύεις εμένα και παρ’ όλα αυτά το θέατρο έχει γίνει πιο αληθινό από τη ζωή. Γιατί; Επειδή σε αυτή την καθηλωτική κατάσταση της σιωπής συμμετέχουν και οι θεατές και επί δύο ώρες παρακολουθούν αμίλητοι μια ιστορία και ακούν, κάτι σπάνιο. Στις μέρες μας δεν ακούμε κανένα. Στο θέατρο οι θεατές είναι αναγκασμένοι επί δύο ώρες να μη μιλούν, μόνο να ακούν.
Έπειτα από όλη αυτή τη διαδικασία της παράστασης τι σε χαλαρώνει;
Να ακούσω ωραία μουσική, να διαβάσω ένα ωραίο βιβλίο, να συζητήσω με το γιο μου.
Αν ο γιος σου αποφασίσει να γίνει ηθοποιός;
Δεν θα το ήθελα. Πιστεύω πως το DNA μερικών ανθρώπων καθορίζει και τη μοίρα τους. Ευτυχώς ο Δημήτρης είναι θετικό μυαλό και του αρέσουν όλα αυτά που δεν αρέσουν σε εμένα, οπότε μάλλον δεν θα στραφεί προς τα εκεί. Δεν λέω ότι δεν θα ήθελα να γίνει καλλιτέχνης. Αυτό που πραγματικά με ενδιαφέρει είναι να βρει τη χαρά μέσα από αυτό που θα κάνει στη ζωή του.
Η φωτογράφιση για το Texnes-plus έγινε από τον Βαγγέλη Αγγελόπουλο.
Συνέντευξη Γιώτα Δημητριάδη.
Η Κωνσταντίνα Τάκαλου πρωταγωνιστεί στο Θέατρο Τέχνης και στην παράσταση «Η Eπανένωση της Βόρειας με τη Νότια Κορέα»