Τελευταία Νέα
Από τη «Φόνισσα» του Παπαδιαμάντη στην παιδοκτόνο της Πάτρας Ζητούνται ηθοποιοί από το Εθνικό Θέατρο Πέθανε η σπουδαία τραγουδίστρια Ειρήνη Κονιτοπούλου-Λεγάκη Είδα τους «Προστάτες», σε σκηνοθεσία Γιώργου Κιουρτσίδη (Αποστολή στη Θεσσαλονίκη) Ανακοινώθηκε το Πρόγραμμα του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου Είδα το «Hyperspace ή αλλιώς…» , σε σκηνοθεσία Δανάης Λιοδάκη   «Καραϊσκάκενα, O Θρύλος» Της Σοφίας Καψούρου στον Πολυχώρο VAULT «Μπες στα παπούτσια μου - Ταυτίσου με τη διαφορετικότητα αυτοσχεδιάζοντας» στο Θέατρο Όροφως Παγκόσμια Ημέρα Θεάτρου 2022 – Το μήνυμα του Peter Sellars Ο Βασίλης Μαυρογεωργίου ανοίγει Mοτέλ στη Φρυνίχου Η πρώτη δήλωση του Νέου Καλλιτεχνικού Διευθυντή του ΚΘΒΕ Δράσεις του Εθνικού Θεάτρου για την Παγκόσμια Ημέρα Θεάτρου Ακρόαση ηθοποιών για την νέα παράσταση του Γιάννη Κακλέα Είδα το «Γράμμα στον πατέρα», σε σκηνοθεσία Στέλιου Βραχνή (Αποστολή στη Θεσσαλονίκη) Κερδίστε διπλές προσκλήσεις για την παράσταση «Η σιωπηλή Λίμνη»
 
Αναστάσης Πινακουλάκης

Αναστάσης Πινακουλάκης

Ο Αναστάσης Πινακουλάκης ζει στην Αθήνα. Είναι αριστούχος απόφοιτος του Παιδαγωγικού Τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης και του Θεατρικών Σπουδών και φοιτητής του τμήματος Πολιτική Επιστήμη και Δημοσία Διοίκηση του ΕΚΠΑ. Ασχολείται με τη συγγραφή θεατρικών έργων και παραμυθιών, τη θεατρική κριτική και την αρθρογραφία, ενώ εργάζεται στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση.

E-mail: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

Από τον Αναστάση Πινακουλάκη

Η πιο πολυσυζητημένη παράσταση αρχαίου δράματος αυτό το καλοκαίρι είναι αναμφίβολα ο Προμηθέας Δεσμώτης σε σκηνοθεσία Άρη Μπινιάρη.

Η παράσταση είναι παραγωγή του Θεάτρου Πορεία σε συμπαραγωγή με το ΔΗΠΕΘΕ Κρήτης στο Πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών. Η πρεμιέρα της παράστασης ήταν στις 4 Ιουλίου στα Χανιά, ενώ μετά από μια μικρή περιοδεία ανά την Ελλάδα έκανε την εμφάνιση της στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου την Παρασκευή το τρέχον σαββατοκύριακο. Πρόκειται για το δεύτερη παράσταση του Άρη Μπινιάρη στην Επίδαυρο, μετά την εμβληματική παράσταση Πέρσες του Αισχύλου (συμπαραγωγή με το ΘΟΚ του Αισχύλου (συμπαραγωγή με το ΘΟΚ) το 2017. Έκτοτε ο Άρης Μπινιάρης έχει παρουσιάσει άλλες 2 παραστάσεις Αρχαίου Δράματος σε κλειστό χώρο, Βάκχες του Ευριπίδη στην Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών και την Ηλέκτρα του Σοφοκλή στο Θέατρο Τέχνης.

Το έργο

Στην τραγωδία Προμηθέας Δεσμώτης, ο Αισχύλος πραγματεύεται την ηρωική αντίσταση του αλυσοδεμένου στον Καύκασο Προμηθέα να υποκύψει στο θέλημα του Δία. Θεωρείται από άλλους κριτικούς το μεσαίο ή από τους περισσότερους το πρώτο μέρος τριλογίας, που συναποτελείται από τα έργα Προμηθεύς λυόμενος και Προμηθεύς πυρφόρος. Στην αχρονολόγητη τραγωδία Προμηθέας Δεσμώτης, ο Αισχύλος πραγματεύεται τη σθεναρή αντίσταση του αλυσοδεμένου στον Καύκασο Προμηθέα να υποκύψει στο θέλημα του Δία. Αν και φορέας μιας νεοσύστατης εξουσίας, ο θεός Δίας θυμίζει μια πατριαρχική φιγούρα ενός μακρινού αρχαϊκού παρελθόντος και μοιάζει να εκπροσωπεί έναν κόσμο στοιχειωμένο από τρόμο και προκαταλήψεις, ένα θεοκρατικό σύμπαν άδικο και τιμωρητικό. Οραματιστής και ανθρωπιστής, ο Προμηθέας, αντιστέκεται στην εξουσία υπαρξιακά, πολιτικά, ηθικά. Δεν εναντιώνεται στο θεϊκό, δεν απορρίπτει το υπερβατικό, αλλά επιτίθεται στο άδικο. Δεμένος στα βράχια της Σκυθίας, υπερασπίζεται την ελεύθερη βούληση, την αυτοπραγμάτωση, τη δικαιοσύνη.

(Το κείμενο υπογράφει η δραματόλογος Έλενα Τριανταφυλλοπούλου)

biniaris

Η παράσταση

Η παράσταση Προμηθέας Δεσμώτης χρησιμοποιεί τη μετάφραση του ποιητή Γιώργου Μπλάνα, που κυκλοφορούσε από τις εκδόσεις Γαβριηλίδη το 2015 . Η μετάφραση του Μπλάνα είναι ορμητική, αιχμηρή, καθαρή και ιδιαίτερα παραστάσιμη. Στη δραματουργία της παράστασης συμπεριλαμβάνεται και το ποίημα του Dylan Thomas «Κι ο θάνατος δεν θα ‘χει εξουσία» σε μετάφραση επίσης του Γ. Μπλάνα (Ελεύθερος Τύπος, 1998), που ταίριαξε αρμονικά με τη δουλειά που έκανε πάνω στον Αισχύλο. Η επιλογή της συγκεκριμένης μετάφρασης ήταν ταμάμ για τον Α. Μπινιάρη που βρίσκει το beat και τους παλμούς που φέρουν οι λέξεις και οι υποβόσκουσες αλήθειες, συνδιαμορφωνόντας μαζί με τη μουσική μια παρτιτούρα που αποκτά σκηνικό χώρο.

Ο σκηνοθέτης της παράστασης φαίνεται πως δουλεύει με οξυδερκή ερευνητική ματιά πάνω στο αρχαίο δράμα και είναι σε θέση να δημιουργήσει ένα τελικό αποτέλεσμα που συνδυάζει μουσική (Φώτης Σιώτας), λόγο, εικαστικότητα και υποκριτική ερμηνεία. Δεν κάνει απλώς μια παράσταση, καταθέτει μια πρόταση, με όποιο πρόσημο κι ας φύγει ο κάθε θεατής. Αν μη τι άλλο, είναι κατόρθωμα πως μέσα σε 4 χρόνια (βάζουμε ως ορόσημο την πρώτη του εμφάνιση των Περσών στην Επίδαυρο) έχει αποκτήσει φανατικό κοινό, που στο πρώτο λεπτό της παράστασης αναγνωρίζει ότι βλέπει παράσταση του Μπινιάρη. Μουσικός επί σκηνής ο Νίκος Παπαϊωάννου έπαιζε βιολοντσέλο.

Ας δούμε πρώτα το σκηνογραφικό μέρος (σκηνικά: Μαγδαληνή Αυγερινού). Το βασικό σκηνικό είναι οι τρεις πέτρινοι πυργίσκοι, που παραπέμπουν στις κορυφές του Καυκάσου, όπου κατά το μύθο ο Δίας έδωσε τον Προμηθέα ως τιμωρία για την κλοπή της φωτιά από τον Ήφαιστο και τη βοήθεια του ανθρώπου. Οι τρεις «κορφές» συνενώνονται με αλυσίδες, οι οποίες περιορίζουν τον Προμηθέα (Στάνκογλου) από την αρχή της παράστασης μέχρι το τέλος. Πρόκειται για μια ιδιαίτερα πλαστική και περιγραφική λύση, που δίνει με την πρώτη ματιά την εικόνα της τιμωρίας, της ηρωικότητας και του ανθρωπισμού του Προμηθέα, ιστορίας γνωστής άλλωστε από τα μαθητικά μας χρόνια.

Το ενδυματολογικό μέρος (Βασιλική Σύρμα) είναι περισσότερο τολμηρό και ανανεωτικό ως προς την πρόσληψη της αισχύλειας τραγωδίας. Ο Προμηθέας εμφανίζεται ντυμένος με ένα καφέ παντελόνι και μ’ ένα ξεσκισμένο μπεζ μπλουζάκι, εξαθλιωμένος και λερωμένος, ενώ στο κεφάλι του δεσπόζει μια χρυσή προμετωπίδα. Το Κράτος κι η Βία (Άρης Μπινιάρης και Κωνσταντίνος Γεωργαλής) εμφανίζονται ντυμένοι με μαύρες στολές που παραπέμπουν σε Ναζί στρατιωτικούς και σέρνουν τον Προμηθέα σαν ζώο με χαλινάρι. Ο Ήφαιστος (Δ. Μαλτέζε) είναι ντυμένος στα λευκά και φαίνεται πως δεν έχει την αυταρχική μανία του Δία ή του Ωκεανού. Από τις πιο εντυπωσιακές εμφανίσεις ήταν αυτές του Ωκεανού (Συσσοβίτης) και Ερμή (Παπαζήσης), που εμφανίστηκαν ο μεν ντυμένος στα λευκά και με τον αέρα του… Joker κι ο δε ντυμένος στα χακί, σαν στρατιωτικός. Η εμφάνιση τους ολοκληρωνόταν αντί για λιοντάρια με ηθοποιούς με μάσκες ζώων και δεμένους με λουριά σαν κατοικίδιους σκύλους, θυμίζοντας έντονα την bdsm κουλτούρα και εαυτούς ως dominatrix. Τέλος, οι Ωκεανίδες (Χορός) εμφανίστηκαν ντυμένες σαν ιέρειες, με μια πιο απλή κι αέρινη επιλογή που «κατέβαζαν» την ένταση των κοστουμιών των θεών και του Προμηθέα.

Η πιο χαρακτηριστική όμως εμφάνιση της παράστασης ήταν αναμφισβήτητα αυτή της Ιώς, την οποία υποδύεται η Ηρώ Μπέζου. Η Ιώ στην παράσταση εμφανίζεται ντυμένη με λευκό κορμάκι, λευκά κέρατα –αναφορά στον μύθο όπου ο Δίας την έχει μετατρέψει σε αγελάδα για να την προστατέψει από τη μανία της Ήρας- και πατώντας πάνω σε κοκάλινα δεκανίκια (ξυλοπόδαρα), που προσέδωσαν έξτρα ερμηνευτικές δυσκολίες στην ηθοποιό.

bezou 

Η εμφάνιση της είχε κάτι το πρωτόγονο και το μυθικό, ενώ η κατασκευή του κοστουμιού ήταν υποδειγματική. Να σημειώσουμε εδώ πως πίσω από τα σκηνικά και τα κοστούμια της παράστασης, τις περίτεχνες μάσκες και τα αξεσουάρ βρίσκεται μια μεγάλη ομάδα ειδικών συνεργατών: Μαγδαληνή Αυγερινού (σκηνικά), Βασιλική Σύρμα (Κοστούμια), Ξένια Παπατριανταφύλλου (Βοηθός σκηνογράφου), Αλέξανδρος Γαρνάβος (Βοηθός ενδυματολόγου), Εργαστήριο Δήμητρα Καίσαρη (Ειδικές κατασκευές – Γλυπτική) κι Εύη Ζαφειροπούλου (Μακιγιάζ).

Πέραν του εικαστικού, σημαντική δουλειά έγινε στην ερμηνεία του κειμένου από τους ηθοποιούς και στο μουσικό κομμάτι της παράστασης που έφερε στοιχεία ροκ. Καταρχάς, έχουμε έναν Γιάννη Στάνκογλου στα καλύτερα του, ν’ αφήνεται ψυχή τε και σώματι. Η ερμηνεία του Γιάννη Στάνκογλου απέδωσε τα μέγιστα στην απόδοση του σπουδαίου αρχετυπικού ρόλου του Προμηθέα, πέρασε από όλες τις ποιότητες της σημασίας της αυτοθυσίας του προς όφελος των ανθρώπων και συνδέεται κοινωνικά μ’ ένα σωρό ιστορικές περιπτώσεις ανθρώπων που δίνουν τη ζωή τους, την ανθρωπιά τους και την πνευματική τους ουσία για το κοινό καλό. Οι φωτισμοί (Αλέκος Αναστασίου) αναδείκνυαν το σκηνικό και τα κοστούμια, ενώ σε σημεία ο Προμηθέας φαινόταν ν’ αποθεώνεται. Δεν ξέρω αν ήταν εκούσιο, αλλά καθόλη τη διάρκεια της παράστασης το φωτεινό του είδωλο προβαλλόταν αριστερά πάνω σ’ ένα δέντρο, ασκώντας γοητεία και προσδίδοντας μια μεταφυσική διάσταση στον Προμηθέα του Στάνκογλου.

Το έτερο πρόσωπο στο οποίο θα ήθελα να σταθούμε ιδιαιτέρως είναι η Ηρώ Μπέζου που ερμηνεύει την Ιώ, την απόγονο του Ινάχου που τιμωρήθηκε από την Ήρα. Η Μπέζου είχε και μια επιπλέον δυσκολία, το κοστούμι που προαναφέραμε, με τα κοκάλινα (ξυλο)πόδαρα, τα κέρατα και το έντονο μακιγιάζ. Πως θα μπορούσε μια ηθοποιός να ξεχωρίσει πέραν από τη μουσική, πάνω από το avant-garde κοστούμι και κάτω από τα κέρατα και το κάτασπρο body painting; Κι όμως τα κατάφερε, να τα γυρίσει όλα προς το μέρος της, να μπει με σθεναρά βήματα πάνω σε ένα εύθραυστο σώμα που άσθμαινε τον λόγο και στη συνέχεια με θάρρος –και με βοές- δεχόταν την προφητεία του Προμηθέα για τα επερχόμενα δεινά της.

Η ερμηνεία των θεών στην παράσταση κινήθηκε σε διαφορετικά επίπεδα. Μ’ εξαίρεση τον τίμιο και εγκρατή Ήφαιστο (Δαυίδ Μαλτέζε), οι υπόλοιποι θεοί έφεραν την έπαρση και τη μανία της εξουσιαστικής τους ιδιότητας, παρέπεμπαν σε κρατόντες της πολιτικής εξουσίας σε διάφορες ιστορικές εποχές ή σε κινηματογραφικούς «κακούς». Σαρδόνια χαμόγελα (ιδίως ο Συσσοβίτης ως Ωκεανός κι ο Παπαζήσης ως Ερμής), αλυσίδες και λουριά, εντυπωσιακές προμετωπίδες και μάσκες, αυταρχικός τόνος στη φωνή, έδειχναν ένα πρόσωπο εντελώς αντίθετο από τον φιλεύσπαχνο Προμηθέα και την θεο-παθούσα Ιώ. Μπορούμε ν’ ανατρέξουμε στο βιβλίο του Φουκώ «Τιμωρία κι Επιτήρηση» όπου με αφορμή την ιστοριογραφική καταγραφή των συνθηκών σε διάφορες φυλακές της Γαλλίας, αναφέρεται στα σωματικά βασανιστήρια των φυλακισμένων και στην άσκηση της εξουσίας πάνω στο σώμα, ενώ στη σύγχρονη του εποχή παρατηρούσε πως η τιμωρία εξάλειψε –τουλάχιστον θεσμοθετημένα- τη σωματική βία και τροποποιήθηκε σε καταναγκασμούς του σώματος και σε περιορισμό σε ορισμένο χώρο. Θεοί μπαινοβγαίνουν ως επιτηρητές του δεσμώτη και δείχνουν την σκληρότητα και την αδιαλλαξία της θεϊκής εντολής.

Η διαχείριση του Χορού είχε μουσικότητα και δουλεμένη κίνηση (Εύη Οικονόμου), με συντονισμό και σε πολλά σημεία ταυτόχρονη εκφορά των Χορικών ή στίχων. Ιδιαίτερη μνεία στην Κατερίνα Δημάτη που απήγγειλε την Έξοδο του δράματος.

Το ανέβασμα της παράστασης  συνάδει με μια σειρά από ιστορικές συγκυρίες, που κάνουν το μύθο να μιλήσει ξανά στο θεατρόφιλο κοινό, ίσως πιο επίκαιρο από ποτέ. Καταρχάς, τα συνεχόμενα lockdowns και τα κυβερνητικά διαγγέλματα, έδιναν την αίσθηση ενός ανήμπορου λαού που δεν μπορούσε να απομακρυνθεί από το τετράγωνο του σπιτιού του (στις περιπτώσεις που τα μέτρα τηρούνταν) και κυβερνώντων να κουνούν συνεχώς το δάχτυλο. Καθ’ αναλογία, ο Στάνκογλου ως Προμηθέας ήταν περιορισμένος σ’ ένα μικρό τετράγωνο και δεν μπορούσε να κάνει βήμα, υπομένοντας την τιμωρία του και ερχόμενος σε ρήξη με τους εξουσιαστές θεούς. Κατά δεύτερον, το έργο αναφέρεται με έμφαση σε φυσικές καταστροφές, που φέτος ήταν πιο έντονες από ποτέ με πυρκαγιές και πλημμύρες σε διάφορα μέρη του πλανήτη, σεισμούς και τσουνάμι, ενεργοποιήσεις ηφαιστείων και με την πανδημία που μέτρησε εκατομμύρια νεκρούς ανά τον κόσμο. Ηχούν διαφορετικά φέτος οι στίχοι  «πύρινη λαίλαπα ξεχύνεται στην γη, μάστιγα η σκόνη , λύσσα εμφύλια τρελαίνει τους ανέμους κι η θάλασσα ζητάει ν ’ αφανίσει τον ουρανό». Η επανάληψη μάλιστα του χωριού αυτού από τον Στάνκογλου (είναι η Έξοδος του δράματος) κι οι ταλαντώσεις που έκανε ο ήχος στον αέρα, έκαναν τους στίχους να διεισδύσουν στη συνείδηση του κοινού.

Συνολικά, η παράσταση Προμηθέας Δεσμώτης του Άρη Μπινιάρη (παραγωγή του Θεάτρου Πορεία σε συμπαραγωγή με το ΔΕΠΕΘΕ Κρήτης) είναι κατά τη γνώμη μας η παράσταση-ορόσημο του φετινού Φεστιβάλ και μια από τις πιο επιδραστικές αισθητικές προτάσεις πάνω στην πρόσληψη του Αισχύλου στην εγχώρια θεατρική σκηνή. Χαίρομαι ιδιαιτέρως που με μια τέτοια παράσταση είχε αθρόα προσέλευση από την Ελλάδα και το εξωτερικό, και το χειροκρότημα στο τέλος της πρεμιέρας ήταν ηχηρό κι ακατάπαυστο.

Info:

ΕΠΟΜΕΝΕΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΙΣ:

 30/8 Θέατρο Πέτρας – Πετρούπολη

1/9 Δημοτικό Θέατρο Αλσους Ηλιούπολης

5/9 Summer Theater Φάληρο

7/9 Θέατρο Βράχων «Μελίνα Μερκούρη»

15/9 Θέατρο Βριλησσίων «Αλίκη Βουγιουκλάκη»

16/9 Βεάκειο Δημοτικό Θέατρο – Πειραιάς

17-18/9 Κηποθέατρο Παπάγου

19-20/9 Ωδείο Ηρώδου Αττικού

26/9 Τεχνολογικό Πάρκο Λαυρίου

Οι φωτογραφίες της παράστασης είναι του Πάτροκλου Σκαφίδα.

Info προπώλησης:  www.poreiatheatre.com 

Σε όλες τις παραστάσεις τηρούνται απαρέγκλιτα όλα τα πρωτόκολλα που ισχύουν κατά της διασποράς της covid 19.

 

Διαβάστε επίσης:

«Προμηθέας Δεσμώτης»: Πήραμε Μια Πρώτη Γεύση Από Την Παράσταση Του Άρη Μπινιάρη

Άρης Μπινιάρης: «Η Ουδετερότητα Δεν Προσφέρει Καρπούς Για Σκέψη»

Γιάννης Στάνκογλου:«Έχουμε Δεχτεί Πράγματα Χωρίς Να Τα Σκεφτόμαστε»

Είδα Τους «Πέρσες» Σε Σκηνοθεσία Άρη Μπινιάρη Στο Ηρώδειο

Ηρώ Μπέζου: «Αναθεώρησα Ως Προς Τη Χρησιμότητα Του Να Κάνεις Σχέδια» 

 

 

Η παράσταση Η Δημοκρατία του Μπακλαβά σε σκηνοθεσία Ανέστη Αζά έκανε πρεμιέρα τη Δευτέρα 26 Ιουλίου 2021 και θα παίζεται μέχρι την Πέμπτη 29 Ιουλίου στον χώρο της Πειραιώς 260, στα πλαίσια του Φεστιβάλ Αθηνών. Τα κείμενα της παράστασης υπογράφουν οι Γεράσιμος Μπέκας, Μιχάλης Πητίδης κι Ανέστης Αζάς. Η θεματική της παράστασης ασχολείται με τις σχέσεις Ελλάδας-Τουρκίας στο σήμερα με αφορμή τον εορτασμό της Επανάστασης του 1821, την πολυπολιτισμικότητα, τον ρατσισμό, το bullying αλλά και την ιδέα της ανεξαρτησίας μιας χώρας. Σημαντικό χαρακτηριστικό της παράστασης είναι ο πολυπολιτισμικός της θίασος: Κατερίνα Μαυρογεώργη, Cem Yigit Üzümoglu, Γιώργος Κατσής, Gary Salomon.

Υπόθεση: Η Δημοκρατία του Μπακλαβά ήταν αρχικά ένα ψηφιακό μικροέθνος. Ιδρύθηκε από την μαθηματικό Σοφία Παπαδάκη και τον επιχειρηματία Faith Demir. Οι δυο τους αναδείχθηκαν πρόεδρος κι αντιπρόεδρος του νέου κράτους στην πρώτη διακήρυξη ανεξαρτησίας. Αργότερα το «κράτος» απέκτησε δική του γεωγραφική επικράτεια σε ένα νησί της λιμνοθάλασσας του Μεσολογγίου. Η Δημοκρατία του Μπακλαβά είχε τη δική του κυβέρνηση, νόμισμα, και δημόσιες υπηρεσίες. Ωστόσο, ποτέ δεν αναγνωρίστηκε επίσημα ως κυρίαρχο κράτος από καμία χώρα του κόσμου. Θεωρήθηκε από την ελληνική κυβέρνηση τέχνασμα για να συγκεντρώσει χρήματα από τουρίστες, αποφεύγοντας την εθνική φορολογία και για σύντομο χρονικό διάστημα υπήρξε είσοδος παράτυπων μεταναστών. Καταλήφθηκε από τις ελληνικές αστυνομικές δυνάμεις στις 26 Ιουλίου της επόμενης χρονιάς της ίδρυσής του. Από την πρώτη στιγμή της κατάλυσης της, η ιστορία της Δημοκρατίας του μπακλαβά έχει αποτελέσει αντικείμενο έρευνας ντοκιμαντέρ. Μέσα από απολαυστικές κωμικές καταστάσεις, οι ήρωες έρχονται αντιμέτωποι με τις αντιφάσεις της νεοελληνικής κοινωνίας, την προβληματική της εθνικής ταυτότητας, αλλά και την ουτοπική πραγματικότητα ενός μελλοντικού, οικουμενικού ψηφιακού κράτους – κι εμείς μαζί τους!

Azas Dimokratia tou BaklavaVasia Anagnostopoulou 06 Gallery

Η παράσταση

Ο Ανέστης Αζάς –γνωστός για την πειραματική του ματιά στην σκηνοθεσία και πρώην διευθυντής της Πειραματικής του Εθνικού μαζί με τον Πρόδρομο Τσινικόρη - συνέθεσε μια multimedia παράσταση με καταγωγή από το θέατρο ντοκιμαντέρ και τεχνικές devised theatre. Η ιδέα του ήταν πολύ πρωτότυπη κι ενδιαφέρουσα, αφού αφορούσε τη δημιουργία μιας νέας χώρας με νέο πολιτισμικό εντός μιας προϋπάρχουσας μεγαλύτερης χώρας. Συγκεκριμένα, πρόκειται για τη συνένωση ενός Τούρκου και μιας Ελληνίδας, του Faith Demir και της Σοφίας Παπαδάκη, που έχουν ανοίξει το μπακλαβαδίτζικο τους στο Μεσολόγγι. Μετά από μια σειρά αρνητικών περιστατικών αποφασίζουν να δημιουργήσουν ένα δικό τους κράτος παίρνοντας άδεια από τον ΟΗΕ, στο οποίο θα είναι οι ίδιοι κυβερνήτες, νοικιάζοντας ένα νησί στη λιμνοθάλασσα του Μεσολογγίου. Πρόκειται ουσιαστικά όχι για μια διακήρυξη ανεξαρτησίας, όπως αυτοί που ζητούν οι Καταλανοί και οι Βάσκοι στην Ισπανία, το Κόσοβο στην Αλβανία ή ακόμη και οι Γαλονοί από τους Φλαμανδούς του Βελγίου, αλλά για τη δημιουργία ενός μικρού κι ανεξάρτητου κράτους με σεβασμό στη διαφορετικότητα, χωρίς σύνορα και διακρίσεις βάσει του πολιτισμού ή της θρησκείας. R.o.B. (Republic of Baklava) θα πει Δημοκρατία του Μπακλαβά, θα πει αποδοχή κι αγάπη χωρίς ενοχές. Το R.o.B. είναι ένα είδος ετεροτοπίας όπου οι υπήκοοι αλλά κι οι θεατές για λίγο ξεχνούν τις κακοποιητικές συμπεριφορές, τη μισαλλοδοξία, την καταπάτηση του Εγώ τους και… τους φόρους.

Η παράσταση Η Δημοκρατία του Μπακλαβά μου θύμισε έντονα την ιστορία του τεχνητού νησιού Libera Teritorio de la Insulo de la Rozoj ή εν συντομία Rose Island, του οποίου την ανεξαρτησία επιδίωξε ο Τζιόρτζιο Ρόζα στις 24 Ιουνίου 1967. Το μικρό πλωτό κρατίδιο είχε αναστατώσει τόσο τις ιταλικές αρχές όσο και τον Διεθνή Τύπο. Την άνοιξη του 1967, ο ιταλός μηχανικός σχεδίασε, χρηματοδότησε και έχτισε μια τεχνητή πλατφόρμα 400 τ.μ. μέσα στη θάλασσα, περίπου 7 ναυτικά μίλια (11 χλμ) από τις ακτές του Ρίμινι. Στηριγμένο σε χαλύβδινες σωληνώσεις, 26 μέτρα πάνω από τον βυθό της θάλασσας, το project του Ρόζα ήταν μια άκομψη κατασκευή: ένα τσιμεντένιο κτίσμα πάνω σε μια εξέδρα πετρελαίου. Ωστόσο, η θέση του ήταν αναμφίβολα εντυπωσιακή. Βρισκόταν έξω από τα ιταλικά χωρικά ύδατα, και δεν δεσμευόταν από τους νόμους της χώρας. Παράλληλα, ο ελευθεριάζων τρόπος ζωής και η αθρόα προσέλευση ανθρώπων από όλο τον κόσμο είτε ως τουρίστες είτε ως αιτούντες υπηκοότητας, είχαν προκαλέσει μια θύελλα αντιδράσεων. Η ιστορία αυτή ξαναήρθε στο προσκήνιο το περασμένο φθινόπωρο, με την κυκλοφορία της ταινίας «Rose Island» του σκηνοθέτη Sydney Sibilia.

Αν αναλογιστούμε πως δεν είναι απλώς η αποικία ενός ακατοίκητου νησιού από πρόσφυγες ή «κλέφτες», αλλά η ανάγκη ενός νέου ζευγαριού από διαφορετικές χώρες και μάλιστα από δύο γειτονικές χώρες, την Ελλάδα και την Τουρκία, οι οποίες είναι σε διαρκή επιφυλακή και διπλωματικά επεισόδια κι ας έχουν περάσει 200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση, καταλαβαίνουμε πόσο φρικτά επίκαιρο είναι το έργο. Εκτίμησα ιδιαιτέρως την επιλογή τούρκου ηθοποιού για τον ρόλο του Faith (που σημαίνει πίστη) και για την γλωσσολογική επιλογή ν’ ανέβει το έργο κυρίως στ’ αγγλικά, με κομμάτια στα ελληνικά και στα τουρκικά, ενώ ασφαλώς ολόκληρο το κείμενο προβαλλόταν με υπέρτιτλους. Τέτοιες επιλογές σχεδόν επιβάλλονται από μια φεστιβαλική παράσταση, ενώ διευκολύνεται η κινητικότητα ελληνικών παραγωγών σε θέατρα ή φεστιβάλ του εξωτερικού.

Ο Ανέστης Αζάς φαίνεται πως ξέρει πολύ τι κάνει και σε ποιο κοινό απευθύνεται. Δημιούργησε μαζί με την ομάδα του μια παράσταση καθόλα σύγχρονη και με το βλέμμα προς το μέλλον, μια παράσταση συμπεριληπτική χωρίς μεροληψίες ή παρωχημένες ιδέες. Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί ενώ βασίζουμε προς το 2022, μιλάμε ακόμη για την καταγωγή, το φύλο, τη θρησκεία, την ηλικία ή ακόμη και το επάγγελμα κάποιο ως ενδεικτικό του χαρακτήρα ή φορέα μιας σειράς στερεοτύπων, όπως αντίστοιχα, πως δεν είμαστε οι ένδοξοι πρόγονοι μας, απλώς έτυχε να γεννηθούμε σε μια χώρα, μια δεδομένη στιγμή. Προσωπικά, εκτιμώ πολύ όσους υποστηρίζουν και δημιουργούν πάνω στην κουλτούρα τους κι ενίοτε συνεισφέρουν στην ιστορία περισσοτέρων από ένα ανθρώπων, αλλά προτιμώ να βλέπω τον καθένα ως μονάδα κι όχι ως υποσύνολο μιας νόρμας. Παρακολουθώντας τη Δημοκρατία του Μπακλαβά, ένιωθα πως βλέπω μια καθαρά ευρωπαϊκή (πειραματική) παράσταση, που αφορά πέραν από εμένα –το ελληνικό κοινό γενικότερα- κι ένα μεγαλύτερο κι ετερόκλητο κοινό.

Και σκέφτομαι: τι θέση δίνουμε σε μια πιο καθαρά ερευνητική δραματουργία στην εγχώρια θεατρική σκηνή; Αν εξαιρέσουμε την πολύπαθη Πειραματική Σκηνή, την οποία μάλιστα κατήργησε ο τέως Διευθυντής του Εθνικού, ή τα εκάστοτε θεατρικά φεστιβάλ θεατρικών ομάδων (Off Off Athens, Νεανική Πλατφόρμα, τα Δευτερότριτα στο Αμόρε παλιότερα), οι νέοι καλλιτέχνες δύσκολα βρίσκουν το πράσινο φως, πόσω μάλλον να επιδοτούνται. Η Στέγη έχει κάνει σίγουρα έχει κάνει δουλειά προς αυτή την κατεύθυνση, αλλά σίγουρα δεν είναι προσιτή σε όλους. Δεν είναι τυχαίο μάλλον που ορισμένες παραστάσεις, στην «πιάτσα» τις χαρακτηρίζουμε «φεστιβαλικές», αφού μόνο τα Φεστιβάλ παίρνουν το ρίσκο να το ψάξουν λίγο παραπάνω, να δεχτούν και κάτι πιο διαφορετικό ή μη δοκιμασμένο. Έχοντας αυτό κατά νου, εκτίμησα λίγο παραπάνω την παράσταση Η Δημοκρατία του Μπακλαβά.

Azas Dimokratia tou BaklavaPinelopi Gerasimou 02 Gallery

Νωρίτερα μέσα στο καλοκαίρι είχαμε παρακολουθήσει την παράσταση Εθνικό Ντεφιλέ στην Πειραιώς 260 στην Πειραιώς 260 που ήταν σε παρόμοια θεματική. Αν βάλουμε μέσα και το 1821 – Η επιθεώρηση, το Λούκη Λάρα κι άλλες δουλειές, γίνεται αισθητή μια τάση διερεύνησης της εθνικής μας ταυτότητας και της έννοιας της Επανάστασης στο σήμερα, που φαίνεται μακρινή ανάμνηση. Η βασική διαφορά με το Εθνικό Ντεφιλέ είναι πως εκεί ήταν μια πιο ντοκιμενταρίστικη παράσταση, ένα είδος πασαρέλας με πληροφοριακό κείμενο, ενώ εδώ είχαμε μια πιο ολοκληρωμένη μεταδραματική δραματουργία με σαφείς χαρακτήρες και με πιο σύγχρονη ματιά.

Στο σκηνογραφικό-ενδυματολογικό κομμάτι, εκτίμησα ιδιαίτερα τον τρόπο που η Βασιλεία Ροζάνα αξιοποίησε τα κοστούμια με πολλαπλές χρήσεις, δανειζόμενη στοιχεία κι από τις δύο κουλτούρες σε μια πιο συμπεριληπτική και fashionable γραμμή. Οι σκηνές όπου οι ηθοποιοί χόρευαν με τους δίσκους με τη ζάχαρη άχνη, ή μετατράπηκαν στην μπάντα Bakla Sabbath, ήταν ένα λαμπρό παράδειγμα της κινησιολογίας της Ζωής Χατζηαντωνίου και της φρεσκάδας της ιδέας του Αζά. Οι ηθοποιοί ήταν τόσο δοσμένοι στη συνθήκη που η ερμηνεία τους έμοιαζε αβίαστη.

Όσον αφορά τον θίασο, θα ήθελα να σταθώ στην χαρισματική και ακαλούπωτη φυσιογνωμία του Γιώργου Κατσή, τον οποίο έχουμε θαυμάσει σε πολλές νεανικές δουλειές στις οποίες είτε έχει παίξει είτε έχει σκηνοθετήσει. Η διαφορά με τις προηγούμενες δουλειές του, ήταν ότι ως τώρα έβλεπα μια αμετροέπεια κι έναν καλοδεχούμενο ερμηνευτικό χαβαλέ, ενώ εδώ μπόρεσε να λειτουργήσει περισσότερο εντός πλαισίου και να δείξει περισσότερα στοιχεία της ερμηνευτικής του παλέτας. Δεν είναι όλοι ηθοποιοί ρεπερτορίου, αλλά δεν είναι κι όλοι διαθέσιμοι στο να το ψάξουν, να πειραματιστούν, να αυτοαναιρεθούν επί σκηνής. Ο Γιώργος Κατσής ανήκει στη δεύτερη (παραγνωρισμένη) κατηγορία.

Συνοπτικά, Η Δημοκρατία του Μπακλαβά δεν είναι μια συνηθισμένη περίπτωση παράστασης, αλλά κάτι που δεν με πειράζει να συνηθίσω είναι η έκπληξη του μια παράσταση να ξεπερνάει τις προσδοκίες σου και τελικά να ξεχνιέσαι και να μπαίνεις σ’ ένα άλλο σύμπαν. Η παράσταση του Ανέστη Αζά ήταν πασπαλισμένη από αγάπη και … φιστίκι.

Από τον Αναστάση Πινακουλάκη

Το προηγούμενο σαββατοκύριακο (16-17 Ιουλίου) παρουσιάστηκε το έργο Γάλα, αίμα της Αλεξάνδρας Κ* σε σκηνοθεσία Γιάννου Περλέγκα στη Μικρή Επίδαυρο. Το κείμενο γράφτηκε ως ανάθεση του Φεστιβάλ Αθηνών με αφορμή τη Μήδεια του Ευριπίδη και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Νεφέλη (θεατρική σειρά «Contemporary Ancients»). Πρόκειται για το δεύτερο –με τη σειρά που παραστάθηκαν- από τα τέσσερα έργα που γράφτηκαν με ανάθεση από Έλληνες συγγραφείς, μαζί με τα Το σπίτι με τα φίδια (Β. Χατζηγιαννίδης), Κρεουργία (Γ. Μαυριτσάκης) και Η Φαίδρα καίγεται (Α. Μιχαλοπούλου).

Το κείμενο

Το καλοκαίρι του ’58, σ’ ένα χωριό της ελληνικής επαρχίας, μια γυναίκα σκοτώνει τα δυο της παιδιά. Σύμφωνα με τη συγγραφέα, Αλεξάνδρα Κ*, το έργο μεταφέρει τη Μήδεια σε μια εποχή που η γυναίκα μόλις αρχίζει να αντιλαμβάνεται πως η ζωή δεν επιφυλάσσει την ίδια τύχη στα δύο φύλα. Η Ξένη έχει περάσει χρόνια περιορισμένη στους ρόλους της κόρης, της συζύγου και της μητέρας, υπό το άγρυπνο μάτι της στενής κοινωνίας όπου την έφεραν να ζήσει. Όταν ο άντρας της παντρεύεται μιαν άλλη γυναίκα, και η ίδια δεν έχει πια κανέναν ρόλο να υπηρετήσει, ψάχνει να βρει τι έχει απομείνει απ’ αυτήν ακόμα ζωντανό.

Πρόκειται για ένα σύγχρονο τρίπρακτο έργο χωρισμένο σε δέκα σκηνές, μ’ ενότητα χώρου και χρόνου, ενώ η δράση εξελίσσεται εντός ενός 24ωρου στα πρότυπα του Αρχαίου Δράματος. Ο δραματικός χώρος τοποθετείται στο καλοκαίρι του 1958, σ’ ένα χωριό της ελληνικής επαρχίας, στην Αργολίδα. Η επιλογή της περιοχής δεν είναι διόλου τυχαία, αφού η συγγραφέας επιθυμούσε ο σκηνικός και δραματικός χώρος να ταυτίζονται. Να πούμε βεβαίως πως αυτό είναι ένα προνόμιο που έχουν οι συγγραφείς μόνο όταν γνωρίζουν τον χώρο όπου θα παρασταθεί το έργο τους και κάτι τέτοιο συμβαίνει ευκολότερα όταν πρόκειται για ανάθεση.

Όσον αφορά τους χαρακτήρες του έργου, η Αλεξάνδρα Κ* διατηρεί σχεδόν το σύνολο των χαρακτήρων δίνοντάς τους ως όνομα την ιδιότητα ή το φύλο τους. Έτσι έχουμε την Ξένη (Μήδεια), τον Άντρα (Ιάσονας), τη Δασκάλα (Παιδαγωγός & Τροφός), το Φίλο (Αιγέας), τη Νέα (Νύφη), τον Πατέρα της (Κρέοντας), τα κορίτσια (αλλάζει το φύλο των παιδιών της Μήδειας και τους δίνει δραματική υπόσταση), ενώ προσθέτει τη Μητέρα του (πεθερά της Μήδειας) για να ενισχύσει τη θεματολογία της. Ο Χορός απουσιάζει με τη μορφή που είχε, αλλά διατηρεί έναν παρεμβατικό κοινωνικό περίγυρο που θυμίζει ελληνική επαρχία. Τέλος, μπορεί να μην έχουμε Αγγελιοφόρο, αλλά το τραγικό γεγονός αφηγείται η Δασκάλα.

Η Αλεξάνδρα Κ* συνέθεσε μ’ έναν πολύ δικό της τρόπο ένα φεμινιστικό σύγχρονο δράμα, που ενώ τηρεί το βασικό αφηγηματικό σκελετό, δε διστάζει να πάρει μερικές «τολμηρές» αποφάσεις που δίνουν μια νέα και πολύ προσφιλής στα σημερινά δεδομένα διάσταση. Το γάλα, αίμα είναι ένα πρώτης τάξεως οικογενειακό δράμα απόλυτα συνυφασμένο με την ελληνική πραγματικότητα και στο οποίο όλοι μας μπορούμε ν’ ανασύρουμε βιώματα από τον άμεσο ή ευρύτερο κοινωνικό κι οικογενειακό περίγυρο. Κι όμως, η Ξένη (έτσι ονομάζει τη Μήδεια) της Αλεξάνδρας Κ* δεν είναι απλώς η μάγισσα που έχει διαπράξει επανειλημμένα φόνους, μια γυναίκα που σκοτώνει από έρωτα, αλλά μια γυναίκα που βάλλεται και θεωρείται «ξένη» επειδή δίνει αξία στον εαυτό της και στο φύλο της, μια γυναίκα που δε δέχεται να θαφτεί ζωντανή από την κοινωνία-μάτι που είναι έτοιμη να κανιβαλίσει τη δυστυχία του διπλανού, μια γυναίκα που θέλει να προστατέψει τις κόρες της από τα κακώς κείμενα της ελληνικής επαρχίας.

Η παράσταση

Το έργο της Αλεξάνδρας Κ* ευτύχησε να σκηνοθετηθεί από το Γιάννο Περλέγκα (ο οποίος μάλιστα υποδύθηκε τον Πατέρα), στη Μικρή Επίδαυρο, τον θεατρικό χώρο για τον οποίο γράφτηκε. Καταρχάς, όπως προαναφέρθηκε, το έργο ήταν ανάθεση από το Φεστιβάλ Αθηνών κι άρα η συγγραφέας γνώριζε εκ των προτέρων σε ποιον χώρο θ’ ανέβαινε το έργο της. Έχοντας αυτό υπόψη, μετέφερε τη δράση της στο νομό Αργολίδος το 1958. Ο φυσικός χώρος της Επιδαύρου και τα σκηνικά της Λουκίας Χουλιάρα ήταν το απόλυτο σκηνικό περιβάλλον για το Γάλα, αίμα. Σας παραθέτω την σκηνική οδηγία της συγγραφέως για να καταλάβετε τη συνέπεια έργου και περιβάλλοντος: Στην αυλή του σπιτιού, μια μπουγάδα με ρούχα αντρικά και δύο φουστανάκια μικρών κοριτσιών. Μπροστά, στο αλώνι, ένας νέος άντρας με μπουζούκι κάνει πρόβα ένα δημοτικό τραγούδι. Μια νέα γυναίκα τον συντροφεύει στο τραγούδι καπνίζοντας. Ένας γέρος περνάει λούστρο σε τραπέζια και καρέκλες. Μια γριά κεντά μονογράμματα σ’ ένα βουνό από τραπεζομάντιλα. Δύο μικρά κορίτσια πλένουν στεφάνια με λουλούδια. Από το σπίτι ακούγεται κάτι να αλυχτά.

Βασικό δομικό χαρακτηριστικό της παράστασης, που διαφαίνεται στο έργο, αλλά αποκτά μεγαλύτερο χώρο είναι η μουσική. Γνωρίζοντας την καλλιτεχνική ταυτότητα του Γιάννου Περλέγκα, δε θα μπορούσε να λείπει από την παράσταση του συγκεκριμένου έργου η μουσική, με δημοτικά και ρεμπέτικά τραγούδια και την αίσθηση του κουτουκιού να είναι διάχυτη στην παράσταση (μουσική επιμέλεια: Στράτος Γκρίντζαλης). Δεν ήταν όμως μόνο η μουσική. Η παράσταση είχε έντονα λαϊκό χαρακτήρα κι αυτό βοηθούσε το έργο να επικοινωνηθεί με το κοινό: τα λαμπάκια και τα τραπέζια που θύμιζαν ταβέρνα, οι ηθοποιοί που έκαναν μικροδράσεις που παρέπεμπαν σ’ ελληνική επαρχία.

Το ενδυματολογικό κομμάτι είχε μεγάλο ενδιαφέρον, με τα φορέματα των γυναικών να θυμίζουν παραδοσιακές φορεσιές, ιδίως της Δασκάλας και της Μητέρας. Καλοντυμένες και καλοχτενισμένες, έρχονταν σε πλήρη αντίθεση με την ατημέλητη και «ανδροπρεπή» Ξένη. Η Έλενα Τοπαλίδου αντί για φόρεμα φορούσε παντελόνι και φανέλα, ενώ αργότερα φοράει το πουκάμισο του πατέρα της. Βασική προσθήκη του έργου είναι η μετατροπή των γιων του Ιάσονα και της Μήδειας σε κόρες και μάλιστα συμμετέχουν στην δραματουργία. Η τελευταία σκηνή της δεύτερης πράξης, όπου η Ξένη συμβουλεύει τις κόρες της να μένουν μακριά από τους άντρες, να εργαστούν και να μάθουν πως μπορούν να φύγουν αν χρειαστεί, είναι από τις πιο βαρύνουσας σημασίας για το συγκεκριμένο έργο. Αντίστοιχα, από τις πιο χαρακτηριστικές σκηνές της παράστασης, είναι όταν η Ξένη νανουρίζει και στη συνέχεια στραγγαλίζει τις κόρες της στην αγκαλιά της μέσα στο χώμα.

gala aimaDimitris Christodoulou 02 Press kit

Ο θίασος της παράστασης ερμήνευσε υποδειγματικά τους ρόλους του έργου, με βασική πρωταγωνίστρια την Έλενα Τοπαλίδου ως Ξένη (Μήδεια). Η Έλενα Τοπαλίδου είναι μια μοναδική περίπτωση ηθοποιού –σίγουρα θα την είχατε θαυμάσει ως Γερτρούδη στον Άμλετ του Κακλέα ή ως Γιάννα η Κουλουρού στο Φεστιβάλ Αθηνών- ένα υποκριτικό αερικό. Έχοντας διαβάσει το έργο και στη συνέχεια παρακολουθήσει την παράσταση δε θα μπορούσα να φανταστώ διαφορετική ερμηνεύτρια για τον ρόλο της Ξένης. Σε μερικά χρόνια, η Τοπαλίδου θα ήταν μια ιδανική Φαίδρα ή Αγαύη.

 

sirmo keke

Ξεχωρίσαμε επίσης τη Σύρμω Κεκέ, ως Μάνα, τη μητέρα του Ιάσονα (ρόλος που δεν υπάρχει στον Ευριπίδη) που φάνηκε ιδιαιτέρως συγκροτημένη κι αιχμηρή. Έργο που έχει θέμα τη θέση της γυναίκας στην ελληνική επαρχία, δε θα μπορούσε να μην έχει μια «κακιά πεθερά», μια γυναίκα που επιλέγει την υποβάθμιση της για να συντηρήσει το παραδοσιακό πατριαρχικό μοντέλο. Αντίστοιχη φιγούρα, ο Πατέρας (ο αντίστοιχος Κρέοντας) του Γιάννου Περλέγκα ήταν ένα «αρσενικό παλιάς κοπής», ένας ανάλγητος λευκός άντρας στην εξουσία που είναι σε θέση ν’ αποφασίζει για όσα θηλυκά κι αρσενικά εξουσιάζει με το χρήμα και την κοινωνική του θέση.

Ο Μιχάλης Τιτόπουλος ως Άντρας φαινόταν αρχικά ιδιαίτερα μαλθακός κι αμέτοχος στη δράση, σε αντιστοιχία με τον Ιάσονα, σε μια ενδιαφέρουσα αντίστιξη με την Ξένη. Η σκηνή της ερωτικής του εξομολόγησης προς την πρώην γυναίκα του και το παρατεταμένο φιλί που δεν είχα ανιχνεύσει στο κείμενο, οπότε μάλλον ήταν προσθήκη του σκηνοθέτη έδεσε υπέροχα, με τις κόρες τους να είναι παρούσες. Κάτι που εκτίμησα στη διαχείριση του θιάσου από τον σκηνοθέτη, ήταν η ταυτόχρονη παρουσία προσώπων επί σκηνής, κι η συνεχής αίσθηση πως όλα τα εν οίκω, βρίσκονται υπό κρίση του δήμου, της τοπικής κοινότητας. Με αυτόν τον τρόπο οι δευτερεύοντες ρόλοι, ο γέρος κι η γριά, τα κορίτσια, ο Φίλος (Γιώργης Βασιλόπουλος) κι η Δασκάλα (Μάγδα Καυκούλα), ήταν ένας ανεστραμμένος Χορός, οι «δικαστές», η μετουσίωση του πολύ ελληνικού «τι θα πει ο κόσμος;». Ο Γιάννος Περλέγκας δεν άφησε τίποτα στη φαντασία του θεατή, τα έθεσε όλα στο τραπέζι κι είχε την ανάλογη μουσική επιλογή στο προσκήνιο ή στο παρασκήνιο.

Από τις ελάχιστες αυθαιρεσίες του σκηνοθέτη ήταν η επιλογή να μην δείξει πως η Ξένη ποτίζει με βενζίνη το χώμα και μετά τον τελικό της μονόλογο βάζει φωτιά στο σπίτι τους, αφενός από τις τύψεις για το φονικό που διέπραξε κι αφετέρου για να καεί μαζί με τους τοίχους που την έπνιγαν. Η αλήθεια είναι πως σαν γνώστης του κειμένου μου έλειψε, αλλά εντέλει το φινάλε της παράστασης λειτούργησε άψογα και χωρίς αυτή τη λεπτομέρεια. Η Έλενα Τοπαλίδου ήταν συγκλονιστική στην τρίτη πράξη της παράστασης κι ο Μιχάλης Τιτόπουλος/Άντρας φαινόταν καταρρακωμένος από την αποκάλυψη του φονικού των παιδιών του.

Συμπερασματικά, η παράσταση Γάλα, αίμα του Γιάννου Περλέγκα ανέδειξε με τον καλύτερο τρόπο το κείμενο της Αλεξάνδρας Κ*, αποτελώντας την ζωντανή απόδειξη πως μια ανάθεση μπορεί ν’ αποτελέσει σημείο αναφοράς τόσο για μια θεατρική σειρά όσο και ένα θεατρικό καλοκαίρι. Το Γάλα, αίμα φέρει επάξια τον τίτλο «Contemporary Ancient», καθώς προβλέπω πως θα είναι ένα έργο που θα ξαναδεί σύντομα το φως της σκηνής. Τέτοιες θεατρικές φωνές αξίζει ν’ ακούγονται σε μεγαλύτερο εύρος και η πλατεία να τις αντιλαλεί.

 φωτογραφίες: Δημήτρης Χριστοδούλου

 

Διαβάστε επίσης:

 

Contemporary Ancients: Από Τη Μήδεια Στο «Γάλα, Αίμα» Της Αλεξάνδρας Κ*

 

Την Παρασκευή 23 Ιουλίου έκανε πρεμιέρα το νέο έργο του Γιάννη Μαυριτσάκη Κρεουργία, με αφορμή τις Βάκχες του Ευριπίδη.

Η παράσταση Κρεουργία σε σκηνοθεσία Γιώργου Σκεύα, παρουσιάστηκε την Παρασκευή 23 και το Σάββατο 24 Ιουλίου στη Μικρή Επίδαυρο. Το έργο περιλαμβάνεται στη νέα θεατρική σειρά του Φεστιβάλ Αθηνών «Contemporary Ancients» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Νεφέλη. Πρόκειται για το τρίτο κατά σειρά σύγχρονο έργο-ανάθεση που παρουσιάζεται στο φετινό Φεστιβάλ μετά το Το σπίτι με τα φίδια του Β. Χατζηγιαννίδη και το Γάλα, αίμα της Αλεξάνδρας Κ*, ενώ το ίδιο σαββατοκύριακο παρουσιάστηκε στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου το αποσπασματικό σατυρικό δράμα Ιχνευταί του Σοφοκλή που κυκλοφορεί σε νέα έκδοση στην ίδια θεατρική σειρά. Η Κρεουργία (Carnage) φέρει την υπογραφή του συγγραφέα Γιάννη Μαυριτσάκη (Μετατόπιση προς το ερυθρό, Κωλοδουλειά, Η επίκληση της γοητείας).

Το κείμενο

Εμπνευσμένος από τις «Βάκχες» του Ευριπίδη, κι ακόμα περισσότερο από το σκοτάδι και το αίνιγμα του πιο τελετουργικού έργου της αρχαίας θεατρικής γραμματείας, ο Γιάννης Μαυριτσάκης παραδίδει ένα νέο αίνιγμα. Ένα σύγχρονο, τεχνοκρατικό σύμπαν, με κυρίαρχη μια οθόνη προβολής στη θέση του παλατιού του Πενθέα, γίνεται χώρος τέλεσης ενός δρώμενου που αποτυπώνει το εύθραυστο όριο μεταξύ εικονικού και πραγματικού, ονείρου και βιώματος, πολιτισμού και φύσης, καθώς επίσης αρσενικού και θηλυκού, όπως ανθρώπινου και θείου, με τη γλώσσα να κρατά στο έργο τον πρωταγωνιστικό ρόλο.

Δεν πρόκειται για μια διασκευή του έργου του Ευριπίδη, αλλά για ένα καινούργο έργο με τη δική του προσωπικότητα, αντλώντας ποιότητες από την ουσία του διονυσιασμού και του μύθου των Βακχών. Αποτελείται από 5 εικόνες και 6 χαρακτήρες που διατηρούν τις ιδιότητες και τα ονόματα των αρχετύπων τους: Διόνυσος, Πενθέας, Αγαύη, Αγγελιόφορος, Κάδμος, Τειρεσίας. Το κείμενο κυκλοφορεί σε δίγλωσση έκδοση από τις εκδόσεις Νεφέλη, με την μετάφραση της Χριστίνας Πολυχρονίου στ’ αγγλικά. Η δράση μεταφέρεται από τον Κιθαιρώνα, σ’ ένα σύγχρονο πολυόροφο κτίριο, ενδεχομένως μια μεγάλη εταιρεία με σαφείς σκηνικές οδηγίες που επιτάσσουν τη χρήση οθονών προβολής. Μαύρος γρανίτης, τραπέζι συσκέψεων, μεγάλη οθόνη προβολής. Business professional dress code. Στην οθόνη προβάλλεται live εικόνα από το βαθύ διάστημα. Ο Διόνυσος διευθύνει την προβολή, ενώ ο Πενθέας παρακολουθεί από την καρέκλα του.

Ο Διόνυσος παρουσιάζεται από την αρχή χειριστικός και με μια ιδιαίτερη γοητεία, με τον Πενθέα ν’ αφήνεται στα χέρια του αρχικά από φόβο και στη συνέχεια από ερωτική επιθυμία. Η τριβή μεταξύ τους στην 3η Εικόνα θα θίξει ζητήματα φύλου, με τον Πενθέα να δέχεται να «γίνει η γυναίκα» του Διονύσου, ώστε να λαμβάνει την προσοχή και τη φροντίδα του. Μια βασική διαφορά από το πρωτότυπο, είναι η ερωτική επιθυμία και η αιμομικτική συνεύρεση της Αγαύης με τον Πενθέα που μπορεί να μην φαίνεται επί σκηνής, αλλά μεταφέρεται λεπτομερώς από την αγγελική ρήση. Να τονίσουμε πως δεν είναι μια ακούσια συνουσία μητέρας-γιου όπως αυτή της Ιοκάστης με τον Οιδίποδα, αλλά για μια εκούσια ή έστω υποκινημένης από το Διόνυσο σεξουαλικής πράξης που παραβιάζει τους νόμους… κι ας είναι οικογενειακή υπόθεση. Η ερωτική μανία της Αγαύης συνδέεται άμεσα με τον διονυσιασμό, ενώ διαβάζοντας το έργο στο σήμερα και κυρίως με την κατάληξη της επαφής τους, μπορούμε να το συνδέσουμε με μια σειρά από ερωτικά εγκλήματα και περιπτώσεις ενδοοικογενειακής βίας. Μάλιστα, η αντίδραση του Κάδμου –πατέρα της Αγαύης- είναι η συγκάλυψη του γεγονότος με την διαγραφή των αρχείων καταγραφής κι όχι η τιμωρία των «αμαρτωλών».

Το κείμενο του Μαυριτσάκη διακρίνεται για την ακραία σεξουαλικότητά και την κυνικότητά του, τους τρεις εκτενείς μονολόγους του (Αγγελιοφόρος, Πενθέας, Αγαύη), την εκλεπτυσμένη και συγχρόνως αντιθεατρική/έντονα αφηγηματική γλώσσα του, τις σκηνικές οδηγίες που απαιτούν τη χρήση νέων τεχνολογιών και την έλλειψη κάθαρσης. Διαβάζοντας το κείμενο, δίνεται έντονα η αίσθηση του στρες και της γεύσης του «απαγορευμένου καρπού», ενώ διευρύνεται το πεδίο αναζήτησης των σεξουαλικών φύλων, με τον Πενθέα να περνάει από το αρσενικό στο θηλυκό, ενώ στο μονόλογο του αναφέρεται συχνά στον ιππόκαμπο, ζώο της θάλασσας που είναι σύμβολο των bisexual και non binary ατόμων επειδή είναι ερμαφρόδιτο. Η νομικά κολάσιμη ερωτική σχέση μάνας-γιου αναπαράγεται τόσο από την αφήγηση του αγγελιοφόρου –ο οποίος μάλιστα παραδέχεται πως είναι ερεθιστική εικόνα- κι από την στιχομυθία Κάδμου-Τειρεσία, ενώ η χρήση των βίντεο στην παράσταση πολλαπλασιάζουν την οπτική μας πάνω στο θέμα.

Η παράσταση

Ο Γιώργος Σκεύας δημιούργησε μια παράσταση αρκετά κοντά στην αισθητική των σκηνικών οδηγιών του κειμένου, πράγμα που είναι μια ιδανική τακτική για το πρώτο ανέβασμα ενός καινούργιου έργου. Στο θέατρο της Αργολίδος, δέσποζαν μπροστά από το γνώριμο οίκημα 3 κάθετες ορθογώνιες οθόνες προβολής, μια καρέκλα γραφείου, το πάνω μέρος ενός τραπεζιού που θύμιζε φέρετρο και πάνω στο οποίο βρισκόταν για τα 4/5 της παράστασης ξαπλωμένη η ηθοποιός Κόρα Καρβούνη (Αγαύη) γυμνή και καλυμμένη από μια γούνα από μινκ, ενώ στο έδαφος υπήρχε ένα πλέγμα από καλώδια, ένας κύβος που ήταν επίσης οθόνη προβολής και ηχητικοί εξοπλισμοί (σκηνικά: Θάλεια Μέλισσα κι Ίρις Σκολίδη). Δινόταν έντονη η αίσθηση του οργουελικού «Μεγάλου Αδερφού», μια δυστοπία όχι και τόσο μακρινή τη χρονιά των τηλεδιασκέψεων, επιλογή που δε φαινόταν τυχαία. Εύσημα αξίζουν και στην Σήμη Τσιλαλή για τον ηχητικό σχεδιασμό της παράστασης που σε συνδυασμό με τις προβολές δίνουν τη φυσιογνωμία της παράστασης.

Το σκηνογραφικό κομμάτι ακολουθούσε σε μεγάλο βαθμό τις σκηνικές υποδείξεις του κειμένου, αλλά δεν φαινόταν να επικοινωνεί με τον φυσικό χώρο της Μικρής Επιδαύρου, σε αντίθεση με το Γάλα, αίμα που ήταν εμφανώς γραμμένο με βάση τον συγκεκριμένο χώρο. Η Κρεουργία δεν μπορεί να παρασταθεί χωρίς οθόνες προβολής το δίχως άλλο, αλλά νομίζω πως χρειαζόντουσαν μεγαλύτερες οθόνες για να «παγιδευτεί» περισσότερο το βλέμμα του θεατή. Νιώθω πως η συγκεκριμένη παράσταση θα ήταν επιδραστικότερη στην Πειραιώς 260 ή σε κάποια αίθουσα black box όπως το Θησείο, το Bios ή το πλέον ανενεργό Βυρσοδεψείο.

Να γυρίσουμε όμως στην παράσταση που παρακολουθήσαμε. Οι ηθοποιοί ήταν ενδεδυμένοι με επίσημο μαύρο ένδυμα (κοστούμια: Εβελίνα Δαρζέντα), με τον Διόνυσο να φοράει επιπλέον και γάντια. Ενδιαφέρουσα λεπτομέρεια στα γυμνά των Νούση (Πενθέας) και Καρβούνη (Αγαύη) ήταν οι λευκές γάζες στην περιοχή των γλουτών και των γεννητικών τους οργάνων, που θύμιζαν κάτι ανάμεσα σε χειρουργικές γάζες και σερβιέτες, που στην τελική σκηνή του έργου συνδυάστηκαν μ’ ένα ζωικό περπάτημα που θα μπορούσε να υποδεικνύει πως ήταν τα πειραματόζωα του Διονύσου αλλά και μια εμφατική ανάγνωση της ζωικότητας κάτω ή παράλληλα με την ανθρωπινότητα των ηρώων. Θα σταθώ στην ατάκα της Αγαύης: «Δεν είστε αυτοί νομίζετε πως είστε, έχετε κάνει λάθος.»

Αυτό ήταν το περίβλημα της παράστασης, το οποίο -όπως προείπαμε- υπηρέτησε άριστα το κείμενο, βασική επιδίωξη μάλλον, του σκηνοθέτη Γιώργου Σκεύα.

Υπήρξαν ωστόσο ορισμένα ζητήματα με την παράσταση που υπήρξαν καταλυτικά για την επικοινωνία της με το ζωντανό της κοινό. Καταρχάς, πρόκειται για ένα κείμενο με αρκετές εκφράσεις που θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε μη θεατρικές, και με μακρόσυρτους μονόλογους που απαιτούν επιπλέον συγκέντρωση και ετοιμότητα ώστε να έχουν ροή κι άρα παραστασιμότητα. Ο Νούσης κι η Καρβούνη έκαναν αρκετά σαρδάμ στην εκφορά των μονολόγων τους, που γινόντουσαν εύκολα αντιληπτά στον θεατή λόγω της προβολής του κειμένου με τη μορφή υποτίτλων. Δεύτερον, η παράσταση είχε ζητήματα ροής και συνοχής, δίνοντας την αίσθηση πως πλατειάζει ακόμη. Θα ήθελα περισσότερο τολμηρή την σκηνοθεσία του Σκεύα, που ενώ έδωσε πολύ καλά δείγματα κατανόησης και παράστασης του έργου, με τις προβολές, με την επανάληψη τμήματος του μονολόγου της Αγαύης στην έναρξη της παράστασης, με τη ζωώδη σωματικότητα των κεντρικών ηρώων, περιόρισε την έκταση αυτών των ιδεών. Πρόκειται για κείμενο που εκ πρώτης όψεως φαίνεται «διαβαστό», ενώ όπως φάνηκε σπερματικά προσφέρεται για δράσεις και εικόνες που μπορούν να δημιουργήσουν μια ενδιαφέρουσα και performative παράσταση. Δεν μπορώ να πω με σιγουριά αν έφταιγε η ανεξίτηλη προσωπικότητα του χώρου ή το ίδιο το κείμενο, αλλά η παράσταση δεν έφτασε εκεί που θα μπορούσε.

Οι ηθοποιοί της παράστασης ήταν συνεπείς στο χαρακτήρα της, με πρωτεύοντα το Γιώργο Νούση στο ρόλο του Πενθέα. Ο νεαρός ηθοποιός κατάφερε να μεταδώσει τις ανησυχίες και την ανασφάλεια του Πενθέα, την ψυχοπαθολογία της σχέσης του με την μητέρα του, αλλά και τον αμφισεξουαλισμό του που οδηγεί από τον διονυσιασμό και την παρενδυσία στη διασάλευση των φύλων. Η σωματική ερμηνεία του ηθοποιού τόσο σε διάδραση με το Διόνυσο (Μάξιμος Μουμούρης) όσο και με την Αγαύη (Καρβούνη), ήταν εξαιρετική και συνόδευε άριστα με το δραματικό του υπόβαθρο. Σαν θεατής μπόρεσα να εκλάβω τον φυλολυγισμό του (gender bending), και τον φόβο που τον συνοδεύει, ιδίως στο τέλος την 3ης Εικόνας όπου παρακαλά τον Διόνυσο να μην τον εγκαταλείψει. Αντίστοιχα, ο Μουμούρης ήταν όσο ψυχρός και χειριστικός απαιτούσε ο ρόλος του, δίνοντας το πάτημα για την ερμηνεία του Πενθέα, ως ένας άλλος μαριονετοπαίκτης.

Μια μικρότερης εμβέλειας διασάλευση φύλου, ήταν η επιλογή γυναίκας ηθοποιού (Αγγελική Παπαθεμελή) στο ρόλο του Αγγελιοφόρου. Ο Αγγελιοφόρος τυπικά στις παραστάσεις Αρχαίου Δράματος, ήταν ένας λαικός άντρας που καταφτάνει αγχωμένος για να διηγηθεί κάτι που συνέβη σε μη δραματικό χρόνο. Στην Κρεουργία, ο Αγγελιοφόρος θυμίζει περισσότερο τον επόπτη security ενός εργασιακού χώρου, που παρακολουθεί τη δράση από τις οθόνες των καμερών του κτιρίου. Η Παπαθεμελή έφερε το άγχος και την ένταση μιας αγγελικής ρήσης, κατά τη διήγηση της αιμομικτικής συνεύρεσης Πενθέα- Αγαύης.

Το δεύτερο peak της παράστασης μετά τον Πενθέα, ήταν ο μονόλογος της Αγαύης στην 5η και τελευταία Εικόνα του έργου, από την υπέροχη ηθοποιό Κόρα Καρβούνη. Η ηθοποιός που για παραπάνω από μια ώρα χρειάστηκε να βρίσκεται ξαπλωμένη σε ημιθανή κατάσταση στο κέντρο της σκηνής, και μετά να κυλιστεί ως πτώμα από τον Κάδμο, μπόρεσε παρά τις δυσκολίες που προαναφέραμε να επανέλθει στην ενέργεια που απαιτούσε ο ρόλος και να δώσει μαζί με τον Πενθέα μια από τις πιο χαρακτηριστικές σκηνές της παράστασης. Μοιάζει σχεδόν ακατόρθωτο να τηρηθεί η μετάβαση από την «νεκρική» στην έντονα ζωώδη κατάσταση, και σε μεγάλο βαθμό τα κατάφερε. Γνωρίζοντας τις δυνατότητες της ηθοποιού, θα περίμενα ακόμη περισσότερη ενέργεια και «τρέλα» που ίσως δεν ήταν στις επιδιώξεις του ανεβάσματος, αλλά θα κορύφωνε την παράσταση με πιο δραστικό τρόπο.

Περισσότερο διεκπεραιωτικοί ήταν ο Γιώργος Ζιόβας (Κάδμος) και ο Γιώργος Φριντζήλας (Τειρεσίας) στους ρόλους τους.

Κλείνοντας, η Κρεουργία του Γιώργου Σκεύα, ενώ είναι αρκετά κοντά στο πνεύμα του κειμένου, δεν κατάφερε να συνεπάρει και «ταλαντώσει» μεγάλο μέρος του κοινού. Η αρχή ωστόσο έγινε και πιστεύω πως σ’ έναν επόμενο κύκλο παραστάσεων ενδέχεται να είναι περισσότερο δραστική και συμπαγής. Δεν μπορούμε ωστόσο να μην αναγνωρίσουμε την πλούσια ποικιλία φωνών κι οπτικών που προσφέρει φέτος το Φεστιβάλ Αθηνών κι Επιδαύρου, με την κάθε μία ν’ αφήνει το δικό της αποτύπωμα στο θεατρικό γίγνεσθαι.

 

Διαβάστε επίσης:

Η Κόρα Καρβούνη Ονειρεύεται Μόνο Τον Ρόλο Της Μητέρας (Συνέντευξη)

Από τον Αναστάση Πινακουλάκη

 

Για πρώτη φορά με αρχαία τραγωδία, ο Γιάννης Κακλέας αυτό το καλοκαίρι παρουσιάζει τον «Ορέστη» με τον Άρη Σερβετάλη στον κεντρικό ρόλο.

 
Την Παρασκευή 16 Ιουλίου έκανε πρεμιέρα στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου η παράσταση Ορέστης σε σκηνοθεσία Γιάννη Κακλέα. Η παράσταση παρουσιάστηκε 16-18 Ιουλίου σημειώνοντας μάλιστα sold-out και κερδίζοντας το πιο θερμό χειροκρότημα, ενώ στη συνέχεια θα περιοδεύσει ανά την Ελλάδα. Χρησιμοποιήθηκε η ποιητική μετάφραση του Γιώργου Χειμωνά σε δραματουργική επεξεργασία του σκηνοθέτη. Πρωταγωνιστές της παράστασης είναι ο Άρης Σερβετάλης, η Μαίρη Μηνά, ο Πάνος Βλάχος, ο Αιμιλιανός Σταματάκης κι ο Γιώργος Ψυχογιός.
 
orestis kaklea 2
Το κείμενο
 
Ο Ορέστης του Ευριπίδη θεωρείται ότι είναι το τελευταίο έργο του ποιητή που παραστάθηκε στην Αθήνα πριν απ’την αναχώρησή του, στα 408 π.Χ., για τη Μακεδονία. Το έργο αυτό έχει ιδιοτυπία, είναι ένα έργο σκληρό: τρεις άνθρωποι προσπαθούν να σώσουν τη ζωή τους και ο αγώνας τους στρέφεται εναντίον ενός κόσμου που δε διακρίνεται για υψηλό φρόνημα και που είναι άπονος. Απ’την άποψη της σκηνογραφίας, όλο το έργο παίζεται μπροστά σ’ένα παλάτι, δεν έχουμε δηλαδή μεταβολή του σκηνικού χώρου.
 
Υπόθεση: Βρισκόμαστε στο Άργος Η Ηλέκτρα και ο Ορέστης νέοι, πληγωμένοι, εύθραυστοι, απροστάτευτοι και ευάλωτοι, ασφυκτιώντας μέσα στον μύθο τους, μετατρέπονται σε άγρια ζώα. Αποδιωγμένοι μετά την πράξη τους γίνονται από παιδιά βασιλέων μιάσματα στην ίδια τους την οικογένεια και ανεπιθύμητοι στην ίδια τους την πατρίδα. O Μενέλαος και η Ελένη φτάνουν από την Τροία. Τα δύο αδέλφια ελπίζουν στην παρέμβαση του Μενέλαου, αλλά ούτε αυτός ούτε ο Τυνδάρεως σκοπεύουν να τους βοηθήσουν. Ο Ορέστης στρέφεται τότε στον Πυλάδη. Οι δυο τους, με τη βοήθεια της Ηλέκτρας, σχεδιάζουν ένα πλάνο εκδίκησης με θύματα την Ελένη και την κόρη της, Ερμιόνη. Την τελική λύση έρχεται να δώσει η παρέμβαση του από μηχανής θεού, Απόλλωνα. Στον Ορέστη ο Ευριπίδης πιάνει το νήμα του μύθου των δύο αδερφών, του Ορέστη και της Ηλέκτρας, αμέσως μετά τη δολοφονία της Κλυταιμνήστρας, για να τον φέρει πιο κοντά στα ανθρώπινα μέτρα και να μιλήσει για την επιβίωση των νέων σ’ έναν κόσμο που καθορίζεται από συνθήκες που τους ξεπερνούν. Βυθίζει τους ήρωες του στο σκοτάδι της θλίψης, της απελπισίας και της απόγνωσης αναζητώντας το Φως.
orestis servetalis
Η παράσταση
 
Ο Κακλέας εξέπληξε το θεατρόφιλο κοινό επιλέγοντας για πρώτη φορά να σκηνοθετήσει αρχαία τραγωδία, ενώ συνήθως επιλέγει αριστοφανικές κωμωδίες ή έργα τύπου Vaudeville. Πλάι του έχει ασφαλώς τον κορυφαίο ερμηνευτή του, Άρη Σερβετάλη με τον οποίο έχει σημειώσει δύο από τις μεγαλύτερες επιτυχίες του, Το Κουρδιστό Πορτοκάλι (Αποθήκη) και το Ρινόκερο (Κιβωτός). Τους βασικούς ρόλους της διανομής τους έδωσε σε αξιόλογους ηθοποιούς που είχαν πρόσφατες τηλεοπτικές εμφανίσεις (Μ. Μηνά, Π. Βλάχος, Αι. Σταματάκης, Ν. Κοτσαηλίδου, Γ. Ψυχογιός), ενώ ο Χορός αποτελείτο από δυνατές γυναικείες προσωπικότητες με έντονη κίνηση (Κ. Ζαφειροπούλου, Α. Ζιρώ, Ν. Λάμη, Ι. Λέκκα, Δ. Μουτσοπούλου, Μ. Περγιουδάκη, Ε. Σκολίδη, Α. Στυλιανίδη, Η. Φραγκιαδάκη). Η παράσταση που συνέθεσε χαρακτηρίζεται από σκηνογραφική ευγλωττία, ποιητικότητα, προσπάθεια για αναπαράσταση ψυχικών διαταραχών, έντονη σωματικότητα με ανάδειξη των δραματικών επεισοδίων έναντι των χορικών. Πρόκειται για μια άρτια δουλειά με σεβασμό στο κείμενο –έστω και χωρίς τα Χορικά- που δείχνει πως ο Κακλέας ξαναβρήκε τον εαυτό του από τον Ιονέσκο και μετά (Το παιχνίδι της σφαγής, Ρινόκερος) κι έχει ακόμη να δώσει ενδιαφέροντα πράγματα.
 
Την σκηνογραφία και τα κοστούμια συνυπογράφουν ο σκηνοθέτης  κι η Ηλένια Δουλαδίρη  Ο σκηνικός χώρος τους χωρίζεται σε δύο επίπεδα, το κοίλον όπου υπάρχει χώμα, δύο βούρκοι, κατασκευασμένοι θάμνοι, μια μεγάλη τραπεζαρία με καρέκλες και το στρώμα όπου κοιμάται ο Ορέστης στο πρώτο μέρος της παράστασης. Στον πίσω σκηνικό χώρο, όπου συνήθως βρίσκεται το εξωτερικό ενός ανακτόρου στην τραγωδία, βλέπουμε το εσωτερικό του παλατιού, διάφορα έπιπλα –καναπές, σύνθετο, γραφείο- και λαμβάνει χώρα μέρος της δράσης, κυρίως από τον Χορό ή τις εισόδους των δραματικών προσώπων. Κατά την ταπεινή μου γνώμη, το σκηνικό και κυρίως το πίσω μέρος ήταν υπερφορτωμένο και θα μπορούσε ν’ αποδώσει το ίδιο αποτέλεσμα ακόμη και με τα μισά σκηνικά. Είναι ωστόσο σαφής η προσπάθεια να δειχθεί το εσωτερικό του παλατιού κόντρα στη συνήθη πρακτική ανεβάσματος της τραγωδίας και τα «προβλήματα κάτω από το χαλί». Το βασιλικό στοιχείο αναπαριστάται σε παρακμή και στην εξέλιξη της παράστασης «ανατρέπεται» από την δίψα για αίμα.
 
Όσον αφορά τα κοστούμια της παράστασης είναι αισθητές τρεις βασικές επιλογές. Πρώτη: ο Ορέστης κι η Ηλέκτρα παρουσιάζονται με βρόμικα λευκά ρούχα και ατημέλητοι δικαιολογώντας την κακή τους κατάσταση μετά την μητροκτονία. Δεύτερη: η Ελένη, ο Μενέλαος, η Ερμιόνη κι ο Τυνδάρεως παρουσιάζονται καλοντυμένοι και φροντισμένοι αποτελώντας το αρνητικό των βασικών πρωταγωνιστών και συνάδοντας με τον χαρακτήρα τους. Τρίτη: οι γυναίκες του Χορού εμφανίζονται με ελκυστικά glam rock κοστούμια διαφοροποιημένα ανάλογα την ηθοποιό.
 
 
orestis mina
Η διανομή
 
Στους πρωταγωνιστικούς ρόλους συναντάμε τον Άρη Σερβετάλη και τη Μαίρη Μηνά. Ο Σερβετάλης πέραν από την πρωταγωνιστική του ερμηνεία, έκανε και την κίνηση στην παράσταση, δίνοντας το γνωστό του ρεσιτάλ σωματικότητας. Στην αρχή της παράστασης, εμφανίζεται ξαπλωμένος ημιθανής και καταβρόμικος πάνω σ’ ένα στρώμα, ενώ όταν ξυπνάει βρίσκεται στα όρια της τρέλας, κι είναι αισθητό πως έχει παραλογιστεί από τις τύψεις κι από το κυνήγι των Ερινυών. Στην εξέλιξη του δράματος, η τρέλα μετατρέπεται σε δίψα αίματος, καθώς μαζί με τον έμπιστό του Πυλάδη και την πολυαγαπημένη του αδερφή θανατώνουν την Ωραία Ελένη και κρατούν όμηρο την Ερμιόνη. Η παραμελημένη του εμφάνιση θυμίζει την έναρξη της ερμηνείας του Μπερανζέ στο Ρινόκερο, την προηγούμενη του δουλειά στο θέατρο. Ενώ είναι ένας ηθοποιός εξαιρετικός στην κίνηση και στέκεται με δυναμισμό κι άνεση στην Επίδαυρο, σε σημεία υπερπαίζει την τρέλα, κλείνοντας το πεδίο πρόσληψης από το θεατή και τις δυνατότητες του ρόλου του.
 
Από την άλλη, η Μαίρη Μηνά (Με λένε Έμμα) καταθέτει την αρτιότερη και δεινότερη ερμηνεία της παράστασης, αναδεικνύοντας το εύρος των χαρακτηριστικών και των συναισθημάτων της Ηλέκτρας, με αξιέπαινη άρθρωση και ποιότητα στην εκφορά του ευριπίδειου λόγου. Η φιγούρα της Ηλέκτρας μοιάζει ταυτόχρονα εύθραυστη κι ετοιμοπόλεμη, αφοσιωμένη στον αδερφό της κι έτοιμη να προκαλέσει κακό σε όποιον σταθεί απέναντι της, μια γυναίκα που υπερβαίνει το σεξουαλικό/κοινωνικό της ρόλο για να προστατεύσει τον Ορέστη αλλά και τον ίδιο της τον εαυτό από την απειλή μιας θανατικής καταδίκης. Κερδίζει την προσοχή του θεατή άμα τη εμφανίσει και την κρατά αμείωτη για όλη τη διάρκεια της παράστασης. Η Μαίρη Μηνά έχει την στόφα μιας μεγάλης δραματικής πρωταγωνίστριας και νομίζω πως ήρθε η στιγμή να φανεί στο ευρύ κοινό αναλαμβάνοντας κορυφαίους ρόλους.
 
Ο σκηνοθέτης ακολουθώντας τον Ευριπίδη, παρουσιάζει την Ελένη (Νικολέτα Κοτσαηλίδου) ως μια ωραιοπαθή κι αναίσθητη βασίλισσα, σχεδόν με κωμικό τρόπο σε αντιδιαστολή με την πληγωμένη/απαρεριποίητη αλλά και αιμοχαρή Ηλέκτρα. Λιγότερο καλή δουλειά έγινε στην ερμηνεία του Μενέλαου (Πάνος Βλάχος), όπου η επιλογή του ηθοποιού ούτε ταιριάζει στην ερμηνευτική ηλικία του ρόλου ούτε πείθει για τον αδίστακτο χαρακτήρα του. Καταλαβαίνω ότι μάλλον πρόκειται για μια εμπορική επιλογή ηθοποιού, αλλά θα μπορούσε ενδεχομένως ν’ αξιοποιηθεί καλύτερα στο ρόλο του Πυλάδη. Τον δυναμισμό αντισταθμίζουν ο σπουδαίος Γιώργος Ψυχογιός στο ρόλο του Τυνδάρεω κι ο Αιμιλιανός Σταματάκης που αναδεικνύει τον συνήθως υποτιμημένο ρόλο του Πυλάδη. Τέλος, μου έκανε εντύπωση η επιλογή να μην φανερωθεί στην Έξοδο ο από μηχανής θεός Απόλλωνας, αλλά να περιοριστεί σ’ έναν «προβολέα» πάνω σε μέλος του Χορού. Γενικότερα, παρόλο που ο Χορός είχε μεγάλη σκηνική παρουσία, σε διάφορα σημεία αυτή η παρουσία δεν δικαιολογούταν από τη δραματουργία της παράστασης και δεν είχαν την αναμενόμενη δραματική παρουσία με την συρρίκνωση των Χορικών. Σε μελλοντική παράσταση αρχαίας τραγωδίας, προσωπικά θα ήθελα να εμπλέξει περισσότερο τον Χορό στη σύνθεση της παράστασης και να μην τον δει τόσο διακοσμητικά.
 
Συνολικά, η παράσταση Ορέστης ήταν μια έκπληξη για τους υπεράριθμους θεατές, με δεινές ερμηνείες και καλή αισθητική, δικαιώνοντας την παρθενική εμφάνιση του Κακλέα στην αρχαία τραγωδία. Μπορεί εξ όψεως να είναι μια «εμπορική» παράσταση αρχαίου δράματος, αλλά επί της ουσίας είναι μια παράσταση ολοκληρωμένη με σαφή καλλιτεχνική ταυτότητα και μερικές εξαιρετικές ερμηνείες με κορυφαίες αυτές των Μ. Μηνά, Α. Σερβετάλη και Γ. Ψυχογιού. Ο Ορέστης είναι μια τρανή απόδειξη ότι αξίζει να ταξιδέψεις ως το νομό Αργολίδος για να δεις θέατρο και του πώς ν’ ανοίξεις τη συζήτηση για τα θέματα που θίγει ο Ευριπίδης στην εργογραφία του χωρίς να «καταδείξεις» την σκηνοθετική σου άποψη.
 
 
 
Info:
 
Η παράσταση Ορέστης σε σκηνοθεσία Γιάννη Κακλέα έκανε πρεμιέρα στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου και θα περιοδεύσει ανά την Ελλάδα.
Πρώτοι σταθμοί της περιοδείας: 20/7 Ρέθυμνο, 21 και 22/7 Χανιά, 23 και 24/7 Ηράκλειο, 26 και 27/7 Παπάγου.
 
 
 
Διαβάστε επίσης:

Από τον Αναστάση Πινακουλάκη

Σε συνέχεια του ρεπορτάζ μας για τη νέα θεατρική σειρά των εκδόσεων Νεφέλη, σας παρουσιάζουμε το γάλα, αίμα της Αλεξάνδρας Κ*.

Η ολοκαίνουργια θεατρική σειρά, μια έκδοση του Φεστιβάλ Αθηνών σε συνεργασία με τις εκδόσεις  Νεφέλη  είναι εδώ και περιλαμβάνει 7 θεατρικά έργα, εκ των οποίων τα 4 είναι καινούργια ελληνικά έργα που γράφτηκαν μετά από ανάθεση. Στο παρόν άρθρο, θα μιλήσουμε για το γάλα, αίμα της Αλεξάνδρας Κ*, της συγγραφέως του Επαναστατικές μέθοδοι για τον καθαρισμό της πισίνας σας και πολλών δημοφιλών πεζογραφημάτων. Δραματουργική βάση του έργου είναι η Μήδεια του Ευριπίδη, ενώ η δράση του τοποθετείται σ’ ένα χωριό της Αργολίδας το καλοκαίρι του 1958. Το έργο πρόκειται να παρασταθεί 16-17 Ιουλίου στη Μικρή Επίδαυρο σε σκηνοθεσία Γιάννου Περλέγκα στα πλαίσια του Φεστιβάλ Αθηνών κι Επιδαύρου.

Η Αλεξάνδρα Κ* συνέθεσε μ’ έναν πολύ δικό της τρόπο ένα φεμινιστικό σύγχρονο δράμα, που ενώ τηρεί το βασικό αφηγηματικό σκελετό, δε διστάζει να πάρει μερικές «τολμηρές» αποφάσεις που δίνουν μια νέα και πολύ προσφιλής στα σημερινά δεδομένα διάσταση. Το γάλα, αίμα είναι ένα πρώτης τάξεως οικογενειακό δράμα απόλυτα συνυφασμένο με την ελληνική πραγματικότητα και στο οποίο όλοι μας μπορούμε ν’ ανασύρουμε βιώματα από τον άμεσο ή ευρύτερο κοινωνικό κι οικογενειακό περίγυρο. Ο μύθος της παιδοκτόνου Μήδειας είναι από τους δημοφιλέστερους στο πέρασμα των αιώνων, ενώ δεν ήταν λίγες οι περιπτώσεις που δημοσιογραφικά και πολιτισμικά ονομάστηκαν «Μήδειες» παιδοκτόνοι γυναίκες όπως η Μάγδα Γκέμπελς στη ναζιστική Γερμανία. Κι όμως, η Ξένη (έτσι ονομάζει τη Μήδεια) της Αλεξάνδρας Κ* δεν είναι απλώς η μάγισσα που έχει διαπράξει επανειλημμένα φόνους, μια γυναίκα που σκοτώνει από έρωτα, αλλά μια γυναίκα που βάλλεται και θεωρείται «ξένη» επειδή δίνει αξία στον εαυτό της και στο φύλο της, μια γυναίκα που δε δέχεται να θαφτεί ζωντανή από την κοινωνία-μάτι που είναι έτοιμη να κανιβαλίσει τη δυστυχία του διπλανού, μια γυναίκα που θέλει να προστατέψει τις κόρες της από τα κακώς κείμενα της ελληνικής επαρχίας.

 

AlexandraK texnes plus

Ο τίτλος

Δύο ουσιαστικά επέλεξε η Αλεξάνδρα Κ* για τον τίτλο του έργου της, «γάλα» κι «αίμα» σε παρατακτική σύνδεση. Μπορούμε να το δούμε αυτό υπό δύο οπτικές. Η πρώτη είναι πως τα παιδιά της Ξένης έχουν συγγένεια αίματος κι έχουν ανατραφεί από το μητρικό της γάλα. Η δεύτερη είναι πως η ίδια γυναίκα που έθρεψε με το γάλα της δύο παιδιά ήταν αυτή που έχυσε και το αίμα τους, δηλαδή που τα σκότωσε. Ο συγκεκριμένος τίτλος είναι μια ευθεία παραπομπή στην αγγελική ρήση στην τραγωδία του Ευριπίδη, «χρυσάφι αίμα και φωτιά έσταζαν από το μέτωπό της» σύμφωνα με την ποιητική μετάφραση του Γιώργου Χειμωνά. Το μητρικό γάλα μπορεί να παρομοιαστεί με χρυσάφι, ενώ η φωτιά που λείπει από τον τίτλο της Αλεξάνδρας Κ* θα βρεθεί στις σκηνικές οδηγίες της τελευταίας σκηνής του έργου όπου η Ξένη βάζει φωτιά στο σπίτι της και καίγεται μαζί με τον Άντρα που στρέφεται μαινόμενος εναντίον της μετά την αποκάλυψη πως σκότωσε τα παιδιά τους.

Χαρακτήρες

Όσον αφορά τους χαρακτήρες του δράματος γάλα, αίμα , παρατηρούμε μερικές βασικές διαφορές από την ευριπίδεια τραγωδία. Καταρχάς, αλλάζει το φύλο στα παιδιά της Μήδειας και του Ιάσονα, από αγόρια σε κορίτσια κι έτσι αλλάζει το κέντρο βάρος του έργου, αφού ως αγόρια προβλεπόταν να γίνουν πολεμιστές και πολιτικά ενεργοί πολίτες, ενώ ως κορίτσια θεωρούνται ως συνέχεια της Ξένης κι άρα απειλή για την gender bias ελληνική κοινωνία που έχει πολύ κλειστά δομημένους κοινωνικούς ρόλους βάσει του βιολογικού φύλου. Επίσης, ενώ στο Αρχαίο Θέατρο τα παιδιά όπως κι οι δούλοι θεωρούνται ουδέτερα και μη ομιλούντα πρόσωπα –μ’ εξαίρεση την κωμωδία- η Αλεξάνδρα Κ* δίνει φωνή στα ανήλικα κορίτσια και τους δίνει δραματική υπόσταση, ενισχύοντας το δραματικό χαρακτήρα του έργου, αλλά και δίνοντας την ευκαιρία στην κεντρική ηρωίδα να δείξει και την πιο ανθρώπινη πτυχή της. Η Ξένη δεν σκοτώνει τα παιδιά της για να εκδικηθεί τον Ιάσονα που την εγκατέλειψε, δεν το κάνει χωρίς δεύτερες σκέψεις, αλλά αντίθετα σαν μια άλλη Φραγκογιαννού, σκοτώνει τα παιδιά της για να προστατέψει από το μέλλον που θα έχουν ως γυναίκες υποχείρια ενός άντρα εξουσιαστή σε μια κοινωνία που αποχυμώνει τις γυναίκες καιοτιδήποτε ξένο το σκοτώνει, μια κοινωνία που «ξεγυνώνει» (τους αποστερεί τη θηλυκότητά τους αλλά και κοινωνικά δικαιώματα που φέρει ένας άντρας).

Η επόμενη βασική αλλαγή, είναι η σύμπτυξη των χαρακτήρων της Τροφού (γριά που φροντίζει τα παιδιά ως παραμάνα ή σημερινή baby sitter) και του Παιδαγωγού (άντρα δασκάλου υπεύθυνου για την καλλιέργεια των παιδιών) σε αυτόν της Δασκάλας, μιας νέας που διαφέρει από την πλειοψηφία των γυναικών του χωριού, καθώς έχει μορφωθεί κι εργάζεται, πράγμα που την βάζει σε άλλη κοινωνική θέση από τις υπόλοιπες γυναίκες. Η Δασκάλα είναι συμπαραστάτρια της Ξένης και ο μοναδικός χαρακτήρας -πέραν από τον Φίλο- που συμπάσχει το δράμα της, τον κοινωνικό της αποκλεισμό, με ανάλογη λειτουργία του Χορού στο πρωτότυπο. Δύο σημεία-κλειδιά στον χαρακτήρα της είναι: πρώτον, πως θέλει να τη βοηθήσει αλλά όχι να χάσει τη δουλειά της γιατί αυτό θα την έκανε να εξαρτηθεί από άντρα και, δεύτερον, πως όταν συνειδητοποιεί το ανείπωτο έγκλημα της Ξένης (παιδοκτονία) την προτρέπει να την φυγαδεύσει για να γλιτώσει από την τιμωρία της.

 

gala 2

Ας περάσουμε τώρα στον βασικό χαρακτήρα, την Ξένη. Το όνομα που επέλεξε η συγγραφέας προέρχεται από μια Πολυξένη που γνώριζε και που όπως γράφει στο εισαγωγικό της σημείωμα «σαν από αντίδραση στο όνομά της έζησε μια ζωή απολύτως φιλική στους γύρω της, μα ξένη προς τον εαυτό της». Για έναν γνώστη του μύθου, το επίθετο «ξένη» ταιριάζει και τη βαρβαρική καταγωγή της Μήδειας, και τη δαιμονοποίηση του ξένου στην Αρχαία Ελλάδα. Ωστόσο, η Αλεξάνδρα Κ* ξεκαθαρίζει πως η ξενικότητα της ηρωίδας της δεν σχετίζεται με την καταγωγή της, αλλά είναι ξένη γιατί καταλαβαίνει πως δεν της αξίζει να είναι εκεί κι αυτό ταράζει τη μικρή της κοινωνία. Το αίσθημα του «ανήκειν» είναι μια μεγάλη υπόθεση για την μετεμφυλιακή Ελλάδα, οπότε και διαδραματίζεται η πλοκή του δράματος. Καθόλη τη διάρκεια του έργου βλέπουμε μια αντίθεση του χαρακτήρα της Ξένης με τα «πρέπει» που αντιστοιχούν τόσο στο γυναικείο της φύλο όσο και στην μητρική της ιδιότητα. Για τον κοινωνικό περίγυρο, η συμπεριφορά της Ξένης προκαλεί, δεν ταιριάζει με την αναμενόμενη δραστηριότητα του φύλου της, με την κοινωνική της θέση, οφείλει να υποφέρει διακριτικά και να δείχνει όμορφη κι ευχάριστη, να δεχτεί στωικά τις εξελίξεις της ζωής της, για τις οποίες άντρες αποφάσισαν για λογαριασμό της. Η Αλεξάνδρα Κ* δεν έρχεται να ξεδιπλώσει ξανά τον μύθο ενός θηλυκού δαίμονα που παρομοιάζεται με ζώο ή τέρας στον Ευριπίδη, αλλά να πει μια ιστορία ενδοικογενειακής βίας, κοινωνικών διακρίσεων και την αμετροέπεια της επαρχιακής κοινωνίας με ψυχραιμία κι ενσυναίσθηση. Έχει πολύ ενδιαφέρον ο τρόπος με τον οποίο δούλεψε την εισαγωγή του δράματος, παρουσιάζοντας μια γυναίκα που υποφέρει και σκούζει, αφήνοντας τα κορίτσια της αφρόντιστα και την κοινωνία σαν έναν άλλο Χορό που παίρνει το μέρος των πρέπει της επαρχίας, σα να είναι οι «νόμοι των Θεών» που πρέπει να διατηρήσουν πάση θυσία. Όταν η Ξένη εμφανίζεται στην σκηνή, φαίνεται συγκαταβατική στη δυστυχία της και στο νέο γάμο του άντρα της, προσφέρει δώρο ένα ζωντανό, χωρίς το «δηλητήριο» και τη μοχθηρότητα της Μήδειας. Μια άλλη βασική διαφορά, είναι πως ενώ στο πρωτότυπο και στα προγενέστερα Αργοναυτικά, η πολυμηχανία και οι ξεχωριστές ικανότητες της Μήδειας συνδέονται με μια μυθική καταγωγή και μαγική ιδιότητα, εδώ, η Ξένη από επιλογή και ειδικό ενδιαφέρον στράφηκε στην ιατρική διαβάζοντας βιβλία, πρακτική ξένη προς τα κοινωνικά δεδομένα της εποχής. Δε χρειάζεται νομίζω να θυμίσουμε στο κοινό, για πόσες δεκαετίες η γυναίκα δεν ακολουθούσε την Ανώτερη Εκπαίδευση γιατί αυτό ήταν «αντρικό προνόμιο» ή γιατί εκείνη έπρεπε να παντρευτεί μικρή και να γεννήσει παιδιά. Είναι πολύ χαρακτηριστική η ατάκα του Πατέρα «Ποιος άντρας θέλει για γυναίκα μια γυναίκα-άντρα;», αφού το συνταίριασμα χαρακτηριστικών και δράσεων που «ανήκουν» αποκλειστικά στο αντρικό ή στο γυναικείο κοινωνικό φύλο, φαίνεται εκτός από τολμηρή και παράξενη για τα δεδομένα της κοινωνίας όπου εξελίσσεται η δράση. Πιο κάτω στην ίδια σκηνή, ο Πατέρας προτρέπει την Ξένη να χαμογελάει που και που και να μην σκέφτεται γιατί η σκέψη ασχημαίνει τη γυναίκα. Κι όταν η Ξένη φαίνεται να συμφωνεί με την πρόταση του Πατέρα, δίνει το λόγο της «σαν άντρας σ’ άντρα».

Να δούμε τώρα συνοπτικά την αντιστοιχία των χαρακτήρων του δράματος με τ’ αρχέτυπά τους. Ο Κρέοντας γίνεται Πατέρας, διατηρεί την πατριαρχική του υπεροχή και τον επεμβατισμό του, μ’ ένα έξτρα στοιχείο, θέλει να κρατήσει τα παιδιά (κορίτσια) της Ξένης, να τα αναθρέψει εκείνος με μια υπόνοια παιδεραστικών βλέψεων. Ο Αιγέας γίνεται Φίλος, που στο παρελθόν είχε ερωτικό ενδιαφέρον προς τη Μήδεια. Η Ξένη τον βλέπει σαν μια σωτήρια λέμβο από την αποπνικτική ατμόσφαιρα στην επαρχία και ένα θετικό πρότυπο πατέρα για τα παιδιά της. Η διαφορά είναι πως στην ευριπίδεια τραγωδία, ο Αιγέας είχε απευθυνθεί στη Μήδεια για γιατροσόφια που θα τον βοηθούσαν ν’ αποκτήσει παιδιά με τη γυναίκα του, ενώ στο έργο της Αλεξάνδρας Κ* η Ξένη είναι αυτή που προτείνει να γίνουν μια ιδιότυπη επαναδημιουργημένη οικογένεια. Η Νύφη/Νέα δεν έχει σκηνική παρουσία, αλλά ένα βασικό της χαρακτηριστικό σε αμφότερα τα έργα είναι η νεανική της ηλικία κι άρα η διαφορά ηλικίας με τη Μήδεια, στοιχείο που επιτείνει την αντίθεση τους. Τέλος, απουσιάζει ο Άγγελος (αγγελιοφόρος) της αρχαίας τραγωδίας, με την είδηση του θανάτου να μεταφέρεται από τη Δασκάλα και να διαφαίνεται από την δράση των χαρακτήρων. Η συγκεκριμένη επιλογή δίνει ένα πιο φυσικό αποτέλεσμα στο σύγχρονο κοινό, αφού είναι πιο λογικό να διαπιστώσει το θάνατο μέσα στο πλαίσιο του οίκου, κάποιο πρόσωπο που δραστηριοποιείται εντός αυτού.

Μια σημαντική προσθήκη στους χαρακτήρες του έργου, είναι η Μητέρα, δηλαδή η πεθερά της Ξένης. Πρόκειται για χαρακτηριστική επαρχιώτισσα μάνα, όπου υπομένει τα πάντα γιατί αυτό νομίζει πως οφείλει να κάνει κι αυτή την καταπιεστική θέση θέλει να επιβάλει στη νύφη της. Ενώ ο άντρας της απουσιάζει για να δει τον κόσμο, αυτή οφείλει να κάτσει στο σπίτι περιορισμένη γιατί αυτό προβλέπει ο σεξουαλικός της ρόλος. Είναι μια σκληρή γυναίκα της επαρχίας, που έρχεται σε αντίθεση με τον χαρακτήρα της Ξένης: είναι μια γυναίκα απόλυτα συμβιβασμένη με τον ρόλο που της έχει επιβληθεί και θέλει έτσι ν’ ανατραφούν οι εγγονές της, είναι αμόρφωτη και εμφανίζεται κομψά ντυμένη και χαρούμενη για το δεύτερο γάμο του γιο της, την στιγμή που η Ξένη κυκλοφορεί αφρόντιστη και συναισθηματικά καταβεβλημένη. Έτσι θα κατέληγε η Ξένη αν είχε δεχτεί να «παίξει» σύμφωνα με τον κοινωνικό της ρόλο.

 

Από την Φραγκογιαννού στην Ξένη

Όπως προαναφέραμε, η ίδια η συγγραφέας αναγνωρίζει μια σύνδεση της ηρωίδα της με την πολυδιαβασμένη ηρωίδα του Παπαδιαμάντη. Η Φραγκογιαννού μια γριά αυτοχρησμένη μαία σκότωνε βρέφη ή νήπια κοριτσάκια για να τα προστατέψει από μια ζωή που θα τα «σκότωνε» ψυχολογικά και κοινωνικά. Σε μια καταδίωξη, πεθαίνει μεταξύ γης και ουρανού, εν ίδει θείας δικαιοσύνης. Κατ’ αντιστοιχία, η Ξένη δεν σκοτώνει τα παιδιά της για να εκδικηθεί τον άντρα της αλλά από φόβο να μην κακομεταχειριστούν όπως εκείνη, να μην χάσουν τους χυμούς τους, να μην καταπνιγεί η προσωπικότητά τους από την πατριαρχία, να μην γίνουν κι εκείνες «ξένες» σε μια κοινωνία-μάτι. Νομίζω ο πυρήνας του έργου βρίσκεται στην τρίτη και τελευταία σκηνή της Δεύτερης Πράξης, όπου η Ξένη συνομιλεί με τις κόρες της σ’ ένα φαινομενικά αποχαιρετιστήριο στιγμιότυπο και τις συμβουλεύει από την εμπειρία της. Στη συνέχεια, φαίνεται να μονολογεί (σελ. 64-68) με απεύθυνση κατά κύριο λόγο προς τις κόρες της και κατ’ επέκταση προς όλα τα κορίτσια, για να τις προετοιμάσει γι’ αυτά που πρόκειται ν’ αντιμετωπίσουν στη ζωή τους. Χωρίς να δικαιολογείται η πράξη της παιδοκτονίας, φανερώνεται σε πλήρη έκταση το ιδεολογικό και ψυχολογικό πλαίσιο της στο συγκεκριμένο έργο.

Πλοκή

Το έργο αποτελείται από τρεις πράξεις και δέκα σκηνές. Ως σύγχρονο δράμα, απουσιάζουν τα χορικά, αλλά η ιδιότητα του Χορού διαμοιράζεται στον παρεμβατικό κοινωνικό περίγυρο και στην συμπαράστρια Δασκάλα. Τα βασικά επεισόδια της πλοκής είναι εδώ και παρά τις επεμβάσεις κυρίως στα χαρακτηριστικά των ηρώων, φέρουν το ύφος του πρωτοτύπου. Ας επισημάνουμε και πάλι τις βασικές διαφορές. Αλλαγή πρώτη: Εδώ τα δώρα της προδομένης Ξένης δεν φέρουν το θάνατο στη νέα νύφη και τον πατέρα της, μειώνοντας την ένταση του δολοφονικού της προφίλ κι έτσι κερδίζει σε συμπάθεια του κοινού. Αλλαγή δεύτερη: Το παρελθόν της Ξένης είναι λιγότερο επιβαρημένη από φονικά, ωστόσο ο γάμος της με τον Άντρα την ξέκοψαν από το οικογενειακό της περιβάλλον. Διατηρείται η συμπαράσταση της προς τον Άντρα κι η καθοριστική της συνδρομή στην προσωπική του επιτυχία. Αλλαγή τρίτη: Ενώ στη Μήδεια του Ευριπίδη, ο Κρέων διώχνει τη Μήδεια μαζί με τους γιους της, στο γάλα, αίμα ο Πατέρας επιθυμεί να κρατήσει και ν’ αναθρέψει αυτός τις κόρες της. Αλλαγή τέταρτη: η παιδοκτονία στη Μήδεια φαίνεται ξαφνική κι αβίαστη ως κομμάτι ενός ολοκληρωμένου σχεδίου εκδίκησης του Ιάσονα, ενώ εδώ, η Ξένη φαίνεται να διχογνωμεί, να παλεύει με τους προσωπικούς της δαίμονες και με την μισογυνιστική κι

απογυνωτική κοινωνία, προτού πράξει την απονενοημένη πράξη και μάλιστα όταν το πράξει, δεν το συνειδητοποιεί αμέσως. Αλλαγή πέμπτη: Το τέλος του δράματος παρουσιάζει τη μεγαλύτερη απόκλιση. Όπως θυμάστε, στο τέλος της Μήδειας του Ευριπίδη, μετράμε τέσσερις θανάτους (συν τους πολλαπλούς θανάτους που έγιναν σε προδραματικό χρόνο), έναν συντετριμμένο Ιάσονα και τη θριαμβεύτρια Μήδεια πάνω σ’ ένα άρμα με δράκους. Η Αλεξάνδρα Κ* παρουσιάζει ένα πιο δραματικό φινάλε, με την Ξένη σε κατάσταση σοκ από την παιδοκτονία, να βάζει φωτιά στο σπίτι της αφού το έχει περιλούσει με βενζίνη. Στην καταστροφική φωτιά δίνεται η αίσθηση πως θα πεθάνουν εκείνη κι ο άντρας της.

Milk Blood arxeio Sokrati Kougea GALLERY

Δραματικός Χώρος και Χρόνος

Η Αλεξάνδρα Κ* διατηρεί την ενότητα χώρου και χρόνου του αρχαίου θεάτρου. Όλες οι σκηνές διαδραματίζονται σ’ ένα μερόνυχτο, με πλούσια πλοκή και δράση. Ο δραματικός χώρος τοποθετείται το καλοκαίρι του 1958, σ’ ένα χωριό της ελληνικής επαρχίας, στην Αργολίδα. Η επιλογή της περιοχής δεν είναι διόλου τυχαία, αφού η συγγραφέας επιθυμούσε ο σκηνικός και δραματικός χώρος να ταυτίζονται. Να πούμε βεβαίως πως αυτό είναι ένα προνόμιο που έχουν οι συγγραφείς μόνο όταν γνωρίζουν τον χώρο όπου θα παρασταθεί το έργο τους και κάτι τέτοιο συμβαίνει ευκολότερα όταν πρόκειται για ανάθεση. Μια πολύ ενδιαφέρουσα προσθήκη, είναι ένας μονόλογος της Ξένης στην αρχή της Τρίτης Πράξης, όπου ανοίγει ένα προγενέστερο αφηγηματικό επίπεδο, στο οποίο η Ξένη μόλις έχει γεννήσει και ζητάει στο κοινό να σωπάσει για να μην ξυπνήσουν τα παιδιά της, τα παιδιά που μόλις έχει σκοτώσει.

Συνολικά, η Αλεξάνδρα Κ* κατόρθωσε όχι μόνο ν’ αποφύγει τις κοινοτυπίες μιας διασκευής ή νέας εκδοχής αρχαίου δράματος που φέρει το βάρος ενός πολυπαιγμένου έργου, αλλά να δημιουργήσει ένα απολύτως κοινωνικά αναγνωρίσιμο κι άρτια δομημένο σύγχρονο θεατρικό έργο με μια δυναμική φωνή που θα μπορούσε να το καταστήσει σύγχρονο κλασσικό. Μια δεκαετία μετά το Πολιτισμός: μια κοσμική τραγωδία του Δημήτρη Δημητριάδη, νομίζω είμαστε σε θέση να υποστηρίξουμε πως έχουμε ένα θεατρικό έργο που συνδιαλέγεται με τον Ευριπίδη αλλά και με την εποχή μας μ’ έναν ιδιαιτέρως δημιουργικό τρόπο και με σκηνικές δυνατότητες που αναμένεται να προκαλέσουν μια δυνατή θεατρική παράσταση. Το «πείραμα» του Φεστιβάλ Αθηνών πέτυχε και το αποτέλεσμα βρίσκεται επί χάρτου.

Info:

Το κείμενο γάλα, αίμα κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Νεφέλη από αυτή την εβδομάδα σε δίγλωσση έκδοση (ελληνικά- αγγλικά).

Η πρεμιέρα της παράστασης αναμένεται την Παρασκευή 16 Ιουλίου στη Μικρή Επίδαυρο. Περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση δείτε εδώ http://aefestival.gr/festival_events/gala-aima/

Την Τετάρτη 30 Ιουνίου πραγματοποιήθηκε ειδική εκδήλωση του Φεστιβάλ Αθηνών και των εκδόσεων Νεφέλη για την παρουσίαση των ολοκαίνουργων θεατρικών έργων «Contemporary Ancients».

Η εκδήλωση έλαβε χώρα στο Αίθριο του Μουσείου Μπενάκη κι αφορούσε την ταυτόχρονη κυκλοφορία επτά νέων εκδόσεων θεατρικών έργων από τις εκδόσεις Νεφέλη. Υπεύθυνη επιμέλειας της σειράς είναι η αεικίνητη Δήμητρα Κονδυλάκη, η οποία έχει ασχοληθεί αρκετά με τη μετάφραση θεατρικών έργων από ή προς τα γαλλικά και είναι μια από τις σημαντικότερες αναλύτριες του έργου του Δημήτρη Δημητριάδη. Η ιδέα της σειράς οφείλεται στην Κατερίνα Ευαγγελάτου, καλλιτεχνική διευθύντρια του Φεστιβάλ Αθηνών, ενώ αρωγός της νέας αυτής φιλόδοξης προσπάθειας είναι ο εκδοτικός οίκος Νεφέλη.

festivalcover

Πρόκειται ουσιαστικά για την ταυτόχρονη κυκλοφορία 7 έργων, εκ των οποίων 4 είναι πρωτότυπα σύγχρονα έργα που γράφτηκαν μετά από ανάθεση, 2 νέες μεταφράσεις και 1 σπάνια έκδοση των Ιχνευτών, του μοναδικού (κι όχι ολόκληρου) σωζόμενου σατυρικού δράματος του Σοφοκλή. Τα έργα της σειράς είναι: Βάτραχοι του Αριστοφάνη (μτφ. Ν. Παναγιωτόπουλος), Οιδίποδας (εκδοχή της Maja Zade), Ιχνευταί του Σοφοκλή, Γάλα, αίμα της Αλεξάνδρας Κ, Το σπίτι με τα φίδια του Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη, Κρεουργία του Γιάννη Μαυριτσάκη και Η Φαίδρα καίγεται της Αμάντας Μιχαλοπούλου. Να σημειώσουμε δύο πολύ σημαντικά στοιχεία για την συγκεκριμένη κυκλοφορία: 1) Η έκδοση των έργων είναι δίγλωσση (ελληνικά- αγγλικά), επιλογή που ανοίγει τα συγκεκριμένα έργα σ’ ένα ευρύτερο κι εκτός συνόρων κοινό και 2) Και τα 7 κείμενα θα παρασταθούν στο φετινό Φεστιβάλ, 5 στη Μικρή Επίδαυρο και 2 στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου (Βάτραχοι, Ιχνευταί). Μιλάμε λοιπόν για μια πρωτοφανή και πολύ σημαντική πρωτοβουλία του Φεστιβάλ Αθηνών και μια σπάνιας ποιότητας σύμπραξη μ’ έναν εκδοτικό οίκο όπως τον Νεφέλη.

festival3

Την τράπεζα της παρουσίασης καθοδηγούσαν η Κατερίνα Ευαγγελάτου κι η Δήμητρα Κονδυλάκη, ενώ παρών ήταν κι ο Περικλής Δουβίτσας των εκδόσεων Νεφέλη. Ομιλητές ήταν 3 από τους 4 Έλληνες συγγραφείς της σειράς, η Αμάντα Μιχαλοπούλου (πεζογράφος), η Αλεξάνδρα Κατσαρού κι ο Βαγγέλης Χατζηγιαννίδης. Στο κοινό βρίσκονταν και δύο σκηνοθέτες των επερχόμενων παραστάσεων των έργων, ο Γιάννης Καλαμβριανός που θα σκηνοθετήσει το Η Φαίδρα καίγεται κι ο Γιώργος Σκεύας που θα σκηνοθετήσει την Κρεουργία. Οι περίπου 50 παρευρισκόμενοι είχαν την ευκαιρία ν’ ακούσουν τους συγγραφείς να μιλούν για τα έργα τους και να διαβάζουν αποσπάσματα αυτών σε avant-premiere αφού η κυκλοφορία των κειμένων αναμένεται από σήμερα στα βιβλιοπωλεία.

Η παρουσίαση

Τη συζήτηση ξεκίνησε η Κ. Ευαγγελάτου, η σκηνοθέτης και καλλιτεχνική διευθύντρια του Φεστιβάλ, η οποία μάλιστα ήταν κι εκείνη που επέλεξε ποια έργα θ’ αποτελούσαν τη βάση για μια σύγχρονη αρχαιόθεμη δραματουργία, ποιοι θα ήταν οι συγγραφείς αλλά κι οι σκηνοθέτες που θ’ αναλάμβαναν τα έργα. Όπως επεσήμανε «Το Φεστιβάλ μετρά σχεδόν 60 χρόνια ζωής. Στην παρούσα συγκυρία κρίναμε σκόπιμο να υπάρξει μια ανησυχία γύρω από τη δραματουργία νέων έργων, ένα πρόγραμμα στοχευμένο στη δραματουργία με κοινό άξονα. Κάνουμε μια νέα και σημαντική πρόταση να γίνουν αναθέσεις σε συγκεκριμένους συγγραφείς, τα έργα να κυκλοφορήσουν σε δίγλωσση έκδοση ώστε να είναι προσβάσιμα κι εκτός Ελλάδας και ταυτόχρονα να παρασταθούν όλα τα έργα της σειράς στο ίδιο Φεστιβάλ. Επιλέξαμε 4 συγγραφείς με εντελώς ξεχωριστή φωνή, ενώ τα κριτήρια της επιλογής των έργων ήταν ένα συνδυασμός πολύ γνωστών και λιγότερων γνωστών δραμάτων και η μεταγραφή τους από συγκεκριμένους Έλληνες συγγραφείς ή μεταφραστές». Όπως θα ξέρουν οι περισσότεροι, ο κόσμος των θεατρικών εκδόσεων ακολουθεί τους δικούς του ρυθμούς ενώ πολλά είναι εκείνα τα έργα, οι νέες μεταφράσεις ή δραματουργικές διασκευές που δε βρίσκουν το φως των εκδόσεων. Η πρωτοβουλία του Φεστιβάλ Αθηνών κρίνεται σημαντική και πολλά υποσχόμενη για το μέλλον των εκδόσεων και των νέων ελληνικών έργων ειδικότερα. Η καλλιτεχνική διευθύντρια απηύθυνε μπράβο στους σκηνοθέτες που ανέλαβαν να σκηνοθετήσουν έργα που δε γνώριζαν –καθώς πρόκειται για την πρώτη παρουσίασή τους- κάτι καθόλου δεδομένο.

Τα έργα κυκλοφορούν στα ελληνικά και τα αγγλικά. Με τη δίγλωσση κυκλοφορία τους τα έργα μπορούν ευκολότερα να ταξιδέψουν σε βιβλιοπωλεία, Πανεπιστήμια και βιβλιοθήκες τόσο του εσωτερικού όσο και του εξωτερικού.

Η Δήμητρα Κονδυλάκη σχολιάζει σχετικά με τη νέα θεατρική σειρά πως «στόχος της σειράς έιναι τα έργα να ταξιδέψουν και ν’ ακουστούν και πέραν από τα όρια του Φεστιβάλ που τα δημιούργησε και τα προκάλεσε.». Η πολύ σημαντική θεωρητικός και μεταφράστρια του θεάτρου, από τη μεριά της υποστήριξε την επιστροφή στα κείμενα και την Ποίηση σε μια εποχή όπου κυριαρχούν η σκηνοθεσία κι η εικόνα.

Πιστεύω ότι είναι πολύ σημαντικό κι ελκυστικό για έναν θεατή είτε εκπαιδευμένο/εμπλεκόμενο με το θέατρο είτε απλώς φιλότεχνο, να μπορεί να έχει πρόσβαση σ’ ένα τυπωμένο κείμενο, το οποίο μπορεί να ξαναδιαβάσει όσες φορές το επιθυμεί, να το εντάξει στο δικό του εμπειρικό κόσμο και γιατί όχι να το επαναφέρει στα θεατρικά πράγματα με μια επόμενη παράσταση ή παρουσίαση αυτού.

 

Οι συγγραφείς

Όπως προείπαμε παρόντες στην εκδήλωση ήταν 3 εκ των 4 συγγραφείς της θεατρικής σειράς «Contemporary Ancients»: η Αλεξάνδρα Κ*, η Αμάντα Μιχαλοπούλου κι ο Βαγγέλης Χατζηγιαννίδης.

 

Πρώτη μίλησε η Α. Μιχαλοπούλου, συγγραφέας που ως τώρα είχε ασχοληθεί αποκλειστικά με την πεζογραφία. Με αφορμή την τραγωδία Ιππόλυτος του Ευριπίδη συνέθεσε το έργο Η Φαίδρα καίγεται, με σύγχρονη φεμινιστική οπτική. Όπως δήλωσε κι η ίδια η συγγραφέας πρόκειται για την πρώτη της απόπειρα θεατρικής γραφής κι ήταν μια ευχάριστη διαδικασία για εκείνη, ιδίως για τη συνεργασία της με τον σκηνοθέτη της παράστασης Γιάννη Καλαμβριανό. «Στο δικό μου κείμενο η Φαίδρα δεν πεθαίνει. Έγραψα για μια ακόρεστη Φαίδρα, μια γυναίκα χωρίς ενοχές και τα πρέπει των γυναικών της μέσης ηλικίας, με έντονη την επιθυμία ζωτικότητας» δήλωσε χαρακτηριστικά.

Την σκυτάλη πήρε ο Βαγγέλης Χατζηγιαννίδης, ο συγγραφέας που μετράει ήδη 18 χρόνια δραματουργίας, ενώ αξίζει ν’ αναφερθεί πως και το πρώτο του θεατρικό έργο που ανέβηκε στην σκηνή ήταν ανάθεση, η Μεταμφίεση του 2003 (έργο που ξαναείδαμε τον Οκτώβρη του 2020 προτού ζήσουμε την εξάμηνη καραντίνα). Ο Χατζηγιαννίδης συνέγραψε το έργο Το σπίτι με τα φίδια με δραματουργική βάση τις Τραχίνιες του Σοφοκλή. Η επιλογή του έργου αποτέλεσε ένα κίνητρο γι’ αυτόν αφού δεν είναι ένα από τα δημοφιλή έργα του ποιητή και συνεπώς ο θεατής μπορεί να το δει ως αυτόνομο έργο. Ο πολυαγαπημένος συγγραφέας της εποχής μας, βλέπει την συνεργασία του Φεστιβάλ με τις εκδόσεις Νεφέλη ως μια ευκαιρία για το ελληνικό κείμενο κι ελπίζει να συνεχιστεί ώστε να έχουμε την παρουσίαση και την υποστήριξη νέων ελληνικών κειμένων που μπορεί ν’ αφήσουν ένα σημαντικό αποτύπωμα στον χρόνο.

Ταυτόχρονα, η σύμπραξη αυτή μπορεί ν’ αποτελέσει –κατά τα λεγόμενα του και συμφωνούμε- ένα χρήσιμο παράδειγμα να δίνονται αναθέσεις σε συγγραφείς και με αυτόν τον τρόπο να ενισχύεται η σύγχρονη ελληνική γραφή.

Η Αλεξάνδρα Κ* συνέγραψε το γάλα, αίμα με βάση τη Μήδεια του Ευριπίδη. Η συγγραφέας του επιτυχημένου έργου Επαναστατικές μέθοδοι για τον καθαρισμό της πισίνας σας και των πολυάριθμων πεζών, παρατηρεί πως ενώ σ’ επίπεδο σκηνοθεσίας στην Ελλάδα έχουμε δει πειραματισμούς πάνω στο ανέβασμα των αρχαίων δραμάτων, υστερούμε σε δραματουργικές μεταγραφές –τουλάχιστον σε σχέση με το εξωτερικό.

Σχετικά με το δικό της έργο, τοποθέτησε τη δράση στην Αργολίδα το 1958, θέλοντας να τοποθετηθεί η δράση του έργου στο φυσικό τοπίο. Να σημειώσουμε εδώ, πως σε μια τόσο συγκεκριμένη ανάθεση, όπου ο συγγραφέας ξέρει εκ των προτέρων που θα παρουσιαστεί το έργο του όχι μόνο ταιριάζει αλλά σχεδόν του λύνει τα χέρια να συνδυάσει/ή και να ταυτίσει τον δραματικό χώρο με τον σκηνικό. Η Αλεξάνδρα Κ* δήλωσε «Μεγάλωσα με σκληρές γυναίκες και πολύ θυμωμένες κι αυτές οι γυναίκες αναδείχτηκαν στο έργο μου». Την σκηνοθεσία του έργου έχει αναλάβει ο Γιάννος Περλέγκας.

Τέλος, ο Γιάννης Μαυριτσάκης δεν μπόρεσε να παρευρεθεί στην ειδική εκδήλωση για να παρουσιάσει το έργο του Κρεουργία. Το έργο είναι εμπνευσμένο από τις Βάκχες του Ευριπίδη, ενώ την παράσταση σκηνοθετεί ο Γιώργος Σκεύας. Η  Δ. Κονδυλάκη ανάγνωσε ένα αφήγημά του αντί άλλης παρουσίασης.

Ραντεβού στη σκηνή λοιπόν και στα ράφια των βιβλιοπωλείων.

 

Διαβάστε επίσης: 

 

Είδα Τις «Επαναστατικές Μεθόδους Για Τον Καθαρισμό Της Πισίνας Σας», Σε Σκηνοθεσία Σαράντου - Γεώργιου Ζερβουλάκου

 

 

Από τον Αναστάση Πινακουλάκη

Τα (ανοιχτά) θέατρα άνοιξαν κι έχουμε και πάλι (ζωντανό) θέατρο μετά από 8 μήνες απραξίας.

Από τις 4 Ιουνίου παρουσιάζεται Παρασκευοσαββατοκύριακα στο θέατρο Βεάκειο η παράσταση «1821 – Η Επιθεώρηση» σε σκηνοθεσία Δημήτρη Καραντζά και μουσική-κείμενα (μαζί με άλλους) Φοίβου Δεληβοριά. Παράλληλα, η παράσταση παρουσιάζεται σε επιλεγμένους σταθμούς στην Αττική. Μετά από ένα εξοντωτικό lockdown, 8 μήνες με κλειστά θέατρα, το θέατρο επέστρεψε πανηγυρικά με μια παράσταση του (καλού) εμπορικού θεάτρου. Μεσολάβησαν και οι «συμβολικοί» εορτασμοί της διακοσιοστής επετείου της Ελληνικής Επανάστασης, με λαμπρούς καλεσμένους και κινήσεις εντυπωσιασμού, οπότε υπήρξε υλικό προς αξιοποιήση. Αφορμώμενοι από αυτή την ιστορική συγκυρία, ο Δ. Καραντζάς κι ο Φ. Δεληβοριάς ένωσαν τις δυνάμεις τους και συνδημιούργησαν μια «επετειακή» επιθεώρηση σε μια απρόσμενη καλλιτεχνική σύμπραξη.

Η Επιθεώρηση μετράει ήδη παραπάνω από δεκατρείς δεκαετίες ζωής στη χώρα μας, με σημαντικούς σταθμούς και με θρυλικούς πλέον δημιουργούς. Στην παράσταση «1821 – Η Επιθεώρηση» τα κείμενα υπογράφει μια ομάδα αναγνωρισμένων συγγραφέων: Λένα Κιτσοπούλου, Γιάννης Αστερής, Γλυκερία Μπασδέκη, Κώστας Μανιάτης, Κώστας Κωστάκος, Κέλλυ Παπαδοπούλου και Φοίβος Δεληβοριάς. Και φυσικά Επιθεώρηση χωρίς μουσική δεν υφίσταται. Τα τραγούδια της παράστασης σε στίχους συντελεστών της παράστασης και μουσικής του Δεληβοριά ερμηνεύονται από τον θίασο με ζωντανή ορχήστρα. Ο χαρακτήρας της παράστασης είναι ιδιαιτέρως παραβατικός, «αριστοφανικός» και διεισδυτικός στην πρόσφατη πραγματικότητα αλλά και την ελληνική ταυτότητα εν γένει από την Επανάσταση ως σήμερα.

 1821 photos 048 1

Η παράσταση

Μορφές από την επανάσταση, οι γιορτές της «πολεμικής αρετής των Ελλήνων» στο Καλλιμάρμαρο, καθημερινοί άνθρωποι που προσπαθούν να επιζήσουν εν μέσω πανδημίας, επικοινωνιολόγοι που προσπαθούν να επανεφεύρουν και να «πουλήσουν» την Ελλάδα, θύματα έμφυλης βίας, τηλεοπτικές φιγούρες που έχουν αφήσει τη δική τους εποχή, οι ταινίες που γυρίστηκαν για την επανάσταση, μια γυναίκα εξαπατημένη απ’όλους και απ’όλα, οι κομμένες σκηνές απο την τελετή έναρξης του 2004, οι απόγονοι των ηρώων, η αρχαιολατρεία, ο εθνικός διχασμός, ο φανατισμός… και η Γιάννα – όλοι και όλα θα παρελάσουν σ’ αυτή την σατιρική επανεξέταση της παλαιότερης και σύγχρονης Ιστορίας.

Η παράσταση «1821 – Η Επιθεώρηση» δεν είναι μια κοινή περίπτωση επιθεώρησης που πιάνει «επιδερμικά» τις πολιτικές καταστάσεις και τα πρόσωπα, αλλά με τη γνωστή διεισδυτική και υπονομευτική πένα τους, οι συγγραφείς μιλούν ακομπλεξάριστα «αριστοφανικά», παίρνοντας θέση στην επικαιρότητα και ψάχνοντας πίσω από αυτήν ζητήματα εθνικής ταυτότητας και παθογένειας της νεοελληνικής νοοτροπίας, αυξομειώνοντας τις εντάσεις και παίζοντας με τις ισορροπίες του τραγικού, του κωμικού και του σατιρικού. Οι δημιουργοί της παράστασης δε φοβούνται ν’ αποκαθηλώσουν ήρωες κι «είδωλα» από το βάθρο τους, να επαναδιαπραγμευτούν τα στερεότυπα που έχουν συνδεθεί με τη μνεία τους, να συνδιαλεχθούν με την πολιτικοκοινωνική επικαιρότητα και ν’ ανοίξουν εκ νέου το φάκελο «επιθεώρηση» και της σύνδεσης της θεατρικής γραφής με το κοινωνικό γίγνεσθαι. Ακόμη κι αν το δούμε μαθηματικά, περισσότερες αριστοφανικές ή παραστάσεις ξένων κωμωδιών έχουμε απ’ όσες σημερινές ελληνικές κωμωδίες, πόσο μάλλον επιθεωρήσεις, που ήταν ένα είδος ιδιαίτερα προσφιλές μέχρι τα τέλη του 20ου αιώνα. Αν οι παραστάσεις των Φασουλή- Παναγιωτοπούλου αποτελούν ήδη κομμάτι της θεατρικής ιστορίας, το είδος της Επιθεώρησης διατηρούν (έστω και παραλλαγμένα) ο Τάκης Ζαχαράτος και οι διάφοροι stand up comedians που όμως δεν έχουν το εύρος της θεματολογίας και τη μουσική, στοιχεία που χαρακτηρίζουν το είδος. Δε θ’ αναφερθώ στις παραστάσεις του Σεφερλή στο Δελφινάριο γιατί έχουν εκφυλίσει το είδος και συνήθως αναλώνονται σε σεξιστικό και ξενοφοβικό χιούμορ, αποχυμώνοντας τον επιθεωρησιακό χαρακτήρα που διατείνεται πως έχει. Για μένα ο πυρήνας του είδους είναι παρόμοιος με την Παράβαση του αρχαιοελληνικής κωμωδίας, είναι ένα ταρακούνημα του κοινού, και σε σημεία της μια αξιοπρόσεκτη πολιτική πράξη.

Με όλα αυτά που ζούμε την τελευταία δεκαετία και ακόμη περισσότερο την τελευταία διετία, ήταν αναμενόμενο πως η Επιθεώρηση θ’ αναγεννιόταν από τις στάχτες της. Το θέμα της Ελληνικής Επανάστασης ήταν μια ιδιαιτέρως ελκυστική επιλογή, που αξιοποίησαν αρκετοί θεατρικοί παράγοντες. Αυτό που κινεί το ενδιαφέρον στη συγκεκριμένη παράσταση είναι αφενός οι συγγραφείς του κι αφετέρου η απρόσμενη παρουσία του σκηνοθέτη Δημήτρη Καραντζά. Βέβαια, παρά τους πειραματισμούς του, τις μετρημένες στη λεπτομέρεια παραστάσεις του και την στοχευμένη επιλογή κλασσικών αριστουργημάτων όπως τα «Έτσι είναι αν έτσι νομίζετε», «Δωδέκατη Νύχτα», «Τρεις Αδερφές» και «Ελένη», ο σκηνοθέτης έχει «παίξει» με λεπτό χιούμορ στην αναμέτρηση με τα παραπάνω έργα. Νομίζω μάλιστα, πως του πάνε πολύ έργα με προσμίξεις ειδών, όπως αυτά του Πιραντέλλο, του Ευριπίδη, του Τσέχωφ αλλά και το Θέατρο του Παραλόγου, το οποίο δεν έχει εξερευνήσει ακόμα. Ανακαλώ, για παράδειγμα τις «Νεφέλες» που παρουσίασε πρόπερσι, παράσταση που νομίζω επικοινωνεί με την φετινή επιθεώρηση.

Στο σκηνικό κομμάτι, ξεχωρίζουν τα σκηνικά των Μ. Πανουργιά και Μ. Λάμπρου, που μετατρέπουν τις πρόσφατες ή παλαιότερες μνήμες της ποπ κουλτούρας και του πολιτικού lifestyle σε άρματα καρναβαλιού. Από τον Παπανδρέου και το νεύμα στην Δήμητρα ως το Δημοψήφισμα του 2015, κι από τους Ολυμπιακούς Αγώνες και τη νίκη της Παπαρίζου στην Eurovision ως το σήμερα, έχουμε νέους «ήρωες» να τιμήσουμε κι αυτό δεν αφήνει αναξιοποίητο η παράσταση. Παράλληλα, η Ιωάννα Τσιάμη δούλεψε τα κοστούμια της παράστασης με αναφορές στην Επιθεώρηση και το θέατρο Μπουρλέσκ προηγούμενων δεκαετιών, επαναδιαχείριση της φουστανέλας αλλά και μοντέρνα κοστούμια που συνδέονται με τάσεις της εποχής ή λίγο παλιότερα.

 

1821 photos 003

Ο θίασος

Όσα δυνατά ή αδύναμα κι αν τα κείμενα μιας επιθεώρησης, αυτό που δίνει τελικά τη φυσιογνωμία της παράστασης είναι ο θίασος της. Στο «1821 – Η Επιθεώρηση» έχουμε έναν πολυσυλλεκτικό και δοκιμασμένο θίασο που από τη μία έχει για «μπροστάτηδες» ταλαντούχους ηθοποιούς που ξεχώρισαν το τελευταίο διάστημα από τις τηλεοπτικές τους εμφανίσεις (Κοκκίδου, Γάλλος, Οικονόμου, Κουκουράκης, Μουλάς, Καβαλιεράτου) κι από την άλλη, υπερδραστήριους ηθοποιούς του θεάτρου (Καραθάνος, Χατζηπασχάλη, Νιάρρος, Κλίνης, Π. Παπαδόπουλος, Πιατά). Guest star η Μίρκα Παπακωνσταντίνου που έχει γράψει τη δική της ιστορία στην ελληνική Επιθεώρηση από τις παραστάσεις των Φασουλή – Παναγιωτοπούλου. Πέραν όμως από τη δημοφιλία που μπορεί να έχει ο καθένας τους ξεχωριστά, στη συγκεκριμένη παράσταση δεν υπάρχει σταρ, αλλά ο καθένας έχει το νούμερό του, τον δικό του σκηνικό χώρο.

Εντάξει, αν με ρωτάτε, θα επέλεγα την ασυναγώνιστη περσόνα του Γιάννη Κλίνη –τον είχαμε ξεχωρίσει και στη Δωδέκατη Νύχτα του ίδιου σκηνοθέτη- που παρενδύεται την Γιάννα Αγγελοπούλου – Δασκαλάκη, εντυπωσιάζοντας τόσο για την άνεση του φορώντας ψηλοτάκουνα όσο και για την χάρη του που όχι μόνο δεν ευτελίζει/παρωδεί την προσωπικότητα της αλλά και αποτελεί το «καλό παράδειγμα» για την ερμηνεία γυναικείων χαρακτήρων από άντρα ηθοποιό σε εμπορικές κωμωδίες. Ο Κλίνης είναι μια περίπτωση από μόνος του, μεταμορφώνεται επί σκηνής και μαγεύει τα πάντα στο πέρασμά του.

Θα ήθελα να σταθώ επίσης σε δύο αγαπημένους ηθοποιούς της γενιάς μας το Γιάννη Νιάρρο και τον Πάνο Παπαδόπουλο, που ξεχωρίζουν αντίστοιχα στις σκηνές τους. Παράλληλα με τις «μεγάλες» παραστάσεις του (Στέλλα Κοιμήσου, Δυτική Αποβάθρα Δαιμονισμένοι, Ποιος σκότωσε τον σκύλο τα Μεσάνυχτα) ο Νιάρρος δεν έχει διστάσει να δοκιμαστεί στο απαιτητικό είδος της επιθεώρησης (σε μικρότερη κλίμακα από το 1821) με την «άγουρη» δουλειά «Το μεγάλο κρεβάτι» των Βαβαδάκη- Γιαννάτου (Πειραματική του Εθνικού,2017) αλλά και μια σειρά περιορισμένων σόλο εμφανίσεων στο Γυάλινο Μουσικό Θέατρο. Θέλει ακόμα χρόνο και σκηνική πείρα στο συγκεκριμένο είδος, αλλά νιώθω ότι είναι ένα πρόσωπο που θ’ απασχολήσει περισσότερο το θεατρικό τοπίο. Παρόμοια εντύπωση αφήνει κι ο Πάνος Παπαδόπουλος (τον είχαμε δει επίσης στο Μεγάλο Κρεβάτι), ο οποίος έχει μια χαρισματική ικανότητα ν’ αυτοσαρκάζεται επί σκηνής και να υπερθεματίζει, είτε σε πιο ελευθεριάζουσες γραφές όπως στο 1821 είτε σε παγιωμένους χαρακτήρες.

1821 photos 017

Τέλος, ιδιαίτερη μνεία θα ήθελα να κάνουμε σε μια σκηνή όπου παίζουν η Βάσω Καβαλιεράτου, ο Νίκος Καραθάνος κι η Γαλήνη Χατζηπασχάλη. Σε αυτή την σκηνή, μια τηλεοπτική παρουσιάστρια – καρικατούρα της Στεφανίδου (Καβαλιεράτου) παίρνει κιτρινίζουσα συνέντευξη από έναν ήρωα της Επανάστασης (Καραθάνος), στην οποία εξομολογείται την σεξουαλική του κακοποίηση από έναν στρατηγό. Γιατί τώρα; Γιατί τώρα μπόρεσα. Αυτή είναι μια ατάκα-ορόσημο της φετινής χρονιάς με το μπαράζ τηλεοπτικών ή μη εξομολογήσεων κακοποιητικών συμπεριφορών είτε προς γυναίκες είτε προς νεαρούς άντρες. Η Καβαλιεράτου σαν άλλη μια Στεφανίδου που προσπαθεί να δικαιολογήσει κάθε απεχθή με παραβατική συμπεριφορά, σε μια σχεδόν φαρσική σκηνή, τσιγκλά τον «κακοποιημένο» και θίγει το θέμα μ’ έναν ευθύβολο και σκηνικά ενδιαφέρον τρόπο. Το κερασάκι στην τούρτα είναι η «βλάχα» μητέρα του ήρωα, η «σέξι» εκπρόσωπο μας στην Eurovision, η Γαλήνη Χατζηπασχάλη που καταφέρνει να ξεχωρίζει σε κάθε παράσταση.

Κλείνοντας, η παράσταση «1821 – η Επιθεώρηση» των Καραντζά-Δεληβοριά είναι το πρώτο και ένα πολύ ενδιαφέρον θεατρικό παυσίλυπο στο θέατρο του Παραλόγου που ζούμε τα τελευταία δύο χρόνια. Η διάρκεια της παράστασης (140 λεπτά χωρίς διάλειμμα λόγω αυστηρού πρωτοκόλλου) ίσως κουράσει τους μεγαλύτερους θεατές, αλλά τελικά η παράσταση θα δικαιώσει την επιλογή του κοινού. Το ελληνικό καλοκαίρι πέραν από τα νησιά  έχει συνδεθεί με τ’ ανοιχτά του θέατρα, και το κοινό φέτος το έχει περισσότερο από ποτέ ανάγκη. Η Επιθεώρηση κι η θεατρική ζωή επανεκκινούνται και είθε να έχουμε περισσότερο φως και ακόμη πιο ελεύθερες θεατρικές γραφές.

 

Διαβάστε επίσης: 

Γιώργος Γάλλος: «Ο Καλλιτέχνης Πρέπει Να Ενθαρρύνεται Να Ξαναπροσπαθήσει Και Όχι Να Κατηγορείται Ή Να Αφορίζεται»

 

Ιωάννα Πιατά: «Ο Ερχομός Της Κόρης Μου Τα Τοποθέτησε Όλα Στην Σωστή Τους Θέση»

 

Από τον Αναστάση Πινακουλάκη 

Μια ιδιαίτερη σκηνική σύνθεση με αφετηρία την ελληνική φουστανέλα και με αφορμή την επέτειο της Ελληνικής Επανάστασης προτείνει αυτό τον μήνα το Φεστιβάλ Αθηνών. Το όνομα της; Εθνικό Ντεφιλέ. Η παράσταση αναμένεται να κάνει πρεμιέρα στις 26 Ιουνίου 2021 στην Πειραιώς 260. Το πρόσωπο πίσω από αυτή την ιδέα είναι ο σκηνοθέτης Παντελής Φλατσούσης. Απόφοιτος της Δραματικής Σχολής «Αρχή» της Νέλλης Καρρά, έχει εργαστεί ως ηθοποιός από το 2011 έως το 2016, συμμετέχωντας σε παραστασεις στο Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου, Θέατρο Ακροπόλ, Skrow Theatre, Knot Gallery, σε σκηνοθεσία των Σπύρου Ευαγγελάτου, Βίκυς Γεωργιάδου, Βασίλη Μαυρογεωργίου. Από το 2014 έως το 2017 εργάστηκε ως βοηθός σκηνοθέτης σε παραστάσεις του Θωμά Μοσχόπουλου για το Θέατρο Πόρτα και του Ανέστη Αζά για την Πειραματική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου στην παράσταση Το Φιντανάκι (2017). Έχει σκηνοθετήσει παραστάσεις, οι οποίες αναζητούν νέες φόρμες παρουσίασης θεατρικού ντοκιμαντέρ, όπως το site - specific Κυψέλη – New Kids On the Block (Φεστιβάλ Αθηνών 2019) και το NO FUTURE! (ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ Κοζάνης 2018). Επίσης έχει σκηνοθετήσει παραστάσεις, κλασικών και σύγχρονων κλασικών έργων 

 
2121. Σε ένα όχι τόσο μακρινό μέλλον, όπου τα έθνη-κράτη δεν υφίστανται πλέον, διοργανώνεται ένα ντεφιλέ μνήμης για να τιμηθεί η φουστανέλα, το εθνικό ένδυμα του πάλαι ποτέ ελληνικού έθνους-κράτους. Στην πασαρέλα της Πειραιώς 260 παρελαύνουν η στολή του εύζωνα και η σουλιώτικη ενδυμασία του Βύρωνα, το φράκο του Κοραή και η φουστανέλα του Όθωνα, τα φράγκικα του Καποδίστρια και η φορεσιά της Αμαλίας. Με αφορμή την επέτειο της Ελληνικής Επανάστασης, η παράσταση, σε ατμόσφαιρα εορταστική και υπό τους ήχους ζωντανής μουσικής, με έναν θίασο πολυσυλλεκτικό, επιχειρεί να καταθέσει ένα σχόλιο σχετικά με την ταυτότητα και την ετερότητα θέτοντας το ερώτημα τι τύπου κοινότητες θα μπορούσαμε να επινοήσουμε σήμερα, με στόχο ένα πιο συμπεριληπτικό μέλλον. Μιλήσαμε με τον σκηνοθέτη της παράστασης Π. Φλατσούση για την ιδέα της και τη δραματουργία της παράστασης, την καταγωγή της φουστανέλας, την ετερότητα και την πολυπολιτισμικότητα των σύγχρονων κοινωνιών και στοχαστήκαμε πάνω στο θεατρικό γίγνεσθαι. 
 
ethniko ntefile 
Εθνικό Ντεφιλέ, μια πρωτότυπη σκηνική σύνθεση για την φουστανέλα, το ένδυμα που έχει συνδεθεί με την Ελληνική Επανάσταση.  Μιλήστε μας για την ιδέα πίσω από την παράσταση…
 
Η βασική μας σκέψη είναι να διατυπώσουμε το ερώτημα τι ακριβώς σημαίνει «έθνος», «εθνικό» και «εθνική ιστορία» σήμερα. Αναζητώντας απαντήσεις κοιτάμε με τρόπο αναστοχαστικό πίσω στα 200 χρόνια από την Επανάσταση. Φτιάχνουμε, λοιπόν, ένα catwalk (σ.σ. πασαρέλα) από το οποίο παρελαύνουν πάνω από 200 χρόνια Ιστορίας. Θα επαναλάβω, όμως, ότι δεν είμαστε ιστορικοί, ούτε κάνουμε μάθημα Ιστορίας. Δεν μας ενδιαφέρει και δεν μπορούμε να το κάνουμε, δεν έχουμε τις γνώσεις. Εμείς βλέπουμε την Ιστορία από την σκοπιά του σήμερα, θέτουμε ερωτήματα από τη θέση στην οποία βρισκόμαστε αυτή την στιγμή, χωρίς να υποστηρίζουμε, ούτε να επιδιώκουμε να είμαστε αντικειμενικοί. Βέβαια αυτά τα ζητήματα και αυτά τα ερωτήματα θέτουν θέματα ταυτότητας. Και αυτά τα βλέπουμε στην καθημερινή μας ζωή. Από αυτή την οπτική και με αυτή την σκηνική συνθήκη-πασαρέλα- ξεκινάμε.
 
Γιατί επιλέξατε ως βάση της δραματουργίας σας τη φουστανέλα; 
 
Αφετηρία μας είναι η ιστορία της φουστανέλας αλλά δεν ασχολούμαστε αποκλειστικά με αυτήν. Στην ουσία με την φουστανέλα ως αφηγηματικό άξονα επιδιώκουμε να αφηγηθούμε στιγμές μίας ενδυματολογικής ιστορίας του ελληνικού κράτους. Ποιοι φορούσανε, ποια ενδύματα σε ποιες στιγμές; Τι σήμαιναν αυτά για όσους τα φορούσαν και τι για όσους τα βλέπαμε; Ένα ένδυμα, ακόμα κι αν δεν έχει γίνει εθνικό σύμβολο, όπως η φουστανέλα, είναι ένα βασικό στοιχείο των ταυτοτήτων, ατομικών και συλλογικών. Άρα για εμάς ήταν το καλύτερο όχημα για να αφηγηθούμε τις συγκρούσεις, αντιθέσεις και παράξενες τροπές της ιστορίας του ελληνικού κράτους και το πώς αυτές τις βλέπουμε σήμερα. Είναι και μια ιδανική μεταφορά για την ελληνική εθνική ταυτότητα. Η φουστανέλα πέρα από ένα κομμάτι του υλικού, ας πούμε, πολιτισμού είναι και ένα σύμβολο. Μας δίνει, λοιπόν, την δυνατότητα να φτιάξουμε μια αφήγηση, που να παρουσιάζει όλες τις διαδικασίες κατασκευής και επινόησης της ελληνικής εθνικής ταυτότητας, οι οποίες δεν έχουν σταματήσει φυσικά μέχρι και σήμερα. Και μας δίνει και την δυνατότητα να αποκαλύψουμε, να φωτίσουμε την ίδια την διαδικασία κατασκευής εθνικών ταυτοτήτων και εθνικών συμβόλων και το λέω στον πληθυντικό, γιατί όλα τα έθνη έχουν παρόμοιες διαδικασίες. Είναι επιδίωξή μας να εντάξουμε την ελληνική περίπτωση στα εκάστοτε διεθνή ιστορικά και κοινωνικά συγκείμενα. 
 
"Ένα ένδυμα, ακόμα κι αν δεν έχει γίνει εθνικό σύμβολο, όπως η φουστανέλα, είναι ένα βασικό στοιχείο των ταυτοτήτων, ατομικών και συλλογικών. Άρα για εμάς ήταν το καλύτερο όχημα για να αφηγηθούμε τις συγκρούσεις, αντιθέσεις και παράξενες τροπές της ιστορίας του ελληνικού κράτους και το πώς αυτές τις βλέπουμε σήμερα."
 
 
Οι σύγχρονες κοινωνίες κι ακόμη ειδικότερα η ελληνική, έχουν χαρακτήρα πολυπολιτισμικό. Πολλές περιοχές της Αθήνας διακρίνονται από εθνική και πολιτισμική ετερότητα. Στο Δελτίο Τύπου της παράστασής σας διαβάζουμε πως «το 2121 δεν υπάρχουν πια έθνη-κράτη». Πιστεύετε πως η έννοια «έθνος» θα διαβρωθεί; Πως επηρέασε αυτό την δραματουργία σας;
 
Στην παράσταση χρησιμοποιούμε την συνθήκη του 2121 για να ακροποιήσουμε αφενός κάποιες όψεις της σημερινής πραγματικότητας και έτσι να ιστορικοποιήσουμε την σημερινή εποχή. Να μιλήσουμε δηλαδή για το σήμερα ως ήδη νεκρό. Δεν μπορούμε, φυσικά, να ξέρουμε τι θα γίνει σε 100 χρόνια, αλλά δεν μας απασχολεί κιόλας να δει κάποιος το αρχειακό υλικό του Φεστιβάλ Αθηνών το 2121 και να πει κοίτα πόσο μέσα ή πόσο έξω είχαν πέσει, αν μας απασχολούσε κάτι τέτοιο θα κάναμε άλλη δουλειά με πιθανότερη αυτή του αστρολόγου. Εμείς μιλάμε με βάση μία πολυπολιτισμική συνθήκη, που όπως πολύ σωστά λέτε είναι αυτή που βιώνουμε σήμερα και στην Αθήνα και στις περισσότερες περιοχές της περιφέρειας. Βέβαια οι εθνικισμοί δεν μοιάζουν να κοπάζουν επειδή ζούμε σε πολυπολιτισμικές γειτονιές και πόλεις, κάθε άλλο θα έλεγα. Γίνονται όλο και πιο έντονοι. Οπότε δεν ξέρω αν θα σταματήσουμε να αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο με βάση την έννοια «έθνος». Θα έλεγα ότι δεν φαίνεται κάτι τέτοιο στο άμεσο μέλλον. Θα πρέπει, όμως -και αυτό είναι ένα ερώτημα, που θέτουμε μέσα από την παράσταση- να αναρωτηθούμε, πώς θα φτιάξουμε νέες κοινότητες οι οποίες δεν θα βασίζονται στον αποκλεισμό, όπως γίνεται με τις εθνικές κοινότητες, αλλά στην συμπερίληψη. Νομίζω είμαστε πολύ μακριά από αυτό, όταν γιορτάζουμε τα νέα τείχη στον Έβρο ή ρωτάμε τους μετανάστες που θέλουν να πάρουν ελληνική υπηκοότητα ιστορικές λεπτομέρειες, που και εμείς οι ίδιοι δεν γνωρίζουμε.
 
 
Πώς επέδρασε μέσα σας η παύση ενός χρόνου από τη θεατρική πρακτική λόγω της πανδημίας; 
 
 Επέδρασε με πολλούς και αντιφατικούς και διαφορετικούς τρόπους. Δεν μπορώ να πω, ότι ήταν και ο καλύτερος χρόνος. Είναι σημαντικό, ότι προετοιμάζαμε αυτή την παράσταση για το Φεστιβάλ Αθηνών, η οποία είχε τεράστια έρευνα και απαιτητική σύνθεση, αλλά οι συνθήκες είναι πάρα πολύ επισφαλείς, ήταν και είναι, ακόμα δεν έχει τελειώσει η πανδημία και οι οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις θα αρχίσουν να φαίνονται σταδιακά από κάποιο σημείο της επόμενης χρονιάς. Νομίζω έχει υπάρξει μια τομή σε πάρα πολλά ζητήματα. Αυτό δεν σημαίνει, ότι θα πάμε θέατρο και τα πάντα θα είναι αλλιώς από την μία μέρα στην άλλη ή ότι όλα θα αλλάξουν όψη από τον Μάρτιο του 2020 στον Ιούνιο του 2021. Είναι αργές αυτές οι διαδικασίες και επίσης είναι και απρόβλεπτες, γιατί το προς ποια κατεύθυνση θα πάει ο κόσμος είναι αυτή την στιγμή διακύβευμα δεν είναι δεδομένο. Όσο, όμως κι αν είναι πολύ ευχάριστο το γεγονός, ότι ξαναγυρνάμε στα θέατρα, όσο κι αν όλη η προσπάθεια που γίνεται και στο Φεστιβάλ Αθηνών από όλους εργαζόμενους, καλλιτέχνες, καλλιτεχνική διεύθυνση είναι τεράστια και ελπιδοφόρα δεν μπορούμε να μην ανησυχούμε μετά από αυτό τον ένα χρόνο παύσης. Να ανησυχούμε για το τι θα γίνει του χρόνου, να ανησυχούμε για το γεγονός, ότι οι καλλιτέχνες παραμένουν αόρατοι ή όταν γίνονται ορατοί αντιμετωπίζονται ως ενοχλητικοί παράξενοι από τον κρατικό μηχανισμό και να ανησυχούμε για το ότι η καλλιτεχνική παραγωγή γίνεται εποχιακό επάγγελμα που συνδυάζεται με τον τουρισμό.  
 
Πως πιστεύεστε θα επηρεάσει την εγχώρια και την παγκόσμια σκηνή η κοινωνικοοικονομική κατάσταση αλλά κι η τάση του live streaming; 
 
 Ειλικρινά δεν ξέρω. Μπορεί να προκύψουν νέες υβριδικές μορφές τέχνης. Ήδη έχουμε δει desktop performances και διάφορες νέες μορφές, σίγουρα δειλές ή ανολοκλήρωτες αλλά είναι λογικό και καθόλου κακό αυτό, το αντίθετο. Φανερώνει, ότι είναι μια διαδικασία εν τω γίγνεσθαι. Επίσης μέσα από όλο αυτό μπορεί να προκύψουν νέες δραματουργίες και βασικά αυτό πρέπει να είναι το καλλιτεχνικό αίτημα της νέας γενιάς δημιουργών σήμερα, πιστεύω: να βρούμε τρόπους να επινοήσουμε νέες χειραφετητικές δραματουργίες, που θα μιλάνε σε όσο το δυνατόν πιο ευρύ κοινό. Και το ευρύ κοινό σήμερα δεν σημαίνει μόνο να μιλάμε σε πολλούς καλλιτεχνικά, όπως θα ήταν προ Covid και ισχύει ως αίτημα ακόμα,  αλλά πώς θα αποφύγουμε το θέατρο των νέων διαχωρισμών που έρχεται: το θέατρο ως προνόμιο όσων έχουν εμβολιαστεί ή έχουν κάποιου τύπου υγειονομικό πιστοποιητικό ή έχουν πρόσβαση σε υγειονομική περίθαλψη. Φυσικά η λύση γι' αυτό δεν είναι η αποφυγή του εμβολιασμού, αυτό θα ήταν καταστροφικό, αλλά η διεύρυνση της πρόσβασης σε υγειονομική περίθαλψη σε όλους με ίσο τρόπο ανεξάρτητα από το οικονομικό υπόβαθρο. Δεν είναι, λοιπόν, μόνο το streaming αλλά είναι ολόκληρες νέες ανισότητες και νέοι διαχωρισμοί και νέα προνόμια, που έρχονται και θα τις αντιμετωπίσει και το θέατρο και οι άλλες τέχνες και πρέπει να βρούμε τρόπους να τους αντιμετωπίσουμε με νέες δραματουργίες με νέες μορφές τέχνης. Και βέβαια το streaming μπορεί να είναι και θετικό γιατί δίνει την δυνατότητα σε ανθρώπους που αλλιώς δεν θα την είχαν να δούνε παραστάσεις. Αλλά στις νέες μορφές ή δραματουργίες, που θα προσπαθήσουμε να επινοήσουμε με την βοήθεια της τεχνολογίας, αφού παρέα με αυτή ζούμε, κατά την γνώμη μου, και σε ό,τι αφορά την πρακτική μου και την δουλειά μου, κεντρικό ζήτημα θα ήταν η συνάντηση με το κοινό, η ζωντανή διάσταση του θεάτρου, ακριβώς γιατί το απρόβλεπτο που ενέχει η ζωντανή συνάντηση είναι και το πιο χειραφετητικό εργαλείο που έχουμε στα χέρια μας.
 
Info: 
Η παράσταση Εθνικό Ντεφιλέ σε δραματουργία-σκηνοθεσία του Π. Φλατσούση θα παρουσιαστεί  26 & 27/06/2021 στις 21:00 και 28 & 29/06/2021 στις 22:00 κλείστε τις θέσεις σας εδώ
 

κηνοθεσία - Κείμενο Παντελής Φλατσούσης

Δραματουργία Παναγιώτα Κωνσταντινάκου

Σκηνικά - Κοστούμια Κωνσταντίνος Ζαμάνης

Πρωτότυπη μουσική σύνθεση - Ζωντανή εκτέλεση Jan Van de Engel

Βίντεο editing Μάριος Γαμπιεράκης - Χρυσούλα Κοροβέση

Σχεδιασμός φωτισμών Ελίζα Αλεξανδροπούλου

Συνεργασία στη δραματουργία Κατερίνα Κωνσταντινάκου

Βοηθός σκηνοθέτη Παναγιώτα Παπαδημητρίου

Παίζουν Houssain Amiri, Θέμης Θεοχάρογλου, Γιώργος Κριθάρας, Ντέμπορα Οντόγκ, Φωτεινή Παπαχριστοπούλου, Αινείας Τσαμάτης, Γιλμάζ Χουσμέν

Οργάνωση παραγωγής Κωστής Παναγιωτόπουλος

Εκτέλεση παραγωγής SPECTRUM AMKE

 

Από τον Αναστάση Πινακουλάκη

 

Η Ειρήνη Μουντράκη είναι μια από τις λίγες δραματολόγους μας που ξεχωρίζει για την πλούσια κι αεικίνητη συγγραφική της προσωπικότητα.

Είναι απόφοιτος, κάτοχος μεταπτυχιακού και αριστούχος διδάκτωρ του Τμήματος Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών. Σπούδασε επίσης Ιταλική Τέχνη και Γλώσσα στο Πανεπιστήμιο του Μιλάνο ως υπότροφος. Είναι υπεύθυνη Δραματολογίου, Βιβλιοθήκης, Αρχείου και Διεθνών Σχέσεων στο Εθνικό Θέατρο, όπου εργάζεται ως ειδικός καλλιτεχνικός συνεργάτης από το 1999. Εμπνεύστρια, δημιουργός και υπεύθυνη του Greek Play Project (GPP), της δίγλωσσης διαδικτυακής πλατφόρμας για τη μελέτη, ενίσχυση και προώθηση του σύγχρονου ελληνικού έργου (greek-theatre.gr). Διδάσκει στα Μεταπτυχιακά Προγράμματα των Τμημάτων Θεατρικών Σπουδών στα Πανεπιστήμια Αθηνών και Πελοποννήσου. Είναι Πρόεδρος της Γνωμοδοτικής Επιτροπής Επιχορηγήσεων Ελεύθερου Θεάτρου του Υπουργείου Πολιτισμού (2017-σήμερα). Είναι Αντιπρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της Ελληνικής Ένωσης Κριτικών Θεάτρου και Παραστατικών Τεχνών.

Λίγο προτού διαβάσω το νέο της συγγραφικό πόνημα «Εντός, Εκτός κι Επί τα αυτά», που έχει ένα αρκετά ευρύ πεδίο και συνάμα εξειδικευμένες στοχεύσεις, είχαμε την ευκαιρία να συνομιλήσουμε γι’ αυτό αλλά και γενικότερα για την εγχώρια και παγκόσμια δραματουργία, το θέατρο την εποχή του Covid (και του εκτενούς lockdown) και να στοχαστούμε πάνω στην επόμενη μέρα. Για την δραματολόγο, η εποχή που διανύουμε έχει αρκετές ομοιότητες με το Θέατρο του Παραλόγου, αφού «Το είδος αυτό άνθησε σε μία περίοδο ολικής καθίζησης όταν ο άνθρωπος βρισκόταν μπροστά σε ένα τρομακτικό κενό, όπου κάθε λογική είχε καταρριφθεί. Οι συγγραφείς στέκονταν μπροστά σε αυτό το απόλυτο κενό και προσπαθούσαν να δουν τη συνέχεια και την ελπίδα. Νομίζω, σε αντίστοιχη κατάσταση βρεθήκαμε και εμείς.» Δε θα μπορούσαμε να διαφωνήσουμε εύκολα, πόσο μάλλον αν θυμηθούμε τις παραστάσεις Το παιχνίδι της Σφαγής (Εθνικό Θέατρο) και Ρινόκερος (Κιβωτός), αμφότερες βασισμένα σε έργα του Ιονέσκο και σκηνοθεσία του Γ. Κακλέα. Το κοινωνικοοικονομικό πλαίσιο μέσα στο οποίο είναι άρρηκτα συνδεδεμένο το θέατρο φαίνεται να βάλλεται από παντού με τα θέατρα κλειστά για σχεδόν ένα χρόνο, αλλά όπως σχολιάζει κι η Μουντράκη: «Το θέατρο θα ξαναβρεί τον βηματισμό του. Δεν απειλείται, έχει επιβιώσει πολύ πιο δύσκολων καταστάσεων. Οι άνθρωποί του περνάνε δύσκολα όμως το ίδιο βρίσκει τον τρόπο να συνεχίζει.»

 Irene Moundraki texnes plus

«Εντός, Εκτός κι Επί τα αυτά», ένα τριμερές συγγραφικό πόνημα που καταπιάνεται από τον Σαίξπηρ και τον Γκολντόνι ως το Μαυριτσάκη και την Κιτσοπούλου. Μιλήστε μας για το νέο σας βιβλίο και τι θα διαβάσουμε σε αυτό.

Το βιβλίο αυτό είναι χωρισμένο σε τρεις ενότητες. Το Εντός περιλαμβάνει κείμενα για τη νεοελληνική δραματουργία, για συγγραφείς που η γραφή τους σημάδεψε με έναν τρόπο το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα και τις δύο πρώτες δεκαετίες του 21ου αιώνα. Το Εκτός είναι μια περιπλάνηση στον χρόνο και στον χώρο με κείμενα για την παγκόσμια δραματουργία, ξεκινώντας από το Ελισαβετιανό θέατρο και τον Ουίλιαμ Σαίξπηρ για να φτάσει στη σύγχρονη δραματουργία του ιρλανδού Κόνορ ΜακΦέρσον. Το Επί τα αυτά, περιέχει κείμενα μιας ευρύτερης θεματικής για τη σκηνική πράξη όπως η δραματοποίηση λογοτεχνικών κειμένων, η θεατρική κριτική, το μουσικό θέατρο, οι επιχορηγήσεις, η παρενδυσία επί σκηνής.

Ποιος από τους μεγάλους συγγραφείς με τους οποίους έχετε ασχοληθεί είτε του παγκόσμιου είτε του ελληνικού ρεπερτορίου περιγράφει καλύτερα αυτό που ζούμε σήμερα;

Όλοι οι μεγάλοι συγγραφείς, που έχουν στον πυρήνα τους τον άνθρωπο και την αλήθεια, είναι πάντοτε επίκαιροι. Ωστόσο, θα μπορούσα να πω ότι βρισκόμαστε σε μια αναλογία με τους συγγραφείς του παραλόγου. Αυτό που ζούμε τα τελευταία δύο χρόνια έχει μέσα του την έκπληξη, την απορία και την αμηχανία του Μπέκετ, του Πίντερ, του Ζενέ. Το είδος αυτό άνθησε σε μία περίοδο ολικής καθίζησης όταν ο άνθρωπος βρισκόταν μπροστά σε ένα τρομακτικό κενό, όπου κάθε λογική είχε καταρριφθεί. Οι συγγραφείς στέκονταν μπροστά σε αυτό το απόλυτο κενό και προσπαθούσαν να δουν τη συνέχεια και την ελπίδα. Νομίζω, σε αντίστοιχη κατάσταση βρεθήκαμε και εμείς.

Έχετε ασχοληθεί διδακτορικά με τον Γκολντόνι, ενώ έχετε ιταλικές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Μιλάνο. Πόσο κοντά είναι η ιταλική δραματουργία στην ελληνική και τι κοινούς τόπους έχετε εντοπίσει ανάμεσα στα δύο θέατρα;

Αν και είμαστε δύο γείτονες χώρες με εύκολη επικοινωνία, και παρά το γεγονός πως έχουμε πολλά κοινά στοιχεία στην ιδιοσυγκρασία μας δυστυχώς δεν είμαστε πολύ «κοντά». Αυτό άλλωστε αποδεικνύεται και από το ότι με ελάχιστες εξαιρέσεις η σύγχρονη ιταλική δραματουργία μας είναι παντελώς άγνωστη – και το ίδιο και η ελληνική για τους Iταλούς. Γίνονται μεμονωμένες προσπάθειες αλλά χρειάζεται δουλειά γιατί και στις δύο χώρες υπάρχει υλικό και μάλιστα καλό. Εάν πρέπει να αναφερθώ σε κοινούς τόπους θα έλεγα ότι ένα σημαντικό στοιχείο είναι σίγουρα η μεγάλη μας άνεση στο να κάνουμε αυτοκριτική από σκηνής, η τόλμη να βρισκόμαστε αντιμέτωποι με τον χειρότερο εαυτό μας αξιοποιώντας παραδόσεις που έρχονται από τα βάθη του χρόνου. Επίσης θεματολογικά στον πυρήνα της σύγχρονης δραματουργίας των δύο χωρών βρίσκεται η αέναη υπαρξιακή αναζήτηση.

Πέραν από ειδικός συνεργάτης-δραματολόγος του Εθνικού, έχετε ασχοληθεί και ιστοριογραφικά/κριτικά με το θέατρο. Ποια πιστεύετε ότι είναι η αξία του κριτικού στις μέρες μας, όπου ο καθένας μπορεί να δημοσιεύσει την άποψη του στο διαδίκτυο;

Η ευκολία που υπάρχει πλέον στο διαδίκτυο στο να λέει ο καθένας τη γνώμη του και η σταδιακή κατάργηση του έντυπου τύπου συνέβαλαν καθοριστικά στην αποδυνάμωση του κριτικού λόγου. Επίσης, με αυτή τη ψευδαίσθηση της γνώσης που ουσιαστικά είναι η απόλυτη έλλειψή της και ο θρίαμβος της εφήμερης πληροφορίας όλο και περισσότεροι θεωρούν ότι είναι ικανοί να γράψουν κριτική είτε μέσα από ένα ηλεκτρονικό έντυπο, μία ιστοσελίδα, ένα blog ή απλά να την ποστάρουν. Κάπου αισθάνομαι ότι έχουμε μπερδέψει την κριτική με την αναπαραγωγή των δελτίων τύπου, των προσωπικών γνωμών και των δημοσίων σχέσεων. Για αυτό πιστεύω πως σήμερα, και μέσα σε ένα τόσο αχανές τοπίο θεατρικά αλλά και με τόσο περιορισμένο τον κριτικό νου συνολικά, γίνεται επιτακτική η παρουσία του κριτικού. Ο κριτικός καλείται κατ’ αρχάς να επιλέξει από τη δεξαμενή των παραστάσεων και στη συνέχεια να καταθέσει για τη θεατρική παράσταση μια τεκμηριωμένη, θεωρητική άποψη που να αποτελεί έναν παιδευτικό κώδικα για το κοινό και που να μπορεί να δώσει κλειδιά για την κατανόηση της θεατρικής τέχνης ενώ ταυτόχρονα πρέπει να βρίσκεται σε ένα διάλογο εμπιστοσύνης με τους καλλιτέχνες. Είναι ένας πολλαπλός ευεργετικός ρόλος, δεν «μεταφράζει» τον καλλιτέχνη στον αναγνώστη του. Απαιτεί από τον δημιουργό και τον αναγνώστη να απαιτήσουν περισσότερα από τον εαυτό τους.

 

" Η ευκολία που υπάρχει πλέον στο διαδίκτυο στο να λέει ο καθένας τη γνώμη του και η σταδιακή κατάργηση του έντυπου τύπου συνέβαλαν καθοριστικά στην αποδυνάμωση του κριτικού λόγου. "

 

 

 exofyllo entos ektos moundrakij

 

"Ο κριτικός απαιτεί από τον δημιουργό και τον αναγνώστη να απαιτήσουν περισσότερα από τον εαυτό τους"

 

Στον απόηχο των καταγγελιών για κατάχρηση εξουσίας, για κάθε μορφής βία αλλά και βαρύτατες κατηγορίες προς εκπροσώπους του θεάτρου, πως πιστεύετε μπορεί να διασφαλιστεί πως δε θα έχουμε τη διαιώνιση ανάλογων συμπεριφορών στο μέλλον;

Δεν θα διασφαλιστεί. Δεν πιστεύω ούτε στην κάθαρση ως δια μαγείας ούτε σε ένα μέλλον όπου εργασιακά όλα θα είναι τέλεια. Μακάρι να είναι φυσικά. Σίγουρα πρέπει να γίνει σαφές σε όλους ότι δεν μπορούν να λειτουργούν χωρίς τον φόβο της τιμωρίας. Η ύβρις συνεπάγεται και τρομακτικές πτώσεις. Όμως πρέπει να σεβόμαστε κατ’ αρχάς εμείς οι ίδιοι τον εαυτό μας, να στηρίζουμε και να υπολογίζουμε τα συλλογικά μας όργανα που και αυτά με τη σειρά τους θα πρέπει να λειτουργούν με καθαρές και ανεξάρτητες διαδικασίες και να μην κάνουμε τα στραβά μάτια όταν συμβαίνει δίπλα μας το κακό.

 

mountraki texnes plus2

Η καραντίνα μας συνέστησε ή τουλάχιστον διεύρυνε την παρουσία των θεαμάτων σε live streaming/on demand. Τα θέατρα παρέμειναν κλειστά για παραπάνω από 6 μήνες, ενώ μεγάλα παγκόσμια μουσικά φεστιβάλ ή events «δοκιμάστηκαν» σε υβριδικά θεάματα με ψηφιακό κοινό/εισιτήριο. Τι σκέψεις σας γέννησε η «νέα κανονικότητα»;

Εγώ αγαπώ τη τελετουργία του θεάτρου: μου αρέσει η μετάβαση, αγαπώ τον χώρο του θεάτρου, το σκοτάδι του, θέλω να με χτυπάει η μουσική, να είμαι μέρος της διαδικασίας αυτής, να είμαι «εκεί», να αισθάνομαι τη θερμοκρασία της σκηνής και του κοινού. Όμως, με όλα τα θέατρα κλειστά έπρεπε να βρεθεί ο τρόπος να λειτουργήσει το θέατρο. Όχι μόνο πρακτικά για να εργάζονται οι άνθρωποι αλλά και για λόγους δημιουργικότητας και έκφρασης. Χρειαζόμασταν μία διέξοδο. Τα live streaming και οι on demand παραστάσεις ήταν ένα υποκατάστατο και όχι κάτι για να αντικαταστήσουμε τη ζωντανή εμπειρία του θεάτρου κατά τη γνώμη μου. Από την άλλη βέβαια οφείλω να πω πως μας δόθηκε η δυνατότητα να παρακολουθούμε παραστάσεις σε ολόκληρο τον κόσμο και αυτό είναι ένα κέρδος. Νομίζω ότι κάποιες πρακτικές θα επιβιώσουν και στην μετά covid εποχή και είναι στο χέρι μας να τις αξιοποιήσουμε προς όφελός μας.

" Τα live streaming και οι on demand παραστάσεις ήταν ένα υποκατάστατο και όχι κάτι για να αντικαταστήσουμε τη ζωντανή εμπειρία του θεάτρου κατά τη γνώμη μου." 

 

Τι να περιμένουμε στη συνέχεια από το θέατρο σ’ ένα τοπίο όπου φαίνεται αβέβαιο;

Το θέατρο θα ξαναβρεί τον βηματισμό του. Δεν απειλείται, έχει επιβιώσει πολύ πιο δύσκολων καταστάσεων. Οι άνθρωποί του περνάνε δύσκολα όμως το ίδιο βρίσκει τον τρόπο να συνεχίζει. Νομίζω ότι σίγουρα θα επηρεαστεί πολύ η θεματολογία όμως θα πρέπει να περάσει πρώτα ένα διάστημα, να έχουμε μια μικρή απόσταση για να παραχθούν σημαντικά έργα που θα έχουν αφομοιώσει τα όσα ζήσαμε. Επίσης, η τεχνολογία θα είναι πιο εύκολο να χρησιμοποιηθεί από όποιον το επιθυμεί, αφού πλέον είμαστε περισσότερο εξοικειωμένοι με αυτήν.

 mountraki makris

Πληροφορίες:

Το «Εντός, Εκτός κι Επί τα αυτά» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αιγόκερως σε φυσικά και ψηφιακά βιβλιοπωλεία.

 

Η Μαρία Γουλή διασκεύασε το παραμύθι του Άντερσεν σε θεατρικό έργο, το οποίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Σοκόλη.

Η Θεσσαλονικιά Μαρία Γουλή εργάζεται ως δικηγόρος και διαμεσολαβήτρια, ενώ έχει ασχοληθεί αρκετά με την χορογραφία σε μουσικοθεατρικές ή χορευτικές παραστάσεις. Στο κομμάτι του παιδικού θεάτρου που μας αφορά, έχει εκδώσει μέχρι στιγμής δύο έργα, το Η πριγκίπισσα και το μπιζέλι και το Όνειρα Γλυκά, αμφότερα στη σειρά Παιδικό θέατρο των εκδόσεων Σοκόλη. Όπως όλα τα έργα της σειράς, συνοδεύεται από προτεινόμενες δραστηριότητες για τους εκπαιδευτικούς αλλά κι ενδεικτική βιβλιογραφία για περαιτέρω μελέτη.

Υπόθεση (από το οπισθόφυλλο): Ο πρίγκιπας αναζητά με τη βοήθεια των φίλων του την ιδανική πριγκίπισσα. Όμως άλλη είναι ατσούμπαλη, άλλη εγωίστρια, άλλη λαίμαργη κι άλλη ό,τιναναι… Ώσπου εμφανίζεται στο παλάτι η δική του πριγκίπισσα. Αυτή που δεν μπορεί να κοιμηθεί με ένα μικρό μπιζέλι κάτω από πολλά στρώματα, που κυκλοφορεί με ποδήλατο, τρελαίνεται για παγωτά και χορεύει hip hop. Αυτή που για εκείνον είναι φανερό ότι είναι η δική του αγαπημένη. Και τότε αρχίζει η γιορτή! Ένα θεατρικό έργο για τον πρίγκιπα ή την πριγκίπισσα της ζωής μας που είναι κάπου εκεί έξω και μας περιμένει.

Πρόσωπα: Αφηγήτρια, Βασιλιάς, Βασίλισσα, Φίλοι του πρίγκιπα (από 3 έως 5), Πρίγκιπας, Πριγκίπισσα Παπουτσωμένη, Πριγκίπισσα Λαίμαργη, Πριγκίπισσα Ολαμουφταίνε, Πριγκίπισσα Ο,τινάναι, Πριγκίπισσα Μονόλογος, Πριγκίπισσα Ατσούμπαλη, Πριγκίπισσα, Υπηρέτριες (από 4 έως 8), Αγγελιαφόρος/Τελετάρχης.

Η Μαρία Γουλή δεν ακολουθεί την πεπατημένη των παραμυθιών του Άντερσεν ή τα έμφυλα στερεότυπα που ενυπάρχουν σε αυτά. Επαναδιαμορφώνει τους ήρωες του παραμυθιού με μια σύγχρονη ματιά, με τα προτερήματα και τα ελαττώματα τους, μα κυρίως με την εκούσια συμμετοχής τους σε μια ιστορία αγάπης κι όχι με κάτι «προσχεδιασμένο». Δεν αρκεί η δοκιμασία του μπιζελιού για να δεχθεί ο πρίγκιπας την πριγκίπισσά του, θέλει να τη γνωρίσει και να την αφήσει να τον γνωρίσει. Το έργο ακολουθώντας το πρωτότυπο διαδραματίζεται σ’ ένα παλάτι, ενώ προσφέρεται για μια μουσικοθεατρική παράσταση που μπορεί να εμπεριέχει χορογραφίες, καθώς γίνεται γιορτή στην αίθουσα δεξιώσεων. Στις σκηνικές οδηγίες υπάρχουν προτάσεις για μουσική επιμέλεια αλλά για την σκηνοθετική διαχείριση του έργου.

Κλείνουμε μ’ ένα μικρό απόσπασμα:

Πρίγκιπας: Σου αρέσουν τα λουλούδια;

Πριγκίπισσα: Πιο πολύ κι απ’ τα τραγούδια.

Πρίγκιπας: Η άνοιξη λοιπόν σ’ αρέσει.

Πριγκίπισσα: Αν έχει ζέστη και δεν βρέξει.

Πρίγκιπας: Προτιμάς το καλοκαίρι;

Πριγκίπισσα: Στη θάλασσα αν έχω ταίρι. Τα παιχνίδια στο νερό;

Πρίγκιπας: Και στο δάσος, το βουνό… Σ’ ενοχλούν οι ζαβολιές;

Πριγκίπισσα: Σίγουρα. Και οι ψευτιές. Το φοβάσαι το σκοτάδι;

Πρίγκιπας: Μόνο αν είναι αργά το βράδυ.

Πριγκίπισσα: Τι σου προξενεί τη θλίψη;

Πρίγκιπας: Η αγάπη αν μου ‘χει λείψει.

Πριγκίπισσα: Τι αγαπάς πιο πολύ απ’ όλα;

Πρίγκιπας: Τον σκύλο, τα γλυκά, τα δώρα… Κι εσύ τι πιότερο αγαπάς;

Πριγκίπισσα: Τα μάτια σου σαν με κοιτάς.

 

Η θεατροπαιδαγωγός Φίλια Δενδρινού καταπιάστηκε με τ’ αγαπημένα παραμύθια των αδερφών Γκριμ και συνέθεσε ένα ευφάνταστο θεατρικό για παιδιά γραμμένο σε στίχο. 
Το Με τα παραμύθια των Γκριμ, της Φ. Δενδρινού κυκλοφόρησε το 2018 από τις εκδόσεις Σοκόλη. Ουσιαστικά πρόκειται για ένα σπονδυλωτό έργο, μια «παραμυθοσαλάτα» όπως λέμε, δηλαδή ένα έργο που «μπερδεύει» ή παρουσιάζει από κοινού σ’ ένα έργο, ήρωες και σκηνές από παραπάνω από ένα παραμύθια. Στη δική της παραμυθοσαλάτα η Δενδρινού βάζει τον Πρίγκιπα Βάτραχο, τη Χιονάτη, τον Παπουτσή και τα ξωτικά, την Σταχτοπούτα και την Ωραία Κοιμωμένη. 
Λίγα λόγια την συγγραφέα
Η Φίλια Δενδρινού είναι ηθοποιός και θεατρολόγος-θεατροπαιδαγωγός. Σπούδασε Θέατρο και Παιδαγωγικά στην Ελλάδα και τη Γαλλία, ενώ ασχολήθηκε ιδιαίτερα με το αφηγηματικό θέατρο και τη σχέση του ηθοποιού-αφηγητή και την προφορική λαϊκή αφήγηση μύθων και παραμυθιών (M.A. Theatre-Storytelling and Performing Arts, Middlesex University Λονδίνο). Δίδαξε Θέατρο σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης. Συνεργάστηκε με την Εκπαιδευτική Τηλεόραση της ΕΡΤ ως σεναριογράφος και ως επιστημονική σύμβουλος εκπομπών για το Θέατρο. Βιβλία της έχουν κυκλοφορήσεις από τις εκδόσεις Σοκόλη, Λιβάνη, Εν Πλω, Αίολος. 
 
Το θεατρικό έργο
Περιγραφή (από το οπισθόφυλλο): Το κουβαράκι κύλησε σε Δάση, σε Παλάτια, έστριψε, ξεδιπλώθηκε στων Γκριμ τα μονοπάτια και τη Σκηνή μας φώτισε για λίγο για μια νύχτα, για όσο κρατάει μια στιγμή μέσα στα παραμύθια. Τώρα η ώρα πέρασε, θα πούμε Καληνύχτα, το θέατρο τελείωσε, έξω έχει πέσει η νύχτα. Μα όσοι μας ακούσατε να λέμε ιστορίες  σίγουρα θα προσέξατε, υπάρχουν ευκαιρίες με όνειρα να ντύσουμε τις τόσες αγωνίες. Το κουβαράκι κύλησε σε Δάση, σε Παλάτια, τι όμορφα που φώτισε τα δυο γλυκά σου μάτια. Κι όσο εσύ του ζήταγες να λέει παραμύθια, αυτό μέσα στα ψέματα έψαχνε την αλήθεια. 
Η συγγραφέας έχει αντιμετωπίσει τα παραμύθια των Γκριμ με αγάπη, κι έχει φροντίσει τη διασκευή της, σα να ήταν ένα όμορφο τραγούδι. Η στιχομυθία έχει ομοιοκαταληξία και ρυθμό, ενώ έχει τονίσει τον παραμυθικό χαρακτήρα, αξιοποιώντας την παράδοση που φέρει. Ταυτόχρονα, η όλη της σύνθεση είναι σαν θέατρο εν θεάτρω, με τον θίασο να «ντύνεται» σταδιακά τους ήρωες των παραμυθιών. Είναι ενδεικτικό ότι η αφήγηση ξεκινά με μια εισαγωγική σκηνή και τη φράση «Κόκκινη κλωστή δεμένη στην ανέμη τυλιγμένη, δώσε κλότσο να γυρίσει, παραμύθι ν’ αρχινίσει». Και το παραμύθι που αρχίζει, φαίνεται να μην τελειώνει ποτέ, ή το τέλος του να είναι η αρχή ενός ακόμη παραμυθιού. Το Με τα παραμύθια των Γκριμ, μοιάζει μ’ ένα υφαντό αφηγήσεων, το οποίο η Δενδρινού έχει κεντήσει με μαεστρία. 
Πρόσωπα: Η διανομή των ρόλων στο Με τα παραμύθια των Γκριμ, μπορεί να λειτουργήσει με διάφορους τρόπους. Η θ’ υπάρξει μια ομάδα 3-4 αφηγητών/ηθοποιών όπως παρουσιάζονται στην εναρκτήρια σκηνή και στις επόμενες σκηνές θα ενδυθούν τους ήρωες των παραμυθιών φορώντας αξεσουάρ ή κοστούμια ή θα γίνει μια αναλυτική διανομή 15-20 ρόλων, ιδανικό για μια μαθητική παράσταση. Το σύνολο των προσώπων μπορεί να φτάσει τα 55 άτομα, ή να γίνουν φυσικά οι συμπτύξεις των κοινών ρόλων πχ ένα παιδί να παίξει όλους τους ρόλων βασιλιάδων, μια κοπέλα όλες τις πριγκίπισσες, κάποια παιδιά τους βοηθητικούς χαρακτήρες. Αναλυτικότερα έχουμε: Κορυφαίους αφηγητές (5), Πρίγκιπας Βάτραχος, Βασιλοπούλα, Ακόλουθοι Βασιλοπούλας (3), Υπηρέτης, Βασιλιάς, Βασίλισσα, Χιονάτη, Μάγισσα, Κουκουβάγιες (2), Δέντρα (6), Κοκκινοσκουφίτσα (3), Λύκος (3), Κυρούλα, Παπουτσής, Ξωτικά (3), Τελάληδες (3), Μητριά, Κόρες (2), Σταχτοπούτα, Μόδιστρος, Καπελού, Χοροδιδάσκαλος Μεσιέ Λαζάρ, Πρίγκιπας, Ακόλουθοι πρίγκιπα (2), Βασιλιάς, Βασίλισσα, Μάγισσα, Φρουρός, Μαγείρισσα, Καμαριέρα, Ωραία Κοιμωμένη, Πρίγκιπας, Βασιλιάς, Βασίλισσα. 
Όσον αφορά τη μουσική της παράστασης, η συγγραφέας προτείνει στις σκηνικές οδηγίες μερικά κομμάτια κλασσικής μουσικής όπως Μπετόβεν, Brian Eno αλλά και τραγούδια από τον δίσκο «Φόραγε κίτρινο σκουφί» σε μουσική Τ. Ζωγράφου και στίχους της ιδίας. 
 
 
Το Με τα παραμύθια των Γκριμ είναι ιδανικό για νήπια ή παιδάκια Α/Β Δημοτικού καθώς δεν έχουν πολλά λόγια ν’ αποστηθίσουν, ενώ η ομοιοκαταληξία κι η μουσικότητα των στίχων είναι πρόσφορες για τα μικρά παιδιά. Χρειαζόμαστε περισσότερα κείμενα σαν αυτό της Δενδρινού, και θα ήταν ωφέλιμο να δούμε ίσως ανάλογη δουλειά σε έργα του Άντερσεν ή του Αισώπου. 
Κλείνουμε μ’ ένα μικρό απόσπασμα: Ανέβα, τόπι, πέσε, κουβάρι, να σε ρωτήσω που γέρνει ο ήλιος, που πάει ο άνεμος σαν δεν φυσά… /Που παν τα νέφη τα χνουδωτά; /Ανέβα, τόπι, πέσε φεγγάρι, και στόλισέ μου το μαξιλάρι/Ποιον νέο φίλο θα συναντήσω;/ Σοφία, αγάπη, θε να γνωρίσω; Πλούτο ή δόξα να προτιμήσω; 

Η ηθοποιός και θεατρολόγος Δήμητρα Βαμβακάρη διασκεύασε σε δύο εκδοχές το κλασικό έργο «Βασιλικός» και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Σοκόλη.

Μιλάμε φυσικά για το Βασιλικό του Αντώνιου Μάτεσι, την αγαπημένη κωμωδία του Επτανησιακού Θεάτρου που εξελίσσεται την περίοδο της Βενετοκρατίας (αν και γράφτηκε την περίοδο 1829-1830 που η Ζάκυνθος ήταν υπό αγγλική κατοχή). Είναι η πρώτη φορά που διασκευάζεται ο Βασιλικός για παιδικό κοινό κι η πρώτη διασκευή της Βαμβακάρη που κυκλοφορεί. Προσωπικά, έχω μια προτίμηση στα ελληνικά έργα, γιατί θεωρώ πως με αυτά συνδεόμαστε περισσότερο από ότι μ’ έναν Σαίξπηρ ή μ’ έναν Στρίντμπεργκ. Τα ελληνικά έργα, τα τραγούδια και τα λαϊκά παραμύθια είναι κομμάτι και θησαυρός μας, και μέσω του θεάτρου πολλές φορές εκμηδενίζουμε το χρόνο ή τα βιώματα που μας χωρίζουν από αυτά.

Ο Βασιλικός του Μάτεσι

Ο Βασιλικός είναι έργο του Αντώνιου Μάτεσι που γράφτηκε περίπου το 1830, δηλαδή σχεδόν δύο αιώνες πριν και θεωρείται ένα από τα σημαντικότερα έργα της ελληνικής δραματουργίας. Αποτελείται από 5 πράξεις, με χρονική απόσταση ανάμεσά τους, ενώ η πλοκή τοποθετείται λίγο μετά τις Αποκριές, στην βενετοκρατούμενη Ζάκυνθο. Το έργο συνιστά ένα πλούσιο μωσαϊκό κοινωνικών αναφορών και φιλοσοφικών ιδεών της εποχής, με τη διάσταση Ευγενών-Ποπολάρων. Γκρότεσκοι λαϊκοί χαρακτήρες όπως η υπηρέτρια Λανάρω, η Εβραία κι ο Κοσμάς, ένας αυστηρός πατέρας-φαμίλιας (Δον Ρονκάλας), οι νεαροί ερωτευμένοι (Γαρουφαλιά-Φιλιππάκης), μια υποτακτική μάνα κι ένας «επαναστάτης» γιος αποτελούν τα πρόσωπα του δράματος. Στο πρωτότυπο έργο είναι έντονη η ζακυνθινή διάλεκτος, ενώ υπάρχουν αποσπάσματα από τραγούδια που λογικά ήταν γνωστά την εποχή που πρωτογράφτηκε το έργο. Το πιο πρόσφατο ανέβασμα του έργου στην Αθήνα ήταν το 2011 από το Εθνικό Θέατρο σε σκηνοθεσία του αείμνηστου Σπύρου Ευαγγελάτου, ενώ την ίδια χρονιά κυκλοφόρησε και το έργο εκ νέου από τις εκδόσεις Εστία.

Θεατρική Διασκευή

Η Δήμητρα Βαμβακάρη με την ιδιότητα της θεατρολόγου στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση, ασχολήθηκε με το Βασιλικό στο πλαίσιο του μαθήματός της, οπότε είχε την ευκαιρία να δοκιμάσει και να μπολιάσει τη διασκευή από την επαφή με τα παιδιά. Δεν περιορίστηκε σε μια αλλά έκανε δύο διαφορετικές διασκευές (θεατρική/έμμετρη). Αμφότερες βρίσκονται στην κυκλοφορία των εκδόσεων Σοκόλη. Στη θεατρική της διασκευή, αξιοποιεί έντονα την παράδοση της commedia dell arte (τουλάχιστον σκηνικά), εντάσσει αρλεκίνους και μασκαράδες, τόσο λόγω της σύνδεσης Επτανήσων-Βενετίας όσο και για την πλοκή του έργου που ξεκινά από τη μασκαράτα των Αποκριών.

Για τις ανάγκες μιας μικρής σ’ έκταση διασκευής, αφού απευθύνεται σε παιδικό κοινό κι άρα υπάρχουν πρακτικοί περιορισμοί, η θεατρολόγος μείωσε αρκετά το μέγεθος των πράξεων, κάνοντας τες 5 εικόνες-σκηνές, διατηρώντας τη δομική κατασκευή του πρωτότυπου. Όσον αφορά τη γλώσσα, προτείνει μια γλώσσα που δε χάνει τη μουσικότητα και τους ζακυνθινούς ιδιωματισμούς χωρίς όμως να είναι και τελείως ξένη προς τη δημοτική, όπως τη γνωρίζουν οι μαθητές του σήμερα. Μια δική της προσθήκη είναι η ένταξη παροιμιών ανάμεσα στα λόγια του Μάτεσι, που εξομαλύνουν τις διενέξεις ανάμεσα στα πρόσωπα του έργου και συνάμα αποτελούν μια ψυχαγωγική νότα στο έργο. Με όλες αυτές τις επιλογές, η θεατρική διασκευή της χωρίς ν’ αποσιωπά μια ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη ή μια απόπειρα δολοφονίας, αποτελεί μια καλή και διαφορετική πρόταση για σκηνικό ανέβασμα. Είναι κι ένα αισθητικό μου κριτήριο αυτό για να μου αρέσει μια διασκευή: να μην παραμορφώνει εντελώς το έργο, ακόμα κι αν χρειαστεί να το εξομαλύνει.

Πρόσωπα:

Τα πρόσωπα του έργου είναι 16, αλλά μπορούν να προστεθούν παραπάνω με τη χρήση Αρλεκίνων, Μασκάρων και στρατιωτικών (ανάλογα με τις ανάγκες της παράστασης). Στη διασκευή της, η Βαμβακάρη έχει μειώσει αισθητά τη δραματουργική παρουσία των προσώπων, κυρίως των πρωταγωνιστών που στο πρωτότυπο είχαν εκτενείς μονολόγους ή λιγοπρόσωπους διαλόγους, αμβλύνοντας τις στιχουργικές ανισότητες σ’ ένα ενδεχόμενο ανέβασμα με μαθητές.

Χώροι: ένας εσωτερικός (το σπίτι) και δύο εξωτερικοί (παντοπωλείο και δρόμος μπροστά που βλέπει προς το σπίτι και ένα μπαλκόνι). Στο βιβλίο μπορείτε να πάρετε ιδέες και για την σκηνογραφικό/ενδυματολογικό κομμάτι του σκηνικού σας ανεβάσματος. Επιπλέον, στις σκηνικές

οδηγίες ανάμεσα στις σκηνές, θα βρείτε προτεινόμενα μουσικά κομμάτια από την ελληνική και την ιταλική παράδοση.

Έμμετρη διασκευή

Η δεύτερη εκδοχή που προτείνει η Δήμητρα Βαμβακάρη είναι η διασκευή του Βασιλικού σε έμμετρο στίχο με μερικούς εμβόλιμους θεατρικούς στίχους. Η διασκευή αυτή αν και μικρότερη σ’ έκταση, δεν στερείται σε πρωτοτυπία ή περιεχόμενο σε σχέση με τη θεατρική διασκευή. Ενδεχομένως είναι πιο εύκολα διαχειρίσιμη όταν δουλεύετε με μικρότερες ηλικίες (5-8 ετών).

Ένα μικρό απόσπασμα: «Και γρήγορα στο πι και φι μαθαίνει για τα πάντα/ Του Φιλιππάκη του κρατεί μίσος κι αντιπάθεια. Γιατί την κόρη του θωρεί και τηνε ζαχαρώνει και δεν το καμαρώνει δίπλα του νύφη να τη δει.»

Κλείνοντας, στο τέλος του βιβλίου θα βρείτε ιδέες για προτεινόμενους αυτοσχεδιασμούς με βάση το έργο, που θα εμπλουτίσουν τη δουλειά σας.

Μιλάμε φυσικά για τη νέα μιούζικαλ ταινία του δημοφιλούς σκηνοθέτη Ryan Murphy σε παραγωγή και διάθεση του Netflix.

Η ταινία «The Prom» είναι διαθέσιμη στην κορυφαία σελίδα από τις 11 Δεκεμβρίου 2020. Αποτελεί ουσιαστικά την κινηματογραφική προσαρμογή του ομώνυμου πρωτότυπου μιούζικαλ του Broadway, του 2018. Το σενάριο υπογράφουν οι δημιουργοί του θεατρικού, Bob Martin και Chad Beguelin. Να θυμήσουμε στο κοινό ότι είναι η δεύτερη ταινία μέσα στη χρόνια που έκανε ο Murphy, βασισμένη σε προϋπάρχον θεατρικό σενάριο. Η έτερη ήταν το «Boys in the band» με έναν εξ’ ολοκλήρου αντρικό θίασο, βασισμένο στο ομώνυμο θεατρικό του 1968.

Το «The Prom» είναι ένα χαρούμενο έργο αποδοχής της σεξουαλικής διαφορετικότητας, θέμα προσφιλές τόσο στην τηλεόραση όσο και στο σινεμά. Πρωταγωνίστρια είναι η Emma, μια έφηβη λεσβία από την Indiana. Τα προβλήματα ξεκινούν όταν δηλώνει πως θέλει να πάει στον ετήσιο σχολικό χορό (prom) με μια κοπέλα συνοδό κι όχι αγόρι όπως είναι το καθιερωμένο. Ο σύλλογος γονέων της αρνείται αυτό το δικαίωμα κι αποφασίζει ν’ ακυρώσει εντελώς τον χορό. Τότε καταφτάνουν στην κοινότητα, αστέρες του Broadway που βλέπουν την δημοτικότητά τους σε ύφεση κι αποφασίζουν να εμπλακούν σ’ έναν «ευγενή» σκοπό για να επωφεληθούν από την θετική διαφήμιση. Σύντομα έρχονται τα πάνω-κάτω, αλλά μέσα από διάφορες συγκρούσεις, οι χαρακτήρες αποδέχονται πρώτα από όλα τον εαυτό τους και την αλήθεια τους κι ύστερα τον άλλο.

the prom tp 05300rc 1602104588

 Η ιδέα της ταινίας φαίνεται χιλιοειπωμένη και πράγματι είναι ένα θέμα που το έχουμε ξανακούσει. Αν δεις όμως την ταινία με τους υπερλάμπρους πρωταγωνιστές της από τη μία και τα φρέσκα παιδιά από την άλλη, έχεις μια feel good ταινία. Ξεχωρίζει ασφαλώς η Meryl Streep που μας έχει κάνει να την αγαπήσουμε πέρα από τους μεγάλους δραματικούς ρόλους της και στους «μικρότερους» κωμικούς/μουσικούς της ρόλους σε ταινίες όπως το Mamma Mia, Mary Poppins Returns και Into the Woods. Δεν ξέρω βέβαια αν μπορεί να διεκδικήσει άλλο ένα Oscar, αλλά σίγουρα θα βρει τη διάκριση στις Χρυσές Σφαίρες. Από την έχουμε και τον James Corden ιδιαιτέρως δημοφιλή για την εκπομπή του στην τηλεόραση και για τα ευφάνταστα carpool karaoke του. Ο Corden έχει δημιουργήσει μια άνετη ψυχαγωγική περσόνα που λάμπει σε ό,τι κι αν κάνει. Και κάνει πλέον συχνά μιούζικαλ. Η προσωπική μου αδυναμία είναι η Nicole Kidman που ωριμάζει παράλληλα με το σεξαπίλ της καθώς φαίνεται. Η Kidman μπορεί να είναι εξαιρετική σε καλαίσθητες δραματικές ταινίες (Ο θάνατος του Ιερού Ελαφιού, Dogville, Beguild, Lion), αλλά ταυτόχρονα να είναι εξίσου απολαυστική σε πιο ανάλαφρους ρόλους (Moulin Rouge, Just go with it, Nine). Στο Prom φαίνεται να το διασκεδάζει ιδιαίτερα και το διασκεδάζουμε μαζί της. Το καρέ συμπληρώνει ο Broadway ηθοποιός –και γνωστός από τη σειρά The New Normal- Andrew Rannells.

Η ταινία πραγματεύεται ένα θέμα που επανέρχεται στη συζήτηση, αυτό της διαφορετικότητας, πόσο μάλλον την σεξουαλική ετερότητα. Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που ένα παιδί στην εφηβεία ή ένας νεαρός ενήλικας χρειάζεται να παλέψει για ν’ ακουστεί η μοναδικότητά του, η εντελώς δική του φωνή, η επιλογή ή η επιθυμία του. Αυτά τα παιδιά συχνά συναντούν ένα τοίχο μπροστά τους, που μπορεί να λέγεται γονεική αποδοχή, πίεση συνομηλίκων, άτομα σε εξουσία, κοινωνικός περίγυρος ή πλέον κοινωνικά δίκτυα. Το πρώτο βήμα είναι ίσως ν’ αποδεχτούν τον εαυτό τους, να εξερευνήσουν τον κόσμο μέσα από τα δικά τους παπούτσια. Στη συνέχεια ασφαλώς να εκφράσουν αυτό που είναι και να νιώσουν ασφαλείς να υπάρξουν και να δημιουργήσουν τη δική τους πορεία. Μια τέτοια περίπτωση είναι η Emma (Jo Ellen Pellman) και η Alyssa (Ariana DeBose) στο Prom.

Νιάτα, χρώμα, λάμψη, glitter, κονφετί συναντούν την πολιτική ορθότητα και τη σεξουαλική απελευθέρωση σε μια ταινία διάρκειας 2 ωρών και 10 λεπτών. Έτοιμοι για το Prom;

Η 25χρονη Dua Lipa είναι αναμφισβήτητα ένα από τα πρόσωπα που ξεχώρισαν φέτος στην παγκόσμια μουσική βιομηχανία.

Η βρετανίδα καλλιτέχνης με καταγωγή από την Αλβανία κυκλοφόρησε το 2020 το δεύτερο δίσκο της «Future Nostalgia» και μέσα σε λίγους έγινε ο πιο πολυπαιγμένος δίσκος στο Spotify. Από αυτόν τον δίσκο κυκλοφόρησαν τα hit singles «Don’t Start Now», «Physical», «Break my Heart» «Hallunicate» και «Levitating». Μετά τις πρόσφατες βραβεύσεις της στα AMAs και στα Ευρωπαϊκά MTV η Dua Lipa διεκδικεί 6 Grammys συμπεριλαμβανομένων των Album of the Year και Record of the Year. Για την προώθηση του δίσκου, η ποπ σούπερσταρ πραγματοποίησε μια ιντερνετική συναυλία –συμβαδίζοντας με την Covid εποχή- την Παρασκευή 27 Νοεμβρίου στο Λονδίνο και την οποία παρακολούθησαν έναντι εισιτηρίου 5 εκατομμύρια θεατές παγκοσμίως. Αν αναλογιστούμε πως το εισιτήριο έκανε κατά μέσο όρο 10 ευρώ, η συναυλία είχε έσοδα παραπάνω από 50.000.000 ευρώ σε μία μόνο βραδιά χωρίς τα βασικά έξοδα μιας φυσικής συναυλίας. Όλο και περισσότεροι τραγουδιστές καταφεύγουν στα live streams αυτή την περίοδο αφού δεν είναι εφικτή η διεξαγωγή περιοδειών.

Συνδεθήκαμε κι εμείς να παρακολουθήσουμε την ανεπανάληπτη συναυλία της Dua Lipa με special guests τους Kylie Minogue, Elton John, FKA Twigs, Miley Cyrus, The Blessed Madonna, J Balvin, Bad Bunny, Tainy και Angele. Η συναυλία ξεκίνησε στις 21:30 (ώρα Ελλάδας) και διήρκησε σχεδόν 90 λεπτά. Για τις ανάγκες του Studio 2054 διαμορφώθηκε ένα ολόκληρο σκηνικό περιβάλλον με πολλαπλούς χώρους, που θύμιζε λονδρένζικο disco club της δεκαετίας του ’80 γεμάτο χορευτές και vintage πινελιές. Neon φώτα, ποπ χρώματα, ντισκόμπαλες, καθρέφτες, χορευτικά κορμάκια, rolleys κι ένα άλλο αναφορές σε μια δεκαετία που άφησε για πάντα το στίγμα της στην ποπ κουλτούρα.

H Dua Lipa που συχνά βάλλεται από τα social media για τις μειωμένες χορευτικές της δυνατότητες, ξεπέρασε τον εαυτό της, δίνοντας ένα ολοκληρωμένο μουσικοχορευτικό show με απαιτητικές χορογραφίες και συνεχείς αλλαγές κοστουμιών. Το set list του Studio 2054 περιελάμβανε όπως ήταν αναμενόμενο κυρίως κομμάτια του νέου δίσκου ανοίγοντας τη συναυλία με το ομώνυμο τραγούδι «Future Nostalgia», ενώ πέραν από τα singles ερμήνευσε και τα «Cool» και «Pretty Please». Δεν μπορούσε φυσικά να μην ερμηνεύσει το τραγούδι που την καθιέρωσε το «New Rules» σε μια revamp εκδοχή.

excellentsquarepose 4 e1606588272178

Παράλληλα, εμφανίστηκαν μαζί της καλλιτέχνες με τους οποίους συνεργάστηκε φέτος για να ερμηνεύσουν μαζί τα κομμάτια τους: η Βελγίδα Angele για το γαλλοαγγλικό «Fever», οι J Balvin, Bad Bunny και Tainy για το λάτιν «Un Dia» και η Miley Cyrus (μέσω βίντεο) για το εθιστικό «Prisoner». Από τις guest εμφανίσεις που ξεχώρισαν ήταν ο Elton John (μέσω βίντεο) που ερμήνευσε το «Rocket Man» και η Kylie Minogue που ερμήνευσε το «Real Groove» και μαζί με την Dua το δικό της «Electricity». Η Dua είναι δηλωμένη φαν της Kylie και είχε εκφράσει σε συνεντεύξεις της από καιρό πως ήθελε να συνεργαστούν. Η πριγκίπισσα της ποπ κυκλοφόρησε πρόσφατα και τον δίσκο «Disco», άλλη μια μεγάλη κυκλοφορία που φέρνει τα 80s στα 20s. Από τις πιο σέξι εμφανίσεις ήταν αυτή της εναλλακτικής ποπ καλλιτέχνιδας FKA Twigs που ερμήνευσε το καινούργιο της τραγούδι «Why don’t you love me» κάνοντας ένα σέξι pole dancing.

Παρακολουθώντας τη συναυλία μέσω ίντερνετ, σκέφτομαι πως ήταν πράγματι μια ψυχαγωγική διέξοδος σε μια εγκλωβισμένη εποχή. Υπό άλλες συνθήκες μπορεί να μην είχαμε τη δυνατότητα να παρακολουθήσουμε όλους αυτούς τους ποπ καλλιτέχνες σε μια μόνο εκδήλωση και μάλιστα μ’ ένα οικονομικό εισιτήριο. Από την άλλη, χάνεται κάτι όταν παρακολουθείς ένα μουσικό γεγονός από το σπίτι σου, δεν έχεις τον παλμό ενός ζωντανού κοινού, δε νιώθεις τόσο άνετα να σηκωθείς να χορέψεις και δεν απολαμβάνεις τόσο τον ήχο ενός live show. Σίγουρα μια συναυλία μέσω ίντερνετ όπως το Studio 2054 έχει αρκετές ευκολίες, καθώς μπορείς να δουλέψεις τα visuals σου και να δείξεις μια πιο αψεγάδιαστη εμφάνιση, αλλά δεν είναι ισότιμη ενός Glastonbury ή κάποιου άλλου μεγάλου ή μικρού συναυλιακού γεγονότος.

Μετά από αυτή την ευχάριστη βραδιά, ας ευχηθούμε περισσότερες ζωντανές εμφανίσεις των αγαπημένων μας καλλιτεχνών το 2021.

Δείτε εδώ την πρόσφατη εμφάνιση της Dua Lipa στα American Music Awards: 

Η Χάρις Αλεξίου μπορεί να εγκατέλειψε το τραγούδι, αλλά φέτος πρωταγωνιστεί στη θεατρική παράσταση Μεταμφίεση του Β. Χατζηγιαννίδη στο Μικρό Παλλάς.

Η πολυαναμενόμενη παράσταση του Σταύρου Ράγια έκανε πρεμιέρα το Σάββατο 17 Οκτωβρίου στο Μικρό Παλλάς, εφαρμόζοντας το επιβεβλημένο πρωτόκολλο της πληρότητας 30%. Πρόκειται για την τρίτη θεατρική παράσταση στην οποία εμφανίζεται η Χάρις Αλεξίου μετά το Χειρόγραφο (2016, σκηνοθεσία: Γ. Νανούρης) και την Οπερέτα (2017, σκηνοθεσία: Ν. Καραθάνος). Η παράσταση πήρε παράταση μέχρι την Κυριακή 29 Νοεμβρίου καθώς οι πρώτες προγραμματισμένες παραστάσεις έγιναν sold-out σε λίγες μόλις μέρες.

Το κείμενο

Μία γυναίκα χωρίς όνομα, μέσα στην ησυχία του μικρού της κόσμου, μονολογεί. Η σημερινή μέρα δεν είναι τυχαία. Συμπληρώνονται κάποια χρόνια από το θάνατο ενός ανθρώπου που στάθηκε σημαντικός για τη ζωή της. Εκείνη δούλευε τότε ως νυχτερινή αποκλειστική του νοσοκόμα. Κι αυτός, λάτρευε να της μιλά με τις ώρες. Οι διηγήσεις του “Γέρου” της καθώς και μια εξωφρενική συγκυρία θα αλλάξει τα πάντα μέσα σε μια μέρα. Η ηρωίδα βλέπει το είδωλό της στον καθρέφτη αντεστραμμένο και δεν το αναγνωρίζει. Δεν υπάρχει μεγαλύτερο ψέμα από την πραγματικότητα, σκέφτεται. Ούτε και αλήθεια γίνεται να υπάρξει δίχως τη λάμψη μιας απάτης. Η ηρωίδα κάνει τον απολογισμό της ακροβατώντας επιδέξια μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας, ειλικρίνειας και παραπλάνησης, κωμικότητας και άκρως τραγικής μοναξιάς.

Το έργο Μεταμφίεση είναι το πρωτόλειο του Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη και παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το 2003 στο θέατρο Από Μηχανής σε σκηνοθεσία Κατερίνας Ευαγγελάκου με ερμηνεύτρια τη Ράνια Οικονομίδου (Πολιτιστική Ολυμπιάδα). Η ίδια παράσταση παίχτηκε κι ένα χρόνο μετά στο Θέατρο οδού Κεφαλληνίας σε κοινή παράσταση με τις Ακόλαστες Εσπερίδες του Ανδρέα Στάικου κι ερμηνεύτρια την Μπέτυ Αρβανίτη αλλά και στο Θέατρο Ρεματιά στο Χαλάνδρι σε κοινή παράσταση με τον Περιπλανώμενο με το Μάνο Βακούση. Κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Μικρός Ιανός το 2005, με τον συγγραφέα ν’ αποκαλεί το έργο του «θεατρικό αφήγημα», όρος που νομίζω περιγράφει άψογα το ύφος του έργου. Φέτος, το έργο παρουσιάστηκε σ’ ένα μουσικοθεατρικό αναλόγιο από τη Βίκυ Καμπούρη στην Οικία Κατακουζηνού. Η παράσταση του Σταύρου Ράγια είναι η δεύτερη παράσταση του έργου σε διάστημα 17 χρόνων, ενώ βασίζεται στην ανέκδοτη ως τώρα β εκδοχή του κειμένου. Οι δύο εκδοχές έχουν μερικές ουσιώδεις διαφορές, που τροποποιούν τη δυναμική του έργου. Το νέο κείμενο αναμένεται να κυκλοφορήσει στον τρίτο τόμο των Θεατρικών Φύλλων μαζί με τα έργα Λάσπη και Πεταλούδα σε πηγάδι από τις εκδόσεις Το Ροδακιό.

alexiou 2 metamfiesi texnes plus

Η παράσταση

Ο Σταύρος Ράγιας σκηνοθετεί ένα από τα «μικρά» έργα του Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη σε μια παράσταση μεγάλων προδιαγραφών. Πέρα από την κορυφαία Χάρις Αλεξίου, έχει δίπλα του μια ομάδα εξαιρετικών καλλιτεχνών: το μουσικό θεάτρου Άγγελο Τριανταφύλλου (Γκόλφω, Οπερέτα, Τρεις Αδερφές μεταξύ άλλων) και τον σκηνογράφο Ανδρέα Γεωργιάδη. Στην παράσταση του ξεχωρίζουν η επιλογή του ν’ αλλάξει το σκηνικό περιβάλλον του έργου, η νοσταλγική ατμόσφαιρα και φυσικά η πληθωρική παρουσία της Χαρούλας Αλεξίου.

Όσον αφορά τη διαχείριση του κειμένου, ο σκηνοθέτης προσπάθησε να το «ακούσει» δημιουργώντας εικόνες και δίνοντας έμφαση στη νοσταλγική του διάθεση. Δούλεψε πάνω σε μια νέα εκδοχή του κειμένου σε συνεργασία με τον συγγραφέα του έργου. Στη νέα εκδοχή, υπάρχουν μια επεξήγηση της «μεταμφίεσης» που η ηρωίδα την αποκαλεί κι ως «παραπλάνηση» -όρος που απουσίαζε στην πρώτη εκδοχή-, μια κωμικότροπη παράγραφος για τους 9 εραστές της ηρωίδας στα δύο χρόνια της κοινωνικής της αποστασιοποίησης και μια εμφατική παράγραφος για την ψευδή ταυτότητα της ηρωίδας πριν το φινάλε του έργου. Μια βασική διαφοροποίηση του σκηνικού κειμένου είναι ότι έχουν περάσει 20 κι όχι 5 χρόνια από το θάνατο του γέρου που περιέθαλπε και χάρης τον οποίο έγινε πάμπλουτη. Αυτή η μεγάλη χρονική απόκλιση πέραν του ότι εξυπηρετεί στη σύνδεση με την ερμηνευτική ηλικία της Αλεξίου, κάνει και τα γεγονότα που περιγράφονται στο έργο να βγάζουν μια μεγαλύτερη νοσταλγία στην ηρωίδα.

Στην απόδοση του σκηνικού χώρου συνέβη η μεγαλύτερη απόκλιση από το πρωτότυπο. Στο κείμενο περιγράφεται μια κρεβατοκάμαρα με μια τουαλέτα με μεγάλο καθρέφτη, ντουλάπα εντοιχισμένη κι ακριβά έπιπλα, που συνάδουν με την οικονομική κατάσταση της ηρωίδας. Βασική σκηνογραφική οδηγία είναι η φροντίδα της νοσηλευτικής της στολής, και τα μαύρα παπούτσια του πατέρα της. Στην παράσταση υιοθετήθηκε μια πιο πλαστική λύση, που διατηρεί μόνο την τουαλέτα από το κείμενο. Αντί για μεγάλο καθρέφτη έχουμε ένα μικρό καθρεφτάκι. Αντί για την επίδειξη πλούτου που υποδεικνυόταν στις σκηνικές οδηγίες, βλέπουμε ένα ολάνθιστο σκηνικό, γεμάτο από φυτά, τα οποία φροντίζει η ερμηνεύτρια καθόλη τη διάρκεια της παράστασης. Ο Ανδρέας Γεωργιάδης κατασκεύασε ένα μαγευτικό εικαστικό περιβάλλον, που αποπνέει ηρεμία και φρεσκάδα. Το πληθωρικό σκηνικό έδωσε τη δυνατότητα στην Αλεξίου να έχει μικροδράσεις στην σκηνή, ενώ περιγράφει τη μοναξιά της –γερασμένης πια- ηρωίδας. Η ερμηνεύτρια εμφανίζεται ντυμένη μ’ ένα μαύρο βελούδινο ένδυμα, ενώ ξεχωρίζουν τα σκουλαρίκια-πέρλες στ’ αυτιά της που συνάδουν με την οικονομική της επιφάνεια. Μου έκανε μεγάλη εντύπωση ωστόσο η απουσία της νοσηλευτικής της στολής ή του ζευγαριού μαύρων παπουτσιών. Η συγκεκριμένη απουσία θα μπορούσε να υποδηλώνει πως οι διηγήσεις της για τη δουλειά της ως αποκλειστική νοσοκόμα ή για την πλούσια ζωή της είναι κι αυτά «παραπλανήσεις».

Η Χάρις Αλεξίου έχει αδιαμφισβήτητα το χάρισμα της σκηνής. Άμα τη εμφανίσει, σε προσελκύει στο συναισθηματικό της κόσμο. Η ηρωίδα της ξεχειλίζει από συναισθηματισμό, μοναχικότητα και νοσταλγία για τα περασμένα. Η όλη της προσέγγιση φέρει ένα υλικό ιδιαιτέρως συγκινητικό, ενώ σε σημεία αυτοσαρκαστικό. Η συνολική ατμόσφαιρα της παράστασης, με την ερμηνεία της Αλεξίου, την μουσική του Τριανταφύλλου και το ονειρικό σκηνικό του Γεωργιάδη είναι νοσταλγική. Αισθάνομαι ωστόσο ότι οι χαρακτήρες του Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη ακόμα κι αν αναφέρονται στο παρελθόν τους, εκφράζουν λιγότερο παθιασμένα τα συναισθήματά τους, ή τουλάχιστον τα περιορίζουν σε τμήματα του έργου. Αντίθετα, η Αλεξίου από την αρχή ως το τέλος της ερμηνείας της επικοινωνεί μια συγκινησιακή σχέση με τα περασμένα και τους ανθρώπους που φρόντιζε. Απουσιάζει εντελώς η κυνικότητα του χαρακτήρα, όταν αναφέρεται πχ στη βοήθεια των ασθενών να περάσουν στην απέναντι όχθη ή στη μετακόμισή της και την αλλαγή σχολείου για να μην ανακαλύψουν οι συμμαθητές της την πραγματική της ταυτότητα με αποτέλεσμα η ερμηνεία της να μοιάζει μονοδιάστατη.

Θα ήθελα να σταθώ στην ιδέα της Μεταμφίεσης. Η ηρωίδα που ερμηνεύει η Χάρις Αλεξίου είναι μια γυναίκα που έχει μάθει από τους γονείς της να μεταμφιέζεται σε κάτι άλλο. Όπως εξομολογείται η ίδια, αν και είναι από φτωχή οικογένεια, οι γονείς της την έντυναν με ακριβά ρούχα που δεν ταίριαζαν στο οικονομικό/κοινωνικό προφίλ τους και μάλιστα καμάρωναν γι’ αυτό. Με τον τρόπο τους, οδήγησαν την ηρωίδα να διαμορφώσει έναν ψευδή εαυτό, όπως θα έλεγε η Alice Miller, μια «μεταμφίεση». Όταν ξαφνικά η ηρωίδα θα γίνει πραγματικά πλούσια, θα έχει τη δυνατότητα ν’ αγοράζει ακριβά ρούχα και να έχει έναν πιο άνετο τρόπο ζωής, θα νοσταλγήσει τη δουλειά της στο νοσοκομείο. Η νοσταλγία δεν αφορά αποκλειστικά το εργασιακό περιβάλλον, αλλά συνάμα τη συνήθειά της να μεταμφιέζεται σε κάτι άλλο. Η ίδια παραδέχεται ότι δε γνωρίζει τον αληθή εαυτό της, και προτιμά να διατηρήσει τον ψευδή, κάνοντας πράγματα που έκανε όταν δεν ήταν πλούσια. Θέλει να γίνει μια άλλη. Είναι μια άλλη.

Εν κατακλείδι, η Μεταμφίεση του Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη μετουσιώθηκε σε μια αισθητικά άρτια παράσταση όπου φέρει τη σφραγίδα της συγκινητικής και πληθωρικής παρουσίας της Χάρις Αλεξίου. Η Μεταμφίεση είναι μια από τις παραστάσεις που αξιόλογα εκπροσωπούν το λεγόμενο «εμπορικό» θέατρο κι είμαι σίγουρος πως θα επεκταθεί χρονικά στο θεατρικό γίγνεσθαι.

 Από τον Αναστάση Πινακουλάκη

Το έργο «Three Blind Mice» ή «Mousetrap» της Αγκάθα Κρίστι έκανε πρεμιέρα ως ραδιοφωνικό θεατρικό έργο (σε μια αρχική μικρή έκταση) το 1947 στο BBC. Ένα χρόνο μετά, κυκλοφόρησε με τη μορφή νουβέλας μαζί με άλλα έργα της συγγραφέως. Στις 6 Οκτωβρίου 1952 ανέβηκε για πρώτη φορά ως πλήρες θεατρικό έργο στο West End του Λονδίνου σε σκηνοθεσία του Peter Cotes κάνοντας μια επιτυχία που ούτε η ίδια η συγγραφέας δεν την περίμενε. Το Mousetrap αποτελεί τη μακροβιότερη παράσταση έργου που ανέβηκε για πρώτη φορά, αφού από το 1952 έως το Μάρτιο του 2020 που το West End έκλεισε για πρώτη φορά στην ιστορία του λόγω Covid-19 ανεβαίνει ακατάπαυστα –με αλλαγές φυσικά στους συντελεστές του- αγγίζοντας το ιστορικό ρεκόρ των 27.500 παραστάσεων για μία παραγωγή. Το έργο έχει πάρει το όνομά του από το παιδικό τραγούδι «Three Blind Mice» με μακάβριο περιεχόμενο: (σε απόδοση) «Τρία τυφλά ποντίκια, τρία τυφλά ποντίκια. Δες πως τρέχουν, δες πως τρέχουν. Τρέχουν αφότου η σύζυγος του αγρότη τους έκοψε τις ουρές μ’ ένα αιχμηρό μαχαίρι. Έχεις ξαναδεί ένα τέτοιο θέαμα;» Στο πρωτότυπο έργο ο τίτλος «Three Blind Mice» μπορεί να λειτουργήσει άψογα γιατί το τραγούδι αυτό υπάρχει ως πολιτιστικό βίωμα και ταυτόχρονα περιλαμβάνει τους τρεις θανάτους που πρόκειται να συμβούν στο έργο. Στα ελληνικά το έργο δεν μπορεί παρά να μεταφραστεί ως Ποντικοπαγίδα. Η υπόθεση του έργου εκτυλίσσεται σε μια απομονωμένη πανσιόν μιας επαρχίας, την ώρα που το χιόνι πέφτει πυκνό. Οκτώ ήρωες, που όλοι τους κρύβουν ένα μυστικό, βρίσκονται αντιμέτωποι με σκληρές αλήθειες και επικίνδυνα ψέματα. Ποιος είναι ο δολοφόνος ανάμεσά τους; Θα σας έγραφα, αλλά η παράκληση της γιαγιάς Αγκάθα είναι να το κρατήσουμε μυστικό από όσους θα μπορούσαν να είναι οι επόμενοι θεατές της παράστασης.

pontikopagida 2 texnes plus

Η παράσταση

Η Ποντικοπαγίδα ανεβαίνει σε μετάφραση Αντώνη Γαλέου και σκηνοθεσία/δραματουργική επεξεργασία της Κίρκης Καραλή στο θέατρο Νέος Ακάδημος. Όπως αποφαίνεται κι από το δελτίο τύπου, δεν έχουμε μια απλή μετάφραση του έργου αλλά προσαρμογή αυτού στα καθ’ ημάς. Η σκηνοθέτης μεταφέρει την πλοκή του έργου από μια αγγλική επαρχία τη δεκαετία του ’40, σε μια ελληνική (κοντά στο Πόρτο Γερμενό) στις αρχές της δεκαετίας του ’90, «προτού μπουν τα κινητά τηλέφωνα στις ζωές μας». Η πλοκή εκτυλίσσεται σε μια πανσιόν, ένα παλιό αγροτικό σπίτι δηλαδή που έχει μετατραπεί σ’ έναν φιλόξενο ξενώνα. Μια βασική επιλογή κατά την προσαρμογή του έργου είναι η αντικατάσταση των ονομάτων των ηρώων από τα πραγματικά ονόματα των ηθοποιών, ενώ αρκετοί από αυτούς έχουν κι ένα δεύτερο πλαστό όνομα. Η επιλογή των πραγματικών ονομάτων δίνει μια μεταδραματική διάσταση στην παράσταση, σαν οι ηθοποιοί να υποδύονται τους χαρακτήρες του έργου. Φυσικά η προσαρμογή δεν περιορίζεται εκεί: έχουμε δραχμές, ΚΤΕΛ κι άλλες μικρολεπτομέρειες που δίνουν την ψευδαίσθηση πως βρισκόμαστε πράγματι σε μια επαρχία λίγα χιλιόμετρα μακριά από την Αθήνα. Αυτό που δεν μπορεί ν’ αποδοθεί και σημαίνει κάτι είναι το παιδικό τραγουδάκι που συνδέεται με την υπόθεση. Προσωπικά, προτιμώ μέσα από ένα έργο να μεταφέρομαι κάπου αλλού, από το να μεταφέρεται το έργο στο δικό μου «χώρο», αλλά είναι μια αισθητική επιλογή που υποστηρίχτηκε από την παράσταση.

Η Κίρκη Κάραλη έχει στήσει μια καλή παράσταση με ρετρό χαρακτήρα, έχοντας στη διάθεσή της μια πλειάδα δημοφιλών ηθοποιών. Προσπάθησε να υποστηρίξει μια ρεαλιστική γραμμή, ενώ έχει δώσει έμφαση στην κωμική πλευρά των χαρακτήρων. Σε αρκετά σημεία έχει παρασυρθεί σε παλιές σκηνοθετικές πρακτικές, όπως την αξιοποίηση των φωτισμών για τις αλλαγές των σκηνών ή για την τόνωση του σασπενς, τις mises-en-scene και μελοδραματισμούς. Κατάφερε όμως να δημιουργήσει μια καλοστημένη παράσταση με καθαρή αισθητική και ορισμένες εξαιρετικές ερμηνείες.

Ο all-star θίασος της παίρνει πάνω του το προσαρμοσμένο έργο της Αγκάθα Κρίστι και δείχνει να «απολαμβάνει» τους χαρακτήρες του έργου και τις διπλές τους ταυτότητες. Καθώς ο κάθε ηθοποιός φέρει το όνομά του στην σκηνή, θα γράφουμε σε παρένθεση το όνομα του πραγματικού χαρακτήρα για να μην υπάρξει σύγχυση ανάμεσα στον χαρακτήρα και στον ηθοποιό. Ο Αποστόλης Τότσικας (Giles Ralston) κι η Δανάη Λουκάκη (Molly Ralston) υποδύονται το αντρόγυνο Τότσικα, ιδιοκτήτες της πανσιόν «Το χάνι του Λουκάκη» όπου λαμβάνει χώρα η δράση της παράστασης. Η Λουκάκη δίνει μια ιδιαιτέρως συναισθηματική κυρία Τότσικα, αποτελώντας τον «θετικό» χαρακτήρα της παράστασης. Η Ράνια Οικονομίδου (Mrs Boyle) υποδύεται μια στυφνή δικαστικό, βγάζοντας έναν οξύ σαρκασμό προς τους υπόλοιπες χαρακτήρες. Η ηθοποιός δίνει μια από τις πιο κωμικές ερμηνείες της σ’ έναν από τους πιο «αντιπαθητικούς» χαρακτήρες του έργου. Ο Ερρίκος Λίτσης (Major Metcalf) υποδύεται έναν απόστρατο ταξίαρχο που «παρακολουθεί» από απόσταση τα τεκταινόμενα. Η Μαρία Κωνσταντάκη (Miss Casewell) υποδύεται μια ανδροπρεπή γυναίκα που έχει ζήσει μεγάλο μέρος της ζωής στο εξωτερικό. Δε μου άρεσε καθόλου η στερεοτυπική διαχείριση του αντρογυνισμού, με μια «βαριά» περπατησιά, προσποιητή φωνή και η έκφραση του ερωτικού ενδιαφέροντος προς την κυρία Τότσικα. Το συνολικό στήσιμο του χαρακτήρα κάνει την σεξουαλική ταυτότητα της ηρωίδας να δείχνει καρικατούρα, και ξεφεύγει από τη διακριτική πένα της Αγκάθα Κρίστι. Πιο συναισθηματική και φυσική φαίνεται στο φινάλε της, στο σημείο-τομή της παράστασης. Παρόμοιες ενστάσεις είχαμε για τον Έλληνα του εξωτερικού Τζόζεφ, που υποδύθηκε ο Σήφης Πολυζωίδης (Mr Paravicini). Ο αινιγματικός απρόσκλητος επισκέπτης φαίνεται αρχικά ως ένας ευχάριστος Έλληνας που λόγω της παραμονής του στο εξωτερικό μιλάει σπαστά ελληνικά, με μια γλωσσική απόδοση που θυμίζει ξεπερασμένες καλλιτεχνικές επιλογές, ενώ στο «σπάσιμο» της συνθήκης του χαρακτήρα, όταν αποκαλύπτεται η ταυτότητά του φαίνεται αφύσικα απότομη η αλλαγή, δείχνοντας αμετροέπεια. Για να λειτουργήσει η αστυνομική συνθήκη και το παιχνίδι των διπλών ταυτοτήτων χρειάζεται περισσότερη προσοχή στο μέτρο. To ατού του έργου είναι πως όλοι οι χαρακτήρες δυνητικά θα μπορούσαν να είναι ο δολόφονος.

Ξεχωρίσαμε τον περσινό νικητή του βραβείου Χορν Μιχάλη Συριόπουλο και τον Αλέξανδρο Βάρθη. Ο Μιχάλης Συριόπουλος (Christopher Wren) ήταν η έκπληξη της διανομής για εμένα, αφού μετά από έναν πολύ «μάτσο» χαρακτήρα στην Αρχή του Αρχιμήδη, υποδύεται και μάλιστα πολύ απολαυστικά τον queer κι χαρακτήρα. Έχω δει σε 4 παραστάσεις τον Μιχάλη Συριόπουλο κι έχω δει τέσσερις εντελώς διαφορετικές σκηνικές περσόνες, ο τρόπος που δουλεύει κι αποδίδει επί σκηνής είναι αξιοθαύμαστος. Εδώ, ο Λύσανδρος Καυταντζόγλου του όπως είναι το ψευδώνυμο του χαρακτήρα του –ο αρχιτέκτονας του Αρσάκειου- είναι ο πιο ενδιαφέρων κι εκκεντρικός χαρακτήρας της διανομής. Με μια γενικά ευχάριστη και queer παρουσία και πολλές μικρές ψυχοσωματικές εκρήξεις, δίνει μια καλοδουλέμενη εύθραυστη ερμηνεία που ελίσσεται ανάμεσα στους φαινομενικά «άκαμπτους» υπόλοιπους χαρακτήρες.

pontikopagida 3

Ο Αλέξανδρος Βάρθης (Detective Sergeant Trotter) εμφανίζεται στην σκηνή με το ψευδώνυμο Νίκος Πουρσανίδης (το όνομα του ηθοποιού με τον οποίο μοιράζεται το ρόλο σε διπλή διανομή). Για το μεγαλύτερο μέρος της σκηνικής του παρουσίας, εμφανίζεται ως ένας σχολαστικός αστυνομικός που παρατηρεί τους χαρακτήρες και τους φέρνει σταδιακά αντιμέτωπους με τις κρυφές τους αλήθειες. Παγερός και τυπικός ως αστυνομικός, δίνει ένα ρεσιτάλ στο αποκορύφωμα της παράστασης, όταν από παρατηρητής γίνεται ο καταλύτης του έργου, κι ενάγει το έργο της Αγκάθα Κρίστι σε αριστούργημα.

pontikopagida texnes plus3

Το θέατρο Νέος Ακάδημος έχει μετατραπεί σε μια vintage πανσιόν (σκηνικά: Άση Δημητροπούλου), με ταπετσαρίες στους τοίχους, όχι μόνο στην σκηνή, αλλά και στα πλαϊνά θεωρεία, αναπαριστώντας τα δωμάτια των ενοίκων-ηρώων. Το βασικό σκηνικό είναι ένας πράσινος δερμάτινος καναπέ που αποτελείται από 3 μέρη κομμάτια και στην εξέλιξη του έργου τα τμήματα χωρίζονται. Ο καναπές κρύβει αντικείμενα μέσα στο εσωτερικό του, χαρακτηριστικό που δεν αξιοποιήθηκε αρκετά από την σκηνοθεσία. Το σκηνικό συμπληρώνεται από ρετρό σκηνικά αντικείμενα όπως το ραδιόφωνο, λάμπες, έναν καλόγερο με πανωφόρια κι έναν πολυέλαιο. Ο πολυέλαιος «καταπίνεται» από τα φώτα του θεάτρου, στη θέση που βρίσκεται. Θα λειτουργούσε περισσότερο αν είχε διαφορετική θέση, ίσως μια πιο κεντρική και χαμηλή αν δεν παρεμποδίζει τη δράση των ηθοποιών. Εξαιρετική δουλειά έχει γίνει στα κοστούμια της παράστασης, στα χτενίσματα των ηθοποιών (hairstyling: Κέλλυ Καλογεροπούλου) και στο μακιγιάζ τους (Ελίνα Μαυράκη).

Συνολικά, η παράσταση Ποντικοπαγίδα της Κίρκη Κάραλη είναι μια δυνατή στιγμή για το θέατρο Νέος Ακάδημος, και μια σκηνική απόδοση του κλασικού αριστουργήματος που λειτουργεί κι αποδίδει. Παρά τις μεμονωμένες μας ενστάσεις, έχουμε να κάνουμε με μια καλή εμπορική παράσταση, που αναμένεται να κρατήσει το ενδιαφέρον του κοινού αμείωτου. Ο δολοφόνος τελικά είναι … θα κρατήσω το μυστικό σου γιαγιά Αγκάθα.

Υ.Γ. Την εβδομάδα που μας πέρασε τα θέατρα άνοιξαν δειλά-δειλά τις πλατείες τους για το θεατρόφιλο κοινό, που έσπευσε να στηρίξει τις παραστάσεις που έκαναν πρεμιέρα, γεμίζοντας το επιτρεπτό όριο καθισμάτων. Η ανταπόκριση του κοινού και η διαχείριση της πανδημίας από μέρους των παραγωγών και των συντελεστών του θεάτρου ήταν ιδιαιτέρως συγκινητικές. Βρισκόμαστε όλοι μπροστά σε κάτι πρωτόγνωρο αλλά όλοι μαζί μπορούμε να κρατήσουμε τα θέατρά μας ανοιχτά. Ενδεικτικά ν’ αναφέρω, ότι το προσωπικό του Ακάδημου, μας τοποθέτησε με πλάνο στα καθίσματα, αποστάσεις τόσο στην αναμονή, όσο και κατά την είσοδό μας στο θέατρο, ενώ ακόμα κι η έξοδος μας έγινε ανά τμήματα κι ανά σειρές. Φυσικά η παράσταση δεν είχε διάλειμμα, σεβόμενη τα πρωτόκολλα του Υπουργείου. Το 30% δε φαίνεται βιώσιμο για κανέναν που εργάζεται στο θέατρο, μα σαν εξωτερικός παρατηρητής θέλω να ελπίζω πως είναι μια πρόγευση από μια πιο πληθωρική σεζόν, όταν περάσουμε σε «ασφαλέστερα» επιδημιολογικά νούμερα. Αυτό που σαν θεατής είδα στις 3 παραστάσεις που παρακολούθησα αυτή την εβδομάδα, είναι ότι στο θέατρο τηρούνται με ευλάβεια όσα έχουν ζητηθεί από το Υπουργείο κι από τις κοινωνικές περιστάσεις και σίγουρα είναι πιο ασφαλή από τα ΜΜΜ, όπου ακόμα στοιβαζόμαστε σαν σαρδέλες σε κονσέρβα, με αρκετούς επιβάτες να μη φοράνε μάσκα, παρά τους τακτικούς ελέγχους της Αστυνομίας.

Από αύριο Πέμπτη 15 Οκτωβρίου, θα είναι διαθέσιμη στο κοινό μια σημαντική έκθεση για τον Ιώνα Δραμούμη στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη.

Το 2020 συμπληρώνονται εκατό χρόνια από τη δολοφονία του Δραγούμη, οπότε ήταν μια καλή αφορμή για να παρουσιαστεί η συγκεκριμένη έκθεση που σκοπό έχει να δείξει μια πληθώρα πλευρών της σπουδαίας πολιτικής προσωπικότητας. Η έκθεση παρουσιάζεται στην Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών, στο Κολωνάκι και θα διαρκέσει τρεις μήνες, ενώ τηρούνται όλες οι ισχύουσες διατάξεις για τους κλειστούς πολιτιστικούς χώρους. Περιλαμβάνει ένα πλούσιο υλικό με σπάνιες φωτογραφίες, επιστολές, ημερολόγια, προσωπικές γραφές από την παιδική του ηλικία, εφημερίδες αλλά και κειμήλια από την παιδική του ηλικία μέχρι την κηδεία του. Μια ενδιαφέρουσα προσθήκη της έκθεσης είναι η κλασσική μουσική μ’ επιλογές κομματιών που είχε σημειωμένα στο ημερολόγιο του. Ο ίδιος είχε μια άριστη και πολυεπίπεδη παιδεία, ενώ σταδιακά συνδέθηκε με το Δημοτικισμό του Ψυχάρη.

Η βασική διάστασή του με τον Βενιζέλο ήταν γεωπολιτικού κι ιδεολογικού χαρακτήρα, με τον Βενιζέλο να ήταν υπέρ της Μεγάλης Ιδέας, που είχε επεκτατικές βλέψεις προς την Ανατολή και τον Δραγούμη να ήταν κατά των πολεμικών συρράξεων πιστεύοντας σ’ ένα ομόσπονδο Οθωμανικό κράτος. «Ξεχνούμε πως η Ανατολή είναι η κοιτίδα μας, λησμονούμε πως είμαστε Ανατολίτες, ξιπαζόμαστε από τους Φράγκους» (Ίων Δραγούμης, Νοέμβριος 1915)

Στις 31 Ιουλίου 1920, ο Ίων Δραγούμης (1878-1920) άφησε την τελευταία του πνοή στη Λεωφόρο Κηφισίας. Διπλωμάτης, συγγραφέας, διανοητής, οραματιστής, ανήσυχο και επαναστατικό πνεύμα, ο Δραγούμης εξιδανικεύτηκε στη νεοελληνική συνείδηση λόγω του άωρου θανάτου του. Δολοφονήθηκε εν ψυχρώ από τους πολιτικούς του αντιπάλους, μια ημέρα μετά από τη δολοφονική απόπειρα εναντίον του Ελευθερίου Βενιζέλου στο Παρίσι.

Το 1959 ο αδελφός του Φίλιππος δώρισε στην Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών (ΑΣΚΣΑ) το πλούσιο αρχείο της οικογένειας Δραγούμη, συμπεριλαμβανομένου του αρχείου του Ίωνος. Στη δωρεά προστέθηκε ο όρος ότι το αρχείο του Ίωνος θα παρέμενε κλειστό στους ερευνητές «μέχρι την επόμενη γενιά». Μετά τον θάνατο του Φιλίππου Δραγούμη το 1980, η οικογένεια επέτρεψε την πρόσβαση στο αρχείο σε επιλεγμένους ερευνητές, ώστε να αρχίσει η έκδοση των προσωπικών ημερολογίων του Ίωνος. Το 2000, με τη συμπλήρωση ογδόντα χρόνων από τη δολοφονία του Ίωνος και με την ολοκλήρωση της ταξινόμησης του αρχείου, επετράπη η ελεύθερη πρόσβαση των ερευνητών σε αυτό. Σήμερα μεγάλο τμήμα του αρχείου έχει ψηφιοποιηθεί και είναι προσβάσιμο μέσω του διαδικτύου.

 

Στην έκθεση Ίων Δραγούμης: Στο Μεταίχμιο Ανατολής και Δύσης. Εκατό Χρόνια από τη Δολοφονία του που διοργανώνεται από το Τμήμα Αρχείων της ΑΣΚΣΑ, παρουσιάζεται για πρώτη φορά άγνωστο και σπάνιο υλικό από το προσωπικό αρχείο του Δραγούμη, οργανωμένο σε δεκατρείς θεματικές ενότητες που καλύπτουν το σύνολο της ζωής του: Οικογενειακό Περιβάλλον, η Γεωγραφία της Ζωής του, η Δράση του στη Μακεδονία, «Οργάνωσις Κωνσταντινουπόλεως», το Κίνημα του Νεο-ελληνισμού στην Τουρκία, Κοινοτισμός, Μεταξύ Μεγάλης Ιδέας και Ανατολικής Ομοσπονδίας, από τη Βουλή στην Εξορία, μια Απόπειρα και μια Δολοφονία, Λατρεμένη Ύπαρξη, Δραγούμης ο Διανοούμενος, Αποτίμηση, Μέχρι την Επόμενη Γενιά.

 

Η Μεγάλη (Ανατολική) Ιδέα του Δραγούμη αλλά και η διαφωνία του με τον Ελευθέριο Βενιζέλο ως προς τους όρους συμμετοχής της Ελλάδας στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο θα έχουν ως συνέπεια την εξορία του στην Κορσική και την Σκόπελο (1917-1919). Φωτογραφίες από την εξορία, το υπόμνημα που υπέβαλε ο Δραγούμης από την Κορσική στη Σύνοδο της Ειρήνης στο Παρίσι (1919), αλλά και ο Τύπος της εποχής ανασυνθέτουν την κρίσιμη για την Ελλάδα περίοδο μετά το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Στην ενότητα που αφορά στη δολοφονία του Ίωνος εκτίθεται υλικό από το οικογενειακό αρχείο των Δραγούμηδων, όπως φωτογραφίες, αποκόμματα εφημερίδων, επικήδειες κορδέλες και σχέδια της αναθηματικής στήλης που στήθηκε λίγο μετά τον θάνατό του επί της Βασιλίσσης Σοφίας, κοντά στο σημείο της δολοφονίας του.

Σημείωση: Στις 15 Οκτωβρίου, στις 7μμ, σε διαδικτυακή παρουσίαση της ΑΣΚΣΑ (https://www.ascsa.edu.gr/events/details/ion-dragoumis-100-years-after-his-assasination) , ο Roderick Beaton, καθηγητής νεοελληνικής ιστορίας και λογοτεχνίας στο King’s College στο Λονδίνο, θα παρουσιάσει ομιλία με τίτλο: «Ένα θύμα της εποχής του: Ο Ίων Δραγούμης και ο αγώνας για την Εθνική Ψυχή της Ελλάδας».

Info:

Διάρκεια έκθεσης: 15 Οκτωβρίου 2020 – 15 Ιανουαρίου 2021

Οργάνωση: Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών στην Αθήνα, Τμήμα Αρχείων

Επιμέλεια: Ναταλία Βογκέικωφ-Brogan, Ελευθερία Δαλέζιου, Λήδα Κωστάκη, Νατάσα Λαιμού,
Αλέξης Μάλλιαρης

Χώρος: Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών στην Αθήνα, Πτέρυγα Ι. Μακρυγιάννη, Σουηδίας 54, Κολωνάκι

Ώρες Λειτουργίας: Τετάρτη & Παρασκευή 11:00-16:00 | Πέμπτη 16:00-20:00 | Σάββατο 12:00-17:00

Επικοινωνία: Ναταλία Βογκέικωφ-Brogan, Υπεύθυνη Αρχείων Αμερικανικής Σχολής Κλασικών Σπουδών (Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.)

 

*Οι φωτογραφίες είναι από το Αρχείο Ίωνος Δραγούμη, Τμήμα Αρχείων, Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών στην Αθήνα

 

Από τον Αναστάση Πινακουλάκη

Η πολυαναμενόμενη παράσταση του Αργύρη Πανταζάρα βασισμένη στο κλασσικό αριστούργημα του Σαίξπηρ έκανε πρεμιέρα εχτές Τρίτη 13 Οκτωβρίου.

Η παράσταση ήταν αρχικά προγραμματισμένη ν’ ανέβει στο Πορεία την περασμένη άνοιξη, αλλά λόγω προληπτικών μέτρων για τον Covid-19 αναβλήθηκε μέχρι τώρα. Τα κλειστά θέατρα ανοίγουν ξανά μετά από 8 μήνες, με πληρότητα (για την Αττική) στο 30% των θέσεων κι εμείς δε βλέπουμε την ώρα να δούμε (με μάσκα) ενδιαφέρουσες παραστάσεις. Το θέατρο μας χρειάζεται όλους αυτούς τους δύσκολους καιρούς. Η δραματουργία της παράστασης (Θεοδώρα Καπράλου) είναι βασισμένη στο έργο Ρωμαίος κι Ιουλιέτα του Σαίξπηρ, σε μετάφραση Β. Καρθαίου. Ο Αργύρης Πανταζάρας σκηνοθετεί την παράσταση και μοιράζεται την σκηνή με την Έλλη Τρίγγου.

Υπόθεση: Δύο αιώνια έφηβοι ερωτεύονται σε ένα πάρτυ μεταμφιεσμένων. Ονειρεύονται, δραπετεύουν από τη ζωή, και συνομιλούν με τον θάνατο! Σε έκσταση, υπό την επήρεια του έρωτα. Εισβάλουν στο θέατρο. Έχουν για φυλαχτό το έργο «Ρωμαίος και Ιουλιέτα» και είναι «βαριά οπλισμένοι» με όλα τα καταδικασμένα ζευγάρια του Σαίξπηρ. Ζευγάρια που έρχονται αντιμέτωπα με τον έρωτα, τον όρκο, την απόρριψη, και τον θάνατο. Δυο παιδιά που ήθελαν να χτίσουν τον δικό τους κόσμο και να δραπετεύσουν από αυτόν! Με δυο λόγια: οι ηθοποιοί της παράστασης υποδύονται δύο ερωτευμένους ηθοποιούς που υποδύονται το Ρωμαίο και την Ιουλιέτα.

Η παράσταση

Η νέα δουλειά του Αργύρη Πανταζάρα και της ομάδας του Momentum, καταπιάνεται μ’ ένα κλασσικό έργο της παγκόσμιας δραματουργίας. Πρόκειται για μία παράσταση εν θεάτρω, με δύο πρωταγωνιστές που έχουν εκρηκτική χημεία. Η Θεοδώρα Καπράλου απομόνωσε τους δύο κεντρικούς χαρακτήρες του πρωτοτύπου και συνέθεσε μια δραματουργία, όπου δύο ερωτευμένοι προσπαθούν να ζήσουν και να δημιουργήσουν μαζί, μοιάζουν όμως παγιδευμένοι στα αρχέτυπά τους. Η σκηνική δραματουργία εστιάζει στις ερωτικές σχέσεις με τα πάνω και τα κάτω τους, την ανθρώπινη επικοινωνία αλλά και το θάνατο. Οι σαιξπηρικοί χαρακτήρες αποτέλεσαν απλώς τον καμβά πάνω στον οποίο η Καπράλου συνέθεσε δικό της σκηνικό κείμενο. Είναι πολύ ενδιαφέρουσα η σχέση των δύο ηρώων, που περνά από διάφορες ποιότητες και συναισθηματικές καταστάσεις, με δύο υπέροχους ρομαντικούς μονολόγους. Ωστόσο, σε ορισμένα σημεία φαίνονται οι «ραφές» του δικού της κειμένου πάνω στα αποσπάσματα της μετάφρασης του Καρθαίου, σαν οι ήρωες να «προσπαθούν» εναγωνιωδώς να μπουν στον κόσμο του Σαίξπηρ.

Το This is NOT Romeo and Juliet, όπως εμφαίνεται και στον τίτλο, δεν είναι άλλο ένα ανέβασμα του Ρωμαίος κι Ιουλιέτα, αλλά μια προσωπική διερεύνηση πάνω στα μεγάλα θέματα που θίγονται στο έργο, τον έρωτα, το μίσος, το φόβο του θανάτου. Από ένα σημείο και μετά, δεν μας ενδιαφέρει τόσο ο Σαίξπηρ, όσο η σχέση που διαγράφεται επί σκηνής. Ίσως και οι χαρακτήρες-ηθοποιοί του κειμένου να μην θέλουν να ζήσουν σαν τον Ρωμαίο και την Ιουλιέτα, αλλά να χαράξουν μια σχέση που θα διαρκέσει, ενώ τόσο ο Έρωτας όσο κι ο Θάνατος φαίνονται να τους προκαλούν δέος. Μια άλλη παράσταση που ανακαλούμε αφού δούλεψε προς αυτή την κατεύθυνση ήταν το Ρωμαίος κι Ιουλιέτα για 2 της Ομάδας Ιδέα. Σ’ εκείνη την περίπτωση όμως είχαμε δύο ηθοποιούς που ερμήνευαν όλους τους ρόλους του έργου, αξιοποιώντας διάφορα σκηνικά αντικείμενα και είδη θεάτρου. Εδώ, εστιάζουμε αποκλειστικά στους δύο κεντρικούς χαρακτήρες και υπάρχει μια δραματουργική εξερεύνηση πίσω από αυτούς.

PAN201003 5DB 1345.jpg.1920x1080 q85

Ο Αργύρης Πανταζάρας κι η Έλλη Τρίγγου μοιράζονται την σκηνή κι η σκηνική τους χημεία είναι αξιοθαύμαστη. Η ερμηνεία τους έχει μια αμεσότητα, γνησιότητα και μια έντονη σωματικότητα (κίνηση: Κωνσταντίνος Παπανικολάου). Η σκηνοθεσία του Πανταζάρα, αξιοποιεί τα διάφορα επίπεδα του σκηνικού χώρου, παίζοντας με την ιδέα των διάφορων επιπέδων που μπορεί να πάρει μια σχέση. Τα σχήματα του Σαίξπηρ (μπαλκόνι, τάφοι, ιερότητα της πρώτης αγάπης) αλλάζουν δομή, μα διατηρούν το περιεχόμενό τους. Από τις στιγμές της παράστασης που ξεχωρίσαμε ήταν ένα τρίλεπτο χωρίς λόγο, όπου οι δύο ηθοποιοί «εξερευνούν» ο ένας το σώμα του άλλου. Η σκηνή αυτή ξεχείλιζε από ερωτισμό και συναίσθημα χωρίς ούτε μια στάλα γυμνού κι αυτό είναι πάντα υπέροχο όταν συμβαίνει. Μια άλλη δυνατή στιγμή ήταν ο συγκινητικός μονόλογος του ηθοποιού (Πανταζάρας) όταν νόμιζε πως η κοπέλα του πέθανε. Η γνησιότητα κι η ένταση των συναισθημάτων που περιγράφονται, μπορούν άνετα να σταθούν δίπλα στη λυρικότητα του Σαίξπηρ.

Το σκηνικό της Δήμητρας Ζίγκαρις είναι εξαιρετικής αισθητικής: ένα πολυμορφικό σκηνικό, όπου κάθε του κυψέλη ανοίγει και δίνει μια νέα συμβολική έννοια, με κρυφούς φωτισμούς, καθρέφτες, κισσούς. Οι διαφορετικές όψεις που παίρνει το σκηνικό κατά τη διάρκεια της παράστασης, θα μπορούσαν ν’ αναπαριστούν και τα διαφορετικά στάδια μιας ανθρώπινης σχέσης. Η όψη του σκηνικού θυμίζει ένα διαμάντι, με τους κρυμμένους καθρέφτες και την αντανάκλαση του φωτός (Σάκης Μπιρμπίλης) να το κάνει να λάμπει. Ανάλογη δουλειά έχει γίνει στα κοστούμια της παράστασης (Λίνα Σταυροπούλου και Τζίνα Ηλιοπούλου): οι δύο ηθοποιοί εμφανίζονται μ’ ένα σχεδόν αθλητικό ντύσιμο που θυμίζει ρούχα πρόβας, ενώ σταδιακά προσθέτουν αξεσουάρ που τους «μεταμορφώνουν» στα αρχέτυπά τους. Ο τρόπος που ενδύονται επί σκηνής, μια τεχνική αποστασιοποίησης, συνάδει με την κατασκευή μιας παράστασης θέατρο εν θεάτρω. Είναι πολύ ελκυστικό το πώς περνούν οι ηθοποιοί από τη μεταξύ τους σχέση στη συνθήκη της παράστασης. Η μουσική του Γιώργου Πούλιου συνδιαμορφώνει ένα περιβάλλον που όσο σαγηνευτικό κι αν είναι, έχει τις ρωγμές του. Οι φωτογραφίες για την παράσταση είναι του Νίκου Πανταζάρα.

 Η παράσταση This is NOT Romeo and Juliet δικαίωσε την αναμονή μας κι αποτελεί μια πολύ καλαίσθητη δουλειά που με αφορμή την παρακαταθήκη του Σαίξπηρ, καταθέτει μια πρωτότυπη σκηνική δραματουργία. Οι δύο πρωταγωνιστές Πανταζάρας και Τρίγγου όπως και το σκηνικό της παράστασης, λάμπουν σαν δύο ακατέργαστα διαμάντια.

φωτογραφίες: Ρίτα Τσέλα

Την Πέμπτη 3 Σεπτεμβρίου παρακολουθήσαμε την παράσταση Βάκχες σε σκηνοθεσία Χρήστου Σουγάρη στο Ηρώδειο.

Ο Χρήστος Σουγάρης τα τελευταία χρόνια δείχνει μια στοχευμένη αισθητική προτίμηση προς το αρχαίο δράμα. Μετά τις πολυσυζητημένες παραστάσεις «Αίας» και «Οιδίποδας», επέλεξε για το φετινό (δύσκολο) καλοκαίρι τις Βάκχες του Ευριπίδη καταθέτοντας μάλιστα μια διαφορετική πρόταση στο τραπέζι. Οι Βάκχες μπορεί να ήταν το τελευταίο σωζόμενο δράμα του Ευριπίδη –παίχτηκε μάλιστα το 407 π.Χ. μετά το θάνατο του Ευριπίδη- αλλά η υπόθεση του ανατρέχει πριν την γέννηση της τραγωδίας, και έχει γνήσιο διονυσιακό περιεχόμενο αφού αναφέρεται στη λατρεία του Βάκχου.

vakxes

Οι Βάκχες στον 21ο αιώνα

Τη θεατρική δεκαετία που συμπληρώνεται αυτό το καλοκαίρι είχαμε αρκετές και πολύ διαφορετικές μεταξύ τους σκηνοθετικές προτάσεις γύρω από το ανέβασμα των Βακχών και σε βάθος χρόνου νομίζω μπορούν να εκτιμηθούν σε μια συγκριτική ερμηνευτική ανάλυση. Πρόκειται για ένα έργο μάλιστα που είναι ιδιαιτέρως δεκτικό στα διαφορετικά ανεβάσματα, παραμένοντας ωστόσο κάτι το «ρευστό» και το χιμαιρικό. Από την πολυσυζητημένη εμφάνιση του Σάκη Ρουβά ως Διόνυσο στην παράσταση του Δημήτρη Λιγνάδη (2013) για την οποία μάλιστα τιμήθηκε και το βραβείο Κάρολος Κουν, μέχρι τις Βάκχες δωματίου του Έκτορα Λυγίζου (Υπόγειο Θεάτρου Νέου Κόσμου, 2013) κι από τις «θρακιώτικες» Βάκχες σε σκηνοθεσία Τάσου Ράτζου του ΚΘΒΕ το 2006 μέχρι τον «γυναικείο» Διόνυσο της Αγλαΐας Παππά στην παράσταση της Μπρούσκου στην Επίδαυρο (2014), είχαμε την ευκαιρία να «βακχευτούμε» και να ξαναγνωρίσουμε την αγαπημένη ευριπίδεια τραγωδία. Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσίασε και η ροκ εκδοχή από τον Άρη Μπινιάρη πριν δύο χρόνια στην Στέγη με πρωταγωνιστές τους Χρήστο Λούλη, Γιώργο Γάλλο και Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, που είχαμε την ευκαιρία να ξαναδούμε εν μέσω καραντίνας στο επίσημο κανάλι της Στέγης στο youtube. Κορυφαία βέβαια στιγμή και η ιστορική παράσταση Βάκχες από την ομάδα του Θεοδώρου Τερζόπουλου (1986) που έχει κινηματογραφηθεί και κυκλοφορήσει, ενώ προβλήθηκε και το 2017 στην dubitanda. Τι είδαμε όμως φέτος από το Χρήστο Σουγάρη;

Οι Βάκχες του Χρήστου Σουγάρη

O Σουγάρης επέλεξε μια κωμικοτραγική γραμμή στο ανέβασμα των Βακχών, τοποθετώντας τη δράση σε μια παρηκμασμένη παιδική χαρά, κι αναδεικνύοντας το κομμάτι της τρέλας, που είναι εγγενές στην βακχεία. Σε αυτό το πλαίσιο, απέδωσε τους χαρακτήρες του δράματος ως τους «τρελούς» του πάρκου, αξιοποιώντας στοιχεία του τσίρκου αλλά και αναγνωρίσιμων φιγούρων από τον αχανή αστικό κόσμο. Αντιστικτικά λειτουργεί η άλλοτε ευφρόσιμη κι άλλοτε εμμονική μουσική του Στέφανου Κορκολή, που μαζί με την υποκριτική γραμμή και το «παιδικό» σκηνικό περιβάλλον, δημιουργούν ένα διεστραμμένο καρουζέλ.

Ο σκηνοθέτης τόλμησε να διαβάσει τις Βάκχες μ’ έναν όχι και τόσο συνηθισμένο τρόπο, και να δώσει έμφαση στο κωμικό στοιχείο, προσθέτοντας μάλιστα και δύο εμβόλιμους χαρακτήρες που τους υποδύονται η Ρούλα Πατεράκη κι ο Κώστας Λάσκος. Σε γενικές γραμμές, εκτιμάται ενδιαφέρουσα και φρέσκια η πρόταση του στην πρόσληψη της Ευριπίδειας τραγωδίας. Το κωμικό που προκύπτει τόσο από την ακούσια παρενδυσία όσο και από την τραγικωμική επίδειξη της «λιονταροκεφαλής» από γραφής του έργου, στην σκηνική απόδοση του Σουγάρη υπερτονίζεται τόσο από την υποκριτική όσο κι από την εικαστική ανάγνωση του. Με αυτό τον δρόμο που επέλεξε, θα μπορούσαμε να φανταστούμε ν’ ανεβαίνει η «Άλκηστη» του Ευριπίδη που ούτως ή άλλως φλερτάρει και με την τραγωδία και με την κωμωδία, ή μια κωμωδία του Αριστοφάνη, αλλά σίγουρα όχι οι Βάκχες. Παρακολουθώντας την παράσταση, μ’ έπιανα πολλές φορές να σκέφτομαι τις «Θεσμοφοριάζουσες» του Αριστοφάνη. Αυτά σε γενικές γραμμές, γιατί ειδικότερα είχα αρκετές ενστάσεις όσον αφορά στην υλοποίηση των σκηνικών επιλογών, τη μουσική, τα κοστούμια και ορισμένες ερμηνείες. Ας γίνουμε όμως πιο συγκεκριμένοι:

Στην έναρξη της παράστασης, ο Γιώργος Κοψίδας που ερμηνεύει το Θεό Διόνυσο, εμφανίζεται γυμνός επί σκηνής, αναδεικνύοντας το αντρικό κάλλος, ενώ στη συνέχεια παρενδύεται φορώντας ένα ροζ φουστάνι κι από κάτω ένα τζίν σε μια προσπάθεια να συνδυαστούν σ’ ένα, τα δύο φύλα ή αλλιώς η διπλή υπόσταση του Διονύσου. Ο ηθοποιός – αφήνοντας κατά μέρους αδυναμίες στην εκφορά του λόγου- έκανε μια τίμια προσπάθεια να «παίξει» με τη φυλετική αμφισημία του Διονύσου. Ίσως, θα μπορούσε να ήταν περισσότερο υπαινικτικός και λιγότερο διαχυτικός στην σκηνή του με τον Πενθέα, ενώ η βασική μου ένσταση ήταν στο ενδυματολογικό κομμάτι, αφού το αποτέλεσμα φαινόταν παραπάνω ευτελές από όσο νομίζω ήθελε η γραμμή της παράστασης. Εντάξει, καταλαβαίνω ότι το πλαίσιο της παράστασης, ήταν ένα λούμπεν αστικό περιβάλλον, αλλά ακόμα κι αν ήταν μια τραβεστί, θα φρόντιζε παραπάνω την εμφάνισή της. Στον αντίποδα, είχε πολύ ενδιαφέρον, η απόδοση του Διονύσου ως κομπέρ στο τέλος της παράστασης, με το λαμέ κοστούμι και το άρτια εκτελεσμένο τραγούδι, που λειτούργησε ως παρατραγωδία και προσέδωσε νομίζω αρκετά στην ταυτότητα της παράστασης.

Ερμηνευτικά, θα ξεχωρίσω τον ανερχόμενο ηθοποιό Στάθη Κόικα στο ρόλο του Πενθέα και τους δύο αγγελιοφόρους, Χριστόδουλο Στυλιανού και Μανώλη Μαυροματάκη. Ο Πενθέας του Κόικα, με σαφείς επιρροές από τον Joker, αποτέλεσε τον υποκριτικό αντίποδα στην κυρίαρχη κωμική γραμμή που θύμιζε θέατρο του παραλόγου. Είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον, πως παρά την εμφάνισή του έβγαζε κάτι το άμεσο, γήινο και συνάμα αριστοκρατικό, ενώ παράλληλα με την παρενδυσία, σωματικοποίησε το πέρασμα από τη λογική στην τρέλα. Σπουδαίες ερμηνείες είδαμε κι από τους δύο ηθοποιούς που υποδύθηκαν τους αγγελιοφόρους, το Χριστόδουλο Στυλιανού και το Μανώλη Μαυροματάκη.

Όσον αφορά το Χορό του έργου, τις Βάκχες, εκεί είχαμε επίσης μια ωραία ερμηνεία, αλλά όχι τόσο αισθητική απόδοση. Το Χορό της παράστασης αποτέλεσαν οι Μυρτώ Αλικάκη, Μαρίζα Τσάρη, Γωγώ Καρτσάνα, Ηλέκτρα Σαρρή, Ξένια Ντάνια και Δέσποινα Μαρία Μαρτσέκη. Οι ηθοποιοί εμφανίστηκαν ντυμένες με λευκά κοστούμια και ζευγάρια κόκκινο μπαλονιών να κρέμονται στην περιοχή των μαστών. Τα κόκκινα μπαλόνια ήταν και το σήμα κατατεθέν του εικαστικού της παράστασης μαζί με τις κόκκινες μύτες κλόουν. Δεν είμαι αρκετά σίγουρος για την επιλογή του σκηνοθέτη να παρουσιαστούν πιο «ελεύθερες» και τρελές οι φιγούρες των υπόλοιπων χαρακτήρων του έργου, από ότι οι ίδιες οι Βάκχες.

Και φτάνουμε στη βασικότερη ίσως σκηνή στην παράσταση –και στο δράμα- την επίδειξη της κεφαλής του Πενθέα και στην τραγική διαπίστωση ότι τον σκότωσε η ίδια του η μάνα η Αγαύη. Αυτή η σκηνή ήταν αν μη τι άλλο, το πιο μεγάλο στοίχημα στην παράσταση του Σουγάρη και παρά τις αστοχίες της, νομίζω θα αποτυπώθηκε πιο έντονα στο θεατή. Από τον ξέφρενο χορό της Αγαύης (Νίκη Σερέτη), ως την αποκάλυψη του τραγικού διαβήματος της από τον ίδιο της τον πατέρα, κι ύστερα στη σύνθεση του πτώματος του Πενθέα από τα διαμελισμένα του κομμάτια σα να ήταν ένα μανεκέν, η σκηνή νομίζω ολοκληρώνει την ερμηνευτική πρόταση του Σουγάρη. Η τραγικότητα της σκηνής ενισχύθηκε κι από το «σόου» του Διονύσου, παρόλο που στην αρχή ήταν αδύναμη η ερμηνευτική μετάβαση από το ένα ύφος στο άλλο από τη Σερέτη. Βέβαια, ήταν μεγάλη η δυσκολία ν’ αναδυθεί το τραγικό από μια τόσο καρναβαλική διάθεση και με μία γκροτέσκ ενδυμασία. Στην ίδια σκηνή δεν κατάλαβα καθόλου γιατί επέλεξε μια τόσο μουσική και κωμική ελαφρότητα ο Δημήτρης Ήμελλος ως Κάδμος.

Τέλος, οι φιγούρες που δημιούργησαν η Ρούλα Πατεράκη κι ο Κώστας Λάσκος, οι «τρελοί» του πάρκου, που είναι πανταχού παρόντες, και είχαν μάλιστα δραματουργική παρουσία που δεν υπήρχε στο πρωτότυπο, ήταν ένα βασικό συστατικό στη συνθήκη της παράστασης. Προσωπικά ωστόσο, όσο κι αν απήλαυσα την «παράβαση» της κυρίας Πατεράκη, θα προτιμούσα να μην υπήρχαν. Δεν εκτίμησα ιδιαίτερα και το μουσικό κομμάτι της παράστασης από τον Κορκολή, μ’ εξαίρεση το φινάλε του Διονύσου. Ήθελα λίγο περισσότερο «βρώμικα» τα μουσικά κομμάτια για να ενισχυθεί η σκοτεινιά και η τραγικότητα του περιβάλλοντος του έργου. Όσον αφορά το εικαστικό, τα σκηνικά και τα κοστούμια υπέγραψαν οι Αριστοτέλης Καρανάνος κι Αλεξάνδρα Σιάφκου. Είχε μεγάλο ενδιαφέρον η επηρεασμένη από το τσίρκο κι από το δρόμο αισθητική γραμμή που ακολούθησαν. Θα ήθελα να την τραβήξουν περισσότερο στ’ άκρα όπως έκανα με τον Ήμελλο ως Κάδμο που έμοιαζε μ’ επιδειξία του πάρκου ή τη Ρούλα Πατεράκη ως την ηλικιωμένη που πλέκει. Άνετα θα μπορούσα να φανταστώ -ας πούμε- τον Διόνυσο ως drag persona ή τις Βάκχες ως sex workers.

Συνολικά, παρόλο που άργησα ως θεατής να μπω στην ουσία της συνθήκης της παράστασης, εκτίμησα την πρόταση, και δικαιολογώ σ’ ένα μεγάλο βαθμό την έμφαση που δόθηκε στο κωμικοτραγικό πυρήνα του δράματος και της ανθρώπινης φύσης γενικότερα. Η διεστραμμένη απόδοση της παιδικής χαράς και των φιγούρων της σύγχρονης ελληνικής πραγματικότητας, μπόρεσαν να περάσουν και να δημιουργήσουν ένα περιβάλλον.

 

Διαβάστε επίσης: 

Η Νίκη Σερέτη Πιστεύει Ότι Το Θέατρο Μας Υπενθυμίζει Όσα Θέλουμε Να Ξεχάσουμε

popolaros banner

popolaros banner

lisasmeni mpalarina

Video

 

sample banner

Ροή Ειδήσεων

 

τέχνες PLUS

 

Ποιοι Είμαστε

Το Texnes-plus προέκυψε από τη μεγάλη μας αγάπη, που αγγίζει τα όρια της μανίας, για το θέατρο. Είναι ένας ιστότοπος στον οποίο θα γίνει προσπάθεια να ιδωθούν όλες οι texnes μέσα από την οπτική του θεάτρου. Στόχος η πολύπλευρη και σφαιρική ενημέρωση του κοινού για όλα τα θεατρικά δρώμενα στην Αθήνα και όχι μόνο… Διαβάστε Περισσότερα...

Newsletter

Για να μένετε ενημερωμένοι με τα τελευταία νέα του texnes-plus.gr

Επικοινωνία