Εκεί που η λογοτεχνία συναντάει το σινεμά, βρίσκεις σκηνοθέτες σαν τον Nuri Bilge Ceylan. Έχει περάσει πάνω από μια βδομάδα που είδα την «Άγρια αχλαδιά», τη νέα ταινία αυτού του εξαιρετικού Τούρκου δημιουργού, που είχα γνωρίσει με το εκπληκτικό «Οι τρείς πίθηκοι» (δέκα χρόνια πριν), και ακόμα την σκέφτομαι.
Μόνο με βιβλία συμβαίνει (τουλάχιστον σε μένα) αυτό, να σε ακολουθούν εβδομάδες, μήνες μετά την ανάγνωσή τους, ελάχιστες ταινίες έχουν αυτή την επίδραση μέσα μου. Η «Άγρια αχλαδιά» είναι μία από αυτές.
Το σινεμά του Τζεϊλάν, είναι ιδιόμορφο, δεν απευθύνεται στην πλατιά μάζα των θεατών. Κρίνοντάς το όσο πιο αντικειμενικά μπορώ, αδυνατώ να βρω πολλούς θεατές που θα αφιερώσουν πάνω από 3 ώρες από τον χρόνο τους για να δουν μια αργόσυρτη, στοχαστική ταινία στα Τουρκικά, με άγνωστους ηθοποιούς, χωρίς κανένα γκλάμουρ και εντυπωσιακές σκηνές. Να δουν μια ταινία που σε προκαλεί να σκεφτείς και να βυθιστείς στην ατμόσφαιρά της για τόσο πολύ. Η «Άγρια αχλαδιά» είναι μια ταινία Δημιουργού, μια ταινία που αγγίζει πολλά θέματα. Μπορεί να μην φτάνει το επίπεδο της Τσεχοφικής προηγούμενης ταινίας του Τζεϊλάν, της εμβληματικής «Χειμερία νάρκη», η οποία ήταν ένα πραγματικό αριστούργημα, αλλά είναι έξοχη, γι’ αυτό δεν υπάρχει αμφιβολία.
Η «Χειμερία νάρκη» εκτυλισσόταν στα εντυπωσιακά τοπία της Καππαδοκίας, η «Άγρια αχλαδιά» διαδραματίζεται στην ευρύτερη περιοχή των Δαρδανελίων, γύρω από την πόλη του Τσανάκαλε με τα αρχαία της Τροίας να δεσπόζουν στην περιοχή.
Η ιστορία περιστρέφεται γύρω από τον Σινάν, έναν νεαρό απόφοιτο του τοπικού πανεπιστημίου, που επιστρέφει στην μικρή του πόλη μετά τις σπουδές του. Ο Σινάν που έλειπε αρκετά χρόνια παρά την μικρή απόσταση που χωρίζει τις δύο πόλεις, βρίσκει την οικογένειά του σε αποσύνθεση, με τον δάσκαλο πατέρα να έχει χάσει τα πάντα από τα χρέη στον τζόγο (ακόμα και το σπίτι τους), την μητέρα του εμφανώς καταρρακωμένη να παρακολουθεί κατατονικά, σαπουνόπερες στην τηλεόραση, την κοπέλα που του άρεσε κάποτε, να παντρεύεται έναν εύπορο άντρα, πολύ μεγαλύτερό τους και την παλιούς του φίλους να του είναι τελείως ξένοι. Την μεγαλύτερη απογοήτευση την εισπράττει από τον πατέρα του, που τον βλέπει αποξενωμένο και καταθλιπτικό που το μόνο που τον ενδιαφέρει πλέον είναι να βρει νερό από ένα παλιό πηγάδι σε ένα κτήμα στο χωριό του.
Ο Σινάν θέλει να γίνει συγγραφέας και να διδάξει σε σχολείο. Προσπαθεί να βρει χρήματα να εκδώσει το βιβλίο που έχει γράψει όπως και να περάσει τις εξετάσεις (κάτι σαν το ΑΣΕΠ) μπας και προσληφθεί σε κάποιο σχολείο έστω και στα βάθη της Ανατολίας. Με τα πολλά καταφέρνει να βγάλει το βιβλίο του με δικά του έξοδα, αλλά αποτυγχάνει πανηγυρικά στις εξετάσεις του. Η αποξένωσή του από την οικογένεια και τοπική επαρχιακή κοινωνία είναι εμφανής, όπως και η ηθελημένη απομόνωσή του. Ξεσπάει μπροστά στη συνειδητοποίηση του αδιέξοδου, εκνευρίζεται, τσακώνεται με όλους και ψάχνει απαντήσεις παντού. Κάνει μεγάλους διαλόγους με μουσουλμάνους ιερείς στο χωριό, θυμώνει με έναν γνωστό συγγραφέα και του τα ψέλνει χωρίς εμφανή λόγο. Είναι ένας άλλος Μερσώ (ο Ξένος του Καμύ) αιχμάλωτος σε έναν αόρατο ιστό της αράχνης, αντιπαθής και μάλλον δυσάρεστος όχι μόνο στους οικείους του, αλλά και σε όποιον συναντάει, ακόμα και στον ίδιο τον θεατή, ο οποίος κάποια στιγμή αισθάνεται άβολα με αυτόν τον ιδιόρρυθμο τύπο, τον μονίμως θυμωμένο και εμφανώς αποπροσανατολισμένο. Το φινάλε πικρό και δραματικό θα τονίσει εμφαντικά το αδιέξοδο του πρωταγωνιστή θυμίζοντάς του ότι δεν μπορεί να αλλάξει τη μοίρα του, κι ότι δεν είμαστε τόσο διαφορετικοί από τους γονείς μας.
Διαβάστε τη συνέχεια εδώ