Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Λάρισα, κι αργότερα στον Βόλο. Εργάζεται ως δασκάλα στην Αθήνα. Ασχολείται από μικρή με την μουσική και το τραγούδι, η μεγάλη της αγάπη όμως είναι η ποίηση και βέβαια το θέατρο.
Από τη Μυρτώ Παπαιωάννου
Η παράσταση εντάσσεται στο πρόγραμμα 2021 του θεσμού «Όλη η Ελλάδα ένας Πολιτισμός» του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού.
«Το γεφύρι της Άρτας», η γνωστότατη αυτή ιστορία που γνωρίζουμε μέσα από το ελληνικό δημοτικό τραγούδι για την αδικοχαμένη γυναίκα του πρωτομάστορα, αλλά και ακόμη τρεις ιστορίες για τις «ατυχήσασες» λυγερές της παράδοσης, για πήρε σάρκα και οστά το καλοκαίρι αυτό, σε μια εποχή όπου η συζήτηση για τη γυναικεία κακοποίηση και καταπίεση είναι πιο επίκαιρη από ποτέ. Σε σκηνοθεσία της Μαριάννας Κάλμπαρη και σε πρωτότυπη μουσική του Θοδωρή Αμπατζή, η ομάδα του Θεάτρου Τέχνης έδωσε ένα συγκινητικό αποτέλεσμα. Η παράσταση μάλιστα πρωτοανέβηκε στις 20 Ιουλίου στο ίδιο το Γεφύρι της Άρτας και συνέχισε με λίγες ακόμη στάσεις.
ΤΟ ΕΡΓΟ
Το έργο μέσα από μια δραματοποιημένη αφήγηση αρχικά μας παρουσιάζει σε τρεις πράξεις τις ιστορίες των λυγερών του Κάτω Κόσμου, ιστορίες βγαλμένες από την παράδοση, όπου κάθε μια από αυτές τις γυναίκες βασανίστηκε και θανατώθηκε για τις επιταγές της κοινωνίας, για ένα κούτελο καθαρό, για να καταλήξει στην τελευταία πράξη: στη γυναίκα του γεφυριού της Άρτας. Είναι ιστορίες γνωστές στο κοινό, καθώς έχουν διαβαστεί και έχουν τραγουδηθεί μέσα στα χρόνια.
Η πρώτη όμορφη μικρή λυγερή μαχαιρώθηκε από τον αρραβωνιαστικό της γιατί φημολογήθηκε στο χωριό ότι έδωσε το μαντήλι της σε κάποιον άλλον με αποτέλεσμα να ατιμώσει το όνομά του. Η δεύτερη κοπέλα ατίμωσε το όνομα της οικογένειάς της, επειδή χάρισε δύο ρόδα σε έναν ξένο. Έτσι η μάνα της, ο πατέρας της, τα αδέρφια της και τα ξαδέρφια της, δεν μπόρεσαν ν ανεχτούν τέτοια ντροπή. Τη λοιδόρησαν, και τη χτύπησαν μέχρι θανάτου. Στο γνωστό μοιρολόι το κορίτσι ρωτούσε κι απορούσε από τον Κάτω Κόσμο, αν τη σκέφτονταν οι δικοί της, αλλά ήταν μάταιο.
Πάρτε με, αντρειωμένοι μου, να βγω 'ς τον Πάνω κόσμο,
να πάω να ιδώ τη μάννα μου ως χλίβεται για μένα.
-Κόρη μου, εσένα η μάννα σου 'ς τη ροϋγα κουβεντιάζει.
-Να ιδώ και τον πατέρα μου πως χλίβεται για μένα.
-Κόρη μου, κι' ο πατέρας σου 'ς το καπελειό ειν' και πίνει.
-Να πάω να ιδώ ταδέρφια μου πως χλίβονται για μένα.
-Κόρη μου, εσέν' ταδέρφια σου ριχτούνε το λιθάρι.
-Να ιδώ και τα ξαδέρφια μου πως χλίβονται για μένα.
-Κόρη μου, τα ξαδέρφια σου μέσ' 'ς το χορό χορεύουν
Η τρίτη η λυγερή τόλμησε να καυχηθεί και είναι αμαρτία για μία γυναίκα να περηφανεύεται. Είπε με χαρά και τόλμη ότι κανείς άνδρας μέχρι τότε δεν είχε μπορέσει να την κατακτήσει. Στο άκουσμα μιας τέτοιας είδησης, ένας άντρας δεν μπορούσε να μείνει άπραγος. Έψαξε και βρήκε την όμορφη κοπέλα κάτω από μία μηλιά, άρπαξε με τη βία όλη της νιότη τα κάλλη και τη χάρη της και έτσι έχοντας πράξει το καθήκον του τη φύτεψε κάτω από τη μηλιά εκείνη.
Η τελευταία λυγερή δεν είναι άλλη παρά η γυναίκα του Γεφυριού της Άρτας, η γυναίκα του πρωτομάστορα.
"Αν δε στοιχειώσετε άνθρωπο, γιοφύρι δε στεριώνει,
και μη στοιχειώσετε ορφανό, μη ξένο, μη διαβάτη,
παρά του πρωτομάστορα την όμορφη γυναίκα,
που έρχεται αργά τ' αποταχύ και πάρωρα το γιόμα."
Είναι γνωστό μέσα από τη λαϊκή μας παράδοση από τα αρχαία χρόνια ότι για να φτιαχτεί ένα μεγάλο έργο χρειάζεται κάποια θυσία και πολλές φορές ανθρωποθυσία. Στη συγκεκριμένη περίπτωση η κατασκευή του γεφυριού ήταν ένα μεγάλο έργο και ο πρωτομάστορας έπρεπε να το εκτελέσει. Κι ο άντρας είναι για μεγάλα έργα όπως επαναλαμβάνεται στο έργο από την αρχή του. Κάποιος όμως πρέπει να μένει στα μετόπισθεν..Καθώς λοιπόν το γεφύρι καθημερινά χτιζόταν όμως το βράδυ γκρεμιζόταν, ίσως η κατάρα που έδερνε το γεφύρι έπρεπε να λυθεί. Ύστερα από τις προτροπές και τις πιέσεις των υπολοίπων μαστόρων για να μη χαθεί και ο κόπος τους και να γίνει το πολυπόθητο έργο, αποφάσισε να τη θυσιάσει την όμορφη γυναίκα του. «Μια γυναίκα οφείλει να θυσιάζεται». Ο πρωτομάστορας την ξεγέλασε ώστε να τη ρίξει μέσα κι ύστερα όλοι μαζί την τσιμέντωσαν. Συγκλονιστικό το σημείο εκείνο της προσπάθειας όλων των υπολοίπων να αφήσουν τελευταίο το ένα της στήθος για να μπορεί μέχρι και την ύστατη τη στιγμή να δίνει γάλα στο μωρό της. Η γυναίκα του πρωτομάστορα στην αρχή δεν μπορούσε να πιστέψει τι συνέβαινε, κι όταν συνειδητοποιεί ότι τη σκοτώνουν για αυτό το καταραμένο γεφύρι πεθαίνει, και σαν ένα φάντασμα πια, μια αιωρούμενη κατατρεγμένη νύφη, καταριέται όποιον περάσει πάνω από το γεφύρι, να πεθαίνει. Στο τέλος όμως πείθεται από τις φωνές που την παρακαλάνε να ανακαλέσει, γιατί συλλογίζεται τον αδερφό της και αποσύρει την κατάρα της.
Η ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ
Παρακολουθήσαμε την παράσταση στο Βεάκειο θέατρο. Στο κέντρο σκηνής ήταν τοποθετημένη μια ψηλή σκαλωσιά ως φόντο, το μοναδικό σκηνικό της παράστασης που θα εξυπηρετούσε στα ακροβατικά και στα αριστερά αυτής οι δύο μουσικοί που με το σαντούρι και το σαξόφωνο έμελλε να μας εντυπωσιάσουν με τη μουσική τους.
Η Μαριάννα Κάλμπαρη ανέλαβε τη σκηνοθεσία, τη σκηνογραφία και τη δραματουργία της παράστασης, πετυχαίνοντας και στα τρία ένα πολύ καλό αποτέλεσμα. Η δουλειά της με τους ηθοποιούς καθόλη τη διάρκεια της σκηνικής τους παρουσίας ήταν φανερά επιμελημένη. Το κείμενο με τις δικές της προσθήκες ήταν καίριο, έδενε φυσικά στη συνεχή αλλαγή ρόλων, κι αυτό ήταν δύσκολο εγχείρημα. Οι ηθοποιοί επίσης είχαν έναν μεγαλύτερο βαθμό δυσκολίας γιατί κινούνταν συνεχώς στον χώρο και τραγουδούσαν παράλληλα.
Τη μουσική διδασκαλία των ηθοποιών και την υπέροχη σύνθεση ανέλαβε ο Θοδωρής Αμπατζής, χωρίς τον οποίο θα ήταν δύσκολο να αναδειχθεί το έργο. Οι μουσικοί Στέλλα Αραμπατζόγλου( σαξόφωνο) και Ιωάννα Ρήγα (σαντούρι) έπαιξαν εξαιρετικά και έντυσαν με τους παραδοσιακούς τους ήχους την παράσταση . Από την ομάδα των τεσσάρων ηθοποιών ξεχώρισε η ερμηνεία και η μελωδικότητα της Αμαλίας Τσέκουρα και του Βασίλη Μαυρογεωργίου. Ήταν μια ομάδα που λειτουργούσε δεμένα, με εξαίρεση την τραγουδιστική ερμηνεία της Κατερίνας Λυπηρίδου, που ακουγόταν πολύ πιο δυνατά και σκληρά από τις υπόλοιπες φωνές και συχνά σε έβγαζε από το κλίμα. Η γυναίκα του Πρωτομάστορα στην παράσταση εκπροσωπείται από μια νέα γυναίκα στα λευκά, που χτυπά ένα ταμπούρλο (Μαριλένα Μόσχου) και μια γυναίκα, ντυμένη στα κόκκινα ,η Χριστίνα Σουγιουλτζή, η οποία μέσα από τις χορευτικές και ακροβατικές της ικανότητες σε όλη τη διάρκεια του έργου, κρεμώμενη σε σκοινιά και κόκκινα και λευκά πανιά, έδινε νόημα σε κάθε φράση των ηθοποιών. Ζωντάνευε στα μάτια μας κάθε λυγερή που μέσα από αυτόν τον κυκεώνα κυνηγητού και μίσους τραυματίζεται και βουτάει ξανά και ξανά στον Κάτω Κόσμο.. Μαζί με τους μουσικούς, έκλεψε την παράσταση.
Η λυγερή που θυσιάζεται, η αδικοχαμένη γυναίκα που κάθε φορά θυσιάζεται για τους άλλους, γίνεται βορά, βρίσκεται στα τραγούδια της λαϊκής μας παράδοσης αλλά όχι μόνο. Είναι παρούσα σε κάθε κοινωνία που υποτιμά, βιάζει και κακοποιεί τις γυναίκες με κάθε πρόσχημα.
Από τη Μυρτώ Παπαϊωάννου
«Η φωτογραφία αυτή καθαυτή δεν μ’ ενδιαφέρει. Αυτό που θέλω είναι να συλλάβω ένα μικροσκοπικό τμήμα της πραγματικότητας», είναι τα λόγια του σπουδαίου φωτογράφου Ανρί Καρτιέ- Μπρεσόν. Αυτό φαίνεται να επιχείρησαν με τις εικόνες τους οι καλλιτέχνες στην έκθεση του Athens Photo Festival 2020 που με χαρά επισκεφθήκαμε και φέτος στο Μουσείο Μπενάκη.
Παρά τις αντίξοες συνθήκες, ο θεσμός που αγαπήθηκε ξεκίνησε στις 17 Σεπτεμβρίου, για να παρουσιάσει ένα πολύ ενδιαφέρον εκθεσιακό πρόγραμμα. Στο Φεστιβάλ συμμετέχουν 102 καλλιτέχνες από διαφορετικές χώρες και η έκθεση των φωτογραφικών τους δημιουργημάτων λαμβάνει χώρα στο ισόγειο και πρώτο όροφο του Μουσείου μέχρι και τις 15 Νοεμβρίου.
Πρόκειται για ένα Φεστιβάλ με φανερή κατεύθυνση στη σύγχρονη φωτογραφία και αισθητική. Οι καλλιτέχνες – φωτογράφοι ο καθένας με προβληματισμό και μια διερευνητική και κριτική στάση απέναντι στην κοινωνία απαθανατίζουν και οπτικοποιούν εικόνες που προκαλούν με τη σειρά τους προβληματισμό και αναστοχαστική διάθεση σε όσους τις βλέπουν. Σύγχρονα ζητήματα όπως το περιβάλλον, η καραντίνα και η απομόνωση, η βιοπολιτική της μετανάστευσης, η συναισθηματική αποξένωση, η κατάσταση εξαίρεσης, η απώλεια στέγης και η αστυνομοκρατία είναι κάποια μόνο από αυτά που φιλοξενεί η έκθεση.
Είναι μια πραγματικά καλή ευκαιρία να επισκεφθείτε τον όμορφο χώρο του Μουσείου Μπενάκη και να δείτε από κοντά την έκθεση. Θα βγείτε από το Μουσείο γεμάτοι εικόνες που δίνουν προσφέρουν όχι μόνο αισθητική απόλαυση –αυτό είναι σίγουρο- αλλά και τροφή για σκέψη. Μην τη χάσετε.
ATHENS PHOTO FESTIVAL
Μουσείο Μπενάκη / Πειραιώς 138
17 Σεπtεμβρίου – 15 Νοεμβρίου 2020
Ώρες λειτουργίας: Πέμπτη & Κυριακή 10:00-18:00,
Παρασκευή & Σάββατο 10:00-22:00
Ο Χρήστος Καρτέρης μας μιλά για την ταινία του που έλαβε το Βραβείο Ντοκιμαντέρ στο εθνικό διαγωνιστικό.
Το 43ο Φεστιβάλ ταινιών μικρού μήκους Δράμας έληξε, με πολλές ταινίες να μας εντυπωσιάζουν και να κερδίζουν τις εντυπώσεις. Με χαρά ενημερώθηκα ότι η ταινία « Τεό, ο γείτονάς μου» του Χρήστου Καρτερή, έλαβε το Βραβείο Ντοκιμαντέρ στο εθνικό διαγωνιστικό , καθώς ήταν μια ταινία που ξεχώρισα, κι όπως φάνηκε, όχι μόνον εγώ.
Έχοντας σκηνοθετήσει ήδη δύο ταινίες μικρού μήκους, «Το Ρόδι» το 2011 και «De Nuevo» το 2013, ο Χρήστος Καρτερής επανέρχεται με μια ξεχωριστή ταινία- ντοκιμαντέρ. Πρόκειται για μια «κινηματογραφική παρατήρηση» του γείτονα, του ανθρώπου της διπλανής πόρτας και συγκεκριμένα του φίλου και γείτονά του, του Τεό.
Συναντήσαμε τον Χρήστο και με μεγάλη προθυμία συζητήσαμε για την ταινία και για τις σκέψεις του γύρω απ αυτή. Εμείς του ευχόμαστε καλή επιτυχία σε ό,τι κι αν ακολουθήσει στην πορεία. Την ταινία του θα μπορέσετε να την παρακολουθήσετε πιθανότατα όσοι τυχεροί βρεθείτε στο 61ο Φεστιβάλ κινηματογράφου Θεσσαλονίκης όπου συνήθως προβάλλονται και οι βραβευμένες ταινίες του Φεστιβάλ Δράμας, αλλά και σε επόμενες προβολές ταινιών μικρού μήκους και ντοκιμαντέρ.
Δεν πιστεύω ότι έκανα κάποιο άλμα. Σίγουρα κάποιος το έχει κάνει πριν από εμένα και θα το κάνει ξανά. Με τον Τεό γνωριζόμαστε αρκετά χρόνια και κάνουμε παρέα. Όταν τον γνώρισα δεν πέρναγε καν από το μυαλό μου να κάνω ένα ντοκιμαντέρ για αυτόν. Είναι ένας ιδιαίτερος άνθρωπος, που σε κάποιους μπορεί να φαίνεται «παράξενος». Με γοήτευσε πολύ ο κόσμος του και ο χαρακτήρας του.
Δύο στοιχεία σίγουρα. Ψυχαναγκασμός και εμμονή στην λεπτομέρεια.
Πρώτη φορά δοκίμασα να κάνω μια ταινία παρατήρησης. Ένιωθα ότι ταίριαζε αυτό το στυλ κινηματογράφησης για τον Τεό και βγήκε αβίαστα. Θέλω πολύ να δουλέψω και να μάθω πάνω στο στυλ αυτό. Τα έργα που θέλω να δημιουργώ, έχουν κεντρικό άξονα τον άνθρωπο και τις ανθρώπινες σχέσεις. Νιώθω ότι είμαι άνθρωπος της παρατήρησης. Μου αρέσει να βλέπω και να ακούω. Να ένα ακόμα στοιχείο που έχει ο Τεό!
Δεν υπήρχε σενάριο στην ταινία. Υπήρχε η βασική ιδέα σαν σενάριο. Στο στάδιο του μοντάζ καθορίστηκε η ιστορία. Αυτά που προβλήθηκαν στο ντοκιμαντέρ είναι κάποιες από τις στιγμές της ζωή του Τεό. Οπότε θα έλεγα ότι δεν δυσκολεύτηκα να βρω κάποια ισορροπία. Η δυσκολία που υπήρξε ήταν στο μοντάζ. Να τακτοποιηθεί όλο αυτό το υλικό, να έχει αρχή, μέση και τέλος. Επίσης, σημαντικό ρόλο στην τελική διαμόρφωση της ταινίας έπαιξε το αίσθημα ευθύνης που είχα απέναντι στον ίδιο τον Τεό. Δε θα ήθελα με τίποτα να υπάρχει κάτι που θα μπορούσε να τον προσβάλλει ή εκθέσει.
Είναι ένα είδος που με ενδιαφέρει πολύ. Θέλω να πειραματιστώ και να δουλέψω πάνω σε αυτό. Αυτό δεν σημαίνει ότι δε με αφορά η μυθοπλασία. Θα δείξει. Δημιουργικοί να είμαστε κι όλα θα έρθουν.
Δεν το περίμενα αυτό. Δεν περίμενα κάποιο βραβείο. Εγώ ένιωθα καλά με την ταινία. Πρώτη φορά έκανα κάτι που ήταν 90 με 95 τα εκατό αυτό που ήθελα. Οπότε δεν σκεφτόμουν βραβείο κλπ. Ήθελα να δείξω την εξέλιξη μου από την τελευταία μου δουλειά που ήταν το 2013. Είναι μεγάλη τιμή να σε βραβεύουν άνθρωποι που εκτιμάς από το χώρο του κινηματογράφου και μεγάλη συγκίνηση η αγάπη που έλαβα από φίλους και συναδέλφους. Μου δίνει δύναμη αυτό το βραβείο και σημαίνει πάρα πολλά για εμένα. Το νιώθω σαν μια δικαίωση για συγκεκριμένους λόγους.
Όλους πιστεύω μας έχει επηρεάσει η πανδημία, σε διάφορα επίπεδα. Είμαστε γενικά σε δύσκολη φάση. Χρειάζονται λύσεις σε προβλήματα, υπομονή και στήριξη.
Το Φεστιβάλ Δράμας έχει κάνει αισθητή αλλαγή και η πορεία του είναι ανοδική. Ο ελληνικός κινηματογράφος έχει θέση στον παγκόσμιο χάρτη. Βρίσκεται στα καλυτέρα του και έχει πολλά ακόμα να δώσει.
Από τη Μυρτώ Παπαϊωάννου
Φωτογραφίες: Κοσμάς Ινιωτάκης
Συναντήσαμε τον Δημήτρη Παγώνη, ένα ηλιόλουστο απόγευμα στο πάρκο Ελευθερίας στο κέντρο της πόλης, ακριβώς στον χώρο που του αρέσει να συχνάζει και να κάνει τα ακροβατικά του. Μετά την πρώτη και άκρως επιτυχημένη απόπειρά του στη σκηνοθεσία το 2018 με το «Σημείο Β», θα μας μιλήσει για τη νέα παράσταση που σκηνοθετεί και παίζει, τον «Ίκαρο», αλλά και για άλλα τόσα αστεία και σοβαρά θέματα, σε μια ειλικρινή κι εγκάρδια συνέντευξη.
Η παράσταση θα παρουσιαστεί στις 24 και 25 Οκτωβρίου στο Θέατρο Ροές κλείστε τις θέσεις σας εδώ.
Δημήτρη, για αρχή θα ήθελα να μας συστηθείς.
Θα ομολογήσω τα πάντα (γέλια)! Είμαι ο Δημήτρης, 29 χρονών, κατάγομαι από τα Μετέωρα. Έχω τελειώσει τη δραματική σχολή «Δήλος» της Δήμητρας Χατούπη... στη συνέχεια εργάστηκα ως ηθοποιός σε τρεις παραγωγές στο ΔΗΠΕΘΕ Πάτρας. Παράλληλα με την υποκριτική και τη σκηνοθεσία με την οποία ασχολούμαι, σπουδάζω και χορό στην σχολή «Χοροχρόνος» .
Χορός ή υποκριτική; Κλίνεις λιγάκι σε ένα από τα δύο, ή όχι;
Δεν μπορώ να με κατατάξω ακόμα κάπου. Πιο πολύ μ αρέσει να κάνω ακροβατικά και να σκηνοθετώ! Τριγυρνάω γύρω απ ΄αυτά για να γίνομαι καλύτερος σ’ αυτά και μέσα απ΄ αυτά. Και ο χορός και το θέατρο με έχουν βοηθήσει στο να καταλάβω τι είναι ακριβώς αυτό που θέλω να κάνω, που είναι ένα κράμα πραγμάτων.
Κι αυτά, όπως καταλαβαίνουμε, θα συνδυαστούν στη νέα σου παράσταση, στον Ίκαρο!
Όπως και η προηγούμενη παράστασή μου, έτσι και αυτή τώρα ξεκίνησε από μια εργασία στη Σχολή, όπου αφηγούμουν ένα πάρτι γενεθλίων. Εκείνη η ιστορία με είχε συγκινήσει βαθιά τότε κι έτσι αποφάσισα να ασχοληθώ με το παιδικό τραύμα, με αυτό που προκαλεί τον σπαραγμό, αυτό που δεν μπορώ να ελέγξω συναισθηματικά. Συνήθως τέτοιες καταστάσεις συνδέονται με την εφηβεία (που κρύβει και τη λέξη βία!), και τα παιδικά μας βιώματα.
Πρόκειται για την προσωπική σου ιστορία;
Αφορά πολλές ιστορίες πάρτι συγκεντρωμένες, όχι δικές μου, με τις οποίες όμως συνδέθηκα. Η καθοριστική στιγμή για να προχωρήσω αυτή την ιδέα, ήρθε όταν θυμήθηκα ένα δικό μου πάρτι γενεθλίων, μεγάλος πια, στα δεκαοχτώ μου, που περίμενα μόνος μου μια ολόκληρη ώρα και δεν εμφανιζόταν κανείς… Παράλληλα, τα επόμενα χρόνια εργάστηκα κι ως κλόουν και έβλεπα τα παιδιά σε κάθε πάρτι και την ανάγκη του «να περάσω οπωσδήποτε καλά», αυτό το μέτρημα της ζωής, αυτή τη βία του να γίνεις αρεστός απ όλους, αποδεκτός, χαρούμενος, το να λες «όλα καλά», ακόμα κι αν δεν είναι.
Σκοπός μου είναι να περάσω τo έργο, την ιστορία αυτή μέσα από εικόνες, χωρίς μεγάλο κείμενο κι επεξήγηση, προσπαθώ να δημιουργήσω έναν φαντασιακό διάλογο με το κοινό, όχι μια γραμμική αφήγηση, όπου ο καθένας θα συνδεθεί με τον δικό του τρόπο κι ανάγνωση σ’ αυτό που παρακολουθεί.
Μίλησέ μου για τους συνεργάτες σου στην παράσταση (τα μάτια του έλαμψαν με το άκουσμα αυτής της ερώτησης).
Αρχικά θέλω να πω αυτό που έχω συνειδητοποιήσει: ότι η συνταγή για την καλή πρόβα, άρα και το καλό έργο, δεν είναι τόσο οι ταλαντούχοι ηθοποιοί, αλλά οι συνεργάσιμοι. Κάθε μέρα νιώθω τυχερός που έχω και τα δύο! Με τον Κωνσταντίνο είμαστε ήδη μαζί από τη δραματική σχολή και το σημείο Β. Με τον Γιώργο, τον «partner in crime» κάνουμε μαζί ακροβατικά, προπονήσεις και όνειρα! Με τον Βασίλη δουλέψαμε μαζί στο ΔΗΠΕΘΕ Πάτρας, κι ήταν αυτό που φανταζόμουν για τον ρόλο αυτόν που θα υποδυθεί! Τέλος ήρθε και o Περικλής, σα να ήταν το κομμάτι του παζλ που έλειπε και τώρα ολοκληρωθήκαμε! Είναι ηθοποιός και θέλει να ασχοληθεί με τον χορό, είναι σα να βλέπω έναν μικρό Δημήτρη στο πρόσωπό του! Και βέβαια και η Κατερίνα που είναι μαζί μας στα ακροβατικά, έχει το πρακτικό μυαλό που λείπει σε μένα! Επίσης και με την Ιωάννα, που είναι στα φώτα, έχουμε δουλέψει και πάλι μαζί. Είμαστε μια ομάδα που ξέρουμε να επικοινωνούμε, είναι μια εξαιρετική πραγματικά συνθήκη!
Η προηγούμενή σου παράσταση, το Σημείο Β, η οποία σημείωσε μεγάλη επιτυχία, είχε να κάνει αρκετά με τον μελλοντικό εαυτό και τα τραύματά μας. Τώρα στον Ίκαρο βλέπουμε ότι γυρίζεις πίσω στο χρόνο και πραγματεύεσαι το τραύμα στη νεαρή ηλικία. Θέλω να μου πεις τι σημαίνει για σένα το πέρασμα του χρόνου και πόσο επηρεάζεσαι από αυτό.
Για μένα αυτό το κοίταγμα στο μέλλον και στο παρελθόν αποτελεί μια υπαρξιακή αναζήτηση που μου προκαλεί δέος και…. είναι η φάση μου! Το πέρασμα του χρόνου πλέον δεν με τρομάζει όπως παλιά. Ο χρόνος περνάει, αλλά για να κατακτήσεις κάποια πράγματα, μαζί και την αποδοχή του εαυτού μας και της φύσης, απαιτεί χρόνο. Οπότε μου δίνει μια γλυκόπικρη αίσθηση πια.
Σαν άνθρωπος είσαι απαισιόδοξος;
Δεν είμαι. Είμαι ευγνώμων. Ζω το όνειρό μου στο παρόν. Έχω την ευκαιρία σε αυτούς τους δύσκολους καιρούς να κάνω παράσταση, κι αυτό με κάνει πολύ χαρούμενο. Βιώνω τις καλύτερες μέρες μου. Μου αρέσει να κάνω ακριβώς αυτό που κάνω. Δεν με ενδιαφέρει να πάω για καφέ ή κάτι άλλο.
Η χρονική στιγμή που επιλέγεις να ανεβάσεις τον Ίκαρο, είναι μια δύσκολη χρονική στιγμή για το θέατρο και τον καλλιτεχνικό κλάδο γενικά. Παρόλα αυτά προχωράς.
Το να κάνω αυτή την παράσταση, ήταν μια ανάγκη που είχα χρόνια. Και γι’ αυτό τον λόγο, μάζευα δυνάμεις και χρήματα. Βέβαια πρόκειται για μια βουτιά στο κενό, αλλά έχω κι άλλους τρελούς μαζί μου που μοιράζονται την ίδια ανάγκη με μένα, κι αυτό με συγκινεί.
Πώς πέρασες το διάστημα της καραντίνας;
Αναγνωρίζοντας βέβαια την τραγικότητα της πανδημίας κι ό, τι αυτή έφερε, σε προσωπικό επίπεδο νιώθω ότι μου έκανε καλό. Με ξεκούρασε, με ηρέμησε. Είχα στο μυαλό μου ένα πρότζεκτ σχετικά με τη μοναξιά…. Αγόρασα λοιπόν έναν σκελετό κι έκανα μόνος μου πρόβες. Μαζί του πέρασα την καραντίνα μου!
Βλέπεις τηλεόραση; Θα ήθελες να δουλέψεις σε κάποια τηλεοπτική σειρά;
Ενημερώνομαι ιντερνετικά για τα προγράμματα της τηλεόρασης. Το να δουλέψω, ωστόσο, στον χώρο της τηλεόρασης, δεν είναι κάτι που σκέφτομαι. Δε σου κρύβω ότι φοβάμαι τη δημοσιότητα τέτοιου είδους… δεν ξέρω αν θα μπορέσω να διαχειριστώ τη «διάρρηξη» της ιδιωτικότητάς μου, της προσωπικής μου ζωής. Το να παραμένεις ο εαυτός σου σε συνθήκες μεγάλης προβολής, είναι δύσκολο.
Η εξωτερική εμφάνιση πιστεύεις ότι ανοίγει πόρτες;
Ναι. Το πιστεύω. Ωστόσο, η εξωτερική εμφάνιση κερδίζει μόνο την πρώτη ματιά, όχι τη δεύτερη. Ένα όμορφο πνεύμα όμως, είναι πάντοτε πιο σέξι.
Σχέδια για το μέλλον;
Σίγουρα ένα από τα όνειρά μου είναι να δημιουργηθεί ένας πυρήνας καλλιτεχνικός, που να εξελισσόμαστε μαζί, να επικοινωνούμε μέσα από το θέατρο. Ιδανικά θέλω αυτούς τους συνεργάτες που έχω ήδη, να πορευτούμε μαζί και στη συνέχεια!! Αν δεν γίνει αυτή η ομάδα τώρα, ξέρω ότι θα γίνει κάποια στιγμή! Είμαι πολύ βέβαιος γι αυτό!
Πληροφορίες για την παράσταση :
«Ίκαρος» - Θέατρο Ροές
Για 2 μοναδικές παραστάσεις 24 και 25 Οκτωβρίου
Διάρκεια: 60 λεπτά
Τιμές Εισιτηρίων: 10 ευρώ γενική είσοδος / 5 ευρώ ατέλειες και μειωμένα
Σύλληψη-σκηνοθεσία: Δημήτρης Παγώνης
Παίζουν: Κωνσταντίνος Παράσης, Γιώργος Ομηρίδης, Περικλής Σιούντας, Βασίλης Σιδερόπουλος
Βοηθός σκηνοθέτη: Κατερίνα Σκηλογιάννη
Σχεδιασμός φωτισμού/ήχου: Ιωάννα Ζέρβα
Της Μυρτώς Παπαϊωάννου
«Έχω διαβάσει το βιβλίο»!, μια από τις συχνότερες φράσεις που λέμε όταν μαθαίνουμε για μια νέα ταινία ή θεατρική παράσταση που κυκλοφορεί και συνήθως η επιθυμία μας να τη δούμε γίνεται εντονότερη. Όταν μάλιστα πρόκειται για διηγήματα Ελλήνων συγγραφέων που έχουμε αγαπήσει, η μεταφορά στο θεατρικό σανίδι εντείνει το ενδιαφέρον μας. Κι είναι αρκετά σημαντικό στις μέρες μας να αναδεικνύονται έργα Ελλήνων συγγραφέων κι η ελληνική λογοτεχνία έχει να προσφέρει εξαιρετικά δείγματα γραφής...
Ας δούμε λοιπόν δέκα θεατρικές παραστάσειςαγαπημένων ελληνικών βιβλίων όπως αυτές ανέβηκαν τα τελευταία χρόνια στις αθηναϊκές σκηνές, οι περισσότερες από αυτές με μεγάλη επιτυχία, προς τέρψιν των αυστηρών αναγνωστών.
Αρίστος - Θέατρο Νέου Κόσμου, Θέατρο Άνεσις (2018-2020)
Το βραβευμένο δραματικό μυθιστόρημα του Θωμά Κοροβίνη «O γύρος του θανάτου», που αναφέρεται στην πολυτάραχη ζωή του Αριστείδη Παγκρατίδη (1940-1968), ο οποίος συνελήφθη και εκτελέστηκε ως «Δράκος του Σέιχ Σου», έγινε μια επιτυχημένη θεατρική παράσταση με το όνομα «Αρίστος» σε σκηνοθεσία του Γιώργου Παπαγεωργίου και διασκευή της Θεοδώρας Καπράλου. Η άδικη καταδίκη -όπως δείχνουν τα στοιχεία- του Αρίστου, σε μια ταραγμένη πολιτικά εποχή, αποτέλεσε αντικείμενο συζήτησης κι αμφισβήτησης του πολιτικού συστήματος και δεν έχει ξεχαστεί μέχρι και σήμερα. Με πλήρη σεβασμό στο κείμενο, τα ντοκουμέντα και την αφήγηση του συγγραφέα, το έργο συγκλόνισε με τις ερμηνείες των ηθοποιών. Την παράσταση όπως όλα δείχνουν θα δούμε και αυτή τη σεζόν.
Το δαχτυλίδι της μάνας- Tempus Verum Εν Αθήναις και Bios (2018-2020)
«Το δαχτυλίδι της μάνας» του Γιάννη Καμπύση, πρόκειται για ένα κείμενο θησαυρό, που για πρώτη φορά διαβάστηκε από τους αναγνώστες του εκδοτικού οίκου της «Εστίας» το 1898. Πρόκεται για ένα έργο βασισμένο στη ζωή και το τέλος του ποιητή Κώστα Κρυστάλλη, ντυμένο όμως με μύθους, ντοπιολαλιές, εικόνες και δοξασίες της λαικής παράδοσης . Το 1903 μελοποιήθηκε από τον Μανώλη Καλομοίρη κι αργότερα έγινε όπερα. Εμείς είχαμε τη χαρά να το απολαύσουμε σε μια μουσική παράσταση από την ομάδα C. for Circus, σε σκηνοθεσία και δραματουργία του Παύλου Παυλίδη. Το αποτέλεσμα ήταν αξιομνημόνευτο, καθώς μέσα από την κίνηση, την μουσική και το τραγούδι, την ερμηνεία και τον φωτισμό (εξαιρετική δουλειά της Ιωάννας Ζέρβα) οι C.for Circus σαν άλλοι μύστες μας πρόσφεραν μια βιωματική σύνδεση με έναν λαικό μύθο υψηλής δραματουργίας.
Μύρτος - Θέατρο Νέου Κόσμου (2018-2020)
Το συγκλονιστικό μυθιστόρημα του Παύλου Μάτεσι, ο «Μύρτος», ανέβηκε στη μικρή σκηνή του Θεάτρου του Νέου Κόσμου από την ομάδα 4Frontal σε σκηνοθεσία Θανάση Ζερίτη. Μαζί με τον Μύρτο, τον ήρωα του βιβλίου που κοιμάται εκ γενετής, μας ξεδιπλώνεται το δυστοπικό σύμπαν του καθωσπρεπισμού, της αμαρτίας, της ενοχής και της συγκάλυψής της στην ελληνική επαρχία. Η παράσταση έλαβε πολύ καλές κριτικές, καθώς οι σκληρές σκηνές καθήλωσαν τους θεατές και οι ερμηνείες ήταν πολύ δυνατές, αν συνυπολογίσουμε και την πολυπλοκότητα των ρόλων του βιβλίου.
O Συμβολαιογράφος – Θέατρο Χώρα (2018)
Ο Αλέξάνδρος Ραγκαβής έγραψε τον «Συμβολαιογράφο», το αυτό αστυνομικό μυθιστόρημα το 1855. Πρόκειται για ένα εκτενές αφηγηματικό κείμενο γεμάτο ρομαντισμό, έρωτα, αγωνία και δολοπλοκία, όπως αυτά εκτυλίσσονται στις σχέσεις των Κεφαλληνιών ηρώων του διηγήματος με πρωταγωνιστή τον συμβολαιογράφο Σιορ Τάπα και την υπόθεση μιας κληρονομιάς. Παράλληλα όμως θίγεται και το πολύ σημαντικό ζήτημα του επτανησιακού γλωσσικού ιδιώματος μέσα από διαλόγους και φράσεις έναντι του επίσημου ιταλικού. Αυτό το έργο επέλεξε να σκηνοθετήσει το 2018 ο Πέτρος Ζούλιας στο Θέατρο Χώρα. Το αποτέλεσμα δεν ήταν αρκούντως ικανοποιητικό, αν θυμηθούμε τις δυνατές ερμηνείες των πρωταγωνιστικών ρόλων σε αντιδιαστολή με την αδυναμία και την αμηχανία των μικρότερων αλλά και πάλι σημαντικών για την ιστορία ρόλων του έργου.
Η Μεγάλη Χίμαιρα (2014-2018) και Γιούγκερμαν (2017)– Θέατρο Πορεία
Τα δύο αυτά έργα του μεγάλου μας συγγραφέα Μ.Καραγάτση , ο «Γιούγκερμαν» και «η Μεγάλη Χίμαιρα» εγκαινίασαν την ώριμη και καλύτερη περίοδο της πεζογραφίας του. Ανήκουν μαζί με τον «Συνταγματάρχη Λιάπκιν», μια τριλογία με τίτλο «Εγκλιματισμός κάτω από τον Φοίβο». Κοινός τους άξονας είναι η αποτυχημένη προσπάθεια προσαρμογής ξένων ηρώων οι οποίοι βρέθηκαν στην Ελλάδα, παρά την έντονη προσπάθειά τους για αφομοίωση κι αποδοχή: Ο κεντρικός ήρωας του Γιούγκερμαν ήταν Ρώσος στρατιωτικός, ο οποίος εξελίχθηκε σε μεγάλο οικονομικό παράγοντα της Αθήνας . Η ηρωίδα της Χίμαιρας, Μαρίνα, ήταν Γαλλίδα, παντρεμένη με Έλληνα ναυτικό, που ζούσε στη Σύρο. Οι ήρωες αυτοί απέτυχαν να «εγκλιματιστούν» και τελικά οδηγήθηκαν στην καταστροφή. Τα δύο αυτά γνωστά και αγαπημένα στους αναγνώστες βιβλία, επέλεξε να ανεβάσει στην θεατρική σκηνή ο Δημήτρης Τάρλοου. Μάλιστα για την «Μεγάλη Χίμαιρα», η αποδοχή του κοινού υπήρξε ένθερμη για τέσσερα συνεχόμενα χρόνια, καθώς επίσης αξίζει να σημειώσουμε ότι για την συγκεκριμένη παράσταση η Αλεξάνδρα Αϊδίνη έλαβε το βραβείο «Μελίνα Μερκούρη» για το ρόλο της Μαρίνας Μπαρέ και ο Δημήτρης Τάρλοου το βραβείο σκηνοθεσίας «Κάρολος Κουν».
Στέλλα κοιμήσου – Εθνικό Θέατρο και Θέατρο Τζένη Καρέζη (2017-2020)
Η «Στέλλα Βιολάντη» είναι πολυαγαπημένο τρίπρακτο θεατρικό δράμα του Γρηγόρη Ξενόπουλου. Γράφτηκε το 1901 ως διήγημα με τίτλο « Έρως Εσταυρωμένος» και 1909 ο ίδιος ο συγγραφέας διασκεύασε το διήγημά του σε θεατρικό έργο αλλά κι αργότερα το 1931, το διαμόρφωσε σεναριακά ώστε να παιχτεί σε κινηματρογραφική ταινία. Πρόκειται για την δραματική ζωή της νεαρής Στέλλας η οποία μέσα από τον έρωτά της για έναν νεαρό, οδηγείται στην σύγκρουση και την απόλυτη«συντριβή» από τον αυταρχικό πατέρα της, καθώς δεν τον εγκρίνει για εκείνη και πράττει ανάλογα ώστε να καθορίσει την ζωή της κόρης του. Μέσα από το εξαιρετικό αυτό διήγημα-ψυχογράφημα της νεοελληνικής δραματουργίας αναδεικνύεται η παθογένεια μιας πατριαρχικής οικογένειας και την σκληρή θέση της γυναίκας μέσα σε αυτή.
Με μεγάλη ομολογουμένως επιτυχία τριών ετών ο κινηματογραφικός κατά βάση σκηνοθέτης Γιάννης Οικονομίδης έφερε το έργο αυτό στο σήμερα, με τίτλο «Στέλλα κοιμήσου», την επιμέλεια του κειμένου ανέλαβε ο Βαγγέλης Μουρίκης. Εμπνευσμένη από την Στέλλα Βιολάντη, παρακολουθούμε μια σύγχρονη ιστορία «απαγορευμένης αγάπης» που με τη σειρά της κακοποιείται από την πατριαρχική οικογένεια. Για την ερμηνεία τους στην παράσταση τιμήθηκαν η Ιωάννα Κολλιοπούλου με το βραβείο «Μελίνα Μερκούρη» και ο Γιάννης Νιάρρος με το βραβείο «Δημήτρης Χορν».
Ο Γάμος – Θέατρο Σταθμός (2019-2020)
Ο Μάριος Ποντίκας είναι ένας σύγχρονος Έλληνας θεατρικός συγγραφέας, σεναριογράφος και πεζογράφος. Το έργο του «Ο Γάμος», είναι ένα από τα γνωστότερά του έργα και γράφτηκε το 1985. Πρόκειται για την αφήγηση της ιστορίας μιας νεαρής κοπέλας που πέφτει θύμα βιασμού, ωστόσο «βιάζεται» αλλεπάλληλα από την οικογένεια και ολόκληρη την κοινωνία στην προσπάθειά τους να σώσουν την υπόληψή της. Πρόκειται για ένα έργο που καταδεικνύει την ισχύ των πατριαρχικών θεσμών στην τότε ελληνική κοινωνία και την θέση της γυναίκας μέσα σε αυτή. Σαράντα χρόνια μετά την συγγραφή του έργου αυτού, ο Κώστας Παπακωνσταντίνου μαζί με την Αγγελική Μαρίνου σκηνοθετούν μια θεατρική παράσταση κάνοντας γνωστό το έργο αυτό του Ποντίκα, μαζί με όποιες ομοιότητες και διαφορές διατρέχουν την σημερινή εποχή, που είναι φαινομενικά απαλλαγμένη από τέτοιου είδους φαινόμενα έμφυλης διάκρισης. Η ερμηνεία της Μαργαρίτας Τρίκκα σε αυτή της προσπάθεια υπήρξε αξιοσημείωτη.
Τρίτο Στεφάνι – Θέατρο Παλλάς (2020)
Τελευταίο όμως πολυαγαπημένο αφήσαμε το αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα του αξέχαστου πεζογράφου Κώστα Ταχτσή, «Τρίτο Στεφάνι» γραμμένο το 1962. Πρόκειται για την πολυτάραχη ζωή δύο γυναικών κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου και της Κατοχής, όπως αυτή παρουσιάζεται και περιπλέκεται στο βιβλίο του Ταχτσή. Το έργο του αυτό υπήρξε σταθμός. Εγινε πετυχημένη τηλεοπτική σειρά το 1995. Το 2009 παρακολουθήσαμε τη θεατρική του διασκευή από τον Σταμάτη Φασουλή και τον Θανάση Νιάρχο για το Εθνικό Θέατρο, με τη Νένα Μεντή στον ρόλο της Εκάβης και τη Φιλαρέτη Κομνηνού στο ρόλο της Νίνας. Το 2020 και μέσα σε ένα κλίμα αμηχανίας και δυσκολίας για το ελληνικό θέατρο, ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης επιλέγει να ανεβάσει την παράσταση αυτή στο θέατρο Παλλάς με την Μαρία Καβογιάννη και την Μαρία Κίτσου στους εμβληματικούς ρόλους των δύο γυναικών. Ανυπομονούμε να το απολαύσουμε!
Από τη Μυρτώ Παπαϊωάννου
Φέτος στην θεατρική σκηνή του Ιδρύματος Μιχάλης Κακογιάννης είχαμε την ευκαιρία να παρακολουθήσουμε μια εξαιρετική θεατρική διασκευή σε σκηνοθεσία του Κώστα Γάκη. Πρόκειται για το βιβλίο του Στέφανου Δάνδολου «Ιστορία Χωρίς Όνομα- Το κρυφό πάθος της Πηνελόπης Δέλτα για τον Ίωνα Δραγούμη». Το μυθιστόρημα αυτό εκδόθηκε μόλις τρία χρόνια πριν, ωστόσο σε διάστημα μόλις δύο ετών έλαβε τρία βραβεία: Ειδικό βιβλίο Βιβλιοπωλείων και Βραβείο ελληνικού μυθιστορήματος (Public) και Bραβείο Κοινού (Athens Voice).
Ο συγγραφέας Στέφανος Δάνδολος, βασισμένος στα ημερολόγια της σπουδαίας συγγραφέως Πηνελόπης Δέλτα, γράφει ένα βαθιά συγκινητικό μυθιστόρημα για τον έρωτα και την μνήμη ,για την συγκλονιστική ερωτική ιστορία δύο ανθρώπων μέσα από τους οποίους ερχόμαστε αντιμέτωποι και με τις ιστορικές στιγμές της Ελλάδας το διάστημα μεταξύ του πρώτου και του δεύτερου παγκοσμίου πολέμου.
Υπόθεση
Η Πηνελόπη Δέλτα βρίσκεται το 1908 σε ένα σανατόριο λίγο έξω από τη Βιέννη, σταλμένη από τον άνδρα της, για να συνέλθει από την ερωτική της «παράνοια» και να αποφασίσει αν θέλει να επιστρέψει στον σύζυγο και τις τρεις αγαπημένες κόρες της. Εκεί συναντιέται κρυφά για επί τρεις μέρες με τον διπλωματούχο Ίωνα Δραγούμη, τον μεγάλο έρωτα της ζωής της και καλείται να διαλέξει ανάμεσα στα παιδιά της -που δεν θα ξαναδεί αν δεν επιστρέψει - και στο να ακολουθήσει τον άνθρωπο που συντάραξε ολότελα τη ζωή της. Τριάντα χρόνια αργότερα, βρίσκεται στο σαλόνι του σπιτιού της στην Κηφισιά, φανερώνοντας την τότε απόφασή της να γυρίσει στην οικογένειά της. Παράλληλα κάνει έναν μεγάλο και συγκινητικό απολογισμό της ζωής που έζησε, κι αυτής που δεν έζησε, όσο κι αν το λαχταρούσε. Η περίοδος αυτή συμπίπτει με την είσοδο των Γερμανών ναζιστών στην Αθήνα, όπου αρχίζει μια μαύρη εποχή για την ιστορία της Ελλάδας.
H παράσταση
Μπαίνοντας στην θεατρική αίθουσα αντικρύζουμε μια όμορφη σκηνή γεμάτη πολύχρωμα τριαντάφυλλα, εκεί όπου θα διαδραματιστούν όλες οι πράξεις αυτής της ιστορίας. Αριστερά και δεξιά βρίσκονται δύο μεγάλα βάθρα, εκεί που πρωτοσυναντούμε τους δύο βασικούς ρόλους της παράστασης να ξεκινούν να παρουσιάζουν τον εαυτό τους και σταδιακά να κάνουν «διάλογο» μεταξύ τους, αναπαριστώντας στιγμές που είχανε ζήσει ή φαντασιακές στιγμές. Πίσω βρίσκονται απόλυτα εναρμονισμένα με τα χρώματα και το σκηνικό του Κωνσταντίνου Ζαμάνη, κάδρα, που δείχνουν άλλοτε εικόνες, άλλοτε σχήματα, πάντοτε ταιριαστά με την ατμόσφαιρα του έργου και τους φωτισμούς του Λευτέρη Παπαδόπουλου. Η σκηνοθεσία του Κώστα Γάκη ήταν γεμάτη λυρικά στοιχεία, εμφατικά μέσα στην απλότητά τους. Επιμελήθηκε μαζί μα τε την Ανθή Φουντά την διασκευή ενός βιβλίου, αναδεικνύοντας τα σημαντικότερα σημεία του τόσο άρτια, που άφηνε την αίσθηση ότι είμαστε όλοι αναγνώστες και γνώστες της ιστορίας αυτής. Σκηνοθέτησε μια παράσταση όπου η καλοδουλεμένη αλληλεπίδραση όλων των ηθοποιών ήταν ολοφάνερη, ακόμη οι παραμικρές κινήσεις γίνονταν με φυσικότητα αλλά και δεξιοτεχνία. Καθόλη την διάρκεια του έργου, στην δεξιά μεριά της σκηνής ο Μιχάλης Κωτσόγιαννης αναλαμβάνει την μουσική πλαισίωση της παράστασης, η οποία δένει αψογα με τις σκηνές, σε μουσική και πάλι του Κώστα Γάκη. Με μελωδίες και ήχους από έγχορδα και κρουστά, ο λυρισμός του κειμένου συναντάει τη μουσικότητα που του αρμόζει.
Η Μπέτυ Λιβανού και η Μαρία Παπαφωτίου μοιράζονται τον ρόλο της Πηνελόπης Δέλτα, η πρώτη ενσαρκώνει την ώριμη πλέον συγγραφέα που θυμάται και εξιστορεί και η δεύτερη την νεανική της περίοδο, που παρεμβάλλεται και ζωντανεύει όλες τις αφηγήσεις εκείνες που αποκαλύπτουν τον μεγάλο έρωτα με τον Ίωνα Δραγούμη. Η εναλλαγή αυτή ανάμεσα στις σκηνές του παρελθόντος και του παρόντος επιτυγχάνονται με μεγάλη φυσικότητα και αρμονία. Η Μπέτυ Λιβανού, αποδεικνύει την εμπειρία και την γοητευτική θεατρική παρουσία σε έναν ρόλο γεμάτο συμβολισμούς. Μια γυναίκα που δεν κατάφερε να ξεφύγει από την μοίρα της, δέσμια της οικογένειας και του ονόματος που κουβαλούσε, ξεδιπλώνει μέσα από τους μεστούς μονολόγους της όλη την αλήθεια που δεν ομολόγησε ποτέ, αυτή την «χωρίς όνομα» ιστορία. Η Μπέτυ Λιβανού με τη φωνή της, τις κινήσεις της, το βλέμμα της απέναντι στον σύζυγο, την οικιακή της βοηθό αλλά κυρίως το απλανές βλέμμα ονειροπόλησης και νοσταλγίας μας επικοινωνεί με πληρότητα τον ψυχισμό και το φορτίο της Πηνελόπης Δέλτα, χωρίς περιττές υπερβολές και υπέρμετρους συναισθηματισμούς.
Η Μαρία Παπαφωτίου ανταπεξέρχεται στον υψηλό πήχη της υποκριτικής δεινότητας της Λιβανού και μας χαρίζει μια δυνατή ερμηνεία της νεαρής συγγραφέως. Ερμηνεύει κι εκείνη μια γυναίκα βαθιά ερωτευμένη και συνεπαρμένη από αυτό της το συναίσθημα, που παράλληλα είναι σκοτεινή και βασανισμένη από το απόλυτο αδιέξοδο που αντιμετωπίζει. Η ηθοποιός τα δίνει όλα επί σκηνής, εναλλάσσει συνεχώς ψυχολογική και συναισθηματική κατάσταση λόγω αυτού που βιώνει και το αποτέλεσμα είναι αξιέπαινο.
Στον ρόλο του Ίωνα Δραγούμη ο Τάσος Νούσιας με εντυπωσιακή ενέργεια και λόγο, μας χαρίζει μια εξαιρετική ερμηνεία. Κατάφερε να αναδείξει δύο δυνατές και ταυτόχρονα διαφορετικές πλευρές του Έλληνα διπλωματούχου: αυτή του αφοσιωμένου στα ιδανικά της πατρίδας του άνδρα, αλλά κυρίως αυτή του ευαίσθητου και παραδομένο στον έρωτα ανθρώπου. Η αλληλεπίδρασή του με την Μαρία Παπαφωτίου, (νεαρή Πηνελόπη Δέλτα) ήταν σαν ένα ερωτικό ποίημα επί σκηνής, γεμάτο πάθος, πόθο, αγωνία και πόνο.
Συνήθως σε τέτοια έργα με βαρύτητα στους πρωταγωνιστικούς ρόλους στεκόμαστε στην ερμηνεία των βασικών ηθοποιών όταν είναι καλή, καθώς παίζουν στο μεγαλύτερο κομμάτι της παράστασης. Το εντυπωσιακό με το έργο εδώ είναι ότι και οι μικρότεροι ρόλοι ήταν παραπάνω από επάξιοι των περιστάσεων, δημιουργώντας το κλίμα μιας ολοκληρωμένης άρτιας και καλοδουλεμένης παράστασης.
Η Ανθή Φουντά , που ανέλαβε την διασκευή του έργου μαζί με τον Κώστα Γάκη ερμήνευσε άριστα τον ρόλο της οικιακής βοηθού της Πηνελόπης Δέλτα, γεμάτη ενέργεια, χιούμορ αλλά και διάθεση σάτυρας, ρόλος απαιτητικός λόγω των συχνών αλλαγών και κινήσεών του.
Στο ρόλο του Στέφανου Δέλτα, του συζύγου της Πηνελόπης, ο Στάθης Μαντζώρος , απέδωσε άρτια τον χαρακτήρα ενός πληγωμένου και θιγμένου συζύγου που τον κατακλύζει ο εγωισμός κι η σκληρότητα μεν αλλά δέχεται πίσω την σύζυγό του, παρουσιάζοντας τελικά και την ευαίσθητη κι ευάλωτη πλευρά του.
Στον ρόλο του γιατρού της Δέλτα, ο Αργύρης Γκαγκάνης, γοητευμένος πάντοτε από την συγγραφέα, την στηρίζει και την συμβουλεύει, αντίθετα από τον γραμματέα του , Στέλιο Γιαννακό ,που με έναν μικρό αλλά δυνατό ρόλο δείχνει όλα τα σεξιστικά κατάλοιπα που μπορεί ένας άνδρας να κρύβει για μια γυναίκα που θαυμάζει, ζηλεύει, κατηγορεί και ποθεί. Οι τρεις ηθοποιοί (Μαντζώρος Γκαγκάνης και Γιαννακός) διαδραματίζουν καταλυτικό ρόλο στην παράσταση με την σκηνική τους παρουσία, την φωνή και το τραγούδι τους, τις εύστοχες συγχρονισμένες παρεμβολές κι ατάκες τους. Ερμηνεύουν κι άλλους ρόλους, του πλήθους, των Γερμανών στρατιωτών που επιτάσσουν τη χώρα, όμως γενικότερα καταφέρνουν να πλαισιώσουν ένα κατά τα άλλα λιτό και ήσυχου σκηνικό, με ελάχιστα αντικείμενα με την δυναμική και συστηματική γεμάτη εγρήγορση παρουσία τους. Ιδιαίτερη αναφορά στον Στέλιο Γιαννακό που ξεχώριζε την κάθε μικρή του πράξη και σκηνή.
Τα κοστούμια της παράστασης ήταν απολύτως εναρμονισμένα με το σκηνικό της κάθε εποχής, πολύ προσεγμένα και καλοφτιαγμένα.
Η «ιστορία χωρίς όνομα», είναι μια παράσταση που ικανοποιεί τους θεατές πολυεπίπεδα. Είναι μια θεατρική διασκευή που σέβεται απολύτως το κείμενο και τα ιστορικά πρόσωπα, με κεντρικό άξονα τον έρωτα ,χωρίς να λείπουν όμως οι κοινωνικές και πολιτικές προεκτάσεις όπως ακριβώς αναφέρονται μέσα στο βιβλίο. Οι αναφορές στην Ελλάδα και τα δεινά της συμπορεύονται τρόπον τινά με τον έρωτα και την ανάγκη για ζωή και έκφραση ενός σημαντικού προσώπου για την Ελλάδα, μιας αγαπημένης συγγραφέως, μιας σπουδαίας γυναίκας.
Από την Μυρτώ Παπαϊωάννου
Φωτογραφίες: Πάτροκλος Σκαφίδας
Από τη Μυρτώ Παπαϊωάννου
Δέκα χρόνια μετά από το πρώτο της ανέβασμα, το πολυσυζητημένο έργο του Γιώργου Χρονά «Γυναίκα της Πάτρας» ανεβαίνει στο Θέατρο Πόλη, σε σκηνοθεσία της Λένας Κιτσοπούλου. Τον πρωταγωνιστικό ρόλο της πατρινής Πανωραίας έχει και πάλι η Ελένη Κοκκίδου, η οποία το 2010 για την παράσταση αυτή απέσπασε το βραβείο ερμηνείας Κάρολος Κουν.
«Η γυναίκα της Πάτρας» αναφέρεται στην καταγραφή της προσωπικής ιστορίας μιας πόρνης, όπως εκείνη την αφηγήθηκε σε μια σειρά συνεντεύξεων τη δεκαετία του 1980 στον συγγραφέα και ποιητή Γιώργου Χρονά. Εκείνος βασισμένος στα γεγονότα της βιογραφίας αυτής, έφτιαξε έναν θεατρικό μονόλογο για την ζωή της πόρνης Πανωραίας, ένα κείμενο γεμάτο πάθη, λάθη, έντονα συναισθήματα και ζοφερά βιώματα, μιας διόλου συνηθισμένης ζωής. Είναι μια εξομολόγηση σε βάθος, μιας δυναμικής γυναίκας που δεν ντρέπεται να μιλήσει για τις εμπειρίες και τα τραύματά της, δεν φοβάται να τσαλακωθεί, που δεν έχει τίποτα πια να χάσει. Παράλληλα είναι ένα κείμενο που φανερώνει γενικότερα τις συνθήκες ζωής στην επαρχιακή πόλη της Πάτρας της δεκαετίας του ΄50 και του ΄60, προσφέροντάς στους αναγνώστες και στη συνέχεια θεατές, έντονο ενδιαφέρον για την εποχή εκείνη και τα κοινωνικά της συμφραζόμενα, μέσω της βιογραφίας της Πανωραίας. Ο συγγραφέας στο σημείωμά του για το βιβλίο του αναφέρει ότι «Η γυναίκα της Πάτρας, είναι η πιο αληθινή, δηλαδή, γυμνή, ιστορία, που έχουμε διαβάσει, στην ελληνική γλώσσα, από την σταύρωση του Χριστού και τα διηγήματα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη».
Το έργο
Μέσα από έναν χειμαρρώδη μονόλογο, η Πανωραία, μια πόρνη μεγάλης πλέον ηλικίας διηγείται με κάθε λεπτομέρεια την ζωή της, ξεκινώντας από την παιδική της ηλικία, και μεταπηδώντας χρονικά στα γεγονότα που ακολούθησαν ως εκείνη τη στιγμή. Αφηγείται τις σχέσεις της με τους άνδρες, τους συζύγους και τα παιδιά που απέκτησε. Περιγράφει στη όλες τις αιτίες που την ώθησαν στην πορνεία, με βασική παράμετρο την ομορφιά της, που λειτούργησε σύμφωνα με την γνώμη της ευνοϊκά και καταστροφικά συνάμα. Η αφήγησή της είναι ορμητική κι απροκάλυπτη, μια βουτιά στη λαϊκότητα, χωρίς διακριτικότητες κι ευγένειες, σε μια γλώσσα σκληρή, «της πιάτσας».
Η Παράσταση
Η Ελένη Κοκκίδου δεν πήρε τυχαία το βραβείο Κουν για την ερμηνεία της αυτή. Ξεδιπλώνει το ταλέντο της μέσα από ένα ρόλο που χρειάζεται πολύ πάθος κι ένταση. Υποδύεται μια γυναίκα πολύ έμπειρη στη ζωή, γεμάτη πόνους, βάσανα κι έρωτα. Είναι ωμή, αυθεντική κι αφηγείται απίστευτες ιστορίες που δεν θα πίστευε κανείς ότι θα μπορούσαν να είναι αληθινές, αν δεν γνωρίζαμε ότι πρόκειται για βιογραφία. Είναι πληγωμένη κι όμως ακόμα παθιασμένη για τη ζωή. Η Πανωραία εξομολογείται με μεγάλη φυσικότητα αστεία αλλά και τραγικά γεγονότα της ζωής της, πολύ θεατρικά και δραματικά, όχι όμως επιτηδευμένα. Ακολουθεί μεν ένα μοτίβο ομιλίας βαρύ και συχνά επαναλαμβανόμενο, ταιριαστό δε για την ιδιοσυγκρασία και τον τρόπο έκφρασης μιας λαϊκής γυναίκας μαθημένης στην σκληρή ζωή. Η ερμηνεύτρια μέσα από τη φωνή και το τραγούδι της, τις κινήσεις, τις σιωπές και τους αναστεναγμούς της, το γέλιο και τα δάκρυά της αποδίδει άρτια τον χαρακτήρα μιας γυναίκας που έζησε «άσωτα», ταξίδεψε, «έκανε τον έρωτα» όπως έλεγε με αμέτρητους άνδρες, δούλεψε σε δεκάδες δουλειές, αγάπησε και αγαπήθηκε. Φαίνεται ότι είναι ένας ρόλος που η Κοκκίδου έχει μελετήσει κι αγαπήσει. Είναι εκρηκτική, πληθωρική, αυθόρμητη και άμεση. Εναλλάσσει το δράμα με την κωμωδία με αριστοτεχνικό τρόπο. Πρόκειται πράγματι για μια αξιοσημείωτη ερμηνεία η οποία καταφέρνει να ξεχωρίσει και να επιβιώσει παρά την εμφανή σκηνοθετική αστοχία που διαποτίζει ολόκληρη την παράσταση, κι αυτό κάνει το εγχείρημά της περισσότερο δύσκολο αλλά κι αξιέπαινο. Ομολογουμένως και παρά τις φιλότιμες προσπάθειες, το συναίσθημα περνάει δύσκολα στον θεατή, αυτό όμως είναι περισσότερο αποτέλεσμα της σκηνοθετικής προσέγγισης που παίζει σημαίνοντα ρόλο στην αλληλεπίδραση με το κοινό.
Ως προς την σκηνοθετική ματιά της Λένας Κιτσοπούλου ,είναι γεγονός πως στην προσπάθειά του κανείς να πλαισιώσει έναν θεατρικό μονόλογο είναι πιθανόν να στερηθεί του ουσιαστικού νοήματος του έργου και να εστιάσει σε περιττά σκηνοθετικά ευρήματα για να εντυπωσιάσει. Η αρχική εξιστόρηση από την Πανωραία μέσω αλλοίωσης της φωνής υπήρξε από την αρχή κουραστική, χάνοντας λέξεις από την αφήγησή της. Ήταν φανερό ότι κάποιες σκηνοθετικές επιλογές όπως το μετακινούμενο κρεβάτι καθώς μιλούσε η Πανωραία, το αυτοσχέδιο τρέιλερ που τη μετέφερε για λίγα μέτρα, οι άβολες παύσεις και διακοπές έβγαζαν τον θεατή από το κλίμα, δημιουργώντας ένα κλίμα αμηχανίας, που ακόμα κι η Ελένη Κοκκίδου δεν μπορούσε κάθε φορά να εξουδετερώσει με την επιβλητική της παρουσία, γιατί και η ίδια προσπαθούσε να διαχειριστεί όλη αυτή την συνεχόμενη «δραστηριότητα» και παράλληλα να κρατήσει την ερμηνεία της αλώβητη από όλα αυτά. Έτσι το δραματικό στοιχείο του κειμένου δεν εξελίχθηκε έντονα, όχι λόγω της ωμότητας και του ρεαλισμού της αφήγησης, αλλά λόγω διαρκών παρεμβάσεων καθόλη τη διάρκεια της παράστασης, που διέκοπταν ενοχλητικά κι άσκοπα τη ροή του μονόλογου.
Το λιτό σκηνικό της Ελένης Βαρδαβά με τα ελάχιστα έπιπλα ήταν ταιριαστό με το φτωχικό περιβάλλον διαβίωσης της Πανωραίας όπως επίσης και τα κιτς ρούχα και αξεσουάρ της ηρωίδας.
Ένα ενδιαφέρον ψυχογράφημα, μια εξαιρετική ερμηνεία σε μια παράσταση που θα μπορούσε να απογειωθεί κάτω από άλλες συνθήκες.
Από τη Μυρτώ Παπαϊωάννου
Σαράντα χρόνια μετά το παρθενικό και μοναδικό ανέβασμά του από τον Κάρολο Κουν στο Θέατρο Τέχνης, το έργο του Μάριου Ποντίκα «Ο Γάμος» ανεβαίνει στο Θέατρο Σταθμός. Τη σκηνοθεσία αναλαμβάνει ο Κώστας Παπακωνσταντίνου και συνυπογράφει η Αγγελική Μαρίνου. Πρόκειται για ένα από τα πιο γνωστά θεατρικά κείμενα του Μάριου Ποντίκα και πράγματι η χρονική συγκυρία που επιλέχθηκε να ανέβει και πάλι το έργο είναι απολύτως ταιριαστή, καθώς πρόκειται για ένα έργο που πραγματεύεται το ζήτημα της γυναικείας καταπίεσης και κακοποίησης και την «κουλτούρα του βιασμού» με μια πληθώρα κοινωνικών συμφραζομένων, όπως αυτά διαμορφώνονται και μετασχηματίζονται μέσα στην ελληνική κοινωνία, στην περίπτωσή μας σαράντα χρόνια μετά την συγγραφή του έργου.
Ο Μάριος Ποντίκας είναι σημαντικός Έλληνας θεατρικός συγγραφέας, σεναριογράφος και πεζογράφος. Έχει εργαστεί για δεκαετίες ως κειμενογράφος και δημιουργικός συντελεστής στον χώρο της διαφήμισης. Έχει εκδώσει τρεις συλλογές με πεζογραφήματα (Δραπέτης Γηροκομείου, Κλειδαρότρυπα και άλλες ιστορίες, Κουταμάρες, Κουταμάρες Β΄) και πολλά θεατρικά έργα τα οποία έχουν εκδοθεί σε τρεις τόμους. Έργα του έχουν παρουσιαστεί σε πολλές σκηνές , όπως το Εθνικό Θέατρο, το Θέατρο Τέχνης, Θεσσαλικό, KΘBE, ΘΟΚ, Στοά και Άττις. .
Ο συγγραφέας στη δίτομη συλλογή του με τα άπαντα θεατρικά του έργα, εκφράζει την επιθυμία του να ξαναδεί στη σκηνή κάποια από τα έργα του, όχι όμως σαν κόπιες της πρώτης τους ανάγνωσης και παρουσίασης, αλλά μετασχηματισμένα και φερμένα στο σήμερα, μέσα από μια νέα ματιά και πρίσμα. Είναι προφανές ότι δεν αποκηρύσσει τα έργα του, αντιθέτως επιθυμεί να τα αντικρύσει αναπλαισιωμένα. Ένα από τα έργα που φέρνει ως παράδειγμα για μια τέτοια νέα προσπάθεια, είναι «ο Γάμος» κι όπως φαίνεται η επιθυμία του αυτή παίρνει σάρκα και οστά τη νέα χρονιά στο Θέατρο Σταθμός.
ΥΠΟΘΕΣΗ
Μια δεκαεξάχρονη όμορφη κοπέλα πέφτει θύμα βιασμού. Η οικογένειά της μπροστά στον φόβο της σπίλωσης κι αμαύρωσης του ονόματός τους , της προκαλεί μεγαλύτερο κακό, καθώς ρίχνει την ευθύνη και το βάρος του βιασμού στο θύμα. Γονείς και αδερφή κακοποιούν το κορίτσι σωματικά και λεκτικά, την προσβάλουν μέχρι που την εξαναγκάζουν στην αυτοπυρπόλησή της, για να σωθεί η υπόληψή τους. Ολόκληρη η τοπική κοινωνία, τα ΜΜΕ, η δικαιοσύνη, σπρώχνουν προς την ίδια κατεύθυνση με την οικογένεια. Η κοπέλα αν και δεν πεθαίνει από αυτή την απόπειρα αυτοκτονίας, θα καταδικαστεί δεκάδες φορές «σε θάνατο», καθώς ο βιαστής συμφωνεί με την οικογένειά της να την παντρευτεί, για να μην κριθεί ένοχος, με την ανοχή του δικαστηρίου . Πρόκειται για έναν αλλεπάλληλο βιασμό μιας γυναίκας, καθώς βιάζεται επαναλαμβανόμενα από όλους τους πατριαρχικούς θεσμούς, που την οδηγούν στην απόλυτη απαξίωσή της ως άνθρωπο.
ΤΟ ΕΡΓΟ
Η παράσταση ξεκινούσε με την οικογένεια του θύματος να ορμά και να κακοποιεί λεκτικά και σωματικά το κορίτσι, τοποθετώντας την γυμνή σε μια καρέκλα γυναικολογικού ιατρείου, με ανοιχτά τα πόδια της, σαν να πρόκειται για ένα αντικείμενο ελαττωματικό πια, ένα «πράμα», κι έτσι ακριβώς την αντιμετώπιζαν. Ομολογουμένως πρόκειται για το πιο δυνατό σκηνοθετικό εγχείρημα του έργου, άκρως καθηλωτικό, περνώντας από το πρώτο λεπτό το μήνυμα της παράστασης για την απαξίωση της γυναικείας υπόστασης, ακόμα κι από τις ίδιες τις γυναίκες της οικογένειας.
Το σκηνικό και τα κοστούμια της Βίκυς Πάντζιου ήταν λιτά και ταιριαστά. Η σκηνή αποτελούταν μόνο από την άδεια καρέκλα κι αριστερά και δεξιά κουρτίνες φτιαγμένες από γάζες. Η ευρηματική χρήση των γαζών που στη συνέχεια κάλυπταν το καμένο σώμα της Αφέντρας σε νυφικό, ήταν άκρως συμβολική και χρήσιμη στην μετάβαση της σκηνής του γάμου. Τα υπόλοιπα κοστούμια της ήταν χαρακτηριστικά ρούχα της εποχής με εξαίρεση αυτά της αδερφής της Αφέντρας, που ήθελε να δείχνει πιο σύγχρονη και μοντέρνα.
Η θεατρική πράξη εναλλάσσεται ανάμεσα στο σπίτι και σε όσα εκτυλίσσονται εκεί, και στην αίθουσα δικαστηρίου όπου εκδικάζεται η υπόθεση του βιασμού. Κατά τη διάρκεια της παράστασης υπήρξαν κάποιες επαναλαμβανόμενες κινήσεις και διάλογοι με στόχο να καταδείξουν τη σημασία και την αγριότητα των γεγονότων, οι οποίες θα μπορούσαν να παραλειφθούν, όπως η ανάγνωση των αποκομμάτων εφημερίδων, όπως επίσης οι φωνές σε συνδυασμό με τη δυνατή μουσική από τον Βασίλη Κουτσιλιέρη συχνά κούραζαν κι αποπροσανατόλιζαν, φέρνοντας το αντίθετο από το προσδοκώμενο αποτέλεσμα, που ήταν να ταρακουνηθούν οι θεατές.
Η ερμηνεία της Μαργαρίτας Τρίκκα ήταν κάτι παραπάνω από εξαιρετική. Καθόλη την διάρκεια της παράστασης δεν είπε ούτε μια λέξη, κι όμως συγκλόνισε τους θεατές με την παρουσία κι ερμηνεία του ρόλου του θύματος, της Αφέντρας. Ένα μικρόσωμο κορίτσι, βορά της οικογένειας, του βιαστή της κι ολόκληρης της κοινωνίας, μας καθήλωσε σε κάθε σκηνή. Ο τρόμος, η απορία, η απελπισία, η παραίτηση, το μίσος, όλα τα δυνατά συναισθήματα που θα μπορούσαν να κατακλύζουν ένα ανυπεράσπιστο ανήλικο πλάσμα αποδόθηκαν με τον καλύτερο τρόπο. Η ερμηνεύτρια ανέλαβε πραγματικά ένα πολύ δύσκολο εγχείρημα και τα κατάφερε, με μια δυνατή στάση επί σκηνής, που αναλαμβάνει κινησιολογικά η Κατερίνη Γεβετζή, Οι σκηνή όπου έτρεμε και ψυχορραγούσε πάνω στην καρέκλα του γυναικολόγου κι η σκηνή που εξαναγκάζεται σε αυτοπυρπόληση ήταν οι δυσκολότερες κι οι πλέον έντονες αλλά και οι καλύτερες της παράστασης.
Στον ρόλο του πατέρα- τέρατος, ο Ελισαίος Βλάχος, ένας πατέρας και σύζυγος σκληρός και βίαιος, βαθιά φαλλοκράτης και εγωιστής, επιβάλλεται στην οικογένειά του με την βία στις περισσότερες περιπτώσεις. Είναι εκείνος που τρομοκρατεί την γυναίκα και τις κόρες του, δημιουργώντας έναν ανυπόφορο βίο για όλους, στο όνομα πάντοτε της τιμής και του καθαρού στην κοινωνία προσώπου του.
Η Βάσω Καμαράτου υποδύεται την μητέρα, λυπάται και προσπαθεί σε συγκεκριμένες στιγμές να υπερασπιστεί την κόρη της από τη δίνη της αγριότητας του συζύγου της. Πρόκειται όμως για μια επίφαση μητρικής αγάπης που καθόλου δεν βοηθά την Αφέντρα, καθώς είναι κι εκείνη ηθική αυτουργός σε όλα τα δεινά της, ακόμα και στη συμφωνία να παντρευτεί τον βιαστή της. Σε αντιδιαστολή με το ρόλο της Αφέντρας, οι ρόλοι των δύο γονέων δεν αποδόθηκαν στον αντίστοιχο βαθμό, ίσως λόγω της αμήχανης κίνησής των δύο ηθοποιών, γεγονός που πιστεύω θα λυθεί με την τριβή των παραστάσεων.
Την αδερφή του θύματος υποδύεται η Μυρτώ Πανάγου . Με πολύ πάθος και δυναμισμό ερμηνεύει εύστοχα την αδερφή που «καταστρέφεται η τιμή της» και χωρίς ίχνος γυναικείας και αδερφικής αλληλεγγύης, ακολουθεί τον δρόμο που έδειξε ο πατέρας τους. Είναι σκληρή και άτεγκτη, σκέφτεται την δική της αποκατάσταση με κάθε κόστος της ζωής της αδερφής της.
Πολύ καλός στον πολλαπλό ρόλο του βιαστή, γείτονα και αφεντικό-μάρτυρα υπεράσπισης του θύτη, ήταν ο Δημοσθένης Ξυλαρδιστός . Κατάφερε να αποδώσει εξ αρχής τον ρόλο του γείτονα, ως έναν «ηθικό» πολίτη, που έχει χρέος να μιλήσει για όσα ξέρει, εντάσσοντας μέσα στον λόγο του με μεγάλη φυσικότητα, όλες τις προκαταλήψεις και τις έμφυλες διακρίσεις που είχε καλά ριζωμένες στη νοοτροπία του, μιλώντας πάντα «με καλή προθεση». Ακριβώς το ίδιο ύφος διατήρησε και στο ρόλο του αφεντικού, υπερασπιζόμενος τον ηθικό και φιλήσυχο κατά τα άλλα υπάλληλό του, που «δεν είχε δώσει μέχρι στιγμής κανένα δικαίωμα». Στο ρόλο του βιαστή έδειξε την υποκρισία όλης της κοινωνίας, καθώς πρόβαλε ένα πρόσωπο άτυχο (σχεδόν θύμα), παρασυρμένο από το πάθος του με μεγάλη μεταμέλεια για την πράξη του. Μάλιστα στο τέλος της παράστασης, ερμήνευσε πολύ πετυχημένα την ικανοποίησή του, όταν έκλεισε τη συμφωνία να παντρευτεί το θύμα του, δωροδοκώντας επιτυχώς την οικογένεια της κοπέλας, με σκοπό την ολοκληρωτική αθώωσή του.
Στο διπλό ρόλο του ιατροδικαστή και του εισαγγελέα, ο Δημήτρης Κουτρουβιδέας . Με το αυστηρό κι επίσημο ύφος αλλά και με την δυναμική ένταση κι άρθρωση του λόγου του, ερμήνευσε άρτια και τους δύο ρόλους, επισημαίνοντας την «αυθεντία» του επιστημονικού λόγου ως την μόνη αποδεκτή αλήθεια (το σώμα του θύματος διεκορέυθη σε μεγάλον βαθμό..) όπως επίσης και τον σημειολογικά φορτισμένο δικανικό Λόγο, που επηρεάζει τις συνειδήσεις, την κοινή γνώμη και νομιμοποιεί στην περίπτωση αυτή του βιασμού αναίσχυντες πράξεις με πρόσχημα την ανδρική και γυναικεία φύση και τον προκαθορισμένο ρόλο των φύλων μέσα στην κοινωνία.
Η έμφυλη διάκριση και η βία, σωματική και κοινωνική αναδεικνύονται μέσα από μια θλιβερή ιστορία βιασμού, καθόλου μακριά από τα δεδομένα της εποχής εκείνης, αλλά ούτε και τα σημερινά. Όπως και τότε, έτσι και σήμερα η κοινή γνώμη καθοδηγούμενη από μια βαθιά πατριαρχική κοινωνία, αναπαράγει με τρόπο άγριο την κουλτούρα του βιασμού, κατηγορώντας τις γυναίκες ως υπεύθυνες για όλα, καθώς «η φύση των ανδρών είναι τέτοια» , που συχνά τους νομιμοποιεί τις χειρότερες πράξεις.
Οι συντελεστές της αφιέρωσαν την παράστασή τους στην Ελένη Τοπαλούδη, μια νεαρή κοπέλα που έπεσε επαναλαμβανόμενα θύμα βιασμού και δολοφονήθηκε από δύο νεαρούς άνδρες. Οι δράστες που κατηγορούνται για την γυναικοκτονία, έχουν υπάρξει αδιανόητα προκλητικοί εντός του δικαστηρίου, χωρίς να λείπουν κι εκείνες οι απόψεις περί ευθύνης της κοπέλας. (γιατί δεν τους κατήγγειλε, μήπως το προκάλεσε, έπρεπε να προσέχει περισσότερο κ.α) από διάφορους φορείς.
Η πρεμιέρα της παράστασης μάλιστα συνέπεσε και με την τοποθέτηση αφισών για την καμπάνια κατά των αμβλώσεων, στο Μετρό της Αθήνας, γεγονός που προκάλεσε σάλο και έντονες αντιδράσεις από τις φεμινιστικές οργανώσεις και άλλους πολιτικούς φορείς.
Λίγες μέρες αργότερα, ανακοινώθηκε στην Τουρκία το νομοσχέδιο που αναμένεται να εισαχθεί στη Βουλή και επιτρέπει στους άνδρες που κατηγορούνται για βιασμό ανήλικων κοριτσιών να γλυτώσουν την ποινή αν παντρευτούν το θύμα τους, προκαλώντας οργισμένες αντιδράσεις στο εσωτερικό της χώρας αλλά και σε διεθνή μέσα.
«Ο Γάμος» του Μάριου Ποντίκα είναι πιο επίκαιρος από ποτέ κι η ανάδειξή του από τους συντελεστές ήταν μια συμβολική κι εύστοχη επιλογή, για να ακουστεί και πάλι αλλά και να μαθευτεί στο νεώτερο θεατρόφιλο κοινό.
Είναι πολύ σημαντικό να αναδεικνύουμε κείμενα Ελλήνων θεατρικών συγγραφέων που σκιαγραφούν την κοινωνία μας και τα κακώς κείμενά της. Στην συγκεκριμένη περίπτωση, το έργο αυτό συγκλονίζει μέσα στον ρεαλισμό του, θυμίζοντάς μας ότι ενώ η κοινωνία μας μετασχηματίζεται, διατηρεί το σκοτεινό πρόσωπο της πατριαρχίας και της έμφυλης βίας.
Από τη Μυρτώ Παπαϊωάννου
Οι «Λαντζέρηδες», ή στον πρωτότυπο αγγλικό τίτλο «The Dishwashers», είναι ένα σχετικά πρόσφατο έργο γραμμένο το 2005 από τον βραβευμένο Καναδό θεατρικό συγγραφέα Μορίς Πάνιτς .Το έργο ανεβαίνει από την ομάδα Νάμα στο Σύγχρονο Θέατρο.
Ο Μορίς Πάνιτς είναι συγγραφέας, ηθοποιός και σκηνοθέτης, επονομαζόμενος στον Καναδά ως «άνθρωπος όλων των εποχών». Τα έργα του, συνήθως μαύρες κωμωδίες, διαπνέονται από το παράλογο μέσα στην ωμή πραγματικότητα αλλά και την ευαισθησία, στα πλαίσια ενός υπαρξιακού προβληματισμού. Ο συγγραφέας επιχειρεί να θέτει μέσα σε απλές και καθημερινές συνθήκες των ηρώων του κοινωνικά και φιλοσοφικά ζητήματα της ανθρώπινης αλληλεπίδρασης, της απομόνωσης, της φύσης του καλού και του κακού, της σχέσης μεταξύ πραγματικού και φανταστικού.
Το έργο του «οι Λαντζέρηδες», μια αλληγορική μαύρη κωμωδία σε μετάφραση του Γιώργου Χατζηνικολάου, καταδεικνύει μέσα από τις συνθήκες ζωής κι αδιάκοπης εργασίας τριών υπαλλήλων που κάνουν τη «λάντζα», τις τεράστιες κοινωνικές ανισότητες όπως αυτές που προκύπτουν στο σύγχρονο καπιταλιστικό σύστημα και πως μέσα σε αυτό οι άνθρωποι λειτουργούν, αλληλεπιδρούν και δημιουργούν τον μικρόκοσμό τους.
Υπόθεση
Στο υπόγειο ενός πολυτελούς εστιατορίου, ανάμεσα σε δεκάδες στοίβες πιάτων, τρεις λαντζέρηδες εργάζονται στο πλύσιμο των σερβίτσιων έτσι ώστε να τα καθαρίζουν στην εντέλεια, να τα σκουπίζουν και να τα στέλνουν και πάλι πάνω στο εστιατόριο, σε έναν ατέρμονο κύκλο μηχανικής κίνησης και ρουτίνας. Ο Ντρέσλερ είναι ο πιο παλιός κι έμπειρος υπάλληλος και υποδέχεται τον νεοφερμένο Έμετ για να του δείξει την δουλειά. Για τον Ντρέσλερ το πλύσιμο των πιάτων αποτελεί ιδεολογία, τέχνη, ευθύνη και καθήκον , αντιμετωπίζει την εργασία του αυτή σαν κάτι το αξιοσημείωτο. Στον αντίποδα, ο νεαρός Έμετ, έχοντας «εκπέσει» στη θέση αυτή, δυσανασχετεί, δεν συμβιβάζεται με τις επικρατούσες συνθήκες εργασίας και δεν σκοπεύει να μείνει για καιρό σε αυτό το πόστο. Ο γηραιότερος λαντζέρης, δεκαετίες πλύστης σε πολλών ειδών δουλειές, ο Μος,, άρρωστος και ταλαιπωρημένος, δεν μπορεί να προσφέρει πια στην εργασία. Τα αφεντικά τον έχουν απολύσει ήδη, όμως ο Ντρέσλερ φροντίζει αυτό να μη του γίνει γνωστό. Οι τρεις χαρακτήρες, οι σχέσεις και συγκρούσεις που θα αναπτυχθούν μεταξύ τους είναι τα δομικά στοιχεία του έργου αυτού. Στο τέλος θα εμφανιστεί κι ο Μπάροουζ, για αντικαταστήσει τον Έμετ που εγκατέλειψε την δουλειά, δείχνοντας απόλυτα συμβιβασμένος με τη νέα θέση και η ζωή στο υπόγειο συνεχίζει να κυλά με τους ίδιους ακριβώς ρυθμούς.
Η παράσταση
Σ ένα απολύτως ταιριαστό σκηνικό του Γιώργου Χατζηνικολάου, μια κουζίνα με στοίβες πιάτων και δίπλα σακιά με πατάτες, εργαλεία κι εργατικά ερμάρια, μπαίνουμε αμέσως στο κλίμα ενός θλιβερού και σκοτεινού υπογείου, όπου γίνεται η «βρώμικη δουλειά». Οι «κάτω» εξυπηρετούνε τους «πάνω». Η έμπειρη σκηνοθετική ματιά της Ελένης Σκότη επιτρέπει μέσα από την καθημερινή βιοπάλη και τη ρουτίνα, οι αντιλήψεις κι οι φιλοδοξίες των ανθρώπων μέσα στον αγώνα επιβίωσης να φανερωθούν άμεσα, διατηρώντας αμείωτο το ενδιαφέρον για αυτούς. Σε έναν κόσμο βαθιά άνισο, ανάμεσα στους «μεγάλους» και τους «μικρούς», τους προνομιούχους και μη, οι χαρακτήρες μας που βρίσκονται στα πιο χαμηλά, ξεδιπλώνονται σαν σε ψυχογράφημα. Οι κινήσεις των ηθοποιών φορτισμένες σημειολογικά, συνοδεύονται από έντονους διαλόγους γεμάτους μηνύματα. Πίσω από την επαναλαμβανόμενη μηχανική κίνηση της λάντζας, ο απόλυτος κατακερματισμός της ανθρώπινης εργασίας. Εδώ αξίζει να αναφέρουμε ότι η μουσική και οι άκρως λειτουργικοί ήχοι του Στέλιου Γιαννουλάκη έπαιξαν επίσης σημαντικό ρόλο, καθώς δημιούργησαν ένα ρεαλιστικό κλίμα ατέρμονης εργασίας, περιβάλλον στο οποίο οι υπάλληλοι καλούνται να ανταπεξέλθουν καθημερινά, μέσα στη δίνη της ρουτίνας τους.
Η προφανής για τους χαρακτήρες δυσμενής κοινωνική και ταξική τους θέση συνοδεύεται από και την προσπάθεια για δική τους κοινωνική ιεράρχηση, μέσα στον δικό τους μικρόκοσμο. Η σκηνοθέτιδα δίνει πάντα βάση στις ερμηνείες και την καλή ομαδική δουλειά, κι αυτό είναι καταλυτικής σημασίας για μια τέτοια παράσταση, που απαιτεί συγχρονισμό και συνειδητοποίηση του έργου.
Στον ρόλο του Ντρέσλερ ο Τάσος Κωστής, έφερε σε πέρας το ρόλο του «παλιού». Με πολύ πάθος απέδωσε την κοσμοθεωρία του Ντρέσλερ, την αίσθηση της ευθύνης για το πόστο που έχει αναλάβει χρόνια τώρα. Είναι ενδελεχής, σχολαστικός και με πλήρη απουσία ταξικής συνείδησης. Αξιώνεται μια πολυθρόνα μόνο για κείνον, έναν υποτυπώδη κήπο, είναι εκείνος που μπορεί να «μιλάει στα αφεντικά» και νιώθει ότι κατέχει μια εξουσία έναντι των άλλων. Παλεύει να «συνετίσει» τον Έμετ να αποδεχτεί την κατάσταση ως έχει. Η ερμηνεία είναι βαθιά και ζωηρή σε πολλά επίπεδα. Η εμπειρία του ηθοποιού είναι φανερή, καθώς καταφέρνει να αποδώσει τον απόλυτο συμβιβασμό σε κάθε του πράξη αλλά παράλληλα με πολλή φυσικότητα δείχνει να είναι ευχαριστημένος με τη ζωή του αυτή, με τις μικρές χαρές που ο ίδιος εξασφαλίζει στον εαυτό του, νιώθοντας δημιουργεί εκείνος τους όρους ζωής που επιθυμεί.
Στον ρόλο του Έμετ, ο Γιάννης Σαρακατσάνης, ο οποίος παρά την φιλότιμη προσπάθεια, δεν καταφέρνει δυστυχώς να αποδώσει τον χαρακτήρα σε όλο του το εύρος, σε έναν ρόλο που απαιτούσε γνήσιο πάθος και νεύρο, καθώς ο Έμετ ήταν ο μοναδικός χαρακτήρας που μεταπηδά πολλοστές φορές κοινωνική θέση και καταλήγει στα «ψηλά» κι είναι ένας ρόλος από τον οποίο θα περιμέναμε να δούμε κάτι παραπάνω. Δίνει σε κάποια σημεία την εντύπωση πως δεν αλληλεπιδρά επαρκώς με τους υπόλοιπους ηθοποιούς, παρά την κατά τα άλλα πολύ δεμένη ομάδα, γεγονός που προκαλούσε συχνά μια αμηχανία ως προς το συνολικό αποτέλεσμα.
Στον ρόλο του ηλικιωμένου και ταλαιπωρημένου Μος, ο Κώστας Λάσκος, με μια συγκινητική και πολύ δυνατή παρουσία. Με τα βλέμματά του, τη δραματική του φιγούρα και κίνηση απέδωσε άψογα τον Μος. Μια ζωή πλύστης, κουρασμένος κι αποκαμωμένος, σέρνεται και συνεχίζει να θέλει να εργάζεται, καθώς είναι το μόνο που γνωρίζει να κάνει, παραιτημένος από κάθε προσδοκία για τον εαυτό του. Πολλές φορές έχει και μια κωμικότητα μέσα στα γηρατειά και την ανημπόρια του. Η παρουσία του Μος καθόλη τη διάρκεια της παράστασης κατάφερε και ήταν καταλυτικής σημασίας, ακόμα κι όταν σώπαινε. Ήταν μια ξεχωριστή ερμηνεία από τον Κώστα Λάσκο.
Ο Αλέξανδρος Μανωλίδης ως Μπάροουζ, εμφανίζεται στο τέλος, για να αντικαταστήσει τον Έμετ. Με την γλώσσα του σώματός του κυρίως, καθώς μιλά ελάχιστα, ερμηνεύει το ρόλο ενός πειθήνιου λαντζέρη, πρόθυμο να κάνει ό, τι απαιτεί η δουλειά του κι οι υποδείξεις του Ντρέσλερ.
Πρόκειται για μια έξυπνη κι ευχάριστη μαύρη κωμωδία, με πολλές κοινωνικές κι ανθρωπολογικές προεκτάσεις και κυρίως αποτελεί αφορμή για στοχασμό πάνω σε ζητήματα υπαρξιακά, ταξικά. Οι Λαντζέρηδες μας δημιουργούν ερωτήματα όπως πότε και που είμαστε χαρούμενοι, ποιο είναι το νόημα της ζωής μας κι αν τελικά μπορούμε να είμαστε ή όχι σίγουροι ότι υπάρχει κάτι τέτοιο.
Από τη Μυρτώ Παπαϊωάννου
Με την έναρξη της νέας χρονιάς παρακολούθησα ένα συνταρακτικό δράμα - μια σύγχρονη τραγωδία στο Από Μηχανής Θέατρο. Παρακολουθώντας την, ήρθα αντιμέτωπη με μια ιστορία πιο επίκαιρη από ποτέ, η οποία μου έδωσε μια γερή δόση αλήθειας και αφύπνισης.
Πρόκειται για τα «Αξύριστα πηγούνια», το βραβευμένο έργο του Γιάννη Τσίρου (Α΄ βραβείο νέου συγγραφέα το 2004 στο διαγωνισμό του ΥΠΠΟ). Ο συγγραφέας του « Άγριου Σπόρου» και «Αόρατης 'Oλγας» συνεχίζει να μας ταρακουνά με τον τρόπο γραφή τους και τα ψυχογραφήματα των χαρακτήρων του. Στη συγκεκριμένη περίπτωση ασκώντας κριτική στην ερωτική διαγωγή των ανδρών,προσπαθεί να ερευνήσει την ανδρική ματιά και τον τρόπο που λειτουργεί ένας άνδρας όταν συναντηθεί με μια γυναίκα και πιο συγκεκριμένα με μια γυναίκα κοινωνικά πιο αδύναμη από τον ίδιο.
Ο σκηνοθέτης Γιώργος Παλούμπης συνεργάζεται για δεύτερη φορά μετά την «Αόρατη Όλγα»(παράστασταση που ανέβηκε στο Εθνικό Θέατρο και χάρισε στην Λένα Παπαληγούρα το βραβείο Μελίνα Μερκούρη το2013) με τον συγγραφέα Γιάννη Τσίρο, σε ένα σύγχρονο έργο, γεμάτο κοινωνικές, πολιτικές και υπαρξιακές διαστάσεις, μια γροθιά στο στομάχι όλων όσοι ξεχνούμε, εθελοτυφλούμε, ή απλώς προσπερνούμε τις κοινωνικές ανισότητες, τη θέση των γυναικών, την εκμετάλλευση και συχνά απανθρωποίηση των οντοτήτων που συχνά μας είναι «αόρατες».
ΥΠΟΘΕΣΗ
Τρεις άνδρες, εργάζονται ως υπάλληλοι στην υπόγεια πτέρυγα ενός αθηναϊκού νοσοκομείου και είναι υπεύθυνοι για την αναγνώριση, ταξινόμηση και την φροντίδα όσων νεκρών ανθρώπων καταλήγουν στη μονάδα τους. Οι δύο από αυτούς μάλιστα έχουν μεγάλη εμπειρία στην εργασία αυτή. Ένα βράδυ όμως, η νεκρή κοπέλα που θα βρεθεί στην πτέρυγά τους, θα αλλάξει τα πάντα, καθώς όλοι σχετίζονταν μαζί της με κάποιον τρόπο. Εκείνο το βράδυ θα είναι καταλυτικό και για τους τρεις, καθώς οι αποκαλύψεις, τα συναισθήματα, τα ένοχα μυστικά ,θα φέρουν συγκρούσεις και κρίσεις, κι όλοι οι συσχετισμοί θα διαρρηχθούν , κλονίζοντας τον κόσμο τους. Μετά από εκείνο το βράδυ, η ζωή τους δε θα είναι πια η ίδια.
Η παράσταση ξεκινά με μια εντυπωσιακή γυναίκα να χορεύει αισθησιακά, αφαιρώντας τα ρούχα της, δημιουργώντας ένα ερωτικό κλίμα που πολύ σύντομα αποδομείται με μεγάλη σκηνοθετική μαεστρία στη δεύτερη σκηνή, καθώς όλο το έργο διαδραματίζεται στον θάλαμο όπου κρατούνται και φυλάσσονται πτώματα, ένα μέρος αποκρουστικό, κρύο και θλιβερό. Μέσα από τις διαδικασίες ρουτίνας, τους σκληρούς διαλόγους και την κινησιολογία των ηθοποιών, παρακολουθούμε μια σκληρή πραγματικότητα. Η φαινομενικά σκηνοθετική λιτότητα ήταν το στοίχημα στην παράσταση αυτή, καθώς μόνο με αυτόν τον τρόπο μπόρεσε να αναδειχθεί πλήρως η απογυμνωμένη αλήθεια του σώματος και της ψυχής.
Οι ερμηνευτές Αντώνης Κρόμπας και Ηλίας Βαλάσης έγιναν ένα με το ρόλο τους. Ο πρώτος ως υπεύθυνος της πτέρυγας, «ασκώντας την εξουσία» απέδωσε άριστα το ρόλο του «σωστού και ηθικού οικογενειάρχη» και υπαλλήλου, του άνδρα που φαινομενικά τα έχει όλα υπό έλεγχο, κρύβοντας όμως μια ταυτότητα γεμάτη αδυναμίες και πάθη, που καθώς οι ώρες περνούν αποδεικνύεται όλο και πιο ακραία και σκοτεινά. Ο Ηλίας Βαλάσης ιδανικός στο ρόλο του αποκλίνοντος φτωχού και αλκοολικού υπαλλήλου, με ωμό ρεαλισμό μας ξεδιπλώνει έναν χαρακτήρα βγαλμένο από την ελληνική κοινωνία που γνωρίζουμε όλοι, συγκεντρώνοντας πολλά χαρακτηριστικά του θύτη και θύματος, έχοντας μια προβληματική νοοτροπία που τον βυθίζει ολοένα και περισσότερο στην καταστροφή.
Σε μικρότερους αλλά σίγουρα καίριους ρόλους ο Στέλιος Δημόπουλος αποδίδει δυναμικά το ρόλο του τρίτου νεότερου υπαλλήλου, που διαφοροποιεί αισθητά τη θέση του από τους άλλους δύο άνδρες ως προς τη νοοτροπία, αναδεικνύει μια πιο ανθρώπινη πλευρά, αποσκοπώντας βέβαια κι εκείνος στο συμφέρον του.
Η Μαρία Νεφέλη Δούκα εμφανίζεται λιγότερο, αλλά η παρουσία της είναι καταλυτικής σημασίας για το έργο. Συγκεντρώνει πολλά κομβικά χαρακτηριστικά που την οδηγούν στο να είναι το αντικείμενο του πόθου των τριών ανδρών αλλά ταυτόχρονα και το πρόσωπο της απόλυτης εκμετάλλευσης, ακριβώς επειδή αντιμετωπίζεται ως αντικείμενο. Η ομορφιά της την βυθίζει ακόμα περισσότερο στο σκοτάδι του σεξισμού, του ρατσισμού, της υποβάθμισής της ως ανθρώπινο πλάσμα. Η αρχική εντυπωσιακή της εμφάνιση πολύ στοχευμένα δημιουργεί σεξουαλικές προεκτάσεις για το γυναικείο σώμα, για να έρθει να τις αποδομήσει με τον πιο σκληρό τρόπο στο τέλος, μια κοπέλα απλή, φτωχή που μας κοιτάζει στα μάτια, καθώς ψάχνει να γίνει κι αυτή ορατή.
Τα σκηνικά και κοστούμια της Νατάσας Παπαστεργίου μας έφεραν ακριβώς εκεί όπου έπρεπε να βρεθούμε. Σε έναν νοσοκομειακό κρύο θάλαμο με φορεία και νεκρά σώματα, όπου οι υπάλληλοι κάνουν ακολουθούν τη ρουτίνα της δουλειάς τους. Τα φώτα (Βασιλης Κλωτσοτήρας) συνετέλεσαν κι αυτά στην έμφαση του σκοτεινού και ψυχρού κλίματος, κυριολεκτικά και μεταφορικά.
Η παράσταση κατακλύζεται από αγωνία καθώς εκτυλίσσεται η υπόθεση, μαύρο χιούμορ γιατί πρόκειται για γεγονότα δραματικά, σκληρές εικόνες και πολλά εναλλασσόμενα συναισθήματα, καταλήγοντας σε κοινωνικό προβληματισμό. Η πατριαρχία, η ελληνική οικογένεια «πρότυπο», ο σεξισμός, οι μετανάστες που χάνουν την ταυτότητά τους στον ξένο τόπο, η εκμετάλλευση και οι ανθρώπινες αδυναμίες είναι διαποτισμένα στο εξαιρετικό αυτό έργο, που δεν σου επιτρέπει να το ξεχάσεις.
Διαβάστε επίσης:
Από τη Μυρτώ Παπαϊωάννου
Η αγάπη, η απουσία της, η διαλεκτική της, η πολυπλοκότητα της ύπαρξης και των εκδοχών της, αποτελούν το βασικό ζήτημα που πραγματεύεται για δεύτερη χρονιά η ομάδα Blow up με τίτλο «Αγάπη ή φαντάσματα ενός μη τόπου», σε σύλληψη και σκηνοθεσία της Ελένης Καλαρά. Η «Αγάπη» αυτή φιλοξενήθηκε στο μοναδικό χώρο του ξενοδοχείου Μπάγκειον, στην καρδιά της πόλης.
Πρόκειται για ένα work in progress, διαδραστικό δρώμενο που παράλληλα αποτελεί και εικαστική έκθεση. Η ιδέα της παράστασης βασίζεται στο devised theater, καθώς συμβαίνει σε κατακερματισμένες πράξεις και διαφορετικούς χώρους οι οποίοι μεταμορφώνονται συνεχώς. Πρόκειται γι' αυτό που ονομάζουμε επινοητικό θέατρο, όπου σκηνοθέτης και ηθοποιοί πειραματίζονται, συνεργάζονται κι αυτοσχεδιάζουν για να δημιουργήσουν επί σκηνής, χρησιμοποιώντας ποικίλες μεθόδους δουλειάς για να το πετύχουν αυτό.
Η ομάδα Blow up έτσι δημιούργησε ένα θέαμα, βασισμένο στην έννοια της αγάπης, με μια πρωτότυπη δομή και πολυποίκιλο περιεχόμενο, που σε συνδυασμό με την καλλιτεχνική έκθεση έκανε τη διαφορά. Στους διάφορους χώρους-δωμάτια του Mπάγκειον, οι ηθοποιοί έπαιζαν, απήγγειλαν, τραγουδούσαν, έκλαιγαν, στέκονταν, υπήρχαν εκεί που υπήρχε αγάπη, ή όπου η αγάπη τους είχε δημιουργήσει, ή και σε έναν μη τόπο όπου το ζήτημα της αγάπης παρέμενε το κρισιμότερο. Κάθε είδους αγάπη ήταν εκεί, αλλά ήταν κι εκεί και η μη βιωμένη αγάπη ως ζητούμενα ανοιχτά να τα προσλάβει κανείς, για λύτρωση, για αποδοχή .
Τα ερωτήματα κι οι προτάσεις για την αγάπη, εκφράστηκαν μέσα από ενδιαφέροντα προσωπικά αλλά και λογοτεχνικά και φιλοσοφικά κείμενα όπως αυτά των Μπερνάρ Μαρί Κολτές, Τζόρτζιο Αγκάμπεν, Αντόνιο Νέγκρι, Ίταλο Καλβίνο, Πολ Ρικέρ, Χάνα Άρεντ, Τζελαλεντίν Ρουμί, Σάρα Κέην, Χ. Λ. Μπόρχες, Απόστολος Παύλος, Άσμα Ασμάτων, Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, Νίκου Γ. Πεντζίκη, Κώστα Κωστάκου, Σάββα Μιχαήλ, Σταύρου Ζουμπουλάκη, Ιωάννη Χρυσοστόμου, Μαρίνας Τσβετάγιεβα, Χέρμαν Μελβίλ. Οι ερμηνευτές αλληλεπιδρούσαν συνεχώς με τους θεατές, κάνοντάς μας να βιώνουμε σε κάθε νέο δρώμενο και κάτι καινούργιο σχετικά με το ζήτημα της αγάπης.
Η αγάπη αγκαλιάστηκε μέσα από την εικαστική τέχνη, τη λογοτεχνία, τη φιλοσοφία, τη μουσική, τις γεύσεις, τους ήχους, την φωτογραφία, τους αποστομωτικούς μονολόγους και παράλληλα τα γλυκά χαμόγελα νοσταλγίας και οικειότητας, μιας και όλοι μαζί κι ο καθένας μας ξεχωριστά έχει έρθει αντιμέτωπος με την μεγάλη αυτή πραγματεία, που δεν παύει, που δημιουργεί φαντάσματα σε έναν μη τόπο και μέσα από εκεί ξαναγεννιέται. Οι μνήμες, η νοσταλγία, το παράπονο, ο έρωτας, ο θυμός, έμπλεκαν το ένα μέσα στο άλλο, καθώς οι ιστορίες ξετυλίγονταν μπροστά μας –και μαζί με εμάς.
Η Ελένη Καλαρά σκηνοθέτησε ένα δρώμενο-performance, όπως ακριβώς θα απαιτούσε η πολυπλοκότητα της ίδιας της αγάπης, δημιουργώντας ένα κλίμα οικείο αλλά και πολύ παράξενο, κάνοντάς την αισθητή σε διάφορες εκφάνσεις και προσλήψεις της από όλους. Οι φωτισμοί (Χάρης Δάλλας) αποτέλεσαν κομβικό στοιχείο της παράστασης, καθώς συμπλήρωναν και συνόδευαν άρτια κάθε μικρή σκηνή και έργο μέσα στο κτίριο.
Οι ηθοποιοί ( Ηλίας Βογιατζηδάκης, Ορφέας Γεωργίου, Μυρτώ Δελημιχάλη, Ελένη Καλαρά, Αναστασία Κατσιναβάκη, Βαγγέλης Παπαδάκης, Ευαγγελή Φίλη,Χάρης Φραγκούλης και Αλεξάνδρα Χασάνη) βίωναν έντονα, κάθε σκηνή, ζητώντας παράλληλα και την ενεργή συμμετοχή του κοινού στα δρώμενα!
Το ισόγειο κι ο τρίτος όροφος είχαν διαμορφωθεί για να υποδεχτούν το δρώμενο: αντικείμενα, φωτογραφίες, γλυπτά, σκηνικά, μουσικές, πίνακες, οθόνες, έπαιζαν διπλό ρόλο: και εικαστικές παρεμβάσεις, και χρηστικά μέσα για τις πράξεις των ηθοποιών.
Οι εικαστικοί Μαργαρίτα Αθανασίου, Αντώνης Αντωνίου, Μανώλης Δασκαλάκης-Λεμός, Γιάννης Ισιδώρου, Αλεξία Καραβέλα, Χριστίνα Κατσάρη, Καρολίνα Κρασούλη, Άννα Λάσκαρη, Κυριακή Μαυρογεώργη, Βασίλης Παπαγεωργίου πλαισίωσαν την παράσταση με τα έργα τους, δημιουργώντας ένα ξεχωριστό εικαστικό περιβάλλον.
Πρόκειται για ένα εγχείρημα πολύ διαφορετικό, ευφυές και ενδιαφέρον, το οποίο πραγματεύεται το ζήτημα της αγάπης υπαρξιακά, ιστορικά, ανθρωπολογικά, αισθητηριακά κι αισθησιακά.
Μπορεί αποχωρώντας από το Μπάγκειον κάποιος να νιώσει πιο ανάλαφρος, άλλος προβληματισμένος ή συγκινημένος. Σίγουρα, όμως όλοι θα έχουν καθρεφτίσει προσωπικές τους πτυχές, διότι αυτό το θέαμα δεν μπορεί να αφήσει κανέναν αδιάφορο.
Να σπεύσετε. Με αγάπη.
Από τη Μυρτώ Παπαϊωάννου
Την Δευτέρα στις 16 Δεκεμβρίου, «Το χρυσόψαρο» θα κάνει την πρώτη του θεατρική εμφάνιση στο Θέατρο MΠΙΠ, σε σκηνοθεσία Δημήτρη Νταούλη και Έλλης Ταμπάκη. Πρόκειται για το νέο έργο του πρώτου, ο οποίος αν και νέος συγγραφέας, έχει κάνει αίσθηση με τα έργα του. Αυτή τη φορά μια σουρεαλιστική κωμωδία με πολλές ανατροπές, που πραγματεύεται το ζήτημα της ελευθερίας μας δίνει ραντεβού στη μικρή σκηνή της Κυψέλης.
Πριν την πρεμιέρα συναντήσαμε και τους επτά ηθοποιούς της παράστασης οι οποίοι απάντησαν πολύ ανοιχτά στις… περί μνημονικού ερωτήσεις μας!
- Μνήμη χρυσόψαρου ή ελέφαντα.. ; Τι χαρακτηρίζει περισσότερο εσένα ;
Βερόνικα Μπακόλα: Ελέφαντα!Με χαρακτηρίζει η μνήμη χρυσόψαρου γι' αυτό θα’θελα το αντίθετο.
Δημήτρης Μπούρας: Ανάλογα τη φάση που βρίσκομαι είναι αυτό νομίζω. Υπάρχουν στιγμές που θα τις θυμάμαι πάντα και άλλες που διαγράφονται αυτόματα μετά από λίγα λεπτά. Είναι σαν να έχεις μια ελαττωματική κάρτα μνήμης.
Σάββας Βασιλειάδης: Μνήμη Ελέφαντα ξεκάθαρα.
Κωνσταντίνα Αλεξανδράτου: Και τα δύο. Ευχάριστες ή δυσάρεστες καταστάσεις συνήθως θυμάμαι ( παρόλο που τις δυσάρεστες τις θυμάμαι με την ευχάριστη οπτική τους). Ξεχνάω ανούσιες πληροφορίες ή μάλλον... αυτές δεν τις ακούω!!
Δώρα Πανταζοπούλου: Ελέφαντα γενικά αλλά με τα ονόματα καμία φορά χρυσόψαρου
Ανδριανή Κυλάφη: Μνήμη ελέφαντα που θέλει ενίοτε να γίνει μνήμη χρυσόψαρου.
Γιώργος Ημέρης: Διαλέγω μνήμη ελέφαντα, αλλά δυστυχώς έχω μνήμη χρυσόψαρου.
- Γιατί ξεχνούν οι άνθρωποι;
Βερόνικα Μπακόλα: Γιατί δε δίνουν την αρμόζουσα σημασία στα πράγματα. Οι άνθρωποι είναι κλεισμένοι στους εαυτούς τους και δεν δίνουν σημασία στο τι συμβαίνει τριγύρω. Αυτό τους κάνει να ξεχνούν γιατί στην πραγματικότητα δεν άκουσαν ποτέ! Αυτό ίσως τους κάνει πιο ευτυχισμένους.
Δημήτρης Μπούρας: Γιατί δεν δίνουν στις στιγμές τη σημασία που πρέπει. Αφήνουμε να περνάνε πράγματα χωρίς να καταλαβαίνουμε τι σημαίνουν για μας. Χωρίς να καταλαβαίνουμε τι σπουδαίο δώρο είναι οι στιγμές.
Σάββας Βασιλειάδης: Γιατί έχουν πολλά στο κεφάλι τους και θέλουν να ξεχάσουν ή γιατί περνάει ο χρόνος και απλά ξεχνάνε!
Κωνσταντίνα Αλεξανδράτου: Έχουμε το λιγότερο δύο ειδών μνήμες τη βραχυπρόθεσμη και τη μακροπρόθεσμη. Η πρώτη έχει διάρκεια λίγα δευτερόλεπτα ενώ η δεύτερη μπορεί να είναι αιώνια. Η πρώτη αν επαναλαμβάνεται μπορεί να ενταχθεί στην δεύτερη, αλλιώς λησμονείται. Η δεύτερηαν και μπορεί να μην επαναλαμβάνεται περνάει στη μορφή ανάμνησης μέσω κάποιας συσχέτισης γεγονότων ή καταστάσεων. Κάψιμο.
Οι άνθρωποι δηλαδή ξεχνάνε ό, τι δεν τους «άγγιξε» αρκετά.
Δώρα Πανταζοπούλου: Είναι αναγκαίο για την ομαλή λειτουργία του μυαλού να πετάει πληροφορίες που θεωρεί άχρηστες προφανώς ,δεν θα ήταν λειτουργικό να θυμάται κάθε λεπτομέρεια γιατί θα γινόταν ακριβώς το ίδιο που γίνεται με έναν υπολογιστή υπερφορτωμένο θα κράσαρε...Επομένως κρατάμε αυτά που θεωρούμε σημαντικά τα υπολοιπα απλά τα ξεχνάμε, καμία φορά γίνεται και σαν άμυνα αποβάλλουμε αρνητικές αναμνήσεις δεν ξέρω αν γίνεται σε όλους σ εμένα πάντως όταν αναζητώ κάτι στην μνήμη μου τα χαρούμενα γεγονότα είναι πιο καθαρά και λεπτομερή...
Ανδριανή Κυλάφη: Οι άνθρωποι ξεχνούν γιατί δεν τους αρέσει να πονούν. Είναι μηχανισμός άμυνας. Επικεντρώνεσαι στα θετικά ή -έστω- σ' αυτά που αντέχεις να θυμάσαι και τα άλλα επιλέγεις να τα ξεχάσεις. Γι' αυτό, άλλωστε, επιμένουμε πεισματικά να υπάρχουμε.
Γιώργος Ημέρης: Από μόνος του ο οργανισμός προσπαθεί να πετάξει όσα μας κάνουν να νιώθουμε άσχημα ή ασήμαντα. Γι’ αυτό ξεχνάει ο άνθρωπος, κατά τη γνώμη μου.
- Ποια είναι η δική σου γυάλα;
Βερόνικα Μπακόλα: Μερικές φορές ίσως είναι ο καθωσπρεπισμός που μου επιβάλλεται ασυναίσθητα απ' τα κοινωνικά πρότυπα.
Δημήτρης Μπούρας: Δεν ξέρω, νομίζω ότι είναι μια γυάλα στην οποία όλοι κολυμπάμε. Ο φόβος. Και αυτό μας εγκλωβίζει, μας εμποδίζει να ζήσουμε πραγματικά. Νομίζω ότι έχω κάνει μεγάλα βήματα για να ξεφύγω από αυτή τη γυάλα, αλλά δεν ξέρω αν κανείς είναι πραγματικά ελεύθερος ποτέ από αυτή.
Σάββας Βασιλειάδης: Ο εαυτός μου στην κακή του εκδοχή.
Κωνσταντίνα Αλεξανδράτου: Η γυάλα της ώρας. Όλα τα ρολόγια έχουν ένα μικρό γυαλίμπροστά που προστατεύει τους δείκτες. Πόσο πιο όμορφα θα ήταν αν δεν κοιτάγαμε συνέχεια ένα ρολόι. Όπως λέει και ένα αγαπημένο τραγούδι: «Γιατί σπάμε τα κεφάλια μας, μάνα»; της είπα.
«Αυτή η ζωή είναι δανεική, δες το ρολόι στο σαλόνι».
Δώρα Πανταζοπούλου: Έχω προσπαθήσει να βγαίνω από κάθε γυάλα που με βάζω με δυσκολεύει αυτή της τελειομανίας και του ελέγχου θέλω να παίρνανε όλα απ το χέρι μου για να είμαι σίγουρη πως γίνονται όπως θέλω και να νιώθω κάποια σιγουριά, πράγμα πρακτικά αδύνατο αλλά εντάξει νομίζω θα σπάσει κ αυτή η γυάλα σύντομα και θα αφεθώ στην ροη του χρόνου... ελπίζω να μην με πάρει και με σηκώσει! (γέλια..)
Ανδριανή Κυλάφη: Η καθημερινότητα. Σίγουρα. Και η προσπάθεια να συμβιβάσω την πραγματικότητα με το όνειρο.
Γιώργος Ημέρης: Αν ήξερα ακριβώς θα είχα βγει από κει μέσα!
- Έχεις ευχηθεί να μπορούσες να σβήσεις κάτι από τη μνήμη σου για πάντα..;
Βερόνικα Μπακόλα: Όχι.
Δημήτρης Μπούρας: Όχι. Γιατί οι αναμνήσεις είναι στοιχείο του εαυτού μας, της προσωπικότητας μας. Αν σβήσω μια ανάμνηση σβήνω κάτι από μένα. Και είναι το τελευταίο πράγμα που θέλω.
Σάββας Βασιλειάδης: Κάποιες νύχτες που δεν μπορώ με τίποτα να κοιμηθώ γιατί σκέφτομαι διάφορα.
Κωνσταντίνα Αλεξανδράτου: Όχι! Νιώθω πολύ καλά με όσα θυμάμαι!
Και να ήθελα άλλωστε... (βλέπε τη δεύτερη ερώτηση!)
Δώρα Πανταζοπούλου: Μπα δεν νομίζω η αν το ευχήθηκα δεν το θυμάμαι πράγμα που σημαίνει πως η ευχή μου πραγματοποιήθηκε....
Ανδριανή Κυλάφη: Ναι. Το ότι είμαι θνητή, αλλά δεν ξεχνιέται γαμώτο.
Γιώργος Ημέρης: Όχι, θέλω να τα θυμάμαι όλα, είναι ένα μάθημα για να προχωράμε στη ζωή!
ΤΟ ΕΡΓΟ: Έξι άνθρωποι βρίσκονται σε ένα αστυνομικό τμήμα για να εξιχνιάσουν μαζί με τον αστυνόμο την υπόθεση απαγωγής ή κλοπής ή εξαφάνισης ενός χρυσόψαρου.
ΣΚΗΝΟΘΕΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ:
Το χρυσόψαρο δεν είναι στη γυάλα του πια. Ένας Κύριος κατηγορεί μια Κυρία και την πηγαίνει στο αστυνομικό τμήμα, ο Αστυνόμος αναγκάζεται να παρακολουθήσει τις καταθέσεις μιας σειράς προσώπων που έρχονται να παρουσιάσουν την δική τους εκδοχή της ιστορίας απαγωγής ή εξαφάνισης του χρυσόψαρου από το κατάστημα μικρών ζώων. Ένα παιχνίδι του μυαλού και της μνήμης μέσα από μια κωμωδία καταστάσεων κι ένα έργο που θέτει ζητήματα ελευθερίας της σκέψης στον χαοτικό κόσμο της σύγχρονης καθημερινότητας. Μια παράσταση που θέτει το ερώτημα: Ποιος δεν θα ήθελε να έχει τη μνήμη του χρυσόψαρου για να ξεχάσει αυτά που συμβαίνουν γύρω μας; Ένα έργο που ρωτά: πρέπει κανείς να ζει «μέσα στη γυάλα» ή μήπως όχι; Κι αν ζει «έξω από τη γυάλα» είναι ικανός να τα καταφέρει η χρειάζεται πάντα κάποιος να τον προστατέψει και να τον επαναφέρει στην τάξη όταν αυτό χρειάζεται;
Δημήτρης Νταούλης
ΘΕΑΤΡΟ ΜΠΙΠ
Αγίου Μελετίου 25 & Κυκλάδων, Κυψέλη
τηλέφωνο κρατήσεων: 2130344074
Κάθε Δευτέρα και Τρίτη στις 21:15 στο Θεάτρο ΜΠΙΠ από 16 Δεκεμβρίου μέχρι 4 Φεβρουαρίου (εκτός από 31/12)
Κείμενο: Δημήτρης Νταούλης
Σκηνοθεσία: Δημήτρης Νταούλης, Έλλη Ταμπάκη
Επιμέλεια Κίνησης: Έλλη Ταμπάκη.
Μουσική: Λένα Σέρρα.
Σκηνικά - Κοστούμια: Δώρα Πανταζοπούλου.
Φωτισμοί: Βασίλης Καρανταλης
Φωτογραφίες-Βίντεο: Άρης Γεωργίου.
Οργάνωση Παραγωγής: Δώρα Πανταζοπούλου.
Επικοινωνία: Γιώτα Δημητριάδη
Παίζουν, καταθέτουν, τραγουδούν: (Με σειρά εμφάνισης) Δημήτρης Μπούρας, Γιώργος Ημέρης, Δώρα Πανταζοπούλου, Βερόνικα Μπακόλα, Ανδριανή Κυλάφη, Σάββας Βασιλειάδης, Κωνσταντίνα Αλεξανδράτου.
Διάρκεια: 80 λεπτά
Τιμές εισιτηρίων: 12 € κανονικό 8€ μειωμένο (φοιτητικό, ανέργων, ατέλειες)
Από την Μυρτώ Παπαιωάννου
Στο θέατρο Άβατον, για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά ύστερα από την θερμή ανταπόκριση του κοινού, ανεβαίνουν και πάλι οι «Συρματένιοι Ξεσυρματένιοι· Όλοι». Πρόκειται για μια παράσταση βασισμένη στο ομώνυμο βιβλίο του Γιάννη Μακριδάκη, το οποίο γράφτηκε το 2006.
Ο συγγραφέας
Ο Γιάννης Μακριδάκης γεννήθηκε το 1971 στη Χίο και σπούδασε μαθηματικά και το 1997 ίδρυσε το Κέντρο Χιακών Μελετών με σκοπό την έρευνα, αρχειοθέτηση, μελέτη και διάδοση των τεκμηρίων της Χίου. Οργανώνει τα ερευνητικά και εκπαιδευτικά προγράμματα του Κέντρου, επιμελείται τις εκδόσεις του και διευθύνει το τριμηνιαίο περιοδικό “Πελινναίο”.
Το βιβλίο αυτό αποτελεί το πρώτο βιβλίο του συγγραφέα, ο οποίος εδώ συγκέντρωσε και κατέγραψε προσωπικές αφηγήσεις από πρόσφυγες της Χίου που εγκατέλειψαν τον τόπο τους και (δι)έφυγαν με βάρκες από Χίο προς Μέση Ανατολή (Συρία, Κύπρο, Παλαιστίνη) μέσω Τουρκίας, κατά τη διάρκεια των ετών 1941-1944. Οι επιζήσαντες εξιστορούν στο βιβλίο αυτό τις συνθήκες πείνας κι εξαθλίωσης στη Χίο μετά την άφιξη των Γερμανών, τις απόπειρες απόδρασης από το νησί με βάρκες, τις περιπέτειες στη θάλασσα, την υποδοχή τους σε Τουρκία και Κύπρο, την ζωή στους προσφυγικούς καταυλισμούς της Μέσης Ανατολής, τον εγκλεισμό τους στα «σύρματα», τον Ιερό Λόχο και μέχρι και την απελευθέρωση και την επιστροφή –για κάποιους- στο νησί.
Το έργο
Το έργο μέσα από αυτές τις μαρτυρίες μας ταξιδεύει στα γεγονότα της περιόδου εκείνης με μια χρονολογική συνοχή, ξεκινώντας από την επίταξη της Χίου από τους Γερμανούς, την περίοδο της κατοχής. Η ζωή των κατοίκων εξαθλιωμένη, δεν τους μένει άλλη επιλογή παρά να φύγουν. Ξεκινούν οι προσφυγικές ροές από τη Χίο προς τα τουρκικά παράλια με απώτερο προορισμό τη Μέση Ανατολή. Πολλοί πρόσφυγες προωθούνται από την Αγγλία μέσω της Τουρκίας στην Κύπρο, που ήταν βρετανική αποικία, όπου και γίνεται μία διαλογή ανάμεσα σε «στρατεύσιμους» και «άμαχους».
Οι «στρατεύσιμοι» προωθούνται εν συνεχεία στην Αίγυπτο, στη Συρία, το Ιράκ, την Παλαιστίνη και αλλού για εκπαίδευση και οι «άμαχοι» οδηγούνται σε προσφυγικούς καταυλισμούς στην Παλαιστίνη, στο Σινά, στο Λίβανο, μέχρι και το Βελγικό Κονγκό και την Γκάνα. Το 1942 οι Βρετανοί αποφασίζουν να μεταφέρονται πλέον οι Έλληνες πρόσφυγες από τα Μικρασιατικά παράλια κατευθείαν στο Χαλέπι της Συρίας, διασχίζοντας με τρένα την Τουρκική ενδοχώρα. Στη Συρία πλέον θα γίνεται ο διαχωρισμός των προσφύγων σε «στρατεύσιμους» μη «στρατεύσιμους» και θα προωθούνται εν συνεχεία ανάλογα στους προορισμούς τους. Είναι αυτοί », αυτούς που αποκαλούνται στο έργο «συρματένιοι» και «ξεσυρματένιοι». Το 1943 ξεκινά η διαλογή των στρατολογημένων από τους Άγγλους Ιερολοχίτες, για να πολεμήσουν σε διάφορες μάχες. Το 1944 αποχωρούν οι Γερμανοί από τη Χίο, ωστόσο οι Χιώτες πρόσφυγες, οι «συρματένιοι» και οι «ξεσυρματένιοι», επιστρέφουν πίσω στον τόπο τους μέσα τα επόμενα δύο χρόνια.
Μέσα από τους μονολόγους που ερμηνεύει η Χριστίνα Λυκοτσέτα, οι αφηγήσεις παίρνουν σάρκα και οστά. Ενσαρκώνει διαδοχικά πολλούς ρόλους, ανδρών και γυναικών, μεγάλων και μικρών με πολύ πάθος και εκφραστικότητα, μεταδίδοντας και στους θεατές όλο το κλίμα της εποχής εκείνης μαζί με τα συναισθήματα του καθενός από τις ιστορίες. Είναι πολύ ενδιαφέρουσα κατά την γνώμη μου το γεγονός ότι παρά την διάκριση της μιας ιστορίας από την άλλη, μέσω του φωτισμού, τη μουσικής και της διακριτικής αλλαγή ύφους από την ερμηνεύτρια, ωστόσο δίνονται στα πρόσωπα των προσφύγων μια συνέχεια, μια ομοιότητα στην υπόστασή τους. Η σκηνοθέτιδα Μελίνα Σκούφου αναδεικνύει με μεγάλη αμεσότητα αυτό το στοιχείο. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι αυτή η συνέχεια στην δραματοποίηση των προσώπων αποτελεί τον σημαντικότερο συμβολισμό, καθώς ενώνει τις ιστορίες αλλά και τα προφίλ των προσφύγων, διαπιστώνοντας όλοι μας αυτή την τραγικότητα ακόμα βαθύτερα: ότι οι πρόσφυγες είναι παντού και πάντα ίδιοι, ανεξάρτητα από φύλο, φυλή, ηλικία και σύνορο.
Κατά τα άλλα πρόκειται για μια σκηνοθετική ματιά που επενδύει στην απλότητα, μέσα από την οποία το ανθρώπινο δράμα αποκαλύπτεται ωστόσο χωρίς επίκληση στο συναίσθημα και χωρίς διαθέσεις θυματοποίησης, επικεντρώνοντας στην κάθε ανθρώπινη ιστορία, όπως εκείνη βιώθηκε.
Τα σκηνικά της Γεωργίας Μπούρδα ήταν κατάλληλα με την ιστορική περίσταση, τα πιο βασικά και απαραίτητα αντικείμενα της εποχής, καθημερινής ως επί το πλείστον χρήσης, το ίδιο και τα κοστούμια, που αποτελούνταν από ρούχα εποχής τοποθετημένα το ένα δίπλα στο άλλο. Η μουσική από τον Ανδρέα Σκούφο ήταν εξίσου ταιριαστή με το κλίμα και την δραματικότητα της εποχής.
Πρόκειται για μια παράσταση που δημιουργεί προβληματισμούς ως προς το ζήτημα της προσφυγιάς, και της ατέρμονης διαιώνισής της μέσα στις εποχές. Είναι πραγματικά ανατριχιαστικό να ακούς και να έρχεσαι κοντά στις δραματικές ιστορίες των Χιωτών προσφύγων, όταν στις μέρες μας είναι η Χίος ένα από τα νησιά που υποδέχεται τους πρόσφυγες που συρρέουν στην Ελλάδα.
Το έργο αυτό αποτελεί μια ιδανική ευκαιρία για όσους δεν γνωρίζουν αυτή την πτυχή της ελληνικής ιστορίας, αλλά και για όσους θεωρούν πως γνωρίζουν, να ξανασκεφτούν κι ίσως να αναπλαισιώσουν τις σκέψεις τους για τις πανανθρώπινες αυτές οντότητες, τους πρόσφυγες. Επιπλέον, πέρα από τους ενήλικες θα ήταν ιδιαίτερα χρήσιμο να παρακολουθήσουν την παράσταση και μαθητές Λυκείου, καθώς πρόκειται για μια παράσταση καθόλου δυσνόητη για την ηλικία τους, που θα τους πρόσφερε αφορμή για προβληματισμούς και παραλληλισμούς.
Κάθε Κυριακή στις 18:00 στο θεάτρο Άβατον περισσότερες πληροφορίες εδώ
Από τη Μυρτώ Παπαϊωάννου
Φωτογραφίες: Άννα Κόκα
Στο θέατρο Φούρνος, από την Τετάρτη 23 Οκτωβρίου και για είκοσι παραστάσεις θα έχουμε την ευκαιρία να παρακολουθήσουμε την παράσταση της ομάδας Άλμπατρος «Γιαλήτες ή αλλιώς αλήτες του γιαλού», σε κείμενο και σκηνοθεσία του Γιάννη Κόκα.
Η νεοσύστατη καλλιτεχνική ομάδα συστήνεται στο κοινό μ’ ένα έργο, το οποίο βάζει στο επίκεντρο την πιο δυνατή σχέση του ανθρώπου, τη φιλία. Οι Άλμπατρος μας υπόσχονται πολύ γέλιο αλλά και συγκίνηση μέσα από μια ιστορία καθημερινών ανθρώπων, μια ιστορία της διπλανής πόρτας ή και όχι...Φαντασία, έρωτας και φιλία συνθέτουν ένα μοναδικό σκηνικό στη φιλόξενη σκηνή του θεάτρου της οδού Μαυρομιχάλη.
Πριν την πρεμιέρα της παράστασης συναντήσαμε τους Γιαλήτες!
Συζητήσαμε με τον σκηνοθέτη και τους ηθοποιούς της παράστασης, και ζητήσαμε από τον καθένα ξεχωριστά να μοιραστεί μαζί μας κάποιες δικές τους σκέψεις και βιώματα που αφορούν πάντοτε στον έρωτα και τη φιλία, που αποτελούν και διακύβευμα στο έργο τους. Οι απαντήσεις τους είχαν πολύ ενδιαφέρον, συναίσθημα και πολύ γέλιο..
Η πρώτη ερώτηση ήταν και η πιο αφοπλιστική:
- Ποια ήταν η τελευταία φορά που έκλαψες από έρωτα ;
Γιάννης Κόκας, σκηνοθέτης : Η τελευταία φορά που έκλαψα από έρωτα ήταν όταν αποχαιρέτησα φέτος στις διακοπές μου τη Νίσυρο. Ερωτεύτηκα το νησί...
Βαγγέλης Αμπατζής : Μάλλον πριν από ένα χρόνο. Νομίζω δεν είναι πάντα καθαρό για ποιο λόγο κλαίμε. Αν δηλαδή είναι ατόφια για έρωτα, για προδοσία, για αγάπη κλπ.
Εύη Αργυρίου: 14/09/2019.
Γιάννης Βασιλώττος : Πριν μερικούς μήνες όταν γνώρισα μια κοπέλα που με έκανε να νιώθω πως δεν θέλω κάτι άλλο μέσα σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα. Έφυγε για την πόλη της. Δεν μένει Αθήνα. Δυστυχώς.
Αλέξανδρος Κωχ : Ευτυχώς, σχετικά πρόσφατα. Γιατί έρωτας σημαίνει είμαι ζωντανός, κυριολεκτικά και μεταφορικά.
Βερόνικα Μπακόλα: Είχε περάσει κάμποσος καιρός που ήμασταν μακριά με τον φίλο μου και όταν βρεθήκαμε ξανά και περάσαμε μια μέρα πολύ όμορφη μαζί στο τέλος τα έμπηξα.. είναι αυτό το συναίσθημα ότι "ναι ακόμη νιώθω το ίδιο". Ο μεγαλύτερος φόβος για μένα στις σχέσεις είναι μη χάσεις τον έρωτα σου!
Τζιάλα Χριστίνα:Μέσα στον χειμώνα. Έβλεπα αγκαλιά, με καλοκαιρινό έρωτα από τις διακοπές που διήρκησε… και μετατράπηκε και σε χειμερινό έρωτα, διαστημική ταινία. Από το χάος του χρόνου και το γεγονός ότι, από τη δημιουργία του κόσμου, χωροχρονικά συναντηθήκαμε, με έκανε να αισθανθώ υπαρξιακή αγωνία και να κλάψω από έρωτα.
Τσιτσία-Γεωργαντά Κωνσταντίνα:Η τελευταία φορά που έκλαψα από έρωτα ήταν πριν από περίπου ενάμιση χρόνο.
- Ποια είναι η καλύτερη έκπληξη που σου’ χουν κάνει φίλοι σου ;
Γιάννης Κ : Όταν ήρθαν έκπληξη πριν δύο χρόνια οι φίλοι μου εκεί που έκανα διακοπές τον Ιούνιο. Και την ίδια χρονιά τους πέτυχα εγώ κατά λάθος τον Αύγουστο!
Βαγγέλης : Ένα πάρτυ έκπληξη για τα γενέθλια μου. Μου έχουν κάνει κάμποσα τέτοια πάρτυ μέσα στα χρόνια όμως εκείνο το θυμάμαι έντονα γιατί το μαγαζί που βρισκόμασταν τότε το θυμάμαι με νοσταλγία μιας και δεν υπάρχει πια. Οι Συχνότητες στα Εξάρχεια.
Εύη : Δεν έχω κάποια ιδιαίτερη εμπειρία..
Γιάννης Β. : Τίποτα το ιδιαίτερο. Κάποια τούρτα σε κάποιο μαγαζί σε κάποια γενέθλιά μου.
Αλέξανδρος : Ότι μετά από τόσα χρόνια συνεχίζουν να με αγαπούν και να πιστεύουν σε μένα, ότι συνεχίζουμε παρέα.
Κωνσταντίνα:Η καλύτερη έκπληξη που μου έχουν κάνει φίλοι είναι σε μέρα γενεθλίων μου. Ήμουν μόνη, άσχημα ψυχολογικά και ξαφνικά βρέθηκα με πολλούς φίλους τούρτες και πολύ γέλιο! Πάνω στην προσπάθεια τους να καλύψουν τις εκπλήξεις που έρχονταν γινόντουσαν διάφορα ευτράπελα... 3. Έχεις πει κι εσύ στη ζωή σου "πονάω όταν σε βλέπω"
Χριστίνα: Στα 28α γενέθλια μου… Δύσκολη περίοδος της ζωής μου τότε. Η αδερφή μου, οι δύο κολλητές μου και φίλοι αρκετοί μου έκαναν μια καντάδα έκπληξη κάτω από το μπαλκόνι μου. Έχω έρωτα με τις καντάδες!
- Έχεις πει κι εσύ στη ζωή σου «πονάω όταν σε βλέπω» ;
Γιάννης Κ. : Κάθε φορά που κοιτάω τον καθρέφτη μου το πρωί. Έπειτα μου λέω «Καλημέρα»! και ξεκινάει η μέρα μου...
Βαγγέλης : Όχι.
Εύη : Ναι. Αλλά όσο μεγαλώνω τόσο πιο σπάνια το λέω.
Γιάννης Β. : Δεν το έχω πει. Ασφαλώς το έχω νιώσει. Όπως όλοι νομίζω.
Αλέξανδρος : Δεν ξέρω αν το έχω πει, σίγουρα όμως το χω νιώσει.
Κωνσταντίνα:Δεν έχω πει "πονάω όταν σε βλέπω", αλλά έχω νιώσει το να στεναχωριέται ο άλλος κι ενώ είμαι μια χαρά να κλαίω επειδή πονάει. Να πονάω επειδή πονάει.
Χριστίνα:Το έχω πει με κάθε τρόπο αλλά όχι λεκτικά, στον εφηβικό μου έρωτα. Πόνεσα που δε του είπα ποτέ λεκτικά ότι πονάω. Πολλοί, αν δε το πεις με λέξεις δε καταλαβαίνουν το κάτω κείμενο. Και όταν έκανε οικογένεια… ένιωσα σα να πέθανα χωρίς να έχω εξομολογηθεί.
Βερόνικα:Δε θυμάμαι αν το χω πει, σίγουρα όμως το 'χω νιώσει και σίγουρα έχω πει στις κολλητές μου "πονάω και μόνο που τον βλέπω τυχαία να περνάει τον δρόμο".
- Ποια ήταν η καλύτερη φάση που έχεις περάσει με παρέα ;
Γιάννης Κ. : Πέρσι το χειμώνα, μια κρύα Παρασκευή, πήγα με τους φίλους μου σε ένα μαγαζί. Δεν θα την ξεχάσω ποτέ εκείνη τη βραδιά. Δεν θα ξεχάσω ποτέ και τους φίλους μου εκείνο το βράδυ . Μόνο χαμόγελα και αγάπη.
Βαγγέλης : Με το παρεάκι των φίλων σε διακοπές. Έχουμε βρεθεί αρκετές φορές σε διαφορετικά μέρη που τις θυμάμαι με χαρά και συγκίνηση. Στις πιο "γλυκές" αναμνήσεις βάζω την πρώτη φορά που βρεθήκαμε σε μια παραλία στην Εύβοια με ελάχιστο κόσμο. Ήταν Σεπτέμβρης κι εμείς ανέμελοι.
Εύη : Ξενύχτι σε μπαλκόνι κλαίγοντας, γελώντας, πίνοντας, κλαίγοντας, γελώντας, πίνοντας, κλαίγοντας, γελώντας, πίνοντας.
Γιάννης Β. : Πριν μερικούς μήνες συμμετείχα σε μια ταινία. Μετά το γύρισμα κάθε βράδυ αράζαμε με τους ηθοποιούς και τα παιδιά του συνεργείου σε κάποιο δωμάτιο του ξενοδοχείου που μέναμε και πίναμε μπύρες. Μου έχει λείψει αυτό το παρεάκι.
Αλέξανδρος : Δεν υπάρχει καλύτερη, η κάθε βραδιά, η κάθε φάση που το εγώ ήταν μικρότερο από το εμείς είναι ανεκτίμητη.
Βερόνικα:Τριήμερο σε μια παραλία που έφτανες μόνο κολυμπώντας ή κάνοντας αναρρίχηση. Ήμασταν εμείς οι 8 που από πριν γνωριζόμασταν μόνο οι 5 και άλλο ένα ζευγάρι παραδίπλα.
Κωνσταντίνα:Η καλύτερη φάση με παρέα δεν είναι μία συγκεκριμένη… Είναι διάφορες στιγμές σε καλοκαιρινές διακοπές σε ελεύθερο camping, όπου πρωταγωνιστούν η ξεγνοιασιά, η χαλαρότητα, το γέλιο!!!
Χριστίνα:Το περασμένο καλοκαίρι εργαζόμουν σε ένα νησί μαζί με δύο φίλες μου. Μετά τη δουλειά πήραμε ένα μπουκάλι κρασί βρήκαμε ένα τέλειο σποτ, έναν ανεμόμυλο, και καθίσαμε να δούμε την πανσέληνο. Το σκηνικό ήταν σουρεαλιστικό. Ο Μήλος ήταν δίπλα σε ένα νεκροταφείο που χωρίς να το ξέρουμε μέσα στα σκοτάδια περάσαμε από μέσα. Ζωή και θάνατος. Και ζωή
ΤΟ ΕΡΓΟ :
Ο Αλέξανδρος και η Φανή χωρίζουν. Οι κολλητοί του για συμπαράσταση χωρίζουν και εκείνοι. Τα τέσσερα αγόρια, ο Αλέξανδρος, ο Βαγγέλης,ο Βασίλης και ο Γιάννης και αποφασίζουν να πάνε διακοπές όλοι μαζί σ’ ένα νησί μακριά απ’ όλους κι απ’ όλα, όχι όμως από τον ίδιο τους τον εαυτό.
Προγραμματισμένη Πρεμιέρα 23 Οκτώβρη και κάθε Τετάρτη-Πέμπτη στις 21:00 στο θέατρο Φούρνος
Έως την Πέμπτη 26 Δεκεμβρίου
Συντελεστές:
Κείμενο-Σκηνοθεσία : Γιάννης Κόκας
Βοηθός σκηνοθέτη: Κατερίνα Μπησάρα
Βοηθός δραματουργίας : Αλέξης Πετρίχος
Ενδυματολογία/Σκηνογραφία: Ηλέκτρα Σταμπούλου
Χορογραφίες/Κινησιολογία: Παρασκευή Κάπα
Φωτισμοί:Απόστολος Τσατσάκος
Μουσική επιμέλεια: Χρήστος Παπαδόπουλος
Μουσική διδασκαλία: Έλλη Βασιλάτου
Γραφιστική επιμέλεια: Άννα Κόκα
Ερμηνεύουν (αλφαβητικά): Βαγγέλης Αμπατζής, Εύη Αργυρίου, Γιάννης Βασιλώττος, Γιάννης Κόκας, Αλέξανδρος Κωχ, Βερόνικα Μπακόλα, Χριστίνα Τζιάλλα, Κωνσταντίνα Τσιτσία – Γεωργαντά
Από τη Μυρτώ Παπαϊωάννου
«Το σώμα του ανθρώπου είναι ο ναός του Θεού και ο μόνος Θεός του ανθρώπου είναι το σώμα του» .
Έχοντας στο νου μου την πρόταση αυτή του Δημήτρη Δημητριάδη, δεν θα μπορούσα να βρεθώ σε καταλληλότερο χώρο από αυτόν της Αγγλικανικής Εκκλησίας του Αγίου Παύλου για να παρακολουθήσω τους πέντε μονολόγους του θεατρικού συγγραφέα , «Ήττα- Μνήμη-Μετάνοια-Τέχνη-Λήθη».
Η Βίκυ Αδάμου κι ο Χρίστος Καπενής σκηνοθετούν τα μοναδικά κείμενα της «Λήθης», δίνοντάς τους σάρκα και οστά, σωματοποιώντας και αποκαλύπτοντας το μεγαλείο των λέξεων και των νοημάτων της ύπαρξης, της ύπαρξης και της ανυπαρξίας που προϋπήρχε και ακολουθεί. Ενώ τα κεφάλαια του έργου είναι ξεχωριστά, επιτυγχάνεται μεταξύ τους η απόλυτη εναρμόνιση κι αίσθηση συνέχειας , ως το τέλος του έργου.
Σε ένα μυστηριώδες κατανυκτικό σκηνικό με έντονο το στοιχείο της φύσης γύρω μας , τέσσερις ηθοποιοί εξομολογούνται.
Ο πρώτος μονόλογος «Ήττα», προδιαθέτει και μυεί τους θεατές στο να αφουγκραστούν μια φωνή, που αντηχεί σε όλη την εκκλησία, μια φωνή που δίνει την αίσθηση ότι είναι η εσωτερική τους φωνή, σαν από καθαρτήριο, δημιουργώντας από το πρώτο λεπτό ένα κλίμα σύμπραξης.
Στη «Μνήμη», ένας καθημερινός άνδρας (Χρήστος Καπενής) θυμάται, όσο μια γυναίκα (Βίκυ Αδάμου), ντυμένη σα νύφη χαμένη (οι Νεφέλη Κλαπή και Αριστοτέλης Γεώργιος Ζώγας κατασκεύασαν ένα επιβλητικό νυφικό φόρεμα) συναντιούνται, κοιτάζονται αντανακλώντας ο ένας στον άλλο την βιωμένη μοναξιά, αλλά και τον έρωτα, ως μόνη λύτρωση.
Μπροστά τους έρχονται να καλύψουν όσα δεν λέγονται, ένας Γερμανός ρήτορας (ο βαρύτονος Joe Tornabene) που χάνεται στα πολλά και περιττά λόγια που αφορούν στην «Μετάνοια» και την προσπάθεια που καταβάλλεται να μιλήσουμε για ό,τι είμαστε, όσο η μικρή (Κλειώ Ροκανά) με στόμφο και καθαρό λόγο διορθώνει και συμπληρώνει, για να τονίσει τα σημαντικά του Λόγου του, σε εκείνον και στο κοινό.
Στο κεφάλαιο της «Τέχνης», οι Βίκυ Αδάμου και Χρήστος Καπενής σαν πρωταγωνιστές του βωβού κινηματογράφου ερμηνεύουν εξαιρετικά τον μονόλογο με μορφή διαλεκτική πάνω στην Τέχνη και την αδυνατότητα κατάκτησής της, όσο οι θεατές παρακολουθούν καθηλωμένοι.
Ο τελευταίος μονόλογος του έργου, «Λήθη», βρίσκει τους τέσσερις ηθοποιούς να αλληλεπιδρούν μέχρι να οδηγηθούν στην ανυπαρξία τους . Η Βίκυ Αδάμου απαγγέλει σταθερά τον λόγο όσο οι υπόλοιποι γύρω της ταράσσουν με κινήσεις αποφυγής τον φόβο- σιγουριά της λήθης. Στο τέλος τα κεριά σβήνουν, τα φώτα κλείνουν, «όλα έχουν τελειώσει».
Μελανό σημείο στο τελευταίο κεφάλαιο υπήρξε η ένταση του εκκλησιαστικού οργάνου. Ενώ κατά τα άλλα έδενε απολύτως αρμονικά στον χώρο αυτόν και το παίξιμο από την Χριστίνα Αντωνιάδου ήταν άρτιο, ακουγόταν τόσο δυνατά ώστε να μην ακούγεται καθαρά ο μονόλογος, που κατά την γνώμη μου αποτελεί το κρισιμότερο κομμάτι του έργου αυτού.
Η παράσταση αυτή, βυθίζει στα μύχια της σκέψης τον θεατή, αλλά παράλληλα τον απελευθερώνει. Υπεύθυνη για τη κίνηση ήταν η Πετρίνα Γιαννάτου η οποία όπως φάνηκε εργάστηκε ουσιαστικά με τους τέσσερις ηθοποιούς-περφόρμερς πάνω στο έργο. Πράγματι οι ηθοποιοί της παράστασης , απαγγέλλουν, χορεύουν, τραγουδούν, μετασχηματίζοντας τους μονολόγους σε πράξεις που εξυμνούν το σώμα, το σφάλμα, τη φύση των ανθρώπων, τον καθημερινό μας θάνατο και την αναγέννηση.
Καταλυτικής σημασίας ο φωτισμός (Βασίλης Αποστολάτος) καθόλη τη διάρκεια της παράστασης, δημιουργεί το ιδανικότερο κλίμα φωτίζοντας όσα χρειάζονται να αναδειχθούν και σκιάζοντας τους “ψιθύρους”. Η πρωτότυπη μουσική σύνθεση του Ορέστη Τάνη κυρίως με τα πρωτότυπα ενδιαφέροντα ηλεκτρονικά στοιχεία, συμβάλει έντονα στο μυστηριακό κλίμα του έργου.
Η αναγνώριση κι η ανάδειξη ενός τόσο δύσκολου και αξιόλογου κειμένου είναι αξιέπαινη, και οι τρεις μονάχα παραστάσεις δυσάρεστα λιγοστές!
Αγγλικανική Εκκλησία Αγίου Παύλου, Φιλελλήνων 27, Σύνταγμα
2, 4 & 5 Οκτωβρίου στις 21.15
Από τη Μυρτώ Παπαϊωάννου
Στο studio Μαυρομιχάλη, επιστρέφει τον Οκτώβριο, το παραμύθι για ενήλικες που υπογράφει ο Γιάννης Αγγελάκης, με τίτλο «Μέχρι να μας ενώσει ο θάνατος». Μια μαύρη κωμωδία, που παίζεται για δεύτερη χρονιά και για έξι μοναδικές παραστάσεις.
Η παράσταση άρχισε να παίρνει σάρκα και οστά σε ένα σεμινάριο παραμυθιού με δάσκαλο τον Βασίλη Μαυρογεωργίου για να παρουσιαστεί πρώτη φορά, με δύο γυναίκες ηθοποιούς, μπροστά στο κοινό του Off Off Athens theater festival 2018 του θεάτρου Επί Κολωνώ και στη συνέχεια, με δύο άντρες ηθοποιούς, στην Κεντρική Σκηνή του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά στο πλαίσιο του 2ου φεστιβάλ νέων δημιουργών "Ανοιχτές Πόρτες" τον Νοέμβριο του 2018 καθώς και σε μία εκδοχή με τρεις ηθοποιούς, στο θέατρο ΠΚ τον Μάιο του 2019.
Λίγο πριν την πρεμιέρα, εμείς συναντήσαμε τον σκηνοθέτη και τους ερμηνευτές της παράστασης και τους ζητήσαμε να μας δώσουν ο καθένας τους την δική τους απάντηση στο σημαντικότερο σημείο του έργου: -Μέχρι να μας ενώσει ο θάνατος...θα…..(τι θα κάνετε) ;
Γιάννης Αγγελάκης, σκηνοθέτης - Θα προσπαθήσουμε. Θα αποτύχουμε. Θα ξαναπροσπαθήσουμε. Θα πονέσουμε. Θα κυνηγήσουμε τα όνειρα μας. Θα απογοητευθούμε. Θα γελάσουμε. Θα κλάψουμε. Θα ερωτευθούμε χωρίς αντίκρισμα. Γιατί έτσι είναι η ζωή.
Κατερίνα Γεωργούση, ηθοποιός - Θα ζήσω.
Μάιρα Γραβάνη, ηθοποιός -Θα κάνουμε υπομονή.
Θανάσης Καφενταράκης, ηθοποιός -θα βρούμε μία λύση.
Γιώργος Κυριαζόπουλος, ηθοποιός -θα πεθαίνουμε χωριστά.
ΤΟ ΕΡΓΟ:
Μια φορά κι έναν καιρό, στο αχανές βασίλειο του Κρόου, που μια πανάρχαιη κατάρα το στοιχειώνει, μια πριγκίπισσα μετά τον θάνατο των γονιών της ετοιμάζεται να στεφθεί βασίλισσα. Για να γίνει αυτό πρέπει πρώτα να παντρευτεί. Ένα σκιάχτρο που ζει σε ένα διπλανό χωράφι είναι κρυφά ερωτευμένο μαζί της και θέλει απεγνωσμένα να την παντρευτεί. Μία κομμώτρια που ο καημός της είναι να παντρευτεί έναν πρίγκιπα. Ένα κοράκι που κινεί τα νήματα... Ένα σκοτεινό παραμύθι για εφήβους και ενήλικες. Ένα σύγχρονο έργο που μιλάει για τον έρωτα και τον θάνατο. Μία μαύρη κωμωδία όπου τρεις διαφορετικοί σημειολογικοί κώδικες εναλλάσσονται αρμονικά.
Προγραμματισμένη πρεμιέρα Τετάρτη 2 Οκτωβρίου
Για 6 παραστάσεις Κάθε Τετάρτη και Πέμπτη στις 21:15 Έως την Πέμπτη 17 Οκτωβρίου
Συντελεστές Κείμενο – Σκηνοθεσία – Σκηνικά: Γιάννης Αγγελάκης
Μουσική: Φώτης Σιώτας
Επιμέλεια κίνησης: Γιάννα Μελλά
Σχεδιασμός φωτισμών: ΑλέξανδροςΚανελλόπουλος
Κοστούμια: Lili Pain Βοηθός σκηνοθέτη: Άντα Πουράνη
Φωτογραφίες: Έλενα Τηνιακού
Trailer παράστασης: Έλενα Τηνιακού, Κωνσταντίνα Αδάμη
Αφίσα: Φωκάς Πάτρας
Επικοινωνία: Μαρία Κωνσταντοπούλου
Ερμηνεύουν (αλφαβητικά): Κατερίνα Γεωργούση, Μάιρα Γραβάνη, Θανάσης Καφενταράκης, Γιώργος Κυριαζόπουλος Studio Μαυρομιχάλη Μαυρομιχάλη 134,Νεάπολη Εξαρχείων Τηλ.: 2106453330
Παραστάσεις: 2, 3, 9, 10, 16 & 17 Οκτωβρίου 2019
Ώρα έναρξης: 21:15
Διάρκεια: 60 λεπτά