Από τη Μαρία Κακαλή
Ο Νίκος Γκάτσος υπήρξε ποιητής, στιχουργός και μεταφραστής. Η γραφή του διαποτίστηκε από τον άκρατο λυρισμό και το συναίσθημά του, προσδίδοντας τη δική του προσωπική σφραγίδα στην νεοελληνική ποίηση και στιχουργία. Έγινε φίλος με τον Ελύτη κι οι δυο μαζί κατάφεραν με το έργο τους να κερδίσουν την αθανασία. Ταπεινός και υπέρμαχος της ελευθερίας, αποτυπωμένης σε κάθε έκφανση της ζωής του. Συνδέθηκε άρρηκτα και μελοποιήθηκε από τους «μεγάλους» της ελληνικής μουσικής.
Η γέννησή του ανάγεται στο 1911 και συγκεκριμένα στις 8 Δεκεμβρίου. Η καταγωγή του ήταν από ένα χωριό της Αρκαδίας, τα Χάνια της Φραγκόβρυσης. Μαθήτευσε στο Δημοτικό και το Γυμνάσιο της Τρίπολης. Σύντομα επιδόθηκε στην ανάγνωση λογοτεχνικών κειμένων και στη μελέτη της ποίησης του Ελύτη και του Σολωμού.
Η οικογενειακή μετακόμιση στην Αθήνα σηματοδότησε και την έναρξη των σπουδών του στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας, στο Τμήμα Φιλολογίας. Ο Γκάτσος δεν ολοκλήρωσε τις σπουδές του. Ωστόσο, η διακοπή αυτή, δεν τον εμπόδισε να συνδεθεί με σημαντικούς ποιητές της εποχής του.
Τα περιοδικά «Νέα Εστία» και «Ρυθμός» φιλοξένησαν τα πρώτα του ποιητικά έργα, το 1931 και το 1933 αντίστοιχα. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον επέδειξε για το δημοτικό τραγούδι. Αργότερα, εστίασε στο νεωτεριστικό πρότυπο που αντανακλούσε η ευρωπαϊκή ποίηση.
Στις αρχές της δεκαετίας του ’40, εξέδωσε την ποιητική σύνθεση με τίτλο «Αμοργός», η οποία και τον ανέδειξε. Άξιο μνείας είναι το γεγονός πως ο Γκάτσος συνέγραψε το συγκεκριμένο ποίημα εν μία νυκτί, αξιοποιώντας το σύστημα αυτόματης γραφής των σουρεαλιστών δημιουργών.
«[…]Στοῦ πικραμένου τὴν αὐλὴ ἥλιος δὲν ἀνατέλλει
Μόνο σκουλήκια βγαίνουνε νὰ κοροϊδέψουν τ᾿ ἄστρα
Μόνο φυτρώνουν ἄλογα στὶς μυρμηγκοφωλιὲς
Καὶ νυχτερίδες τρῶν πουλιὰ καὶ κατουρᾶνε σπέρμα.
Στοῦ πικραμένου τὴν αὐλὴ δὲ βασιλεύει ἡ νύχτα
Μόνο ξερνᾶν οἱ φυλλωσιὲς ἕνα ποτάμι δάκρυα
Ὅταν περνάει ὁ διάβολος νὰ καβαλήσει τὰ σκυλιὰ
Καὶ τὰ κοράκια κολυμπᾶν σ᾿ ἕνα πηγάδι μ᾿ αἷμα.
Στοῦ πικραμένου τὴν αὐλὴ τὸ μάτι ἔχει στερέψει
Ἔχει παγώσει τὸ μυαλὸ κι ἔχει ἡ καρδιὰ πετρώσει
Κρέμονται σάρκες βατραχιῶν στὰ δόντια τῆς ἀράχνης
Σκούζουν ἀκρίδες νηστικὲς σὲ βρυκολάκων πόδια.
Στοῦ πικραμένου τὴν αὐλὴ βγαίνει χορτάρι μαῦρο
Μόνο ἕνα βράδυ τοῦ Μαγιοῦ πέρασε ἕνας ἀγέρας
Ἕνα περπάτημα ἐλαφρὺ σὰ σκίρτημα τοῦ κάμπου
Ἕνα φιλὶ τῆς θάλασσας τῆς ἀφροστολισμένης.
Κι ἂν θὰ διψάσεις γιὰ νερὸ θὰ στίψουμε ἕνα σύννεφο
Κι ἂν θὰ πεινάσεις γιὰ ψωμὶ θὰ σφάξουμε ἕνα ἀηδόνι
Μόνο καρτέρει μία στιγμὴ ν᾿ ἀνοίξει ὁ πικραπήγανος
N᾿ ἀστράψει ὁ μαῦρος οὐρανὸς νὰ λουλουδίσει ὁ φλόμος.
Μὰ εἶταν ἀγέρας κι ἔφυγε κορυδαλλὸς κι ἐχάθη
Εἶταν τοῦ Μάη τὸ πρόσωπο τοῦ φεγγαριοῦ ἡ ἀσπράδα
Ἕνα περπάτημα ἐλαφρὺ σὰ σκίρτημα τοῦ κάμπου
Ἕνα φιλὶ τῆς θάλασσας τῆς ἀφροστολισμένης.[…]»
Η «Αμοργός» αποτελεί το τελευταίο έργο του πρώτου κύκλου του υπερρεαλισμού, εκπρόσωποι του οποίου υπήρξαν ο Ελύτης, ο Εμπειρίκος και ο Εγγονόπουλος. Έκτοτε ο Γκάτσος εξέδωσε μόλις τα τρία ακόλουθα ποιήματα: «Ελεγείο» (1946), «Ο Ιππότης και ο θάνατος» (1947), «Το Τραγούδι του παλιού καιρού» (1963).
Το πρώτο του έργο που συμπεριλήφθηκε σε δίσκο ήταν το «Χάρτινο το φεγγαράκι» το 1958, τραγουδισμένο από τη Νάνα Μούσχουρη. Ο Γκάτσος εμπνεόταν από τον Χατζηδάκι και τον Ξαρχάκο. Ποιήματά του μελοποιήθηκαν από τους προαναφερθέντες και άλλους σπουδαίους συνθέτες, όπως ο Μίκης Θεοδωράκης.
«Στην αγκαλιά μου κι απόψε σαν άστρο κοιμήσου
δεν απομένει στον κόσμο ελπίδα καμιά
τώρα που η νύχτα κεντά με φιλιά το κορμί σου
μέτρα τον πόνο κι άσε με μόνο στην ερημιά» (μουσική: Μίκης Θεοδωράκης)
Το 1971 βραβεύτηκε από την Ακαδημία της Βαρκελώνης.
«Έβαλε ο Θεός σημάδι
παλληκάρι στα Σφακιά
κι ο πατέρας του στον Άδη
άκουσε μια τουφεκιά.
Της γενιάς μου βασιλιά,
μην κατέβεις τα σκαλιά.
Πιες αθάνατο νερό
να νικήσεις τον καιρό.
Έβαλε ο Θεός σημάδι
παλληκάρι στα Σφακιά
κι η μανούλα του στον Άδη
τράβηξε μια χαρακιά.
Της καρδιάς μου βασιλιά
με τον ήλιο στα μαλλιά,
μην περνάς τη χαρακιά
η ζωή είναι πιο γλυκιά.» (μουσική: Σταύρος Ξαρχάκος)
Σημαντικό κατέστη το μεταφραστικό του έργο, πόσω μάλλον αν αναλογιστεί κάποιος πως ήταν αυτοδίδακτος στις ξένες γλώσσες. Ο Γκάτσος μετέφρασε θεατρικά κείμενα σε συνεργασία με το Θέατρο Τέχνης και το Εθνικό, με αφετηρία τον «Ματωμένο Γάμο» του Λόρκα.
Η Αγαθή Δημητρούκα υπήρξε σύντροφος του Γκάτσου για πολλά χρόνια. Σε συνέντευξή της έχει αναφερθεί στον πατέρα του, ο οποίος πέθανε κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού του προς την Αμερική και μάλιστα το άψυχο σώμα του εναποτέθηκε στη θάλασσα. Όπως σημείωσε η ίδια, το γεγονός αυτό στιγμάτισε τον Γκάτσο, κάτι που είναι διακριτό στο έργο του. Η ιστορία του θανάτου του πατέρα συγκλόνισε όλη την οικογένεια. Ο ποιητής δεν κατάφερε ποτέ να ξεπεράσει τη σκηνή θρήνου της μητέρας του όταν πληροφορήθηκε τα θλιβερά νέα. Ο Γκάτσος, μετά τον θάνατο και της μητέρας του, βίωσε ακόμη μία απώλεια… εκείνης της αδερφής του στα τέλη του 1973.
Η Δημητρούκα έχει αναφερθεί και στον χαρακτήρα του Γκάτσου, στο «παροιμιώδες» - όπως το χαρακτήρισε – χιούμορ του, στη φαινομενική βλοσυρότητά του και στη ζεστή καρδιά του.
Ο ποιητής διατηρούσε στενή φιλία με τον ηθοποιό Σωτήρη Μουστάκα και την οικογένειά του. Παράλληλα, η σχέση που είχε αναπτύξει με τον Ξαρχάκο και τον Χατζηδάκι ήταν παραπάνω από φιλική. Με τον πρώτο συμπεριφέρονταν σαν να ήταν πατέρας – γιος, με τον δεύτερο σαν να ήταν αδέρφια.
«Άσπρο περιστέρι μεσ’ τη συννεφιά
μου `δωσες το χέρι να `χω συντροφιά
άσπρο περιστέρι μαύρο μου φτερό
κάθε καλοκαίρι θα σε καρτερώ» (μουσική: Μάνος Χατζηδάκις)
Ο Χατζηδάκις, αναφερόμενος στην «Αμοργό», είχε επισημάνει πως επρόκειτο για «μνημειώδες έργο του νεοελληνικού ποιητικού λόγου, επειδή περιέχει βαθύτατα την ελληνική παράδοση, δεν την εκμεταλλεύεται, ενώ συγχρόνως περιέχει όλη την ευρωπαϊκή θητεία του Μεσοπολέμου».
Υπέροχη φίλη για εκείνον ήταν κι η Νάνα Μούσχουρη. Με τον Οδυσσέα Ελύτη γνωρίστηκε το 1936 και για 50 χρόνια συνήθιζαν να πίνουν τον καφέ τους στον «Λουμίδη».
Όσον αφορά την πολιτική του θέση, ο ίδιος είχε δηλώσει: «Δεν μπορείς να πας με καμία κυβέρνηση, γιατί, πάντα, κάθε κυβέρνηση θα αδικεί. Πρέπει να είσαι με τη μεριά του αδικημένου ή του κριτή, του απέναντι».
Πίστευε στον Χριστιανισμό αλλά δεν ήταν θρησκόληπτος. Διαφωνούσε με κάθε εκχυδαϊσμό της θρησκείας, σεβόμενος τα πρόσωπα της πίστης.
Ο Νίκος Γκάτσος απεβίωσε στις 12 Μαΐου 1992. Ο καρκίνος νίκησε το σώμα του… δεν μπόρεσε να νικήσει όμως το συναίσθημά του, αυτό το συναίσθημα που ρέει διάχυτα ακόμη σε κάθε λέξη του, για να μας θυμίζει πως υπάρχει κι ένας άλλος κόσμος, λιγότερο πεζός και μονότονος και, πως ακόμη κι αν αυτός ο κόσμος δεν αλλάξει ποτέ, οι άνθρωποι πάντοτε θα ελπίζουν…
«[…] Στης Ανατολής τα μέρη μια φορά και ένα καιρό
ήταν άδειο το κεμέρι, μουχλιασμένο το νερό
στη Μοσσούλη, τη Βασσόρα, στην παλιά τη χουρμαδιά
πικραμένα κλαίνε τώρα της ερήμου τα παιδιά.
Κι ένας νέος από σόι και γενιά βασιλική
αγροικάει το μοιρολόι και τραβάει κατά εκεί.
τον κοιτάν οι Βεδουίνοι με ματιά λυπητερή
κι όρκο στον Αλλάχ τους δίνει, πως θ’ αλλάξουν οι καιροί.
Σαν ακούσαν οι αρχόντοι του παιδιού την αφοβιά
ξεκινάν με λύκου δόντι και με λιονταριού προβιά
απ’ τον Τίγρη στον Ευφράτη, απ’ τη γη στον ουρανό
κυνηγάν τον αποστάτη να τον πιάσουν ζωντανό.
Πέφτουν πάνω του τα στίφη, σαν ακράτητα σκυλιά
και τον πάνε στο χαλίφη να του βάλει την θηλιά
μαύρο μέλι μαύρο γάλα ήπιε εκείνο το πρωί
πριν αφήσει στην κρεμάλα τη στερνή του την πνοή.
Με δύο γέρικες καμήλες μ’ ένα κόκκινο φαρί
στου παράδεισου τις πύλες ο προφήτης καρτερεί.
πάνε τώρα χέρι χέρι κι είναι γύρω συννεφιά
μα της Δαμασκού τ’ αστέρι τους κρατούσε συντροφιά.
Σ’ ένα μήνα σ’ ένα χρόνο βλέπουν μπρος τους τον Αλλάχ
που από τον ψηλό του θρόνο λέει στον άμυαλο Σεβάχ:
«νικημένο μου ξεφτέρι δεν αλλάζουν οι καιροί,
με φωτιά και με μαχαίρι πάντα ο κόσμος προχωρεί»
Καληνύχτα Κεμάλ, αυτός ο κόσμος δε θα αλλάξει ποτέ
Καληνύχτα...» (μουσική: Μάνος Χατζηδάκις)