Την Παρασκευή 23 Ιουλίου έκανε πρεμιέρα το νέο έργο του Γιάννη Μαυριτσάκη Κρεουργία, με αφορμή τις Βάκχες του Ευριπίδη.
Η παράσταση Κρεουργία σε σκηνοθεσία Γιώργου Σκεύα, παρουσιάστηκε την Παρασκευή 23 και το Σάββατο 24 Ιουλίου στη Μικρή Επίδαυρο. Το έργο περιλαμβάνεται στη νέα θεατρική σειρά του Φεστιβάλ Αθηνών «Contemporary Ancients» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Νεφέλη. Πρόκειται για το τρίτο κατά σειρά σύγχρονο έργο-ανάθεση που παρουσιάζεται στο φετινό Φεστιβάλ μετά το Το σπίτι με τα φίδια του Β. Χατζηγιαννίδη και το Γάλα, αίμα της Αλεξάνδρας Κ*, ενώ το ίδιο σαββατοκύριακο παρουσιάστηκε στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου το αποσπασματικό σατυρικό δράμα Ιχνευταί του Σοφοκλή που κυκλοφορεί σε νέα έκδοση στην ίδια θεατρική σειρά. Η Κρεουργία (Carnage) φέρει την υπογραφή του συγγραφέα Γιάννη Μαυριτσάκη (Μετατόπιση προς το ερυθρό, Κωλοδουλειά, Η επίκληση της γοητείας).
Το κείμενο
Εμπνευσμένος από τις «Βάκχες» του Ευριπίδη, κι ακόμα περισσότερο από το σκοτάδι και το αίνιγμα του πιο τελετουργικού έργου της αρχαίας θεατρικής γραμματείας, ο Γιάννης Μαυριτσάκης παραδίδει ένα νέο αίνιγμα. Ένα σύγχρονο, τεχνοκρατικό σύμπαν, με κυρίαρχη μια οθόνη προβολής στη θέση του παλατιού του Πενθέα, γίνεται χώρος τέλεσης ενός δρώμενου που αποτυπώνει το εύθραυστο όριο μεταξύ εικονικού και πραγματικού, ονείρου και βιώματος, πολιτισμού και φύσης, καθώς επίσης αρσενικού και θηλυκού, όπως ανθρώπινου και θείου, με τη γλώσσα να κρατά στο έργο τον πρωταγωνιστικό ρόλο.
Δεν πρόκειται για μια διασκευή του έργου του Ευριπίδη, αλλά για ένα καινούργο έργο με τη δική του προσωπικότητα, αντλώντας ποιότητες από την ουσία του διονυσιασμού και του μύθου των Βακχών. Αποτελείται από 5 εικόνες και 6 χαρακτήρες που διατηρούν τις ιδιότητες και τα ονόματα των αρχετύπων τους: Διόνυσος, Πενθέας, Αγαύη, Αγγελιόφορος, Κάδμος, Τειρεσίας. Το κείμενο κυκλοφορεί σε δίγλωσση έκδοση από τις εκδόσεις Νεφέλη, με την μετάφραση της Χριστίνας Πολυχρονίου στ’ αγγλικά. Η δράση μεταφέρεται από τον Κιθαιρώνα, σ’ ένα σύγχρονο πολυόροφο κτίριο, ενδεχομένως μια μεγάλη εταιρεία με σαφείς σκηνικές οδηγίες που επιτάσσουν τη χρήση οθονών προβολής. Μαύρος γρανίτης, τραπέζι συσκέψεων, μεγάλη οθόνη προβολής. Business professional dress code. Στην οθόνη προβάλλεται live εικόνα από το βαθύ διάστημα. Ο Διόνυσος διευθύνει την προβολή, ενώ ο Πενθέας παρακολουθεί από την καρέκλα του.
Ο Διόνυσος παρουσιάζεται από την αρχή χειριστικός και με μια ιδιαίτερη γοητεία, με τον Πενθέα ν’ αφήνεται στα χέρια του αρχικά από φόβο και στη συνέχεια από ερωτική επιθυμία. Η τριβή μεταξύ τους στην 3η Εικόνα θα θίξει ζητήματα φύλου, με τον Πενθέα να δέχεται να «γίνει η γυναίκα» του Διονύσου, ώστε να λαμβάνει την προσοχή και τη φροντίδα του. Μια βασική διαφορά από το πρωτότυπο, είναι η ερωτική επιθυμία και η αιμομικτική συνεύρεση της Αγαύης με τον Πενθέα που μπορεί να μην φαίνεται επί σκηνής, αλλά μεταφέρεται λεπτομερώς από την αγγελική ρήση. Να τονίσουμε πως δεν είναι μια ακούσια συνουσία μητέρας-γιου όπως αυτή της Ιοκάστης με τον Οιδίποδα, αλλά για μια εκούσια ή έστω υποκινημένης από το Διόνυσο σεξουαλικής πράξης που παραβιάζει τους νόμους… κι ας είναι οικογενειακή υπόθεση. Η ερωτική μανία της Αγαύης συνδέεται άμεσα με τον διονυσιασμό, ενώ διαβάζοντας το έργο στο σήμερα και κυρίως με την κατάληξη της επαφής τους, μπορούμε να το συνδέσουμε με μια σειρά από ερωτικά εγκλήματα και περιπτώσεις ενδοοικογενειακής βίας. Μάλιστα, η αντίδραση του Κάδμου –πατέρα της Αγαύης- είναι η συγκάλυψη του γεγονότος με την διαγραφή των αρχείων καταγραφής κι όχι η τιμωρία των «αμαρτωλών».
Το κείμενο του Μαυριτσάκη διακρίνεται για την ακραία σεξουαλικότητά και την κυνικότητά του, τους τρεις εκτενείς μονολόγους του (Αγγελιοφόρος, Πενθέας, Αγαύη), την εκλεπτυσμένη και συγχρόνως αντιθεατρική/έντονα αφηγηματική γλώσσα του, τις σκηνικές οδηγίες που απαιτούν τη χρήση νέων τεχνολογιών και την έλλειψη κάθαρσης. Διαβάζοντας το κείμενο, δίνεται έντονα η αίσθηση του στρες και της γεύσης του «απαγορευμένου καρπού», ενώ διευρύνεται το πεδίο αναζήτησης των σεξουαλικών φύλων, με τον Πενθέα να περνάει από το αρσενικό στο θηλυκό, ενώ στο μονόλογο του αναφέρεται συχνά στον ιππόκαμπο, ζώο της θάλασσας που είναι σύμβολο των bisexual και non binary ατόμων επειδή είναι ερμαφρόδιτο. Η νομικά κολάσιμη ερωτική σχέση μάνας-γιου αναπαράγεται τόσο από την αφήγηση του αγγελιοφόρου –ο οποίος μάλιστα παραδέχεται πως είναι ερεθιστική εικόνα- κι από την στιχομυθία Κάδμου-Τειρεσία, ενώ η χρήση των βίντεο στην παράσταση πολλαπλασιάζουν την οπτική μας πάνω στο θέμα.
Η παράσταση
Ο Γιώργος Σκεύας δημιούργησε μια παράσταση αρκετά κοντά στην αισθητική των σκηνικών οδηγιών του κειμένου, πράγμα που είναι μια ιδανική τακτική για το πρώτο ανέβασμα ενός καινούργιου έργου. Στο θέατρο της Αργολίδος, δέσποζαν μπροστά από το γνώριμο οίκημα 3 κάθετες ορθογώνιες οθόνες προβολής, μια καρέκλα γραφείου, το πάνω μέρος ενός τραπεζιού που θύμιζε φέρετρο και πάνω στο οποίο βρισκόταν για τα 4/5 της παράστασης ξαπλωμένη η ηθοποιός Κόρα Καρβούνη (Αγαύη) γυμνή και καλυμμένη από μια γούνα από μινκ, ενώ στο έδαφος υπήρχε ένα πλέγμα από καλώδια, ένας κύβος που ήταν επίσης οθόνη προβολής και ηχητικοί εξοπλισμοί (σκηνικά: Θάλεια Μέλισσα κι Ίρις Σκολίδη). Δινόταν έντονη η αίσθηση του οργουελικού «Μεγάλου Αδερφού», μια δυστοπία όχι και τόσο μακρινή τη χρονιά των τηλεδιασκέψεων, επιλογή που δε φαινόταν τυχαία. Εύσημα αξίζουν και στην Σήμη Τσιλαλή για τον ηχητικό σχεδιασμό της παράστασης που σε συνδυασμό με τις προβολές δίνουν τη φυσιογνωμία της παράστασης.
Το σκηνογραφικό κομμάτι ακολουθούσε σε μεγάλο βαθμό τις σκηνικές υποδείξεις του κειμένου, αλλά δεν φαινόταν να επικοινωνεί με τον φυσικό χώρο της Μικρής Επιδαύρου, σε αντίθεση με το Γάλα, αίμα που ήταν εμφανώς γραμμένο με βάση τον συγκεκριμένο χώρο. Η Κρεουργία δεν μπορεί να παρασταθεί χωρίς οθόνες προβολής το δίχως άλλο, αλλά νομίζω πως χρειαζόντουσαν μεγαλύτερες οθόνες για να «παγιδευτεί» περισσότερο το βλέμμα του θεατή. Νιώθω πως η συγκεκριμένη παράσταση θα ήταν επιδραστικότερη στην Πειραιώς 260 ή σε κάποια αίθουσα black box όπως το Θησείο, το Bios ή το πλέον ανενεργό Βυρσοδεψείο.
Να γυρίσουμε όμως στην παράσταση που παρακολουθήσαμε. Οι ηθοποιοί ήταν ενδεδυμένοι με επίσημο μαύρο ένδυμα (κοστούμια: Εβελίνα Δαρζέντα), με τον Διόνυσο να φοράει επιπλέον και γάντια. Ενδιαφέρουσα λεπτομέρεια στα γυμνά των Νούση (Πενθέας) και Καρβούνη (Αγαύη) ήταν οι λευκές γάζες στην περιοχή των γλουτών και των γεννητικών τους οργάνων, που θύμιζαν κάτι ανάμεσα σε χειρουργικές γάζες και σερβιέτες, που στην τελική σκηνή του έργου συνδυάστηκαν μ’ ένα ζωικό περπάτημα που θα μπορούσε να υποδεικνύει πως ήταν τα πειραματόζωα του Διονύσου αλλά και μια εμφατική ανάγνωση της ζωικότητας κάτω ή παράλληλα με την ανθρωπινότητα των ηρώων. Θα σταθώ στην ατάκα της Αγαύης: «Δεν είστε αυτοί νομίζετε πως είστε, έχετε κάνει λάθος.»
Αυτό ήταν το περίβλημα της παράστασης, το οποίο -όπως προείπαμε- υπηρέτησε άριστα το κείμενο, βασική επιδίωξη μάλλον, του σκηνοθέτη Γιώργου Σκεύα.
Υπήρξαν ωστόσο ορισμένα ζητήματα με την παράσταση που υπήρξαν καταλυτικά για την επικοινωνία της με το ζωντανό της κοινό. Καταρχάς, πρόκειται για ένα κείμενο με αρκετές εκφράσεις που θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε μη θεατρικές, και με μακρόσυρτους μονόλογους που απαιτούν επιπλέον συγκέντρωση και ετοιμότητα ώστε να έχουν ροή κι άρα παραστασιμότητα. Ο Νούσης κι η Καρβούνη έκαναν αρκετά σαρδάμ στην εκφορά των μονολόγων τους, που γινόντουσαν εύκολα αντιληπτά στον θεατή λόγω της προβολής του κειμένου με τη μορφή υποτίτλων. Δεύτερον, η παράσταση είχε ζητήματα ροής και συνοχής, δίνοντας την αίσθηση πως πλατειάζει ακόμη. Θα ήθελα περισσότερο τολμηρή την σκηνοθεσία του Σκεύα, που ενώ έδωσε πολύ καλά δείγματα κατανόησης και παράστασης του έργου, με τις προβολές, με την επανάληψη τμήματος του μονολόγου της Αγαύης στην έναρξη της παράστασης, με τη ζωώδη σωματικότητα των κεντρικών ηρώων, περιόρισε την έκταση αυτών των ιδεών. Πρόκειται για κείμενο που εκ πρώτης όψεως φαίνεται «διαβαστό», ενώ όπως φάνηκε σπερματικά προσφέρεται για δράσεις και εικόνες που μπορούν να δημιουργήσουν μια ενδιαφέρουσα και performative παράσταση. Δεν μπορώ να πω με σιγουριά αν έφταιγε η ανεξίτηλη προσωπικότητα του χώρου ή το ίδιο το κείμενο, αλλά η παράσταση δεν έφτασε εκεί που θα μπορούσε.
Οι ηθοποιοί της παράστασης ήταν συνεπείς στο χαρακτήρα της, με πρωτεύοντα το Γιώργο Νούση στο ρόλο του Πενθέα. Ο νεαρός ηθοποιός κατάφερε να μεταδώσει τις ανησυχίες και την ανασφάλεια του Πενθέα, την ψυχοπαθολογία της σχέσης του με την μητέρα του, αλλά και τον αμφισεξουαλισμό του που οδηγεί από τον διονυσιασμό και την παρενδυσία στη διασάλευση των φύλων. Η σωματική ερμηνεία του ηθοποιού τόσο σε διάδραση με το Διόνυσο (Μάξιμος Μουμούρης) όσο και με την Αγαύη (Καρβούνη), ήταν εξαιρετική και συνόδευε άριστα με το δραματικό του υπόβαθρο. Σαν θεατής μπόρεσα να εκλάβω τον φυλολυγισμό του (gender bending), και τον φόβο που τον συνοδεύει, ιδίως στο τέλος την 3ης Εικόνας όπου παρακαλά τον Διόνυσο να μην τον εγκαταλείψει. Αντίστοιχα, ο Μουμούρης ήταν όσο ψυχρός και χειριστικός απαιτούσε ο ρόλος του, δίνοντας το πάτημα για την ερμηνεία του Πενθέα, ως ένας άλλος μαριονετοπαίκτης.
Μια μικρότερης εμβέλειας διασάλευση φύλου, ήταν η επιλογή γυναίκας ηθοποιού (Αγγελική Παπαθεμελή) στο ρόλο του Αγγελιοφόρου. Ο Αγγελιοφόρος τυπικά στις παραστάσεις Αρχαίου Δράματος, ήταν ένας λαικός άντρας που καταφτάνει αγχωμένος για να διηγηθεί κάτι που συνέβη σε μη δραματικό χρόνο. Στην Κρεουργία, ο Αγγελιοφόρος θυμίζει περισσότερο τον επόπτη security ενός εργασιακού χώρου, που παρακολουθεί τη δράση από τις οθόνες των καμερών του κτιρίου. Η Παπαθεμελή έφερε το άγχος και την ένταση μιας αγγελικής ρήσης, κατά τη διήγηση της αιμομικτικής συνεύρεσης Πενθέα- Αγαύης.
Το δεύτερο peak της παράστασης μετά τον Πενθέα, ήταν ο μονόλογος της Αγαύης στην 5η και τελευταία Εικόνα του έργου, από την υπέροχη ηθοποιό Κόρα Καρβούνη. Η ηθοποιός που για παραπάνω από μια ώρα χρειάστηκε να βρίσκεται ξαπλωμένη σε ημιθανή κατάσταση στο κέντρο της σκηνής, και μετά να κυλιστεί ως πτώμα από τον Κάδμο, μπόρεσε παρά τις δυσκολίες που προαναφέραμε να επανέλθει στην ενέργεια που απαιτούσε ο ρόλος και να δώσει μαζί με τον Πενθέα μια από τις πιο χαρακτηριστικές σκηνές της παράστασης. Μοιάζει σχεδόν ακατόρθωτο να τηρηθεί η μετάβαση από την «νεκρική» στην έντονα ζωώδη κατάσταση, και σε μεγάλο βαθμό τα κατάφερε. Γνωρίζοντας τις δυνατότητες της ηθοποιού, θα περίμενα ακόμη περισσότερη ενέργεια και «τρέλα» που ίσως δεν ήταν στις επιδιώξεις του ανεβάσματος, αλλά θα κορύφωνε την παράσταση με πιο δραστικό τρόπο.
Περισσότερο διεκπεραιωτικοί ήταν ο Γιώργος Ζιόβας (Κάδμος) και ο Γιώργος Φριντζήλας (Τειρεσίας) στους ρόλους τους.
Κλείνοντας, η Κρεουργία του Γιώργου Σκεύα, ενώ είναι αρκετά κοντά στο πνεύμα του κειμένου, δεν κατάφερε να συνεπάρει και «ταλαντώσει» μεγάλο μέρος του κοινού. Η αρχή ωστόσο έγινε και πιστεύω πως σ’ έναν επόμενο κύκλο παραστάσεων ενδέχεται να είναι περισσότερο δραστική και συμπαγής. Δεν μπορούμε ωστόσο να μην αναγνωρίσουμε την πλούσια ποικιλία φωνών κι οπτικών που προσφέρει φέτος το Φεστιβάλ Αθηνών κι Επιδαύρου, με την κάθε μία ν’ αφήνει το δικό της αποτύπωμα στο θεατρικό γίγνεσθαι.
Διαβάστε επίσης: