Τα «Λαμπρά Παράσιτα» είναι μια άκρως ασυνήθιστη ιστορία ενός συνηθισμένου ζευγαριού. Ζώντας μέσα στην οικονομική εξαθλίωση σε μια υποβαθμισμένη περιοχή του ανατολικού Λονδίνου, η Τζιλ και ο Όλλυ περιμένουν το πρώτο τους παιδί. Ξαφνικά η μυστηριώδης Miss Dee τους χαρίζει το σπίτι των ονείρων τους και κάπου εκεί η ιστορία γίνεται τρομακτική. Καταιγιστικές σκηνές δράσης, ειρωνείας, τρόμου, αλλά κυρίως… αφοπλιστικού χιούμορ ξετυλίγουν το νήμα από τις βάρβαρες και παράλογες πράξεις τους. Θύματα της υπερκατανάλωσης και θέλοντας να είναι καλύτεροι από τους διπλανούς του, το νεαρό ζευγάρι είναι έτοιμο να πατήσει στην κυριολεξία «επί πτωμάτων» για να πάρει τα πιο μοντέρνα και ακριβά πλακάκια για την κουζίνα του.
Η σουρεαλιστική κωμωδία, που παρουσιάζεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα σε σκηνοθεσία του Χάρη Αττώνη, πέρα από το γεγονός πως μας συστήνει τον άγνωστο στο ελληνικό κοινό θεατρικό συγγραφέα Philip Ridley, μας φέρνει σε επαφή και με το ζωντανό ταπεραμέντο της Κατερίνας Λάττα. Τη συνάντησα σε ένα καφέ στο κέντρο του Παγκρατίου και μ’ αφορμή την παράσταση μιλήσαμε για τους καλλιτέχνες της γενιάς της και την Ελλάδα του σήμερα. Η Κατερίνα είναι λαμπερή και έτοιμη να χυμήξει στη ζωή και στη σκηνή, όπως η Όλλυ στο νέο της σπίτι….Απολαύστε την!
Η παράσταση ανεβαίνει για πρώτη φορά στην Ελλάδα και αποτελεί έργο του Βρετανού Philip Ridley, ενός αρκετά εκκεντρικού συγγραφέα, που είναι σχεδόν άγνωστος στο ευρύ ελληνικό κοινό. Τι ρίσκο είχε όλη αυτή η διαδικασία;
Δεν θα πω ψέματα… Η αλήθεια είναι ότι ούτε εγώ τον γνώριζα. Ωστόσο, όταν ο Χάρης μου έδωσε το βιβλίο και μου είπε ότι θα ανεβάσουμε ένα έργο του, μπήκα στη διαδικασία να ψάξω και να μάθω ποιος είναι. Στο Λονδίνο τον αποκαλούν σκοτεινό παραμυθά του θεάτρου. Έχει γράψει παιδικό θέατρο, ποίηση, λογοτεχνία αλλά και κινηματογράφο. Επομένως, έλαβα το ερέθισμα και αμέσως τον αναζήτησα. Τώρα, όταν αποφασίζεις να παρουσιάσεις ένα έργο που δεν ξέρει το ευρύ κοινό, σίγουρα υπάρχει ένα ρίσκο. Φαντάζομαι όμως ότι οι θεατές –συμπεριλαμβάνοντας και τον εαυτό μου σε αυτούς– εύκολα θα πάνε να παρακολουθήσουν κάτι που δεν έχουν ξαναδεί και ξανακούσει. Θα τους ιντριγκάρει, θα μπουν στη διαδικασία να ψάξουν στο Google και να μάθουν οτιδήποτε σχετικό. Και, αν τους αρέσει όσα θα βρουν, θα έρθουν στην παράσταση.
Στο έργο είναι έντονο το συναίσθημα της ενοχής, που κατατρώει την Τζιλ, την ηρωίδας που υποδύεσαι. Τι δύναμη πιστεύεις ότι έχει αυτό το συναίσθημα; Στην καθημερινότητά σου έχεις ενοχικά συναισθήματα.
Είναι τεράστιο, είναι κάτι το οποίο με μαστίζει, με κατατρώει. Και η ηρωίδα μου σίγουρα το νιώθει έντονα αυτό. Κάποια στιγμή, όταν συνειδητοποιεί και η ίδια τι έχει κάνει, το συναίσθημα της ενοχής αρχίζει να την πνίγει, να την τρελαίνει. Φτάνει στα όρια της ψύχωσης, της υστερίας και της διπολικής διαταραχής. Είναι ένα συναίσθημα που μπορεί να της καταστρέψει την ζωή και τη σχέση της με τον άντρα της. Όσον αφορά τώρα την καθημερινότητά μου, το έχω στο μυαλό μου ως εξής: Μερικές φορές τα πράγματα τα βάζεις στη ζυγαριά και ψάχνεις να βρεις το καλό και το κακό. Το όνειρο και ο εφιάλτης είναι πολύ κοντά, η διαχωριστική γραμμή είναι πολύ λεπτή. Όταν τα θέλω μας είναι «καθαρά», είναι όλα ωραία και εύκολα. Πολλές φορές όμως δεν υπάρχουν σαφή όρια, τα θέλω μας καταπατούν την ελευθερία του άλλου και έτσι δημιουργείται ένα χάος. Φυσικά δεν φτάνω στην κατάσταση της ηρωίδας, που διαπράττει δολοφονία. Ωστόσο, όταν αρχίζεις να καταπατάς την ελευθερία του άλλου, τότε αρχίζουν οι ενοχές σου και διογκώνονται.
Στο τέλος το έργο κάνει ανοιχτή έκκληση στους θεατές να αντιδράσουν, προκαλώντας σίγουρα προβληματισμό. Με ποιες σκέψεις θα ήθελες να φύγει ένας θεατής από την παράσταση;
Χρησιμοποιώντας αυτό το ακραίο παράδειγμα –το ότι σκοτώνεις για να έχεις αυτό που θες–, θα αναφέρω αυτό που μου είπε μια φίλη: «Εντάξει, εγώ δεν έχω σκοτώσει ποτέ στη ζωή μου, αλλά σκέφτομαι πάρα πολύ τις θυσίες που έχω κάνει για να έχω ένα καλό σπίτι, μια καλή δουλειά, ένα καλό αυτοκίνητο. Μπορεί να μη βλέπω τους φίλους μου, την οικογένειά μου ή να μην περνάω χρόνο με το σύντροφό μου για να τα έχω». Έτσι θα ήθελα να φύγουν σκεπτόμενοι αυτές τις θυσίες που πρέπει να κάνουν ή έχουν κάνει για να αποκτήσουν κάτι. Ειδικά όταν μιλάμε για θυσία που αφορά τις ανθρώπινες σχέσεις και τη γαλήνη της ψυχής με απώτερο στόχο την απόκτηση υλικών αγαθών. Στο σημείο αυτό θα ήθελα να αναφέρω και κάτι ακόμα που μου είπε μια φίλη μου. Υπάρχουν πολλοί άστεγοι εκεί έξω. Τους βλέπουμε όλοι γύρω μας. Η κοινωνίας μας είναι κοινωνία δύο ταχυτήτων, οι πλούσιοι και οι φτωχοί. Στην πολυκατοικία της λοιπόν έμενε ένας άστεγος και τον τελευταίο καιρό σταμάτησαν να τον βλέπουν. Δεν ήταν πια εκεί. Επομένως, βλέποντας την παράσταση, αναρωτήθηκε πού να είναι. Με αυτό τον ανθρώπου είχε συνομιλήσει, του είχε δώσει ρούχα και φαγητό. Όμως, όταν χάθηκε, δεν αναρωτήθηκε πού πήγε. Η παράσταση της κινητοποίησε συναισθήματα για κάτι που ήταν στην κυριολεξία έξω από την πόρτα της, αλλά η ρουτίνα και η καθημερινότητα δεν την άφησαν να το δει. Και αυτό είναι πολύ σημαντικό. Αν έπειτα από αυτές τις δύο ώρες κάποιος φεύγοντας σκεφτεί κάτι τέτοιο, αυτό είναι σπουδαίο για την παράσταση.
Πιστεύεις πως η παράσταση συνδέεται με την ελληνική πραγματικότητα; Με ποιον τρόπο;
Εννοείται. Λέει στο έργο «το πολύ δεν είναι ποτέ αρκετό» και γίνεται μια αναφορά στο Selfridges. Τo Selfridges είναι το γνωστό λονδρέζικο πολυκατάστημα που άνοιξε στις αρχές του 1900 και δημιούργησε το παραμύθι της αγοράς. «Θέλω και άλλο, θέλω και άλλο», ακούγεται στο έργο. Δεν είναι αυτή η διαδικασία της υπερκατανάλωσης το φαινόμενο που μαστίζει και τη δική μας εποχή; Δυστυχώς το βλέπω και στον εαυτό μου και στους γύρω μου. Έχεις ένα παλτό, έχεις ένα αμάξι, αλλά θες και άλλα. Μπαίνεις σε μια διαδικασία συνεχούς και άσκοπης αναζήτησης νέων υλικών αγαθών, που ποτέ δεν σε κάνουν ευτυχισμένο και δεν σε ικανοποιούν. Και το κυριότερο ποτέ δεν θα είναι αρκετά, όσα και αν έχεις. Μόνο αν παρατηρήσεις τι γίνεται σε ένα λεωφορείο, που είμαστε όλοι με το κινητό στο χέρι και κοιτάμε νέα προϊόντα, αντιλαμβάνεσαι αμέσως τη σχέση.
Στο έργο υπάρχει ο μυστηριώδης και σκοτεινός χαρακτήρας της Miss Dee, που έχει πολλαπλά σύμβολα. Πώς θα τον περιέγραφες;
Η Miss Dee είναι πολύ κοντά στο τι είναι οι ενοχές. Η Miss Dee είναι η κατάσταση πριν από τις ενοχές, όταν γεννιέται το δίλημμα. Είναι αυτό το σκουληκάκι που μπαίνει μέσα σου και σε κάνει να γελάσεις διαβολικά και να αναρωτηθείς αν θέλεις τελικά πραγματικά να το κάνεις. Για να περιγράψω τη Miss Dee θα χρησιμοποιούσα δύο ατάκες: «Μπήκε ο διάολος μέσα μου» και «Εγώ ποτέ δεν θα το έκανα».
Τι δυσκολίες αντιμετωπίζει ένας καλλιτέχνης στην Ελλάδα της οικονομικής κρίσης;
Σίγουρα είναι ένα σύνθετο και ιδιαίτερο επάγγελμα, δεν θέλω να το πω πολυτέλειας, γιατί είναι λάθος ως όρος. Απλώς, αν δεν έχεις χρόνο να παρατηρείς, να διαβάζεις και να εξελίσσεσαι, αντιμετωπίζεις μεγάλες δυσκολίες. Εγώ είμαι ένας άνθρωπος που κάνει και άλλες δουλειές. Δεν έχω όλες τις χρονικές περιόδους κάποιο συμβόλαιο για να μπορώ να αφιερώνομαι αποκλειστικά στην ηθοποιία. Θεωρώ πως για τους καλλιτέχνες της δικής μου γενιάς αυτή είναι μεγαλύτερη πρόκληση. Μέσα στην οικονομική κρίση ίσως αναγκαστούν να κάνουν και μια δεύτερη δουλειά, θα αναλώσουν σε αυτό τη ζωή τους, θα διοχετεύσουν εκεί τη δημιουργικότητά τους. Εμένα αυτός είναι ο φόβος μου. Ως πότε θα μπορώ να κάνω παράλληλα πράγματα για να βιοποριστώ, να συντηρηθώ και ταυτόχρονα να δίνω όλο μου το είναι στο θέατρο; Δεν θέλω να χάσω αυτή την «παιδική» όρεξη που είχα όταν μπήκα στην σχολή. Φοβάμαι αν θα καταφέρω να τη διατηρήσω σε βάθος χρόνου.
Τι ονειρεύεσαι για τη χρονιά που έρχεται;
Όχι ενοχές. Ο καθένας να κάνει αυτό που επιθυμεί και να το απολαμβάνει.
Η σουρεαλιστική μαύρη κωμωδία «Λαμπρά Παράσιτα» παρουσιάζεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα στο Θέατρο Tempus Verum-Εν Αθήναις από τις 18 Νοεμβρίου και για περιορισμένο αριθμό παραστάσεων, από Τετάρτη έως και Κυριακή.
Κεντρική φωτογραφία: Δομνίκη Μητροπούλου