Τελευταία Νέα
Από τη «Φόνισσα» του Παπαδιαμάντη στην παιδοκτόνο της Πάτρας Ζητούνται ηθοποιοί από το Εθνικό Θέατρο Πέθανε η σπουδαία τραγουδίστρια Ειρήνη Κονιτοπούλου-Λεγάκη Είδα τους «Προστάτες», σε σκηνοθεσία Γιώργου Κιουρτσίδη (Αποστολή στη Θεσσαλονίκη) Ανακοινώθηκε το Πρόγραμμα του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου Είδα το «Hyperspace ή αλλιώς…» , σε σκηνοθεσία Δανάης Λιοδάκη   «Καραϊσκάκενα, O Θρύλος» Της Σοφίας Καψούρου στον Πολυχώρο VAULT «Μπες στα παπούτσια μου - Ταυτίσου με τη διαφορετικότητα αυτοσχεδιάζοντας» στο Θέατρο Όροφως Παγκόσμια Ημέρα Θεάτρου 2022 – Το μήνυμα του Peter Sellars Ο Βασίλης Μαυρογεωργίου ανοίγει Mοτέλ στη Φρυνίχου Η πρώτη δήλωση του Νέου Καλλιτεχνικού Διευθυντή του ΚΘΒΕ Δράσεις του Εθνικού Θεάτρου για την Παγκόσμια Ημέρα Θεάτρου Ακρόαση ηθοποιών για την νέα παράσταση του Γιάννη Κακλέα Είδα το «Γράμμα στον πατέρα», σε σκηνοθεσία Στέλιου Βραχνή (Αποστολή στη Θεσσαλονίκη) Κερδίστε διπλές προσκλήσεις για την παράσταση «Η σιωπηλή Λίμνη»
 

Είδα το «Ρίττερ,Ντένε,Φος», σε σκηνοθεσία Μαρίας Πρωτόπαππα Κύριο

Απο τη Γιώτα Δημητριάδη 

φωτό:Σταύρος Χαμπάκης

 

Υπάρχει μια σύνδεση ανάμεσα στα έργα του Τόμας Μπέρνχαρντ και των ηθοποιών- σκηνοθετών που τα ανεβάζουν στις αθηναϊκές σκηνές. Ίσως, αυτό να αποτελεί και μια ερμηνεία για την επιλογή τους να ζωντανέψουν τα καταγγελτικά και «δύσκολα» για τη δική μας κουλτούρα κείμενα του Αυστριακού συγγραφέα. Έργα όμως, ανατριχιαστικά κυνικά απέναντι στο πτώμα του ευρωπαϊκού πολιτισμού.

Η κοινή συνισταμένη αφορά το πρώτο ανέβασμα του έργου «Ρίττερ, Ντένε, Φος» το 1991, στο Θέατρο Οδού Κυκλάδων σε σκηνοθεσία Λευτέρη Βογιατζή. Αρκετά χρόνια αργότερα, είδαμε το έργο σε σκηνοθεσία τριών άλλων σημαντικών μελών της «Σκηνής»: του Δημήτρη Καταλειφού, της Ράνιας Οικονομίδου και της Άννας Κοκκίνου, στο θεάτρο της τελευταίας (2012).  

Στη συνέχεια ο Γιάννος Περλέγκας σημείωσε μεγάλη καλλιτεχνική και εμπορική επιτυχία με τον «Αδαή και τον Παράφρωνα» (2015 πρώτο ανέβασμα στην Πειραματική του Εθνικού Θέατρου). Η παράσταση χάρισε στην Ανθή Ευστρατιάδου το βραβείο Μελίνα Μερκούρη (2017). Ο ίδιος ο Περλέγκας, είχε συνεργαστεί με τον Λευτέρη Βογιατζή, ενώ έχει δηλώσει ότι είχε παρακολουθήσει το «Ρίττερ, Ντένε, Φος», σε ηλικία δέκα ετών και είχε μαγευτεί.

Αντίθετα, ο νεότερος Δημήτρης Καρατζάς, δεν πρόλαβε να δουλέψει με τον Λευτέρη Βογιατζή αλλά επηρεασμένος και εκείνος από τις παραστάσεις του, παρουσίασε στο θέατρο της Οδού Κυκλάδων την «Πλατεία Ηρώων» (2016) το τελευταίο έργο του Τόμας Μπέρνχαρντ (γραμμένο ένα χρόνο πριν πεθάνει το 1989) με ηθοποιούς που είχαν συνεργαστεί μαζί του.

Και φτάνουμε στο σήμερα, όπου η Μαρία Πρωτόπαππα σκηνοθετεί το «Ρίτερ, Ντένε, Φος». Τόσο η ίδια, όσο και η Στεφανία Γουλιώτη και η Λουκία Μιχαλοπούλου είναι ηθοποιοί, που έχουν ρίξει πολύ θεατρικό ιδρώτα, πλάι στον Λευτέρη Βογιατζή.

Ο τίτλος του έργου παραπέμπει σε τρία γνωστά επίθετα Αυστριακών ηθοποιών, οι οποίοι πρωταγωνίστησαν, στο πρώτο ανέβασμα του έργου, στο φεστιβάλ του Σάλτσμπουργκ το 1986.

Στην πρώτη πράξη οι δύο αδερφές εμφανώς ανήσυχες, ετοιμάζουν το τραπέζι- έδαφος για την άφιξη του αδερφού τους από το ψυχιατρείο.

Η όλη αναμονή του προσώπου, θέμα προσφιλές με το «Περιμένοντας τον Γκοντό», δικαιολογεί απόλυτα και τον χαρακτηρισμό των γερμανόφωνων κριτικών για τον Μπέρχαρντ, «Ο Μπέκετ των Άλπεων».


Η δεύτερη πράξη, ξεκινά με την είσοδο  του αδερφού και τη μετατροπή  της μεγαλοαστικής τραπεζαρίας σε κόλαση και αρένα για τα τρία αδέρφια.

Με τους γονείς απόντες, αλλά τελικά ουσιαστικά παρόντες, ο θεατής παρακολουθεί ένα δυνατό ματς ιδεών προσπαθώντας να καταλάβει ποιος από τους τρεις είναι τελικά ο πιο άρρωστος ψυχικά.

Ψυχώσεις, σύνδρομα οιδιπόδεια και ανεκπλήρωτοι στόχοι βουλιάζουν τους τρεις ήρωες στην κατά Σάρτρ «κόλαση είναι οι άλλοι». Όπως πολύ εύστοχα σημειώνει ο φιλόσοφος: «Οι άλλοι άνθρωποι αποτελούν την κόλαση από την άποψη ότι από την στιγμή που γεννιέστε βρίσκεστε σε μια κατάσταση στην οποία είστε αναγκασμένος να υποταχτείτε. Γεννιέστε σαν γιος ενός πλουσίου, ή ενός Αλγερινού, ή ενός γιατρού, ή ενός Αμερικανού. Και το μέλλον σας είναι αυστηρά προσχεδιασμένο, ένα μέλλον που έφτιαξαν άλλοι για σας. Δεν το δημιούργησαν άμεσα, αλλά αποτελούν ένα μέρος μιας κοινωνικής τάξεως που κάνουν αυτό που είσθε. Όλα αυτά σωριάστηκαν πάνω σας από άλλους ανθρώπους. Κι η σωστή περιγραφή της υπάρξεως αυτής είναι κόλαση».

Αυτά ακριβώς τα λόγια από το βιβλίο «Ο υπαρξισμός είναι ανθρωπισμός» (εκδ. Ρούγκα) έρχονται να δέσουν με το οικογενειακό υπόβαθρο της οικογένειας Βόρρινγκερ.

Ο διαρκώς εξαγριωμένος συγγραφέας, εδώ ασκεί κριτική   στην πνευματική ανεπάρκεια, στην αδυναμία της σκέψης να ανθίσει και να εξελιχθεί μέσα σε ένα οικογενειακό περιβάλλον ευνουχιστικό, αλλά και στη λειτουργία της τέχνης και της επιστήμης μέσα σε ένα πεδίο άκρατου καταναλωτισμού, «Αν έχεις το 51% των μετοχών του θεάτρου, παίζεις όποτε σου κάνει κέφι» αναφωνεί η Ρίττερ. Όλα τα παραπάνω έρχονται στο φως μ’ αφορμή αυτό το δείπνο.

RitterDeneVoss printStavrosHabakis 6

Η σκηνοθεσία της Μαρίας Πρωτόπαππα δεν άφησε τίποτα στην τύχη. Αντίθετα, με χειρουργική ακρίβεια, έχει δουλέψει κάθε σκηνή και στιγμή των τριών ηθοποιών της. Καμία κίνηση δεν είναι περιττή, καμία έκφραση υπερβολική. Όλα στέκουν, ακόμα και αυτά που υπαινίσσεται ο Μπέρχαρντ, μέσα από τα προσωπικά του βιώματα.

Ο δύσκολος λόγος του συγγραφέα, μοιάζει να ανθεί στο Υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης και ο θεατής δεν θέλει να χάσει λεπτό από όλα όσα διαδραματίζονται στη σκηνή.

Οι γεννήτορες των ηρώων, οι οποίοι είναι όπως προαναφέρθηκε, απόντες αλλά ουσιαστικά παρόντες, σ’ αντίθεση με τα συνήθη ανεβάσματα δεν απεικονίζονται στα πορτρέτα.Αντίθετα οι κορνίζες είναι άδειες. Μ’ αυτόν τον τρόπο η σκηνοθεσία κλείνει το μάτι στο θεατή να δει μέσα σ’ αυτά τα κάδρα τους δικούς του γονείς ή να επανεξετάσουν τη στάση τους στο γονεϊκό ρόλο. 

Οι μόνοι πίνακες με μορφή είναι των δύο αδερφών της οικογένειας, φιλοτεχνημένοι από τη Νατάσα Πουλαντζά. Μορφές ακαθόριστες, επηρεασμένες από τον εξπρεσιονιστή Έντβαρτ Μουνκ, που διατηρούν όμως παράλληλα κι ένα προσωπικό στοιχείο, μια παιδικότητα, που χαρακτηρίζει τη Ρίττερ και τη Ντένερ.
Πράγματι, αυτή η παιδικότητα, είανι από τα πολλά χαρακτηριστικά των ηρωίδων, που φέρνουν στη σκηνή η Στεφανία Γουλιώτη και η Λουκία Μιχαλοπούλου. Η δεύτερη σκηνική τους σύμπραξη μετά τον «Θεό της Σφαγής», δικαιώνει την κοινή τους επιθυμία να δουλέψουν  ξανά μαζί.

Η σκηνική χημεία θριαμβεύει και η επικοινωνία  τους με τον Αργύρη Ξάφη είναι μοναδική! Όχι, ότι περιμέναμε κάτι λιγότερο από αυτό το ερμηνευτικό τρίο. Ο πήχης ήταν ήδη πολύ ψηλά από την είδηση της παράστασης και γι' αυτό το εγχείρημα για τους ηθοποιούς ακόμα πιο δύσκολο.  

Το πιο σημαντικό, όμως, σ’ αυτές τις τρεις σπουδαίες ερμηνείες, κατά τη γνώμη, είναι ότι δεν αφέθηκαν στιγμή στις ευκολίες τους. Καμία ένταση δεν είναι επιφανειακή, κανένα αστείο δεν λέγεται για να ειπωθεί, καμία ειρωνεία δεν υπερπαίζεται. 

Η Στεφανία Γουλιώτη είναι απολαυστική ως Ντένε, η κίνησή της την ώρα που στρώνει το τραπέζι θα μπορούσε να ήταν μια παράσταση από μόνη της. Μέσα από την υπερπροστατευτική στάση της για τον αδερφό της, καταφέρνει να μεταδώσει και την κρυμμένη σατανικότητα, τον ερωτισμό, την αντιζηλία και το μητρικό ένστικτο, που μαραζώνει στο κορμί της. 

Η Λουκία Μιχαλοπούλου ως Ρίττερ, ισορροπεί μοναδικά ανάμεσα στο πληγωμένο παιδί και την εκδικητική γυναίκα. Η ασυνείδητη απελπισία της, η  ζήλια κι η αφόρητη ανάγκη να αγαπηθεί χτίζουν έναν ολοκληρωμένο και απολαυστικό χαρακτήρα.

Ο Αργύρης Ξάφης, άμα τη εμφανίσει, πείθει για φρενοβλαβής, σώμα, βλέμμα και λόγος στα κόκκινα, χωρίς στιγμή όμως να αντιμετωπίζει τον ήρωά  του σαν μια παθολογική περίπτωση. Ο Φος του έχει στοιχεία πέρα από την τρέλα και ο ηθοποιός καταφέρνει να τα επικοινωνήσει επί σκηνής, να συγκινήσει και να προβληματίσει, επιτυχγάνοντας  αριστοτεχνικά, μοναδική ισορροπία, ανάμεσα  την εξωστρέφεια και στο συναισθηματικό βύθισμα που απαιτεί ο ρόλος.

Το σκηνικό του Σάκη Μπιρμπίλη είναι αφαιρετικό σ’ αντίθεση με τα ασφυκτικά πλουμιστά σκηνικά, τα οποία επιλέγονται συνήθως για να δικαιολογήσουν το «μαυσωλείο» και την αποπνικτική ατμόσφαιρα. Αυτή η επιλογή σε συνδυασμό με τον υπαινικτικό για τις αγριότητες των ΝΑΖΙ τοίχο με τους αριθμούς, μάλλον διευκολύνει την παρακολούθηση της παράστασης. Εξαιρετικοί και οι φωτισμοί του.

Αντίθετα, τα κουστούμια του Άγι Παναγιώτου μοιάζουν ανέμπνευστα και πρόχειρα.

Η μουσική του Λόλεκ είναι διακριτική, δεν επισκιάζει τις ερμηνείες και δεν «υπογραμμίζει» τίποτα.

Μια από τις καλύτερες παραστάσεις που έχουμε δει τα τελευταία χρόνια στο Θέατρο Τέχνης, η οποία τιμά την ιστορία του και μας κάνει να ατενίζουμε το μέλλον με αισιοδοξία. Δεν νοείται θεατρόφιλος να την χάσει, τρεις ερμηνείες διαμάντια και μια ευφυής μέσα στην φαινομενική απλότητά της σκηνοθεσία. 

 

Διαβάστε επίσης:

Η Λουκία Μιχαλοπούλου Έγινε Ηθοποιός, Γιατί Ονειρευόταν Να Παίξει Στην Επίδαυρο (Συνέντευξη)

 

Μαρία Πρωτόπαππα: «Για Να Ξεφοβηθώ Δανείζομαι Την Εμπειρία Της Έμμα Ρέγιες»

 

Στεφανία Γουλιώτη: «Στις Πρόβες Διαλύομαι Γνωρίζοντας Τον Εαυτό Μου»

popolaros banner

popolaros banner

lisasmeni mpalarina

Video

 

sample banner

 

τέχνες PLUS

 

Ποιοι Είμαστε

Το Texnes-plus προέκυψε από τη μεγάλη μας αγάπη, που αγγίζει τα όρια της μανίας, για το θέατρο. Είναι ένας ιστότοπος στον οποίο θα γίνει προσπάθεια να ιδωθούν όλες οι texnes μέσα από την οπτική του θεάτρου. Στόχος η πολύπλευρη και σφαιρική ενημέρωση του κοινού για όλα τα θεατρικά δρώμενα στην Αθήνα και όχι μόνο… Διαβάστε Περισσότερα...

Newsletter

Για να μένετε ενημερωμένοι με τα τελευταία νέα του texnes-plus.gr

Επικοινωνία