Με καίει που δεν ξέρω ποιος είμαι. Μου έμαθαν μία γλώσσα και δεν μπορώ να ξεφύγω από τις λέξεις της... Μου έδωσαν μια ταυτότητα, μία χώρα, μία θρησκεία… Μου έμαθαν τρόπους, πώς και τι να σκέφτομαι... Μεγάλωσα και με καίει που ακόμα παλεύω με τις ανεπάρκειές μου. Παλεύω με όλα αυτά που μού έδωσαν χωρίς καν να με ρωτήσουν. Δεν ξέρω αν αυτό που θέλω είναι αυτό που θέλω πραγματικά ή αυτό που μου έμαθαν να θέλω. Με καίει που δεν ξέρω πώς να ξεφύγω από τους ανθρώπους που με μεγάλωσαν, από το σχολείο όπου με εκπαίδευσαν, από την κοινωνία όπου με ενέταξαν. Με καίει που όσο μεγαλώνω ξεχνάω να ρωτάω το γιατί. Εκείνες οι ατελείωτες ερωτήσεις που έκανα παιδί ακόμα και για το πιο απλό πράγμα, μεγαλώνοντας έγιναν βεβαιότητες. Βεβαιότητες λες και είναι καμωμένες από μπρούντζο, από μάρμαρο. Με καίει που δεν βλέπω την αιτία, τον λόγο, με καίει που δεν μπορώ να αναθεωρήσω ξανά και ξανά τις ιδέες μου, τα όνειρά μου... ακόμα και όταν έχω τη βεβαιότητα πως δεν υπάρχει βεβαιότητα. Μια κινούμενη λάσπη που συνεχώς σε τραβάει μέσα της. Με καίει ο θάνατος... κι ο λόγος είναι ότι είναι η μόνη βεβαιότητα της ζωής μου.