Μερικές φορές όταν διαβάζω ένα βιβλίο μου δημιουργείται μια αίσθηση απώλειας. Μιας απώλειας που δεν μπορεί να σχηματοποιηθεί, δεν προσωποποιείται και δεν έχω μάλλον την δεινότητα να την περιγράψω. Την ίδια ώρα όμως δεν αισθάνομαι βαρύς ή άσχημα ή κατηφής. Μια ευλογημένη ευεξία είναι το αποτέλεσμα της απολαυστικής ανάγνωσης της συλλογής διηγημάτων της Μαρίας Ξυλούρη «Πέτρινα πλοία» (Εκδόσεις Μεταίχμιο).
Διαβάζοντας τις ιστορίες της ήταν σαν να είχα επιστρέψει στα παιδικά και νεανικά μου χρόνια, βράδυ, γύρω από μια φωτιά με τους φίλους μου προσκόπους και τον Κοσμά, τον Κώστα, τον Φωκίωνα, να μας διαβάζουν ιστορίες, ή και ποιήματα μέσα στη νύχτα.
Η Μαρία Ξυλούρη στις 15 ιστορίες, στα 15 διηγήματα του βιβλίου της, «Πέτρινα Πλοία» έχει καταφέρει να αποτυπώσει διηγήσεις και να σκαρώσει τις δικές της (αφηγηματικές) ιστορίες στο χαρτί. Διατηρεί τη δύναμη της διήγησης και παρασέρνει σε μια λογοτεχνία που δείχνει βαθιά γνώση της φόρμας που επιλέγει και του σεβασμού στον αναγνώστη της.
Θραύσματα μνήμης προηγούμενης χαρούμενης , ή όχι, ζωής, όνειρα που δεν εκπληρώθηκαν, απώλειες αποτελούν τον πυρήνα κάθε μιας από τις 15 διηγήσεις και διηγήματα του βιβλίου.
Διάβαζα όσο πιο αργά μπορούσα για να μην τελειώσει το βιβλίο. Το κουβαλούσα στην τσάντα μου και διάβαζα όπου μπορούσα, έστω και λίγο για να διατηρήσω την απόλαυση που μου χάρισε το βιβλίο και μόλις το έκλεισα συνέχισα να σκέφτομαι τα δικά μου «πέτρινα πλοία» τις δικές μου πέτρες σε σχήμα καραβιού που σε κάποιους τόπους άνθρωποι έστηναν γύρω από τους τάφους και πίστευαν ότι οδηγούσαν τους νεκρούς στον άλλον κόσμο. (για να δανειστώ λίγα λόγια από το οπισθόφυλλο του βιβλίου).
Παράλληλα σήκωσα το τηλέφωνο και μίλησα με την συγγραφέα που μου έκανε την τιμή να κάνουμε την «κουβέντα» που θα διαβάσεις στη συνέχεια.
Η αφηγηματική ιστορία, πέραν την έμπνευσης για εσάς τους συγγραφείς, αρχίζει να αποκτά μια μεγαλύτερη υπόσταση τα τελευταία χρόνια. Πώς το εξηγείς;
Δεν νομίζω ότι έχω συνολική απάντηση σε αυτή την ερώτηση, και δεν ξέρω αν αφορά αυτή η τάση συγκεκριμένα την αφηγηματική ιστορία – μάλλον αφορά τη μη μυθοπλαστική γραφή σε διάφορες εκδοχές της.
Σε ό,τι με αφορά, οδηγήθηκα στα μη μυθοπλαστικά αναγνώσματα για να επιβεβαιώσω ότι “the truth is stranger than fiction” – καθώς και από περιέργεια για διάφορα θέματα. Το πόσο απίστευτη και ακραία είναι η πραγματικότητα μου επέτρεψε, με έναν τρόπο, να ξεφύγω από το ερώτημα «μπορεί τώρα αυτό να συμβεί στον πραγματικό κόσμο;» και να πάω στο ερώτημα «μπορεί τώρα αυτό να συμβεί στο πλαίσιο του κόσμου του συγκεκριμένου βιβλίου;» που είναι για μένα κρισιμότερο. Με απασχολούν οι τόποι, και το πώς τους δημιουργείς, καθώς και ο φυσικός κόσμος, σε μια προσπάθεια επαναδιαπραγμάτευσης της σχέσης μου μαζί του –όχι μόνο της συγγραφικής- κι αυτό κάπως καθοδήγησε τα διαβάσματά μου. Με άλλα λόγια, όσο παράδοξο κι αν ακούγεται, στράφηκα σαν αναγνώστρια στις μη μυθοπλαστικές αφηγήσεις επειδή ήθελα να ξεφύγω από τα στενά όρια του ρεαλισμού στα γραπτά μου, να διευρύνω τον ορίζοντά τους.
Τα «Πέτρινα πλοία» έχουν βασιστεί σε αφηγήσεις. Πώς μετατρέπεις μια αφήγηση σε λογοτεχνία;
Κάποια διηγήματα των Πέτρινων πλοίων πράγματι πατάνε, άλλα λιγότερο και άλλα περισσότερο, σε ιστορίες που μου αφηγήθηκαν, και γράφοντάς τα ίσως προσπαθούσα να απαντήσω ακριβώς στο ερώτημά σου. Για παράδειγμα «Η πέτρα» είναι μια σχεδόν εν θερμώ καταγραφή της αφήγησης του πρωταγωνιστή, αφήγηση, ωστόσο, της οποίας δεν ήμουν η κύρια αποδέκτρια· το «Ένας για έναν» βασίζεται κι αυτό σε ιστορία που μου αφηγήθηκαν, μεταφερμένη σε διαφορετικό περιβάλλον. Στην «Τρίτη Αμερική», αντιθέτως, η ιστορία δεν είναι πραγματική, όμως ενσωματώνει στοιχεία αλιευμένα από διάφορα διαβάσματά μου – το «κυνήγι» των πουλιών και των αυγών τους στους γκρεμούς, για παράδειγμα, είναι κυρίως εμπνευσμένο από την ιστορία του Σεντ Κίλντα. Στη «Μόνη στεριά» ενσωματώνονται στοιχεία από ένα πραγματικό ναυάγιο –για το οποίο πρωτοδιάβασα στη Γιούντιτ Σαλάνσκυ, η σκιά της οποίας υπάρχει και αλλού στο βιβλίο-, αλλά είναι νομίζω εμφανές ότι όσο προχωρά η ιστορία των ναυαγών αυτών τόσο απομακρύνεται από την πραγματική. Και νομίζω ότι αυτή η μετατόπιση από το πραγματικό στο φανταστικό που συμβαίνει στη «Μόνη στεριά» είναι χαρακτηριστικό της συλλογής συνολικά. Υπάρχουν και διηγήματα που, στο βαθμό που μπορεί να ειπωθεί αυτό για οποιαδήποτε ιστορία, είναι καθαρά προϊόντα μυθοπλασίας. Στο «Φεύγει το νησί», για παράδειγμα, το μοναδικό πραγματικό στοιχείο είναι η άφιξη, το 1913 στο Έλις Άιλαντ, του Ζαχαρία Π., 25 ετών, με το Παννονία απ’ την Τεργέστη. Άλλα τέτοια διηγήματα είναι «Ο βήχας του Ιουλίου», «Το θυμωμένο μάτι», το «Νερό»…
Δεν με ενδιέφερε, λοιπόν, να καταγράψω πραγματικές ιστορίες ή ακόμα περισσότερο μαρτυρίες. Θα έλεγα ότι στις περισσότερες περιπτώσεις χρησιμοποίησα τα πραγματικά στοιχεία ως «οικοδομικά υλικά» στην προσπάθεια να χτίσω κάτι δικό μου, όπως κάποτε έχτιζαν ναούς με τα υλικά προϋπάρχοντων ναών. Οπωσδήποτε δεν ανακάλυψα την πυρίτιδα: κάθε λογοτεχνική αφήγηση αντλεί λιγότερα ή περισσότερα στοιχεία από το πραγματικό αλλά και από αφηγήσεις που προηγήθηκαν, καμιά τους δεν προκύπτει απ’ το απόλυτο κενό.
Ποια είναι η διαφορά της αφήγησης από ένα απλό κουβεντολόι;
Δεν βγαίνω με μαγνητοφωνάκι να κάνω συνεντεύξεις, δεν έχω συγκεκριμένο σχέδιο ή ερωτηματολόγιο για να αποσπάσω από τους άλλους τις αφηγήσεις τους· περισσότερο προσπαθώ να ακούω με προσοχή ό,τι οργανικά βγαίνει από τη συζήτηση – οπότε αυτές οι αφηγήσεις προκύπτουν ακριβώς από απλό κουβεντολόι: πιάνεται κάποιος από μια κουβέντα με όλη την αναρχία της και για λίγο δημιουργεί μια πιο οργανωμένη παρένθεση. (Και θα έλεγα ότι η οργάνωση και η πρόθεση ίσως διαφοροποιούν την κουβέντα από την αφήγηση.) Κάποιες φορές τυχαίνει να ακούσω μια αφήγηση που με σπρώχνει γρήγορα σε μια προσπάθεια καταγραφής και επεξεργασίας της και άλλες μπορεί μια αφήγηση να την ανασύρω πολύ αργότερα, συχνά χωρίς να θυμάμαι πια την προέλευσή της· μπορεί επίσης να πιαστώ όχι από μια ολόκληρη ιστορία, αλλά από ένα θραύσμα και να προσπαθήσω να το μετατρέψω ή να το εντάξω σε κάτι άλλο.
Μου έχει κάνει εντύπωση ότι πολλές φορές αυτό που κάποιος θα μου πει με την εισαγωγή «Λοιπόν, τώρα θα σου πω κάτι που είναι για να το βάλεις σε βιβλίο» μου φαίνεται αδιάφορο – και αντ’ αυτού με συγκινεί κάτι που πετάει ο ίδιος άνθρωπος σε ανύποπτο χρόνο χωρίς να αισθάνεται ότι είναι άξιο καταγραφής, χωρίς να έχει συναίσθηση ότι αφηγείται μια ιστορία ή έστω κάποια πρώτα υλικά της. Ο Όστερ λέει ότι οι ιστορίες συμβαίνουν σε αυτούς που ξέρουν να τις αφηγηθούν. Θα πρόσθετα ότι οι ιστορίες σε βρίσκουν επειδή, ακόμα κι αν δεν το κάνεις συνειδητά, τις ψάχνεις για να τις αφηγηθείς. Και η ιστορία που σε βρίσκει έχει βεβαίως να κάνει και με το ποιος είσαι εσύ που την ακούς.
Στην εποχή του εγκλεισμού – που μάλλον οδεύει προς το τέλος της, ας ελπίσουμε μόνιμα – τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έφταναν για να καλύψουν την αφηγηματική ανάγκη ανθρώπων που γνωρίζεις; (ή η αφήγηση απαιτεί προσωπική επαφή;)
Νομίζω ότι για πολλούς ανθρώπους, τουλάχιστον του κύκλου μου, οι αφηγήσεις, οι ιστορίες κάθε λογής, αποτέλεσαν βασικό καταφύγιο, όπου κι αν τις έβρισκαν – σε βιβλία, σε άρθρα, σε σειρές (είμαστε, στο κάτω κάτω, περικυκλωμένοι από αυτές). Δεν νομίζω ότι μας έλειψαν αυτές, λοιπόν. Και η προσωπική επαφή, που σίγουρα έλειψε, είναι πολύ περισσότερα από μοιρασμένες αφηγήσεις.
Βέβαια το να μπορούμε, όσοι μπορούσαμε, να μένουμε σπίτι και να ψάχνουμε αποκούμπι στις ιστορίες και να γκρινιάζουμε για τους τέσσερις τοίχους μας στην πραγματικότητα ήταν μια πολυτέλεια που δεν την είχαν όλοι. Οι κούριερ που μας έφερναν τα ψώνια μας και οι ντελιβεράδες που μας έφερναν το φαγητό μας, για παράδειγμα, θα είχαν μια τελείως άλλη ιστορία να πουν.
Ποια είναι η πρώτη σου μετάφραση; Θα ήθελες, σήμερα με την εμπειρία που διαθέτεις, να την ξαναδούλευες;
Η πρώτη μου μετάφραση είναι Τα χίλια φθινόπωρα του Γιάκομπ ντε Ζουτ του Ντέιβιντ Μίτσελ (Τόπος, 2014). Με απασχολεί ακόμα, όπως και όλες οι μεταφράσεις που ακολούθησαν – εξάλλου δεν έχω καν συμπληρώσει δεκαετία στη μετάφραση, οπότε δεν με χωρίζει αρκετή απόσταση από αυτές. Για κάθε βιβλίο έχω πράγματα που συνεχίζω να σκέφτομαι, επιλογές που μάλλον θα αναθεωρούσα, αναπόφευκτα λάθη ή αβλεψίες, και είμαι βέβαιη ότι αν τα ξαναδιάβαζα θα ανακάλυπτα κι άλλα. (Άπαξ και τυπωθούν, αποφεύγω να ξαναδιαβάσω τις μεταφράσεις μου: έχει έναν τρόπο, στο τυπωμένο βιβλίο, το μάτι να πέφτει πάνω στην ατέλεια που δεν έβλεπε όσο ακόμα υπήρχε περιθώριο διόρθωσης.) Το πρωτότυπο, εξάλλου, είναι οριστικό με έναν τρόπο που η μετάφραση φοβάμαι ότι δεν μπορεί να είναι.
Πώς συνδυάζεται η πειθαρχία της μεταφράστριας απαιτητικών βιβλίων με την δημιουργικότητα της συγγραφής;
Δεν θα εντόπιζα τη διάσταση μεταξύ μετάφρασης και συγγραφής στο δίπολο πειθαρχίας και δημιουργικότητας, για αρχή, επειδή πιστεύω ότι μετάφραση και συγγραφή απαιτούν και τα δύο. Η βασική διαφορά στη μετάφραση είναι η προφανής: συγγραφέας δεν είμαι εγώ. Όσο κι αν αγαπάω το κείμενο, σε βαθμό που να το νιώθω δικό μου, δεν είναι δικό μου· ο αναγνώστης ενός βιβλίου που μετέφρασα πρέπει να μπορεί σ’ αυτό να διαβάσει τον συγγραφέα του, όχι εμένα. Μάλλον είναι ανέφικτο να εξαφανίσεις τελείως τον εαυτό σου από το μετάφρασμα, αλλά οφείλεις, το λιγότερο, να προσπαθείς ο αναγνώστης να μην σκοντάφτει διαρκώς στον ίσκιο σου. Όταν μεταφράζω τα δικά μου γραψίματα μένουν πίσω, και για λόγους χρόνου (δεν βιοπορίζομαι από τη μετάφραση) αλλά και επειδή δεν θέλω η συγγραφέας να μπλέκεται στα πόδια της μεταφράστριας. Αν και σίγουρα η μετάφραση έχει πάρει πολύ χρόνο από τα δικά μου βιβλία, νομίζω ότι με έχει ωφελήσει πάρα πολύ. Τη βλέπω και σαν μια μαθητεία στο πλευρό συγγραφέων που θαυμάζω.
Υπάρχει το «άγιο δισκοπότηρο» της μετάφρασης, εκείνο το έργο που θες αλλά δεν τολμάς να αναμετρηθείς μαζί του;
Δεν ονειρευόμουν να γίνω μεταφράστρια, και την πρώτη μου μετάφραση την έκανα μετά από πρόταση του εκδότη, που ήξερε ότι αγαπώ πολύ το συγκεκριμένο βιβλίο και τον συγκεκριμένο συγγραφέα. Έχω σταθεί πολύ τυχερή, επειδή μετέφρασα συγγραφείς που αγαπούσα ούτως ή άλλως σαν αναγνώστρια, οπότε δεν μπορώ να πω ότι έχω κάποιο «απωθημένο» – θα μου φαινόταν και θράσος, για να πω την αλήθεια. Αρκετός είναι ο φόβος της αναμέτρησης με αυτά που ήδη μεταφράζω, εξάλλου.
Πώς είναι το 24ωρο σου;
Μια διαρκής μάχη να χωρέσω σε αυτό ένα 48ωρο, ιδίως όταν μεταφράζω. Όπως ανέφερα παραπάνω, δεν βιοπορίζομαι από τη μετάφραση, οπότε μεγάλο κομμάτι της μέρας μου είναι η δουλειά μου. Μεταφράζω κυρίως απογευματινές ώρες. Περνάω πάρα πολύ χρόνο πάνω απ’ το πληκτρολόγιο, όπως καταλαβαίνεις, και προσπαθώ διαρκώς να «ανοίξω τρύπες» μέσα στη μέρα για τους ανθρώπους μου, τα γατιά μου, την υπόλοιπη ζωή μου.
Ακούς μουσική όταν μεταφράζεις και τι είδος; Αντιστοίχως τι ακούς όταν γράφεις κάτι δικό σου;
Μπορεί να ακούσω κομμάτια που αναφέρουν οι συγγραφείς στα βιβλία που μεταφράζω για να έχω μια εικόνα του «σάουντρακ» τους, να μπω λίγο βαθύτερα στον κόσμο τους. Ιδίως για τη μετάφραση του Utopia Avenue του Μίτσελ (θα κυκλοφορήσει το φθινόπωρο) άκουσα πολλή μουσική των τελών της δεκαετίας του εξήντα: το βιβλίο αφηγείται τη σύντομη πορεία μιας μπάντας της εποχής – τα τραγούδια λοιπόν είναι βασικά στοιχεία του κόσμου του. Συνήθως όμως προτιμώ να δουλεύω χωρίς περισπασμούς, οπότε αν βάλω μουσική θα είναι πράγματα που νιώθω ότι δεν διακόπτουν τη ροή της δουλειάς, αντιθέτως με βοηθούν να συγκεντρωθώ – οι συνηθέστερες επιλογές μου είναι Το χαμόγελο της Τζοκόντας του Χατζιδάκι και το Cantus Arcticus του Ραουταβάρα.
Όταν γράφω μπορεί να ακούω το ίδιο κομμάτι ξανά και ξανά, αν ο ρυθμός του για παράδειγμα με βοηθάει στον ρυθμό της γραφής ή αν η αίσθηση που αφήνει συγγενεύει με αυτήν που επιδιώκω σε μια συγκεκριμένη σκηνή ή παράγραφο. Συνήθως όμως δεν ακούω τίποτα. Αλλά επεξεργάζομαι πολλές ιδέες σε σχέση με τα γραπτά μου περπατώντας και ακούγοντας μουσική στ’ ακουστικά μου – σκέφτομαι την πλοκή, στήνω σκηνές, μαθαίνω τους χαρακτήρες κ.λπ. Βασικός λόγος που με πετυχαίνουν φίλοι στον δρόμο κι εγώ μπορεί να μην τους προσέξω καν. (Κάποια από τα τραγούδια που άκουγα όταν έγραφα τα Πέτρινα πλοία είναι συγκεντρωμένα εδώ: https://bit.ly/stoneships-playlist)
Πες μας τις 5 αγαπημένες σου ταινίες που βασίστηκαν σε βιβλία.
Δυσκολεύομαι να σκεφτώ πέντε, μάλλον επειδή τα τελευταία χρόνια ειδικά ελάχιστες ταινίες βλέπω. Οι πρώτες που μου έρχονται στο μυαλό: Τελευταία έξοδος: Ρίτα Χέιγουορθ, Cloud Atlas, Ο θρύλος του 1900 και το Άρωμα. Τέσσερις. Αύριο-μεθαύριο σίγουρα θα μου έρθουν άλλες τέσσερις και θα αναρωτιέμαι πώς γίνεται να τις ξέχασα.
Ο εγκλεισμός που βιώσαμε, άφησε συναισθηματικά «κουσούρια» και ποια βλέπεις ήδη «τριγύρω» σου;
Αισθάνομαι ότι βάθυνε μια προϋπάρχουσα εξουθένωση: μην ξεχνάμε ότι όλη αυτή η ιστορία ήρθε μετά από μια πολύ σκληρή δεκαετία, στη διάρκεια της οποίας πολλά πρωινά ξυπνούσαμε με τον φόβο ότι θα πέσει ο ουρανός στο κεφάλι μας. Οπότε η πανδημία μας βρήκε ήδη ταλαιπωρημένους. Το τραύμα γράφεται πάνω μας ακόμα κι αν δεν το συνειδητοποιούμε, και φοβάμαι ότι θα το βρούμε μπροστά μας σε πολλά επίπεδα· ελπίζω να διαψευστώ.
Τι φοβάσαι και πώς καταπολεμάς τυχόν φοβίες και φόβους σου;
Φοβάμαι πολύ περισσότερα πράγματα απ’ όσα θα ήθελα να παραδεχτώ. Συχνά σκέφτομαι πως το όποιο περιπετειώδες πνεύμα μου εξαντλείται στην ανάγνωση. Δεν έχω βρει κάποια στρατηγική που να με βοηθά πολύ, πέρα από τη στήριξη των δικών μου ανθρώπων, που με κάνουν συχνά να νιώθω πιο γενναία απ’ ό,τι είμαι στην πραγματικότητα. Μπορώ όμως να πω με χαρά ότι τα τελευταία χρόνια έχω καταφέρει να ξεπεράσω (κάπως: ακόμα έχω δρόμο μπροστά μου) τον φόβο μου για τα σκυλιά. Κάτι είναι κι αυτό.
Πηγή:www.viewtag.gr Γιάννης Καφάτος