Γεννήθηκε στην Αθήνα, μεγάλωσε στη Λάρισα, νιώθει σπίτι της το Πήλιο. Χρωστάει σε ένα φορητό DVD Player, στον Τρίερ, στον Αλμοδοβάρ και στον Φασμπίντερ τις καλύτερες στιγμές της εφηβείας της. Και στο «Ποιος Φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ» τα πρώτα δάκρυα σε παράσταση. Είναι, πια, ερωτευμένη με το θέατρο και αγαπάει αγιάτρευτα το σινεμά.
Η Σάρα Πόλει, εδώ, με πρώτο και εκπληκτικό υλικό μία σύντομη ιστορία της Alice Munro πλάθει έναν κινηματογραφικό κόσμο τρυφερότητας και αθάνατων συναισθημάτων.
Όταν το Άλτσχάιμερ θα χτυπήσει την πόρτα και θα εισέλθει απρόσκλητο στο σπίτι της Fiona και του Grant, το ηλικιωμένο ζευγάρι θα αποφασίσει να δεξιωθεί κατ’ οίκον τον καλεσμένο του, αντιμετωπίζοντας την ασθένεια μέσα στους τέσσερις τοίχους του σπιτιού. Όταν, ο καλεσμένος δεν θα αποβεί φιλόξενος και η κατάσταση της υγείας της Fiona θα χειροτερέψει, το ζευγάρι θα εγκαταλείψει την κατοικία του και η Fiona θα βρεθεί έγκλειστη σε ένα ειδικό κέντρο για ασθενείς με Αλτσχάιμερ. Ένας εγκλεισμός που θα μετατραπεί γρήγορα σε μονιμότητα και σε αφορμή για μία νέα ζωή που θα "έρθει πακέτο" με έναν νέο έρωτα με έναν άντρα ομοιοπαθόντα ασθενή. Η Fiona ξεχνά τον Grant και ο Grant ξαναθυμάται την Fiona σε μία δακρύβεχτη ιστορία με κινηματογραφικά κότσια.
Η Σάρα Πόλει αντιμετωπίζει το ζεύγος με ανθρώπινη τρυφερότητα. Και σκηνοθετεί τους Gordon Pinsent και Julie Christie μοιάζοντας να αναπτύσσει με εκείνους και με την ίδια την ιστορία που αφηγείται μια σχέση στοργής. Η ταινία βρίθει εικόνων αγάπης κι ανθρωπιάς που κατέχουν το μαγικό συστατικό που κάνει τα δάκρυα να τρέχουν χωρίς συναισθηματικούς εκβιασμούς κι αναίτια κρεσέντο.
Ενώ, με ένα σενάριο και δύο ερμηνείες που κινούνται στο μοτίβο του σκληρού ρεαλισμού της απώλειας της μνήμης και της καταδικασμένης προσπάθειας για διατήρηση της αγάπης, η ταινία καταφέρνει να παραδώσει ένα μικρό κινηματογραφικό θαύμα.
Γνώρισα μια κοπέλα που κάνει διδακτορικό στο Ελσίνκι, την λένε Γιοχάνα και είναι από την Αθήνα. Πριν πάει στο Ελσίνκι ταξίδευε δύο χρόνια στην Ευρώπη. Μου είπε ότι ήθελε να διασπείρει κάτι που δεν ήταν ιός. Μετά συζητήσαμε για την Βαρκελώνη και για έναν κοινό μας γνωστό που ήταν παντρεμένος, αλλά τα είχε κρυφά με μια κοπέλα από την Βουλγαρία που έμενε στη Βαρκελώνη. Ο κοινός μας γνωστός περνούσε ,κάθε χρόνο, εκεί μαζί της περίπου δύο εβδομάδες. Τρώγανε κάθε μέρα τάπας. Μέχρι να τα σιχαθούνε.
Ήθελα να την ρωτήσω αν στο Ελσίνκι κάνουνε ice skating αλλά μου διέφευγε η λέξη στα Ελληνικά. Ήθελα να της πω ότι μ’ αυτό το ψοφόκρυο αν δεν κάνουνε ice skating θα πρέπει σίγουρα να αρχίσουνε να. Ήθελα, μάλιστα, να της προτείνω να ανοίξει ένα δικό της γηπεδο για ice skating όπου θα προσέφερε στους κατακόκκινους κουρασμένους Φινλανδούς ice skaters γύρο χοιρινό και ρετσίνα με κόκα κόλα. Δεν κατάφερα, όμως, να θυμηθώ ποτέ την λέξη στα ελληνικά. Η πτήση της Γιοχάνα έφυγε και εγώ δεν έμαθα ποτέ αν οι Φινλανδοί ασχολούνται με αυτό το ευεγενές άθλημα.
Σήμερα, έχοντας περάσει ακριβώς εικοσιδύο μέρες μέσα στο σπίτι μου, ξύπνησα με την φωνή του Αλέξη Κωστάλα στο μυαλό μου να μιλάει για διπλά και τριπλά λουπ. Ενώ, ξαφνικά την ώρα που έτρωγα ένα κομμάτι τυρόπιτα με κατίκι και ανθότυρο φώναξα δυνατά «Καλλιτεχνικό Πατινάζ».
Η Γιοχάνα είναι ακόμα στο Ελσίνκι. Νομίζω πως τώρα θα έχει ερωτευτεί έναν Φινλανδό με κόκκινα αυτιά. Θα έχουνε στην πυλωτή του σπιτιού τους ένα γήπεδο για ice skating. Το Φινλανδικό κούριερ θα τους φέρει αύριο την μηχανή για τον γύρο και η Γιοχάνα την ώρα που θα τρώει τα λιπάκια θα προσπαθεί να του πει πως αυτό στα ελληνικά λέγεται καλλιτεχνικό πατινάζ.
Αγαπητό φτερωτό ποντίκι,
Πριν μπεις στην ζωή μου, είχα περάσει αφόρητες μέρες κλεισούρας. Το σπίτι μου έμοιαζε κάθε μέρα και μικρότερο, ενώ, άθελά μου, κοπανούσα συνεχώς το κεφάλι μου στον τοίχο με αποτέλεσμα να έχω γεμίσει μυτερά καρούμπαλα.
Από εκείνο το πρωί που εγκατέλειψες τον ύπνο μου και εμφανίστηκες ξαφνικά ολοζώντανο στον ξύπνιο μου, έχω περάσει μαζί σου στιγμές υπέροχες. Όποτε χρειαζόμουν ένα ποτήρι νερό, το ήξερες πριν από μένα για μένα. Άνοιγες τα φτερά σου και με τα δυνατά σου πόδια και τα γαμψά σου νύχια έπιανες το αγαπημένο μου ψηλό ποτήρι το γέμιζες νερό, ξανα-άνοιγες τα φτερά σου και προσγειωνόσουν χαμογελαστό μπροστά μου, με το ποτήρι γεμάτο φρέσκο γάργαρο νερό. Ενώ, όταν ήθελα το τοστ μου, άλειφες και τις δύο φέτες με μια γενναία δόση βούτυρο, ενώ με τα γαμψά σου νύχια άνοιγες ταχύτατα την συσκευασία του τυριού και κατάφερνες πάντα να κάνεις το τυρί κρατσανιστό να κυλάει έξω από τις φέτες του τοστ, όπως ακριβώς μου αρέσει. Ενώ, δεν μου έτρωγες ποτέ ούτε μία μπουκιά από το λαχταριστό βουτυρένιο μου τοστάκι. Η προσφορά σου μάλιστα ήταν τόσο ανιδιοτελής, που κάθε βράδυ, την ώρα που άπλωνα το χέρι μου πάνω στο τριχωτό σου κεφαλάκι εσύ χουρχούριζες όπως ακριβώς οι γάτες που τόσο μισείς. Τότε όλο μου το σώμα γέμιζε γαλήνη. Θα πρέπει, εδώ, να σου εξομολογηθώ ότι αναπτέρωσες την πίστη μου στον έρωτα. Ναι, χάρη σε σένα βρήκα επιτέλους την χρυσή ερωτική τομή ανάμεσα στο ασίγαστο πάθος και την γαλήνια συντροφικότητα.
Το πρώτο αυτό πρωινό της εξαφάνισης σου χωρίς ούτε να το καταλάβω άνοιξα την τηλεόραση, συνήθεια που με την ευεργετική σου επίδραση είχα πλέον κόψει εντελώς. Μία ξανθιά παρουσιάστρια με φουσκωτά μάγουλα μιλούσε για κάποιον ιό που σκοτώνει κόσμο και μου συνιστούσε να εγκαταλείψω το διαμέρισμα μου και να ξανα-αρχίσω να βγαίνω έξω, με προσοχή. Η φωνή και τα μάγουλα της ξύπνησαν κάποια μακρινή ανάμνηση μέσα μου, την οποία, όμως, κατέπνιξε η λύπη που μου προξένησε η απουσία σου. Επιχείρησα, τότε, να πετάξω εγώ η ίδια στην κουζίνα, αλλά, ελλείψει φτερών, γκρέμισα στο πέρασμα μου ένα γυάλινο τασάκι, δώρο της γιαγιάς. Ενώ, όταν πάτησα στα πόδια μου στην πορεία προς την τοστιέρα έσπασα ένα κρυστάλλινο κρασοπότηρο, δώρο της μαμάς.
Χωρίς την τρυφερότητα και την επιδεξιότητα σου, θα τρελαθώ.
Η Σοφία Λόρεν, έχοντας χαρίσει την τελευταία της ερμηνεία στο κινηματογραφικό κοινό, το 2009 στην ταινία «Nine» του Ρομπ Μάρσαλ, επανέρχεται φέτος, 11 χρόνια μετά, σε ηλικία 86 ετών και σε σκηνοθετική συνεργασία με τον γιο της, Εντοάρντο Πόντι, αναλαμβάνει τον ρόλο της Μαντάμ Ρόσα, σε μια ταινία παραγωγής και διανομής του Νέτφλιξ.
Ο Πόντι, εδώ, διασκευάζοντας το βιβλίο του Romain Gary, μας αφηγείται το τελευταίο διάστημα της ζωής της Μαντάμ Ρόσα, μίας ηλικιωμένης πρώην πόρνης και νυν επιζήσασας του Ολοκαυτώματος. Μία ιστορία, όμως, που δεν θα μας χαρίσει την ίδια της την ένταση μόνη, αλλά θα βρούμε σε ρόλο αφηγητή τον Μομό, ένα νεαρό αγόρι το οποίο θα φιλοξενήσει υπό την προστασία της. Μια αφήγηση που προσπαθεί να βρει τον σεναριακό της προσανατολισμό ανάμεσα στα αναπόδραστα γηρατειά και στην αίωνια ανάγκη για ένα συναισθηματικό σπίτι. Μια σεναριακή ανάγκη που ,όμως, δεν εκπληρώνεται ποτέ, χαρίζοντας μας, βέβαια, μία αναμφίβολα συγκινητική ιστορία.
Ο Πόντι, προσπαθώντας να χαρίσει στην ιστορία του την ατμόσφαιρα ενός σκληρού παραμυθιού, αφαιρεί τελικά από την ίδια του την δημιουργία την αναπόδραστη σκληρότητα της ζωής στο δρόμο και των γηρατειών. Και αναλώνεται, τελικά, σε μια συμβατική απόδοση, προσπαθώντας, συχνά, άτσαλα και με αφέλεια να αποσπάσει δάκρυα που δυστυχώς θα εμφανιστούν με δυσκολία και με μόνο έναυσμα τις παράπλευρες δυσκολίες της περιόδου.
Με τις πρωταγωνιστικές ερμηνείες να καταφέρνουν να ισορροπήσουν ανάμεσα στον μελοδραματισμό και την πηγαία τρυφερότητα, η ταινία, παρά τις σεναριακές και σκηνοθετικές αστοχίες παραμένει μία τίμια προσπάθεια που προσφέρεται για ένα ευχάριστο κινηματογραφικό βράδυ.
2/5
Κι αν προσφάτως ο Ντόναλτ Τραμπ μάζεψε τα ακριβά μπουρζουάδικα μπογαλάκια του και αποχώρησε, με δυσκολία, από τον Λευκό Οίκο, η αμερικανική πολτική σκηνή βρίσκεται και –πιθανότατα- θα συνεχίσει να βρίσκεται μακριά από τον πολυπόθητο μεσσία της.
Σε μία, λοιπόν, προσπάθεια σάτιρας αυτής της αέναης, πλην μάταιης, προσμονής του μεσσία που θα διασώσει τα υπολείμματα του American Dream ενώ ταυτόχρονα θα επιτελέσει το καθήκον του αδέκαστου πλανητάρχη, ο Warren Beatty, μας χάρισε το 1998, το «Bulworth». Μια ταινία όπου ο ίδιος ο Beatty υποδύεται έναν γερουσιαστή σε κρίση πολιτικής ταυτότητας και –αναπόφευκτης- ειλικρίνειας. Στην καμπή του 21ου αιώνα, ο Jay Bulworth, συνειδητοποιώντας την ματαιότητα ενός πολιτκού λειτουργού ενταγμένου σε ένα σύστημα εξαρτήσεων και αδιαφάνειας, αποφασίζει να οργανώσει επι πληρωμή τον ίδιο του τον φόνο. Βέβαιος, λοιπόν, ότι πρόκειται, συντόμως, να εγκαταλείψει τα εγκόσμια και την πολιτική του καριέρα, αναλώνεται στην αποκάλυψη του πραγματικού του εαυτού και σε ένα απόλυτα διασκεδαστικό carpe diem γεμάτο πολιτικές, αλλά, και ερωτικές σφαίρες.
Ο Beatty επιβεβαιώνει, εδώ, τον ρόλο του ως enfant terrible του αμερικάνικου mainstream κινηματογράφου και μας χαρίζει μία απολαυστική μαύρη κωμωδία με τα εχέγγυα της απόλυτης επικαιρότητας, ακόμα και 22 χρόνια μετά.
Το υποβρύχιο
Δια χειρός Βόλφγκανγκ Πίτερσεν προσγειώθηκε στις κινηματογραφικές αίθουσες το πλέον άρτιο κινηματογραφικά υποβρύχιο της ιστορίας της 7ης τέχνης. Και εγκαταλείποντας για λίγο τις επτά θάλασσες, όπου μοιραία ανήκει, ανέλαβε το δύσκολο καθήκον της πρόκλησης κλειστοφοβίας και συμπάθειας για τους 50 ναζί ενοίκους του. Επιτυγχάνοντας με χαρακτηριστική άνεση και στις δύο «επικίνδυνες αποστολές» του, παρέδωσε μία από τις καλύτερες περιπέτειες στην ιστορία του κινηματογράφου.
Ο Πίτερσεν αφηγούμενος, εδώ, την ιστορία μιας ομάδας ναζί ενοίκων ενός υποβρυχίου που ξεκινάει, με μοναδική του -τελικά- βάρκα την ελπίδα για τον Ατλαντικό και τα εχθρικά πλοία και πυρά, καταφέρνει να βάλει στην κινηματογραφική συνταγή του την σωστή δόση μελοδραματισμού. Ενός μελοδραματισμού που προσεγγίζει διακριτικά πλην ουσιαστικά την ανθρώπινη μοναξιά χωρίς διδακτισμούς περί πολεμοχαρών και προσωπικά υπεύθυνων ναζί.
Το τεράστιο, όμως, κινηματογραφικό ατού της ταινίας είναι η σκηνοθεσία της. Τα 120 λεπτά για τα οποία οι ήρωες βρίσκονται μέσα στο υποβρύχιο και στον πάτο της θάλασσας θα κάνουν τους τοίχους του σπιτιού σας να πλησιάζουν ο ένας τον άλλο. Και εσάς, μετά το πέρας της ταινίας, να κοιτάξετε έξω από το παράθυρο σας φοβούμενοι ότι, τελικά, εκεί έξω σας περιμένουν γιγάντια βράχια και τεράστια σαλάχια.
Κι αν ο εγκλεισμός κάνει το σπίτι σας ήδη να μοιάζει μικρότερο, ο Πίτερσεν δεν υπόσχεται μεν να αυξήσει τα τετραγωνικά της κατοικίας σας, υπόσχεται, όμως, μία μοναδική κινηματογραφικής εμπειρία.
Το τραμπολίνο
Σε είδα για πρώτη φορά πριν από τρεις μέρες. Ήταν ακριβώς 8:25, την ώρα που φτιάχνω την πρωινή μου ομελέτα.
Εκείνο το πρωί, το πρώτο από τα τρία αυγά έσπασε στα χέρια μου. Το ασπράδι χύθηκε στον νεροχύτη κι εγώ βρέθηκα να ρουφάω τον κρόκο που είχε σταθεί επάνω στον αντίχειρα μου. Με λίγο ωμό κρόκο κολλημένο στα χείλη μου σήκωσα το κεφάλι για να πιάσω το χαρτί κουζίνας που θα με βοηθούσε να απαλλάξω τον νεροχύτη ,αλλά και τα δάχτυλα μου, από κάθε περιττό ίχνος αυγού, αλλά και αυγουλίλας.
Εκείνη ακριβώς την στιγμή που το κεφάλι μου σηκώθηκε και το βλέμμα μου περιπλανήθηκε για μερικά δευτερόλεπτα έξω από το παράθυρο σε είδα. Στο ακριβώς απέναντι μπαλκόνι. Να χοροπηδάς πάνω σε ένα τραμπολίνο. Ξεχνώντας, πλήρως, το ζήτημα του σπασμένου αυγού έκανα το κεφάλι μου λίγο ακόμα προς τα μπροστά με αποτέλεσμα να κοπανήσω το μέτωπο μου στο παράθυρο και τα χείλη μου να αφήσουν έναν κίτρινο λεκέ από κρόκο αυγού στο ,μέχρι πρότινος, πεντακάθαρο τζάμι. Από εκείνη την ημέρα, η θερμοκρασία έχει κατρακυλήσει επτά ολόκληρους βαθμούς. Ενώ χθες από τις 8:25 μέχρι τις 9:15 έριχνε καρεκλοπόδαρα. Εσύ, όμως, δεν εγκατέλειψες το πόστο σου. Κι εγώ, εδώ και τρία πρωινά έχω ξαναβρεί την όρεξη που μου είχε αφαιρέσει η αφόρητη κλεισούρα κι η ατέλειωτη αναμονή των τελευταίων εβδομάδων.
Σήμερα που απουσιάζεις, θέλω να σε ρωτήσω ,πεντάχρονε γείτονα, αν πιστεύεις στα μαγικά; Η ηλικία σου, νομίζω σου το επιτρέπει. Προσφάτως έχω αρχίσει να πιστεύω κι εγώ. Το αναπάντεχο σπάσιμο του αυγού στα χέρια μου και η ανακάλυψη του αδιάκοπου χοροπηδητού σου στο τραμπολίνο, έχουν αναπτερώσει την πίστη μου στα μαγικά και την όρεξη μου για ομελέτα και ζωή. Αν πιστεύεις κι εσύ, σε περιμένω αύριο. Στις 8:25 ακριβώς.
Τα χρόνια της αθωότητας (1993)
Αν η εποχή μας απέχει παρασάγγας από κάθε μορφή αθωότητας, Ο Σκορτσέζε, εδώ, μας μιλάει για την ερωτική έλξη ως την υπέρτατη ανθρώπινη έκφραση μιας κάποιας κατακλυσμιαίας αθωότητας.
Ο μέλλων σύζυγος ερωτεύεται την ξαδέρφη της μέλλουσας συζύγου του και εκείνη ανταποδίδει αναπόδραστα τα ερωτικά πυρά σε μια σχέση ανεκπλήρωτων παθών και διαφορετικών ζωών. Με πρωταγωνιστή τον Ντάνιελ Ντέιλ Λιουις στην απόλυτη ενσάρκωση του αλά «έχω καταπιεί μπαστούνι» γοητευτικού αστού, την Γουινόνα Ράιντερ στον ρόλο του «γαντζώνομαι από πλάνα που γίνανε πριν από μένα για μένα» και την Μισέλ Φάιφερ υποκριτικό θιασώτη του αιώνιου ερωτήματος «κι αν τα κάνω όλα πουτάνα;», ο Σκορτσέζε, εδώ, βασισμένος στο βιβλίο του Edith Wharton πλάθει τρεις ακέραιους και απόλυτα διακριτούς χαρακτήρες σε έναν έρωτα, εκ προοιμίου, φτιαγμένο για δύο. Και χαρίζει στην έβδομη τέχνη ένα από τα καλύτερα ερωτικά δράματα όλων των εποχών και μια ταινία απαλλαγμένη από κάθε περιττό ελιτισμό και εξοπλισμένη με την κατάλληλη δόση μελοδραματισμού.
Δείτε τη γιατί: Σε μια εποχή όπου η ζωή όπως την ξέραμε μοιάζει -συχνά εκ του πονηρού- απαγορευμένη, ο αχαλίνωτος αυθορμητισμός του πραγματικού έρωτα θα σας συγκινήσει.
Έχοντας ξανά-εγκαινιάσει -επίσημα πλέον- την περίοδο της απονομής ευκαιριών σε χειροποίητα κουλούρια Θεσσαλονίκης, banana bread, ξεχασμένες φόρμες από την τρίτη λυκείου και σε παρκούρ ανάμεσα στις λιγοστές πρασινάδες της γειτονιάς με ,μέχρι πρότινος, άγνωστους γείτονες, ίσως ήρθε και η ώρα της δεύτερης και οριστικής ευκαιρίας στην μαύρη οθόνη της τηλεόρασης.
Δευτέρα 16/11
ΕΡΤ2 22:00- Σε επιφυλακή
Στην πρώτη μεγάλου μήκους της ταινία η Μαριάν Ταρντιέ επιστρατεύει τους Ρεντά Κατέμπ και Αντέλ Εξαρχόπουλος για να μας αφηγηθεί την ιστορία του Σερίφ. Ένας νεαρός άντρας «μισεί» την δουλειά του, «αγαπάει» μια κοπέλα που συναντάει στο λεωφορείο και παλεύει με τους δαίμονες του παρελθόντος, σε ένα ρεαλιστικό δράμα αλά γαλλικά.
Τρίτη 17/11
Alpha 23:00- Στα όρια του αύριο
Μια περιπέτεια δια χειρός Νταγκ Λιμαν που έφερε την «άνοιξη» για το κινηματογραφικό είδος του χολιγουντιανού si-fi. Μία υπερπαραγωγή με τους λαμπερούς της πρωταγωνιστές, τα ειδικά εφέ της και τα όλα της. Ο Τομ Κρουζ πολεμάει εξωγήινους και ζει την θανατηφόρα μέρα της μαρμότας, ξανά και ξανά.
Τετάρτη 18/11
Star 00:00- Ο Λύκος της Γουόλ Στριτ
O Σκορτσέζε ζει, αυτός μας οδηγεί. Εδώ, με σταθερό σύμμαχο τον Λεονάρντο Ντικάπριο και την καλλονή Μαργκό Ρόμπι, μας χαρίζει ένα ταξίδι στα σκληρά άδυτα του αμερικάνικου χρηματιστηρίου. Μια ταινία με χιούμορ που συζητήθηκε και ωμότητα που σόκαρε.
Πέμπτη 19/11
ΕΡΤ2 22:00- The tale
Θιασώτης του κινήματος #metoo και του θάρρους των αποκαλύψεων σεξουαλικών σκανδάλων, η Τζένιφερ Φοξ ,στην πρώτη απόπειρα της στον στίβο του σινεμά μυθοπλασίας, μας αφηγείται την προσωπική ιστορία της εφηβικής της σεξουαλικής κακοποίησης. Ενώ, βρίσκοντας την ιδανική της πρωταγωνίστρια στην υπέροχη Λόρα Ντερν θα σας χαρίσει ένα αβίαστα δακρύβρεχτο βράδυ.
Παρασκευή 20/11
Σκάι 00:30- The other guys
Χαρίζοντας μια ανανεωτική πνοή στο είδος της αστυνομικής σάτιρας και εκμεταλλευόμενος στο έπακρο την δυνατότητα του να προκαλεί άφθονο γέλιο, ο Άνταμ Μακ Κέι μας ξεναγεί στον κόσμο δύο αδέξιων αστυνομικών σε μια απέλπιδα προσπάθειας επίλυσης μιας εν δυνάμει απάτης. Μιας απάτης που βρίσκει την ενσάρκωση των γκαφατζήδων αστυνομικών της, στους ξεκαρδιστικούς Γουίλ Φέρελ και Μαρκ Γουόλμπεργκ.
Το βασικό πρόβλημα του «ποιοτικού» ελληνικού κινηματογράφου της τελευταίας δεκαετίας που ως άλλη λερνάια ύδρα δεν αποδέχεται την ήττα του και συνχεχίζει να «ξερνάει» κινηματογραφικά κεφάλια, ξεκινάει από την απόλυτη αποδοχή του weird ως εγγύηση καλλιτεχνικής επιτυχίας. Με το βασικότερο από τα κινηματογραφικά του κεφάλια να είναι η απαξίωση του σεναρίου και η υιοθέτηση ενός υπαινικτικού σινεμά που ρέπει προς την ανυπαρξία ιστοριών με συνοχή και την απόλυτη υιοθέτηση ενός σινεμά οπτικά ερεθιστικού πλην κενού νοημάτων. Καταλήγοντας, τελικά, σε ένα σινεμά απόλυτα ελιτίστικο που μοιάζει ανίκανο να αποκοπεί από το ίδιο το μυαλό του δημιουργού.
Το Kala Azar της Τζάνις Ραφαηλίδου ,δυστυχώς, δεν αποτελεί την εξαίρεση αλλά τον κανόνα της υιοθέτησης του μοτίβου του weird ως κάποιου είδους απόλυτη καλλιτεχνική καινοτομία. Η ιστορία μας μεταφέρει σε μια δυστοπία ενός θανατηφόρου ιού με θύματα τα ζώα. Στον κόσμο αυτό, ένα ζευγάρι (Πηνελόπη Τσιλίκα, Δημήτρης Λάλος) αναλαμβάνει την αποτέφρωση των θανόντων. Το πρόβλημα, στην περίπτωση μας είναι πως η σεναριακή εφεύρεση του κόσμου αυτού αποτελεί μία πρωτότυπη ιδέα η οποία, όμως, ποτέ δεν αξιοποιείται πραγματικά. Και, η ταινία μοιάζει τελικά με τα χαμόγελα των επιβατών ενός αεροπλάνου που, όμως., μετατραπήκανε σε ιαχές γκρίνιας όταν το αεροπλάνο δεν απογειώθηκε ποτέ.
Στα εύσημα της ταινίας ανήκει βέβαια, η σκηνοθεσία της ίδιας της Ραφαηλίδου η οποία καταφέρνει να μας χαρίσει μαγευτικές εικόνες και να αφήσει υποσχέσεις για ένα κινηματογραφικό μέλλον. Ένα μέλλον το οποίο, βέβαια, θα βρει έναν σεναριογράφο ικανό να χαρίσει πνοή σε κάποια από τις ιστορίες της.
Συμπερασματικά, πρόκειται αναμφισβήτητα για μια κινηματογραφική δημιουργία με υψηλή αισθητική και για μία δημιουργό με τεράστιες ικανότητες. Όμως, ακόμα κι αν παραβλέψουμε την σεναριακή αστοχία, η Ραφαηλίδου μπλέχτηκε στα πονηρά δίχτυα του weird καταφέροντας να απωλέσει μέχρι και την όποια διάθεση καλλιτεχνικής τόλμης θα ήθελε να διατηρήσει για την ίδια της τη δημιουργία.
1,5/5
Η ταινία των Frederik Louis Hviid και Anders Ølholm είναι ,πέρα και πάνω απ’ όλα, μια τανία με κινηματογραφικά και ρεαλιστικά κότσια. Κι αν η τόλμη είναι αναγκαίο συστατικό και ζητούμενο της τέχνης, χαρίζουμε στους συνδημιουργούς της το δίκαιο –πλην μίζερο- διαδικτυακό standing ovation που κέρδισαν με την αξία και τον καλλιτεχνικό τσαμπουκά τους. Αφηγούμενοι, λοιπόν, την ιστορία ενός 19χρονου Πακιστανού, κατοίκου δανέζικου γκέτο, που βρέθηκε νεκρός μετά από αστυνομική σύλληψη, οι δύο δημιουργοί μας χάρισαν μια σκοτεινή και αγωνιώδη κατάβαση σε έναν ατέρμονο κύκλο ρατσιστικής βίας. Μιας βίας που ακόμα κι αν καλλιεργείται από την όποια εξουσία, μοιάζει ,με τα εκατέρωθεν ασίγαστα πυρά της, να βάλλει, τελικά, αδιάκοπα κατά της ίδιας της ανθρωπιάς ως στοιχείο της φύσης μας. Έχοντας γράψει και εξυπηρετώντας άρτια ένα αστυνομικό δράμα χαρακτήρων, μοιάζουν να έχουν προβλέψει κάθε πιθανή αντίδραση των πρωταγωνιστών χαρίζοντας τους σάρκα και οστά και αποφεύγοντας τον ρηχό διαχωρισμό μεταξύ καλού και κακού μπάτσου. Το ταξίδι τους, εξάλλου, είναι μια φανερή ματιά σε έναν κόσμο που βρωμάει απ’ όπου κι αν τον πιάσεις. Ενώ, σκηνοθετικά μεταχειρίζονται τον ακραίο ρεαλισμό, ως μέσο για την απεικόνιση της αναγκαίας βαναυσότητας. Μιας βαναυσότητας που παραμένει, όμως, ακριβώς σ’ αυτά τα πλαίσια του αναγκαίου χωρίς να μπλέκει σε αιματηρές εικόνες εύκολου εντυπωσιασμού και συναισθηματικού εκβιασμού. Κι αν, ενίοτε, χάνει την σεναριακή της ισορροπία ρέποντας προς τον διδακτισμό, οι δύο δημιουργοί μας χάρισαν εκείνο το σκληρό ρεαλιστικό δράμα που ξέρει να αποφεύγει τον σκόπελο του mainstream κοιτάζοντας στα μάτια την αναπόδραστη βία του κόσμου που περιγράφει. Και έχοντας εξαρχής βρει την σεναριακή τους στόχευση στην (αδικό)χαμένη ανθρωπιά. Ένα μικρό κινηματογραφικό διαμάντι. 3,5/5
Ο Ιταλός Danilo Caputo ,στην δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του, αφηγείται την ιστορία της επιστροφής μιας 21χρονη φοιτήτριας γεωπονίας στην γενέτειρα της, την ύπαιθρο της Απουλίας, και την απέλπιδα προσπάθεια της να σώσει τα ελαιόδεντρα της οικογένειας της από βέβαιο αφανισμό. Στον βωμό, όμως, της σωτηρίας των δέντρων θα θυσιάσει την οικογενειακή της γαλήνη και οικονομική ευημερία που μοιάζει να εξαρτάται ,μόνο, από τα επικείμενα κρατικά επιδόματα σε περίπτωση ολοσχερούς καταστροφής των ήδη άρρωστων δέντρων.
Ο Caputo διαθέτει εδώ μια σεναριακή βάση που είναι ,εκ πρώτης όψεως, ικανή να φυσήξει ούριους κινηματογραφικούς ανέμους και να πλεύσει ήρεμη και ανεμπόδιστη προς έναν κινηματογράφο αξιώσεων. Η πρώτη, όμως, όψη διαψεύδεται γρήγορα με τους χαρακτήρες να φαντάζουν από ανερμάτιστοι έως καρικατούρες. Τα ηθικά διλήμματα, ευτυχώς, διατηρούνται -ακόμα και εν μέσω σιωπής- διασώζοντας το σενάριο από το απόλυτο ναυάγιο.
Σκηνοθετικά, ο Caputo είχε στα χέρια του ένα απόλυτα αβανταδόρικο τοπίο απόλυτα ικανό να προσφέρει την φυσική ομορφιά του στην 7η τέχνη. Η ικανότητα, όμως, εδώ αποδείχτηκε σαφώς κατώτερη των περιστάσεων, χαρίζοντας στο τοπίο ρόλο δευτεραγωνιστή, με πρωταγωνιστή την κακή αισθητική μίας φωτογραφίας παντελώς ανίκανης να χειριστεί την ίδια της την έμπνευση.
Ένα σεμινάριο για τον πλέον αποτελεσματικό τρόπο καταστροφής μιας καλής ιδέας.
1,5/5
Η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία της Τζάνις Ραφαηλίδου μας ταξιδεύει σε μια δυστοπία ενός μυστηριώδους ιού που έχει ,όμως, δείξει το θανατηφόρο πρόσωπο του στα ζώα. Απέναντι στην σκληρότητα των μαζικών ανεξήγητων σωρών ζωών, ένα ζευγάρι προτάσσει την ανθρωπιά της συλλογής και αποτέφρωσης των πτωμάτων. Με ελληνικό καστ που περιλαμβάνει την Πηνελόπη Τσιλίκα και τον Δημήτρη Λάλο στους πρωταγωνιστικούς ρόλους, το «Kala Azar» μοιάζει με ένα weird κράμα της επιστημονικής φαντασίας με το μελόδραμα και τον φιλοζωικό ακτιβισμό.
Έχοντας ήδη συμμετάσχει και διακριθεί σε διεθνή φεστιβάλ, το ντεμπούτο της Τζάνις Ραφαηλίδου μοιάζει ικανό να μας εκπλήξει κινούμενο με μαεστρία ανάμεσα στα κινηματογραφικά είδη. Και, ναι, οι δυστοπίες ζουν (και βασιλεύουν) ανάμεσα μας.
Παγιδευμένοι
Η δανέζικη αυτή ταινία σε συν-σκηνοθεσία των Άντερς Έλχολμ και Φρέντερικ Λούις Χβιντ μας αφηγείται την ιστορία μιας γενικευμένης σύγκρουσης σε ένα «κακόφημο» γκέτο μεταναστών της Κοπεγχάγης. Όταν, λοιπόν, ένας κρατούμενος μετανάστης θα βρεθεί σε κώμα κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες, το γκέτο θα μετατραπεί σε κόλαση με δύο αστυνομικούς να φλέγονται στα πολιτικά κατάβαθα της.
Αναμένουμε αγωνιώδεις ρυθμούς, καταιγιστικά πολιτικά πυρά και προσβλέπουμε σε απουσία διδακτισμού.
Στην δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του ο Danilo Caputo ταξιδεύει στην Απουλία για μια ιστορία μολυσμένων δέντρων και μυαλών. Στην ιστορία μας, η Νίκα ,φοιτήτρια γεωπονίας, εγκαταλείπει την Ρώμη για χάρη της ιδΙαίτερης πατρίδας στην Απουλία. Μία επιστροφή που θα συνοδευτεί, όμως, από αναπόδραστη καταστροφή όταν η Νίκα θα συνειδητοποιήσει ότι η οικογένεια της βρίσκεται στο χείλος της οικονομικής καταστροφής λόγω της μόλυνσης των ελαιόδεντρων τους. Και αναμένει, ως μοναδικό από μηχανής θεό, την καταβολή των κρατικών αποζημιώσεων για την απώλεια της σοδειάς. Η Νίκα, τότε, αποφασίζει να διεξάγει την δική της σταυροφορία με νικηφόρο ορίζοντα την σωτηρία των δέντρων.
Ένα κράμα μελοδράματος και περιβαλλοντικού ακτιβισμού σε μια φιλόδοξη προσπάθεια που μας έχει κινήσει το ενδιαφέρον.
Προετοιμασίες για να είμαστε μαζί, άγνωστο για πόσο
40χρονη νευροχειρούργος Ουγγαρέζα με έδρα τις ΗΠΑ ερωτεύεται και αποφασίζει να εγκαταλείψει καριέρα και στρωμένη ζωή για να ζήσει τον έρωτα στην Βουδαπέστη. Το ταξίδι, όμως, και η εγκατάλειψη του παρόντος θα αποβούν μοιραία όταν το υποκείμενο του σφοδρού της πάθους, θα ισχυριστεί ότι δεν την έχει δει ποτέ.
Στην δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία της, η Lili Horvat επιχειρεί να γεφυρώσει το, ίσως, αγεφύρωτο χάσμα ανάμεσα στον σουρεαλισμό και στο μελόδραμα σε μια αν μη τι άλλο γενναία προσπάθεια από μια δημιουργό που δείχνει να διαθέτει κότσια ως αναγκαίο καλλιτεχνικό εχέγγυο.
Με την δυστοπική συνθήκη της καθημερινότητας και την οθόνη της τηλεόρασης μας να πορεύονται αγκαζέ σε μια απέλπιδα προσπάθεια να γεμίσουν άδεια βράδια και κενές ημέρες, τα κανάλια δίνουν το δυναμικό (και μόνο) κινηματογραφικό παρών.
Δευτέρα 9/11
Η σιωπηλή επανάσταση
ΕΡΤ2-23:00
Η ΕΡΤ2 ανοίγει την κινηματογραφική εβδομάδα με μια ιστορία για το Βερολίνο πριν το περιβόητο τείχος. Και μας ταξιδεύει στα –ίσως και- λησμονημένα γεγονότα της Ούγγρικης επανάστασης του 1956 και στην έμπρακτη αλληλεγγύη μιας ομάδας εφήβων στους Ούγγρους επαναστάτες μέσω της τήρησης δύο λεπτών σιγής κατά την διάρκεια των μαθημάτων. Μία ταινία του 2018 κι ένα οδοιπορικό σε άλλες (πολιτικές) εποχές.
Τρίτη 10/11
Rocky
OPEN-22:30
Τα μεγαλεία του Χόλιγουντ σε πρώτο πλάνο με τον Σιλβέστερ Σταλόνε στον ρόλο που καθιέρωσε τον ίδιο αλλά και αποτέλεσε έναυσμα για την αναβίωση των ταινιών πάλης. Το κλασικό πλην αγαπημένο μοτίβο περιλαμβάνει ,και εδώ, έναν άσημο μποξέρ να παλεύει για την (αυτό)εκτίμηση και να αρπάζει την ευκαιρία μιας μάχης με έναν ισχυρό αντίπαλο απ’ τα μαλλιά. Μια ιστορία για όσους (δεν) πιστέψαμε στον εαυτό μας.
Τετάρτη 11/11
Τα σαγόνια του καρχαρία
STAR-03:45
Η δυστοπία, δυστοπία κι ο Σπίλμπεργκ, Σπίλμπεργκ aka ακόμα κι αν τα σαγόνια του καρχαρία ,αλλά και πάσης φύσεως άγριου ζώου, δεν αποτελούν και την πλέον θελκτική επιλογή εν μέσω καραντίνας, ο Σπίλμπεργκ μπλέκει εδώ εφηβικές αναμνήσεις με κλασικό σινεμά. Συνδυασμός που, ναι, μας κάνει να παραδινόμαστε άνευ όρων.
Πέμπτη 12/11
Deepwater Horizon
STAR-21:00
Το 2010 η πλατφόρμα άντλησης πετρελαίου Deepwater Horizon εκρήγνυται με αποτέλεσμα μια τεράστια οικολογική καταστροφή. Ο Πίτερ Μπεργκ επιχειρεί εδώ να μας χαρίσει μία επική ταινία καταστροφής σε συνδυασμό, όμως, με το ανθρώπινο πρόσωπο του προσφιλούς Αμερικανού ήρωα που με αυταπάρνηση θα ριχτεί στην μάχη με το πετρέλαιο. Κι αν ανά στιγμές μυρίζει περισσότερο συμβατικό Χόλιγουντ απ’ ότι πετρέλαιο, το «Deepwater Horizon» καταφέρνει να αποσπάσει αγνή συγκίνηση.
Παρασκευή 13/11
A.I. Τεχνητή Νοημοσύνη
Ο Σπίλμπεργκ χάρισε ,εδώ, στην έβδομη τέχνη μια ιδέα του τεράστιου Στάνλει Κιούμπρικ και μας αφηγήθηκε μια ιστορία για ρομπότ με συναισθήματα ανθρώπων, και γι’ ανθρώπινα συναισθήματα με ρομπότ. Μια ταινία επιστημονικής φαντασίας που προσεγγίζει την έννοια της οικογένειας και –εν τέλει- της αγάπης με ευαισθησία και ρεαλισμό.
Η μεσήλικη Βρετανίδα και κάτοικος των Νότιων Βρετανικών ακτών, Mary, χάνει ξαφνικά τον Πακιστανό σύζυγο της για χάρη του οποίου και του σφοδρού τους έρωτα είχε κάποτε ασπαστεί τον μουσουλμανισμό . Προς επιβεβαίωση, όμως, του προσφιλούς ρητού, του ενός κακού έπονται μύρια, με προεξάρχον την οδυνηρή συνειδητοποίηση ότι ο σύζυγος της διατήρουσε παράνομη σχέση ετών με Γαλλίδα κάτοικο της απέναντι όχθης της Μάγχης. Μία σχέση για χάρη της οποίας η Mary θα αποφασίσει να περάσει μόνη της την Μάγχη σε μια σκληρή –πλην αναγκαία- προσπάθεια να την συναντήσει. Ενώ, το κακό για την πρωταγωνίστρια μας τριτώνει όταν ο έφηβος γιος της Γαλλίδας αποδεικνύεται καρπός του έρωτα του συζύγου με την άγνωστη της γυναίκα.
Στην πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία ο Αλίμ Καν μας χαρίζει ένα ταξίδι στην έννοια της οικογένειας ως απόλυτη ανάγκη για αποδοχή. Ενώ, απεκδυόμενος τα πατριαρχικά στερεότυπα, μας μιλάει ανοιχτά για την ανθρώπινη ψυχή και την ανάγκη της να αγαπάει και να αγαπιέται. Στην ιστορία του αυτή βρίσκει βασική σύμμαχο την Joanna Scanlan σε μια μεγάλη ερμηνεία γεμάτη σιωπές και πηγαίο συναίσθημα.
Ενώ, επικεντρώνοντας την σκηνοθεσία του στον ρεαλισμό του αστικού και φυσικού τοπίου καταφέρνει να αποδεσμεύεσει το μελόδραμα του από κάθε «φθηνό» συναισθηματικό εκβιασμό. Χωρίς, μεν, να ανανεώνει ουσιαστικά τα σύγχρονα σκηνοθετικά εκφραστικά μέσα καταφέρνει, δε, να μας ερεθίσει οπτικά.
Κι αν το σενάριο μοιάζει, συχνά, να χάνει την αληθοφάνεια του και να μην δίνει στις συγκρούσεις και στις αντιθέσεις τον αναγκαίο χρόνο επώασης, η ευαισθησία κι η ανθρωπιά του δίνει το πλέον δυναμικό παρόν συγχωρώντας οποιεσδήποτε αδυναμίες.
3,5/5
Το «After Love», η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Aleem Khan, μας αφηγείται την ιστορία της ανακάλυψης μιας απιστίας μετά, όμως, το θάνατο του περί ου ο λόγος άπιστου. Η Βρετανίδα Mary έχοντας, κάποτε, αρνηθεί τον χριστιανισμό και –αντ’ αυτού- ασπαστεί τον μουσουλμανισμό ,για χάρη ενός ευτυχισμένου γάμου στην νότια Βρετανία, βρίσκεται ξαφνικά χήρα. Μία χήρα, όμως, η οποία δεν θα αργήσει να βρει τα σημάδια της απιστίας του τεθνεώτος συζύγου. Συνειδητοποιώντας, λοιπόν, ότι το ανθρώπινο πρόσωπο της απιστίας μιλάει Γαλλικά και βρίσκεται στην απέναντι όχθη της Μάγχης, παίρνει την απόφαση να διασχίσει μόνη την θάλασσα που χωρίζει τις δύο χώρες.
Οι πρώτες κριτικές μιλάνε για δύο εξαιρετικές ερμηνείες από την Βρετανίδα ,Joanna Scanlan, και την βετεράνα Γαλλίδα, Nathalie Richard, και για δυο γυναίκες που χαρίζουν στο σενάριο του Khan το γυναικείο πρόσωπο των κατακερματισμένων ευτυχιών. Ενώ, το «After Love» μοιάζει να πρόκειται για ένα μελόδραμα χωρίς δραματικές εξάρσεις, αλλά με σιωπηρά ουρλιαχτά απόγνωσης κι αναπόδραστης αυτογνωσίας. Δείτε το.
H Naomi Kawase με το «True Mothers» μας χαρίζει την καλύτερη της ταινία εδώ και χρόνια και μία από τις πλέον ευαίσθητες κινηματογραφικές σπουδές του 21ου αιώνα επάνω στην έννοια της μητρότητας.Βασισμένη στην απλή ιστορία της επιστροφής της «άσωτης» ,πλην πραγματικής, μητέρας ενός υιοθετημένου παιδιού δημιουργεία μία ιστορία που αποφεύγει με μαεστρία τον σκόπελο του αναίτιου μελοδραματισμού και πάλλεται από αγνό συναίσθημα.
Η Naomi Kawase με την σκηνοθετική της κάμερα επιχειρεί ένα οδοιπορικό στα διαφορετικά κοινωνικά στρώματα της Ιαπωνίας χαρίζοντας μας έναν συνδυασμό της αστικής Ιαπωνίας και της φύσης μιας χώρας που μοιάζει, εδώ, πανέμορφη. Ένας συνδυασμός που ως αισθητική επιλογή την δικαιώνει απόλυτα, αποτελώντας εύφορο έδαφος για το ταξίδι σε μία χώρα αντιθέσεων και σε δυο ζωές σε δρόμους παράλληλους, αλλά, προορισμένους κάπου και κάποτε να συναντηθούν.
Ενώ, συνυπογράφοντας η ίδια το σενάριο, πλάθει εδώ μια ιστορία ισχυρών χαρακτήρων και καλοδουλεμένων ανατροπών. Χωρίς να ρέπει προς την εύκολη συγκινησιακή φόρτιση, το σενάριο επιφυλάσσει για τους χαρακτήρες του, αντιδράσεις που συνάδουν πλήρως με το κινηματογραφικό τους πρόσωπο. Και μας συστήνει, τελικά τρεις διαφορετικούς ανθρώπους, με ψυχή, σάρκα και οστά.
Συμπερασματικά, πρόκειται για μια άρτια κινηματογραφική δημιουργία, για μια ταινία φορτισμένη από τρυφερότητα κι ανθρωπιά. Και για μια σύγχρονη παραβολή για την αγάπη που , ναι, θα σε βρεί όσο και να προσπαθήσεις να της κρυφτείς.
4/5
To 1971 o David Bowie έχει κυκλοφορήσει το «The man who sold the world» και προσπαθεί εναγωνίως να εξάγει τον εαυτό του και την μουσική στις Ηνωμένες Πολιτείες οι οποίες εμφανίζονται ενωμένες και εχθρικές απέναντι στο νέο του άλμπουμ. Ένα άλμπουμ για χάρη του οποίου, όσο κι αν οι κριτικές εμφανίζονται απογοητευτικές, ο David επιμένει να εγκαταλείψει την Μεγάλη Βρετανία για να κατακτήσει την αμερικανική αγορά με την μουσική και την αισθητική του. Όταν ο Βρετανός μάνατζερ θα του εξασφαλίσει περιοδεία στις ΗΠΑ, η ιδανική αοφρμή θα βρεθεί και το ταξίδι θα γίνει πραγματικότητα. Ο θησαυρός, όμως, θα αποδειχθεί άνθρακες με την περιβόητη περιοδεία να είναι, τελικά, μια σειρά από λάιβ σε μπαρ όπου συχνάζουν φορτηγατζήδες και μια σειρά συνεντεύξεων σε αδιάφορους δημοσιογράφους. Μια εμπειρία, όμως, που θα αποτελέσει για τον Bowie το δημιουργικό κίνητρο να ξανα-ευφέρει τον ίδιο του τον καλλιτεχνικό εαυτό και να συστήσει στο κοινό του τον Ziggy Stardust.
Η ταινία του Gabriel Range δεν έλαβε ποτέ την άδεια της οικογένειας του David Bowie προκειμένου να χρησιμοποιήσει την μουσική του δημιουργού, αλλά ούτε και την ίδια της την αποδοχή ως προς την απόδοση της ζωής του στην οθόνη. Είτε, όμως, η ταινία του Range βρίθει πιστότητας στα πραγματικά γεγονότα της ζωής του διάσημου μουσικού, είτε στερείται αληθοφανείας, αποτελεί μία ταινία με σαφή σεναριακή στόχευση και ικανοποιητική σκηνοθετική αισθητική.
Σε μια προσπάθεια, λοιπόν, απόδοσης της αισθητικής της εποχής σε συνδυασμό με την περσόνα του Bowie, ο σκηνοθέτης δημιουργεί μία καλοδουλεμένη ισορροπία ανάμεσα στο queer και το συμβατικό. Κι αν ,ανά στιγμές, θα αποτελούσε διακαή μας πόθο, η σκηνοθετική πλάστιγγα να γείρει προς το queer και η αισθητική να αφήνει στην άκρη τις όποιες ασφαλείς επιλογές της, η σκηνοθεσία πετυχαίνει να ερεθίσει οπτικά και να υπηρετήσει τον καλλιτεχνικό της στόχο.
Ενώ, το σενάριο γνωρίζοντας εξαρχής το θέμα του, καταφέρνει να παραμείνει πιστό στην αρχική του στόχευση. Και να μας μιλήσει από την αρχή μέχρι το τέλος του για την αναπόδραστη ανθρώπινη επιθυμία για αποδοχή, με την ιστορία του ταξιδιού του Bowie στην Αμερική να μοιάζει με ιδανική κινηματογραφική κιβωτό μιας ιστορίας που μας ταξιδεύει στην ανάγκη μας για αγάπη.
Συμπερασματικά πρόκειται για μία ταινία που παρά την τάση της να ρέπει συχνά προς την συμβατικότητα διαθέτει τα χαρακτηριστικά ενός κινηματογράφου αξιώσεων που μπορεί να σας παρασύρει
3/5